Η Οριάνα Φαλάτσι ήταν
Ιταλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας, που άφησε εποχή με τις συνεντεύξεις της,
κυρίως με πολιτικούς ηγέτες από όλο τον κόσμο τις δεκαετίες του ’60, του ’70
και του ’80. Γεννημένη το 1929, είχε μια μακρά και πολύ επιτυχημένη
δημοσιογραφική και αργότερα συγγραφική καριέρα στη μεταπολεμική Ιταλία, με τη
φήμη της βέβαια να ξεπερνά τα σύνορα της χώρας της και τα γραπτά της να
μεταφράζονται σε περίπου είκοσι γλώσσες. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της
εξέφρασε αμφιλεγόμενες ακραίες απόψεις σχετικά με τον ισλαμισμό αλλά και για
κάποια κοινωνικά θέματα που άφησαν το σημάδι τους στην υστεροφημία της, όμως
μέχρι σήμερα θεωρείται μια από τις πιο μαχητικές δημοσιογράφους του καιρού της.
Η παιδική ηλικία
«Γεννήθηκα στη Φλωρεντία
στις 29 Ιουνίου 1929 από γονείς Φιορεντίνους: την Tosca και τον Edoardo
Fallaci. (…) Στο εξωτερικό, όταν με ρωτούν σε ποια χώρα ανήκω, απαντώ: στη
Φλωρεντία. Όχι στην Ιταλία. Γιατί δεν είναι το ίδιο πράγμα».
Έτσι περιέγραψε η Οριάνα
Φαλάτσι την καταγωγή της για τους αναγνώστες του Europeo, του περιοδικού με το
οποίο συνεργαζόταν.
Η έξι μηνών Οριάνα στην
αγκαλιά της μητέρας της
Στη Φλωρεντία έζησε την
παιδική της ηλικία και τα πρώτα χρόνια της εφηβείας της. Η οικονομική κατάσταση
της οικογένειάς της δεν ήταν η καλύτερη: ο πατέρας της είχε ένα μικρό εργαστήρι
ξυλουργικής και η ίδια, όντας η μεγαλύτερη από τέσσερις κόρες, ήταν πάντα αυτή
με τις περισσότερες ευθύνες. Είχε τρεις μικρότερες αδερφές, τη Neera, την Paola
και την Elisabetta, που γεννήθηκε όταν η Οριάνα ήταν ήδη ενήλικη. Οι γονείς της
έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της: ο πατέρας της είχε
διωχθεί επανειλημμένα από το καθεστώς Μουσολίνι για την αντιφασιστική του δράση,
ενώ αργότερα συμμετείχε στην ιταλική Αντίσταση κατά των Γερμανών και το 1944
συνελήφθη και βασανίστηκε. Η μητέρα της ήταν μια δυναμική γυναίκα που
υποστήριζε τη δράση του πατέρα της. Παράλληλα, και οι δυο τους αγαπούσαν πολύ
το διάβασμα, επενδύοντας τα λίγα χρήματά τους σε βιβλία, κάτι που έδωσε στην
Οριάνα τα πρώτα ερεθίσματα για τη μελλοντική της καριέρα. Η ίδια θεωρούσε τη
δημοσιογραφία έναν συμβιβασμό, το μέσο, για να φτάσει τελικά στη λογοτεχνία.
Μόλις στα δεκατέσσερά της
χρόνια συμμετείχε και η ίδια σε αντιστασιακές δράσεις, συνοδεύοντας Βρετανούς
και Αμερικανούς κρατούμενους που δραπέτευαν από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης με
το ποδήλατό της, και μεταφέροντας όπλα, μηνύματα και παράνομες εφημερίδες στους
αντάρτες, εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι ως παιδί ήταν υπεράνω πάσης υποψίας.
Εκείνα τα χρόνια τη βοήθησαν να αναπτύξει την αυτοπειθαρχία και την αίσθηση
καθήκοντος που θα τη συνόδευε στην υπόλοιπη ζωή της.
Καθώς μέσα της παγιωνόταν
η αγάπη για τη λογοτεχνία, πρότυπό της ήταν ο Jack London, που για να μπορέσει
να ασχοληθεί με το γράψιμο έκανε ένα σωρό δουλειές: από το να σερβίρει μέχρι να
σκάβει για χρυσό. Στο σχολείο η Οριάνα ήταν άριστη μαθήτρια, αν και στο λύκειο
ο μαχητικός χαρακτήρας της της δημιούργησε προβλήματα, όταν θέλησε να ιδρύσει
μια μαθητική ένωση. Παρ’ όλα αυτά, καταφέρνει να αποφοιτήσει με άριστους
βαθμούς.
Τα πρώτα άρθρα
Η Φαλάτσι στα τέλη της
δεκαετίας του ’40
Η Οριάνα δεν ήταν η μόνη
στην οικογένειά της που την έλκυε η δημοσιογραφία: ο θείος της έχοντας γράψει
για δύο εφημερίδες στο παρελθόν, διηύθυνε την «Epoca», ενώ και δύο από τις
μικρότερες αδερφές της είχαν ξεκινήσει να αρθρογραφούν. Η Οριάνα δημοσίευσε το
πρώτο της άρθρο στην «Il Mattino dell’Italia Centrale», μια καθημερινή
εφημερίδα της Φλωρεντίας, το 1946, όταν ήταν μόλις δεκαεφτά χρονών. Χάρη στη
δουλειά της εκεί, μπορεί να γραφτεί στην Ιατρική και να καλύψει τα έξοδα των
σπουδών της. Καλύπτει κυρίως ειδήσεις του αστυνομικού ρεπορτάζ, γυρνώντας στα
νοσοκομεία και τα αστυνομικά τμήματα της Φλωρεντίας.
Καθώς η δουλειά της την
κρατούσε ξύπνια μέχρι αργά, της γινόταν όλο και πιο δύσκολο να παρακολουθεί τις
παραδόσεις στο πανεπιστήμιο. Είναι συνεχώς κουρασμένη, χάνει βάρος και
συνειδητοποιεί πως η ιατρική δεν της ταιριάζει, όσο κι αν τη γοητεύει θεωρητικά
ο ρόλος της. Τελικά, αποφασίζει να εγκαταλείψει το πανεπιστήμιο και να
ασχοληθεί αποκλειστικά με το γράψιμο. Περνάει στο δικαστικό ρεπορτάζ, ενώ
περιστασιακά γράφει ακόμα και για μόδα και για ψυχαγωγία.
Το 1951 γράφει ένα άρθρο
για κάτι που συνέβη στα περίχωρα της Φλωρεντίας: ένας κομμουνιστής πεθαίνει, η
τοπική εκκλησία αρνείται να τελέσει κηδεία ή να τον θάψει, κι έτσι οι σύντροφοί
του ντύνονται ιερείς και τον θάβουν οι ίδιοι. Ευχαριστημένη με το τελικό
αποτέλεσμα του κειμένου της, η Φαλάτσι αποφασίζει να το στείλει στο «Europeo»,
ένα από τα πιο έγκυρα περιοδικά της εποχής. Έτσι ξεκινά μια συνεργασία, αν και
όχι πλήρους απασχόλησης, ενώ στο μεταξύ σταματάει να δουλεύει στη «Mattino»
λόγω πολιτικών διαφωνιών: η εφημερίδα είχε χριστιανοδημοκρατική κατεύθυνση και
η Φαλάτσι αυτοχαρακτηριζόταν ως σοσιαλίστρια.
Στα είκοσι δύο της
πηγαίνει στην εφημερίδα του θείου της, ο οποίος δεν είναι ιδιαίτερα
ενθαρρυντικός. Φοβούμενος πως θα τον κατηγορήσουν ότι δείχνει εύνοια στην
ανιψιά του, της αναθέτει τις πιο τεχνικές και βαρετές για εκείνη δουλειές,
κάνοντάς την επιμελήτρια κειμένων αντί να της επιτρέψει να γράψει. Ωστόσο, η
αλληλοεκτίμηση επικράτησε τελικά στη μεταξύ τους σχέση και η Φαλάτσι έμεινε
στην «Epoca» ως το 1954, οπότε και αποφάσισε να μετακομίσει στη Ρώμη, για να
κυνηγήσει μια μεγαλύτερη καριέρα.
Το περιοδικό «Europeo»,
για το οποίο ξεκινά να δουλεύει επί μονίμου βάσεως, της αναθέτει να καλύψει την
αναδυόμενη καλλιτεχνική και κοσμική ζωή της Ρώμης, που για πρώτη φορά μετά τον
πόλεμο και χάρη στην ακμάζουσα κινηματογραφική της βιομηχανία, αρχίζει να
γίνεται η πόλη της «dolce vita». Η περιέργεια της Φαλάτσι για αυτόν τον
αστραφτερό κόσμο, που μέχρι τότε της φαινόταν τόσο μακρινός, τη βοήθησε να
θέσει τις βάσεις της δημοσιογραφικής της καριέρας, αν και όπως παραδέχτηκε
αργότερα δεν αισθανόταν πάντα άνετα με αυτά που έβλεπε.
Η καριέρα στη
δημοσιογραφία
Εκείνη την περίοδο η
Φαλάτσι καλλιέργησε το στιλ των συνεντεύξεών της, που θα την αναδείκνυαν σε μια
από τις σημαντικότερες γυναίκες εκπροσώπους σε ένα ως τότε ανδροκρατούμενο
επάγγελμα. Δημιούργησε την τεχνική της σταδιακά στη δεκαετία του ’50 και την
τελειοποίησε στις δύο επόμενες. Αρχικά, πραγματοποιούσε ενδελεχή έρευνα για τον
συνεντευξιαζόμενο, γεμίζοντας ολόκληρα τετράδια με σημειώσεις, και προετοίμαζε
διεξοδικά τη συνέντευξη, αναλύοντας όλους τους τρόπους κατά τους οποίους
μπορούσε να κινηθεί η συζήτηση. Το ύφος της, ειδικά όταν αργότερα έπαιρνε συνεντεύξεις
από πολιτικούς, ήταν σχεδόν επιθετικό, αναγκάζοντάς τους με τις πιεστικές της
ερωτήσεις να «ομολογήσουν» πράγματα χωρίς καν να το καταλάβουν.
Συνομιλεί με τους ξένους
σταρ που έρχονται για να δουλέψουν στα στούντιο της Cinecittà, αλλά και με τις μεγάλες
φυσιογνωμίες του ιταλικού κινηματογράφου εκείνης της εποχής: τον Mastroianni,
τον Fellini, την Anna Magnani. Εξαιτίας του διαφορετικού της ύφους, ξεχωρίζει
γρήγορα από τους υπόλοιπους συναδέλφους της και το 1955 μετατίθεται στο Μιλάνο.
Η πόλη δεν την εντυπωσίασε, αλλά από το καινούριο της πόστο μπόρεσε να
ταξιδέψει στο εξωτερικό, κάτι που πάντα ήθελε. Έχοντας γυρίσει στην Ευρώπη, το
1955 επισκέπτεται για πρώτη φορά τις Ηνωμένες Πολιτείες, μια χώρα που της
εξάπτει το ενδιαφέρον: στα επόμενα χρόνια θα ταξιδέψει πολλές φορές στην άλλη
πλευρά του Ατλαντικού.
Η ζωή της στη Ρώμη και τα
ταξίδια στην Αμερική θα της εμπνεύσουν, το 1958, το βιβλίο «Οι επτά αμαρτίες
του Χόλιγουντ» («I sette peccati di Hollywood»). Το 1961 εκδίδει επίσης «Το
άχρηστο φύλο» («Il sesso inutile»), που αφορούσε τη ζωή των γυναικών στη Μέση
Ανατολή, στην οποία επίσης ταξίδεψε για λογαριασμό του περιοδικού. Δύο χρόνια
αργότερα κυκλοφορεί και ένα βιβλίο με τα άρθρα και τις συνεντεύξεις της,
εδραιώνοντας τη φήμη της ως μιας δραστήριας και φιλόδοξης δημοσιογράφου, που
υπερασπίζεται επίσης τα δικαιώματα των γυναικών.
Το 1962, είχε κυκλοφορήσει
το πρώτο της μυθιστόρημα «Η Πηνελόπη στον πόλεμο» («Penelope alla guerra»), ένα
βιβλίο αρκετά γενναίο για την εποχή του. Θέμα του ήταν ένα ερωτικό τρίγωνο στη
Νέα Υόρκη, ανάμεσα σε μια νεαρή τολμηρή γυναίκα που αναζητούσε τη σεξουαλική
και οικονομική της ανεξαρτησία, και δύο ομοφυλόφιλους άντρες που ζούσαν από την
τέχνη τους. Το βιβλίο προσέγγιζε τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία και το πώς
σταδιακά οι γυναίκες ελευθερώνονταν από περιορισμούς αιώνων.
Στην πρώτη γραμμή των
γεγονότων
Στο Βιετνάμ το 1972
Το 1965, καταπιάνεται με
ένα εντελώς διαφορετικό θέμα: στο «Αν ο ήλιος πεθάνει» («Se il Sole muore»),
παρουσιάζει τη μάχη του διαστήματος ανάμεσα στους Αμερικανούς και στους
Σοβιετικούς στο απόγειό της, έχοντας ζήσει για ένα διάστημα σε βάσεις της NASA.
Περιγράφει τα πειράματα των επιστημόνων και των αστροναυτών, τις απογοητεύσεις
και τις ελπίδες τους, ενώ το 1970 με το «Εκείνη τη μέρα στη Σελήνη» διηγείται
το χρονικό της προσγείωσης του Apollo 11 στο φεγγάρι.
Το 1967 ζητάει να σταλεί
στο Βιετνάμ, όπου βιώνει από πολύ κοντά τις μάχες, το παράλογο του πολέμου και
τα συναισθήματα των στρατιωτών. Ανάμεσα στο 1967 και το 1975 θα ταξιδέψει
πολλές φορές στη χώρα και θα καλύψει την κλιμάκωση της σύγκρουσης και τις τραγικές
της συνέπειες, με τα ρεπορτάζ της να μη δημοσιεύονται πια μόνο στην Ιταλία,
αλλά να μεταφράζονται και να κυκλοφορούν σε μεγάλα διεθνή έντυπα.
Οι εμπειρίες της από το
Βιετνάμ συγκεντρώνονται επίσης σε βιβλίο το 1969, στο οποίο δημοσιεύει
συνομιλίες με στρατιώτες και ασκεί κριτική και στις δύο πλευρές. Το βιβλίο
γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, λόγω και της καινοτομίας του να συμπεριλάβει
απευθείας μαρτυρίες αυτών που βρίσκονταν στον πόλεμο. Το 1968 η Φαλάτσι
βρίσκεται στο Μεξικό, όπου τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων, τραυματίζεται
σχεδόν θανάσιμα κατά τη σφαγή του Τλατελόλκο, από τα πυρά των αστυνομικών που
έβαλαν κατά φοιτητικής διαδήλωσης. Με τη χαρακτηριστική της αποφασιστικότητα
συνεχίζει να γράφει και από το κρεβάτι του νοσοκομείου.
Η Φαλάτσι στα άρθρα της
πραγματεύεται σχεδόν όλα τα σημαντικά διεθνή γεγονότα της εποχής. Παίρνει
συνεντεύξεις από ανθρώπους που δεν τις παραχωρούσαν εύκολα: το Χαιλέ Σελασιέ,
την Ίντιρα Γκάντι, την Γκόλντα Μέιρ, το Γιασέρ Αραφάτ, το Χένρι Κίσινγκερ, το
Σάχη του Ιράν, τον Αγιατολάχ Χομεϊνί και τον Μουαμάρ Καντάφι. Δημοσιεύονται στο
«Europeo» και στην «Corriere della Sera» και σηματοδοτούν τη στροφή της προς
μια άλλη, πιο «βαριά» θεματολογία. Η Φαλάτσι ήταν αυτή που ανάγκασε τον
Κίσινγκερ το 1972 να παραδεχτεί ότι ο πόλεμος στο Βιετνάμ ήταν «άχρηστος», ενώ
δε δίστασε μπροστά στο Χομεϊνί να αποκαλέσει το τσαντόρ «ηλίθιο μεσαιωνικό
κουρέλι», και να το βγάλει από πάνω της.
Η παγκόσμια επιτυχία
Παίρνοντας συνέντευξη από
τον Αλέκο Παναγούλη το 1973
Εκτός από τις συνεντεύξεις
της, αυτό που την έκανε παγκοσμίως γνωστή στη δεκαετία του ’70 ήταν τα βιβλία
«Γράμμα σε ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ» («Lettera a un bambino mai nato»)
και «Ένας άντρας» («Un uomo»). Και τα δύο ήταν αυτοβιογραφικά, και εμπνευσμένα
από τη σχέση της με τον Αλέξανδρο Παναγούλη.
Έχοντας προσπαθήσει να
ανατινάξει το αυτοκίνητο του δικτάτορα Παπαδόπουλου στις 13 Αυγούστου του 1968,
ο Παναγούλης συνελήφθη και καταδικάστηκε σε θάνατο. Μια εκτέλεση που αναβλήθηκε
αρκετές φορές και τελικά ακυρώθηκε, αφού το καθεστώς των συνταγματαρχών φοβόταν
την κοινή γνώμη. Ο Παναγούλης παρέμεινε φυλακισμένος για άλλα πέντε χρόνια,
υπομένοντας απάνθρωπα βασανιστήρια και γράφοντας ποιήματα που αργότερα
εκδόθηκαν στην Ιταλία, με πρόλογο από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι. Η Φαλάτσι, που
είχε παρακολουθήσει την ιστορία του στις εφημερίδες, ζήτησε να του πάρει μια
συνέντευξη μετά την απελευθέρωσή του.
Τελικά αναπτύχθηκε ανάμεσά
τους ένας δυνατός έρωτας που θα ενέπνεε τη Φαλάτσι να γράψει μερικά από τα
σπουδαιότερα έργα της, αλλά η σχέση τους είχε από την αρχή προβλήματα, αφού ο
Παναγούλης ήταν συναισθηματικά ασταθής μετά από όσα πέρασε, ενώ άλλαζαν συχνά
τόπο κατοικίας. Η δραματική εμπειρία μιας εγκυμοσύνης που έληξε με αποβολή
οδήγησε τη Φαλάτσι να γράψει το «Γράμμα σε ένα παιδί που δε γεννήθηκε ποτέ». Το
βιβλίο που δημοσιεύτηκε το 1975, εν μέρει με τη μορφή αυτοβιογραφικού
ημερολογίου, πραγματευόταν το θέμα της έκτρωσης και τελικά το πόσο σωστό είναι
να έρχονται σε έναν τόσο σκληρό κόσμο παιδιά χωρίς τη θέλησή τους. Επίσης,
μιλούσε για όλα αυτά που πρέπει να θυσιάσει μια γυναίκα αφοσιωμένη στην καριέρα
της για να γίνει μητέρα.
Το βιβλίο προκάλεσε
παγκόσμια αίσθηση και δημιούργησε συζητήσεις γύρω από το θέμα της έκτρωσης. Την
Πρωτομαγιά του 1976 ο Αλέκος Παναγούλης σκοτώθηκε σε τροχαίο που η Φαλάτσι
θεώρησε πως στήθηκε από «απομεινάρια» της Χούντας, προκειμένου να αποφύγουν την
έκθεση στοιχείων που είχε στην κατοχή του. Έγραψε το βιβλίο «Ένας άντρας»
(1979), αφηγούμενη τη ζωή του συντρόφου της, την ιστορία τους και τον τραγικό
επίλογό της.
Τα τελευταία χρόνια
Στο σπίτι της στο
Manhattan
Με τα βιβλία της και τα
άρθρα της που μεταφράστηκαν και αναδημοσιεύτηκαν σε κορυφαία ένθετα σε όλο τον
κόσμο, η Φαλάτσι ήταν πια μια από τις πιο διάσημες δημοσιογράφους του κόσμου.
Από τη δεκαετία του ’80, μοίραζε τη ζωή της ανάμεσα στην Ιταλία και στην
Αμερική, όπου έλαβε τιμητικά πτυχία και έδωσε διαλέξεις σε πανεπιστήμια.
Σταδιακά, εγκαταστάθηκε τελικά στη Νέα Υόρκη, δημοσιεύοντας βιβλίο για τον
πόλεμο στο Λίβανο το 1990 και ασχολούμενη για πρώτη φορά με το θέμα του
ισλαμικού φονταμελισμού. Το 1991 κάνει για πρώτη φορά στη ζωή της την εμφάνισή
του ο καρκίνος, «ο εξωγήινος», όπως τον αποκαλούσε. Ασχολείται την ίδια περίοδο
με «Το παιδί μου», ένα βιβλίο που αφηγούνταν την ιστορία της οικογένειάς της,
από τις δίκες για μαγεία του 16ου αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου. Το περίπλοκο
δομικά βιβλίο εστίαζε σε όλες τις κρίσιμες στιγμές που της επέτρεψαν τελικά να
γεννηθεί και το πώς η αλυσίδα αυτών των γεγονότων θα μπορούσε πολύ εύκολα να
είχε «σπάσει» στην πορεία.
Αφοσιωμένη σε αυτό της το
έργο, που πίστευε εξαιτίας της ηλικίας και της ασθένειάς της ότι θα ήταν το
τελευταίο της, η Φαλάτσι έμεινε για πρώτη φορά μακριά από τα ζητήματα της
εποχής της. Παρά το γεγονός ότι πάσχει από καρκίνο του πνεύμονα, συνεχίζει να
καπνίζει και παραμένει απομονωμένη στο σπίτι της γράφοντας, μέχρι που σπάει τη
σιωπή της με την 11η Σεπτεμβρίου.
Στις 29 Σεπτεμβρίου του
2001, δημοσιεύει μια μακροσκελή επιστολή στην «Corriere della Sera» όπου
περιγράφει τις τραγικές ώρες μετά την πτώση των Δίδυμων Πύργων. Το άρθρο «The
Rage and the Pride», που αργότερα επεκτάθηκε και ως βιβλίο, εστίαζε στη
σύγκρουση μεταξύ δύο πολιτισμών, της Δύσης και του Ισλάμ, όπως την έβλεπε η
Φαλάτσι, η οποία έβρισκε πως οι δυο αυτοί κόσμοι ήταν αδύνατο να συνυπάρξουν
ειρηνικά. Το βιβλίο έγινε best seller όμως συνάντησε και πολλούς σφοδρούς
επικριτές, που κατηγόρησαν τη συγγραφέα του για ισλαμοφοβία και ρατσισμό.
Η Φαλάτσι συνέχισε την
ίδια ρητορική με το βιβλίο «The Force of Reason» το 2004, υποστηρίζοντας ότι η
Ευρώπη ήταν «πολύ ανεκτική με τους μουσουλμάνους». Κατηγορήθηκε ότι στα γραπτά
της εξομοίωνε τους ισλαμιστές τρομοκράτες με όλους τους μουσουλμάνους που είχαν
εγκατασταθεί στη Φλωρεντία. Στα τελευταία χρόνια της ζωής της υιοθέτησε
συντηρητικές απόψεις σε πολλά κοινωνικά θέματα, τασσόμενη κατά της ευθανασίας,
της έκτρωσης (με εξαίρεση τις περιπτώσεις βιασμού), καθώς και του γάμου και των
υιοθεσιών παιδιών από ομόφυλα ζευγάρια.
Στην τελευταία συνέντευξη
της ζωής της, που παραχώρησε στο New Yorker, μίλησε για το παρελθόν της,
εκφράστηκε ξανά κατά του αραβικού κόσμου και άσκησε κριτική σε όλο το ιταλικό
πολιτικό σύστημα, αλλά και στην ίδια την ιδέα της πολιτικής ορθότητας: «Απλά ανοίγω το στόμα μου
και λέω αυτά που πιστεύω».
Τον Σεπτέμβριο του 2006
έφυγε τελικά από τον καρκίνο στα εβδομήντα εφτά της χρόνια και τάφηκε στην
αγαπημένη της Φλωρεντία. Παρά τα αμφιλεγόμενα γραπτά των τελευταίων χρόνων της
που την οδήγησαν μάλιστα στη θέση του κατηγορούμενου στα ιταλικά δικαστήρια, η
Οριάνα Φαλάτσι έχει μείνει στην ιστορία για το καινοτόμο συγγραφικό και
δημοσιογραφικό της έργο.
Πηγές: oriana-fallaci.com, wikipedia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου