Οι γνώσεις μας για τον Αμμιανό Μαρκελλίνο είναι ελάχιστες και αντλούνται αποκλειστικά από τις αυτοβιογραφικές αναφορές του στο έργο του, το Res gestae. Μια σαφής ένδειξη για την καταγωγή του βρίσκεται στο τέλος της Ιστορίας του, όπου μας συστήνεται ως «πρώην στρατιώτης και Έλληνας» (Res gestae, 31.16.9), καθώς και σε σημεία όπου παραθέτει ελληνικές λέξεις με το σχόλιο «όπως εμείς το λέμε» (π.χ. Res gestae, 20.3.11).
Θεωρείται πολύ πιθανό πως γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αντιόχεια περί το 330 μ.Χ.. Κατά μία άποψη, η χρονολογία της γέννησης του Αμμιανού τοποθετείται μεταξύ των ετών 332 και 335. Από τη σχέση του με την Αντιόχεια μπορεί να εξηγηθεί η εξοικείωσή του με τη λατινική γλώσσα, καθώς η μεγάλη αυτή πόλη ήταν σημαντικότατο στρατιωτικό και διοικητικό κέντρο, το οποίο έβριθε από λατινόφωνους στρατιωτικούς και άλλους κρατικούς υπαλλήλους. Ένδειξη της καταγωγής αυτής θεωρείται το γράμμα του Αντιοχέα ρήτορα Λιβάνιου προς κάποιον με το όνομα Αμμιανός. Ωστόσο, η θεωρία της καταγωγής και ανατροφής στην Αντιόχεια έχει δεχτεί ισχυρή κριτική από μερικούς σύγχρονους ιστορικούς όπως οι D. Bowersock, T.D. Barnes, C.W. Fornara. Κατ' αυτούς, η επιστολή του Λιβανίου είχε άλλον παραλήπτη με το ίδιο όνομα και θεωρούν ότι ο Αμμιανός Μαρκελλίνος γεννήθηκε και μεγάλωσε σε κάποια άλλη πόλη της ελληνικής Ανατολής.
Κατά μία πιθανή εκδοχή, μεγάλωσε σε λατινόφωνη οικογένεια.
Ο πατέρας του ήταν πιθανώς στρατιωτικός.
Ο ίδιος ο Αμμιανός έκανε καριέρα ως στρατιωτικός, με το βαθμό του protector domesticus (είδος βοηθού αξιωματικού επιτελείου). Ήταν ήδη νέος όταν έλαβε αυτό τον βαθμό, παρόλο που άλλοι στρατιωτικοί χρειάζονταν αρκετά χρόνια υπηρεσίας για να το πετύχουν. Αυτό είναι ένδειξη ότι ο Αμμιανός ανήλθε στην ιεραρχία μέσω οικογενειακών διασυνδέσεων.
Στη στρατιωτική του καριέρα, ήταν μέλος του επιτελείου του στρατηγού Ουρσικίνου και ταξίδεψε μαζί με τον στρατηγό στη Μεσοποταμία, τη Γαλατία και την Ιταλία. Στο μέτωπο της Μεσοποταμίας, συμμετείχε σε αναγνωριστικές αποστολές κατά τη διάρκεια του βυζαντινοπερσικού πολέμου που διεξήγαγε ο αυτοκράτορας Κωνστάντιος Β'. Κατά την πολιορκία της πόλης Άμιδα (σημ. Ντιγιαρμπακίρ, στην Τουρκία) κινδύνεψε να συλληφθεί από τους Πέρσες, όταν η πόλη έπεσε τελικά στα χέρια τους. Η πτώση της Άμιδας είχε σοβαρές επιπτώσεις στην καριέρα του Ουρσικίνου και, καθώς φαίνεται, και του Αμμιανού ο οποίος είτε παραιτήθηκε, ακολουθώντας τον προϊστάμενό του, είτε υποβιβάστηκε σε λιγότερο ζηλευτά καθήκοντα. Με την άνοδο όμως του αυτοκράτορα Ιουλιανού στην εξουσία, είναι πιθανό ότι επανακλήθηκε σε υπηρεσία γιατί εμφανίζεται ως αυτόπτης μάρτυρας της καταστροφικά αποτυχημένης εισβολής του Ιουλιανού στην Περσία, την άνοιξη του 363 μ.Χ.[16]
Με τη λήξη της περσικής εκστρατείας, ο Αμμιανός πρέπει να ταξίδεψε για να συλλέξει πληροφορίες για το έργο του, το οποίο συνέχισε να γράφει. Πράγματι, στο έργο του υποστηρίζει σε διάφορα σημεία πως γνώρισε από κοντά μέρη όπως η Ελλάδα, η Αίγυπτος και ο Εύξεινος Πόντος. Περί το 383 ή 384, το αργότερο, βρισκόταν στη Ρώμη, όπου συνέλεξε πληροφορίες για τις εκστρατείες του αυτοκράτορα Βαλεντινιανού εναντίον των βαρβάρων στο μέτωπο του Ρήνου, τα γεγονότα στη Βόρεια Αφρική καθώς και τις δίκες προδοσίας και το κλίμα τρόμου στην ίδια τη Ρώμη. Μετά την περάτωση του έργου του (η οποία συνάγεται ότι έλαβε χώρα το 390 ή το 391), δεν υπάρχουν άλλες πληροφορίες για τη ζωή του.[17]
Η Ιστορία (Res gestae) είναι καταγραφή, σε 31 βιβλία, ιστορικών γεγονότων που ξεκινούν από την άνοδο του Ρωμαίου αυτοκράτορα Νέρβα το 96 μ.Χ. και τελειώνει με την καταστροφική για τους Ρωμαίους μάχη της Αδριανούπολης το 378 μ.Χ. Τα πρώτα 13 βιβλία έχουν χαθεί και μόνο από αναφορές σε αυτά, στο υπόλοιπο έργο, είναι δυνατή η εκτίμηση του περιεχομένου τους. Φαίνεται πως η αφήγηση αυτού του τμήματος, μέχρι το σημείο που ξεκινά η βασιλεία του Κωνσταντίου, ήταν συνοπτική. Το σωζόμενο τμήμα του έργου αρχίζε από το 353, με τον τελευταίο χρόνο της ζωής του καίσαρα Γάλλου, αδελφού του Ιουλιανού. Στη συνέχεια, καλύπτει την περίοδο της αυτοκρατορίας του Κωνστάντιου, του Ιουλιανού, του Ιοβιανού και της δυαρχίας Βαλεντινιανού - Βάλη.[18] Κατα μία άποψη, τα τελευταία βιβλία του έργου, XXVI έως XXXI, ολοκληρώθηκαν μετά το θάνατο του αυτοκράτορα Θεοδοσίου, μεταξύ των ετών 397 και 400.[11] Η οπτική αυτή, που ήταν διαδεδομένη παλαιότερα στους μελετητές του Αμμιανού, δεν υιοθετείται πλέον από την ακαδημαϊκή κοινότητα, η οποία κλίνει προς τη θέση ότι το σύνολο του έργου δημοσιεύθηκε μεμιάς, ανάμεσα στα τέλη του 389 και τα μέσα του 391.
Ο Αμμιανός, πέρα από τις δικές του εντυπώσεις, φαίνεται να χρησιμοποίησε δημόσια έγγραφα (relationes), όπως π.χ. επιστολές κρατικών αξιωματούχων. Επίσης, είναι πιθανό να βασίστηκε σε συνεντεύξεις με τέτοια πρόσωπα, τα οποία είχαν λάβει μέρος στα γεγονότα που περιγράφει.[20]
Εν γένει, έχει αποδειχθεί πως, εκτός από τις δικές του εντυπώσεις ως αυτόπτη μάρτυρα και τα στοιχεία από συνέλεξε ο ίδιος, ο Αμμιανός κάνει εκτεταμένη χρήση άλλων, λατινόφωνων κυρίως πηγών. Σημαντική μερίδα σύγχρονων ιστορικών, όπως π.χ. ο Glenn Bowersock, θεωρεί ότι ο Αμμιανός έχει βασιστεί σε σημαντικό βαθμό στη, χαμένη σήμερα, Ιστορία του Ευνάπιου από τις Σάρδεις,[21] ειδικά στην περιγραφή της περσικής εκστρατείας του Ιουλιανού. Ωστόσο, μερικοί διαφωνούν με αυτό το συμπέρασμα ή πιθανολογούν πως χρησιμοποίησε τον Ευνάπιο μόνο στα σημεία όπου δεν ήταν ο ίδιος αυτόπτης μάρτυρας.[22] Εκτός αυτού, στα πρώτα βιβλία του έργου, είναι πιθανό να χρησιμοποίησε άγνωστους ή χαμένους σε μας λατινόφωνους συγγραφείς ως πρωτογενείς πηγές.[23]
Χρήση άλλων συγγραφέων κάνει πιο συχνά στις παρεκβάσεις του (π.χ. για τις πολιορκητικές μηχανές, την περσική ιστορία, θρησκεία και γεωγραφία κ.α.), όπου γενικά προτιμά τις υπάρχουσες γραπτές πηγές από τη δική του εμπειρία.[24] Αυτή η πρακτική δεν ήταν κάτι που εγκαινίασε ο Αμμιανός. Ήταν συνηθισμένη στους Ρωμαίους ιστορικούς της αρχαιότητας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τον Σαλλούστιο.[21] Τέλος, είναι πιθανό πως άντλησε από ημι-ιστοριογραφικά κείμενα, όπως η εξιστόρηση της μάχης του Στρασβούργου, η οποία λέγεται ότι γράφηκε από τον ίδιο τον Ιουλιανό. Ακόμη, ίσως χρησιμοποίησε τις αναμνήσεις του Ορειβάσιου, προσωπικού γιατρού και συντρόφου του Ιουλιανού, ενώ φαίνεται εξοικειωμένος με άλλα έργα του αυτοκράτορα, όπως ο Μισοπώγωνας.
Στο έργο του, που είναι γραμμένο στα λατινικά (περίοδος συγγραφής 378 - 390 μ.Χ.), είναι ολοφάνερος ο θαυμασμός του προς το πρόσωπο του αυτοκράτορα Ιουλιανού. Η ιστορία του πολλές φορές πλησιάζει τον πανηγυρικό, ένα εγκώμιο για τον αυτοκράτορα. Όντας και ο ίδιος εθνικός, υποστηριξε τις προσπάθειες του Ιουλιανού για την αποκατάσταση της αρχαίας θρησκείας.
Η σύγχρονη κριτική εκφράζεται με τον καλύτερο τρόπο για την ενδελέχεια του έργου, και ο Αμμιανός θεωρείται ο συγγραφέας της πιο ζωντανής, ευανάγνωστης και καλαίσθητης ιστορίας του 4ου αιώνα. Απαραίτητη για την ανασύσταση των γεγονότων εκείνης της εποχής και διαχρονικό έργο της αρχαιότητας, η Ιστορία του είναι προϊόν προσπάθειας αναβίωσης και του μεγαλοπρεπούς ιστοριογραφικού ύφους, το οποίο είχε επικρατήσει στον λατινικό κόσμο τους δύο προηγούμενους αιώνες. Αυτά τα πρότυπα προσπαθεί να αναβιώσει και να ξεπεράσει ο Αμμιανός, διανθίζοντάς τα με ηθικά υποδείγματα (exempla) από την αρχαία ιστορία και εκτεταμένες παρεκβάσεις οι οποίες καλύπτουν κάθε τομέα της αρχαίας γνώσης. Ίσως αυτές οι ατέλειωτες ηθικολογίες και οι εγκυκλοπαιδικές λεπτομέρειες κουράζουν τον σύγχρονο αναγνώστη, όμως δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει την κολοσσιαία φιλοδοξία του συγγραφέα. Μέσα από το έργο του προβάλλει η καυστική περιγραφή μιας άθλιας και βίαιης εποχής.[20]
Το έργο του Αμμιανού θαύμαζε απεριόριστα ο Βρεταννός ιστορικός Edward Gibbon (1737–1794).[26] Αυτή η πίστη στην αντικειμενικότητα και ειλικρίνεια του Αμμιανού ήταν για πολλά χρόνια η παραδοσιακή αντίληψη, η οποία προσπερνούσε τη διαφαινόμενη αντίφαση ανάμεσα στη βιαιότητα της κριτικής και τον συναισθηματισμό του συγγραφέα από τη μια και την αντικειμενικότητα από την άλλη, αποδίδοντάς την πρώτη είτε στο ρομαντικό ύφος είτε στη βιαιότητα των παθών της εποχής του. Ορισμένοι μεταπολεμικοί μελετητές, όπως οι A.H.M. Jones και Ronald Syme συμμερίζονται ακόμη αυτή την αντίληψη, αν και ο δεύτερος παραδέχεται έμμεσα πως η διαστρέβλωση είναι διάχυτη στο Res Gestae.
Όμως, κατά τη σύγχρονη κριτική, η βιαιότητα της κριτικής του Αμμιανού για διάφορα ιστορικά πρόσωπα της εποχής του προδίδει έλλειψη αντικειμενικότητας,[28] όπως και η συχνή σατιρική διάθεση προς αυτά.[29] Π.χ. μεγάλος αριθμός μελετητών συμφωνεί ότι ο Αμμιανός είναι εξ αρχής εχθρικός προς τον Ιοβιανό, καταφεύγοντας πολύ συχνά σε μειωτικά σχόλια γι αυτόν τον αυτοκράτορα.[30] Επίσης, οι προσωπικές του σχέσεις μαζί με την ενστικτώδη συμπάθειά του προς τους παγανιστές θεωρείται πως είναι ανιχνεύσιμη στις περισσότερες ευνοϊκές προσωπογραφίες μελών αυτής της ομάδας.[31] Άλλοι μελετητές θεωρούν πως οι στενές σχέσεις του με τη συγκλητική αριστοκρατία της Ρώμης τον έχει οδηγήσει σε ισχυρή διαστρέβλωση των γεγονότων.[32] Για παράδειγμα, ο ιστορικός Andreas Älfoldi θεωρεί μονόπλευρη την καυστική κριτική του Αμμιανού για τον αυτοκράτορα Βαλεντινιανό και την κτηνώδη συμπεριφορά του, ως προερχόμενη από το μίσος που έτρεφαν εναντίον του οι συγκλητικοί.[32] Γενικά, οι πληροφορίες που παρέχει πιστεύεται πως πρέπει να εκτιμώνται με προσοχή, καθώς η απέχθειά του για τον Χριστιανισμό και η μεροληψία του υπέρ του Ιουλιανού τον έχουν οδηγήσει σε ανεπαίσθητη, αλλά συστηματική, διαστρέβλωση των γεγονότων.
Παραπομπές
- ↑ 1,01,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: «BnF catalogue général»(Γαλλικά) Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Παρίσι.
- ↑ 2,02,1 2,2 Paul de Roux: «Nouveau Dictionnaire des œuvres de tous les temps et tous les pays» (Γαλλικά) Éditions Robert Laffont. 1994. σελ. 81. ISBN-13 978-2-221-06888-5. ISBN-10 2-221-06888-2.
- ↑ muse
.jhu .edu /journals /american _journal _of _philology /v121 /121 .4tatum .html. - ↑ (Ιταλικά) Mirabile: Digital Archives for Medieval Culture. SISMEL – Edizioni del Galluzzo.
- ↑ Ανακτήθηκε στις 20 Ιουνίου 2019.
- ↑ 6,06,1 6,2 Rohrbacher (2002), σ. 14.
- ↑ Kazhdan, Alexander, επιμ. (1991). The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford University Press. ISBN 978-0-19-504652-6, τ.1, σελ. 78
- ↑ Liebeschuetz, J.H.W.G. (1972), Antioch: City and Imperial Administration in the Later Roman Empire, Clarendon Press, ως παραπομπή στο Rohrbacher (2002), σ. 14.
- ↑ Thompson, E.A. (1947), The Historical Work of Ammianus Marcellinus, Cambridge University Press, ως παραπομπή στο Rohrbacher (2002), σ. 15.
- ↑ Matthews, J. (1989), The Roman Empire of Ammianus, Hopkins University Press, σσ. 67-80, ως παραπομπή στο Rohrbacher (2002), σ. 15.
- ↑ 11,011,1 Gitti, Alberto (1929). «Ammiano Marcellino». Enciclopedia italiana (στα Ιταλικά). Treccani. La cultura italiana. Ανακτήθηκε στις 27 Απριλίου 2016.
- ↑ Rohrbacher (2002), σ. 15.
- ↑ Matthews, J. (1989), The Roman Empire of Ammianus, Hopkins University Press, σσ. 71-80, ως παραπομπή στο Rohrbacher (2002), σ. 14.
- ↑ Βarnes, T.D. (1998), Ammianus Marcellinus and the Representation of Historical Reality, Cornell University Press, ss.58-9, ως παραπομπή στο Rohrbacher (2002), σ. 14.
- ↑ Trombley, F. (1999), Ammianus Marcellinus and Fourth-Century Warfare: A Protector's Approach to Historical Narrative, ως παραπομπή στο Rohrbacher (2002), σ. 14.
- ↑ Rohrbacher (2002), σσ. 15-19.
- ↑ Rohrbacher (2002), σ. 20.
- ↑ Rohrbacher (2002), σσ. 20-21.
- ↑ Kelly, Gavin (2008). Ammianus Marcellinus: The Allusive Historian. Νέα Υόρκη: Cambridge University Press. σελ. 8. ISBN 978-0-521-84299-0.
- ↑ 20,020,1 20,2 Rohrbacher (2002), σ. 41.
- ↑ 21,021,1 Bowersock, Glen Warren (1978). Julian the Apostate, Harvard University Press, 1997, σ. 8. ISBN 0-674-48882-2.
- ↑ Rohrbacher (2002), σ. 39.
- ↑ Rohrbacher (2002), σ. 38.
- ↑ Rohrbacher (2002), σσ. 38-39.
- ↑ Rohrbacher (2002), σσ. 39-40.
- ↑ «...ένας ακριβής και πιστός οδηγός, που συνέγραψε την ιστορία της ίδιας του της εποχής χωρίς να ικανοποιεί τις προκαταλήψεις και τα πάθη, που συνήθως επηρεάζουν το έργο ενός ιστορικού που μιλά για την εποχή του».
- ↑ Barnes (1998), σσ. 5-9.
- ↑ Barnes (1998), σ. 8.
- ↑ Hengst, Daniël den (2007). Philological and historical commentary on Ammianus Marcellinus, συμβολή στο Ammianus After Julian - The Reign of Valentinian and Valens in Books 26 - 31 of the Res Gestae (επιμ. J. den Boeft, J.W. Drijvers, D. den Hengst and H.C. Teitler), Bill, 2008, σ. 169. ISBN 9-004-16212-7.
- ↑ Αναφορά στο Michael Kulikowski (2006). Bryn Mawr Classical Review 2006.04.31 Αρχειοθετήθηκε 2010-10-10 στο Wayback Machine..
- ↑ Barnes (1998), σ. 113.
- ↑ 32,032,1 Αναφορά στο Alan Cameron (1964). The Roman Friends of Ammianus, The Journal of Roman Studies, στο www.jstor.org.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου