Ο πρωθυπουργός Giuseppe Conte βρίσκεται υπό πίεση.
Μετά από τέσσερις διαδοχικές ημέρες ανόδου των spreads
των ομολόγων και μετά τις δηλώσεις ενός επιφανούς πολιτικού, του Claudio
Borghi, ο οποίος χαρακτήρισε προνόμιο το να έχεις “το δικό σου νόμισμα”, η
Ιταλία επέστρεψε στα δημόσια και ιδιωτικά “ραντάρ” ως πιθανή πηγή συστημικής
οικονομικής και χρηματοοικονομικής κρίσης. Μετά από αυτό ακούστηκαν απόψεις ότι
η χώρα θα μπορούσε να αποτελέσει “μια νέα Ελλάδα”.
Ενώ υπάρχουν ομοιότητες μεταξύ της ιταλικής και της
ελληνικής περίπτωσης, οι διαφορές είναι αρκετά μεγάλες ώστε να πρέπει οι
επενδυτές στην Ιταλία να επικεντρωθούν σε ένα διαφορετικό σύνολο παραγόντων.
Σε λιγότερο από δύο εβδομάδες, το spread του 10ετούς
ιταλικού ομολόγου διευρύνθηκε κατά περίπου 60 μονάδες βάσης κοντά στο 3%,
επίπεδο που είχε να καταγραφεί από το 2014. Αυτό έπληξε την αγορά μετοχών στην
Ιταλία και, σε μικρότερο βαθμό, άλλα χρηματιστήρια της Ευρώπης. Άσκησε επίσης
πιέσεις στο ευρώ.
Ο άμεσος καταλύτης για τη διεύρυνση των spreads ήταν η
ανακοίνωση της κυβέρνησης ότι ο στόχος του ελλείμματος του προϋπολογισμού
υπερβαίνει την κατευθυντήρια γραμμή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σταδιακή μείωση των αγορών ιταλικών ομολόγων από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποτελεί επίσης ζήτημα για ορισμένους επενδυτές.
Αλλά οι βαθύτεροι συντελεστές της αναταραχής είναι ο
μεσοπρόθεσμος συνδυασμός του υψηλού δημόσιου χρέους, με μερικές ασταθείς
τράπεζες και την επίμονα υποτονική ανάπτυξη.
Οι ανησυχίες της αγοράς επιδεινώθηκαν από κάποιες
περιττές δημόσιες δηλώσεις και όχι μόνο από ευρωσκεπτικιστές Ιταλούς πολιτικούς
όπως ο Borghi. Ο Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Jean-Claude Juncker δήλωσε
σε τηλεοπτική συνέντευξη ότι “πρέπει να κάνουμε τα πάντα για να αποφύγουμε μια
νέα κρίση τύπου Ελλάδας, -αυτή τη φορά με την Ιταλία”.
Ο παραλληλισμός με την Ελλάδα μερικών χρόνων πριν είναι
κατανοητός. Οι δύο περιπτώσεις έχουν τουλάχιστον τρεις σημαντικές ομοιότητες.
Στο χρέος: ένα εύθραυστο μείγμα το οποίο αποτελείται από
σημαντικές δημόσιες υποχρεώσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ, πολλές εκδόσεις κρατικών
ομολόγων που καταλήγουν στο εγχώριο τραπεζικό σύστημα και μεσοπρόθεσμες
ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους.
Στην πραγματική οικονομία: ένα μοντέλο ανάπτυξης που έχει
επανειλημμένα αποτύχει να παράγει υψηλή και χωρίς αποκλεισμούς ευημερία. Στην
πολιτική: η ανάδυση αντισυστημικών κινημάτων που δεν αποφεύγουν να
πολιτικοποιήσουν το ζήτημα της ευρωζώνης.
Ωστόσο, υπάρχουν επίσης σημαντικές διαφορές που
υποδηλώνουν διαφορετική δυναμική γύρω από την έκταση της συστημικής απειλής
στις δύο χώρες. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ιταλία είναι μια από τις
μεγαλύτερες οικονομίες στην Ευρώπη και ένα από τα πρώτα μέλη του ευρωπαϊκού
σχεδίου οικονομικής ολοκλήρωσης. Λόγω του μεγέθους της, οι ακαθάριστες ανάγκες
χρηματοδότησης σε ευρώ είναι σημαντικές σε σχέση με τις περιφερειακές δικλείδες
ασφαλείας που έχουν τεθεί σε εφαρμογή για τη διαχείριση δοκιμαζόμενων χωρών.
Ως εκ τούτου, ένα μεγάλο πρόβλημα στην Ιταλία θα
αποτελούσε μια πολύ πιο μεγάλη και πιο ανθεκτική πηγή συστημικού κινδύνου,
οικονομικά και χρηματοοικονομικά.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι, αν δεχόταν μεγάλο
πλήγμα, η χώρα της νότιας Ευρώπης θα μπορούσε να εγείρει υπαρξιακή απειλή για
τη ζώνη του ευρώ.
Αλλά και σε αντίθεση με την Ελλάδα, η Ιταλία δεν έχει
έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (έχει πλεόνασμα) και η μέση διάρκεια
του οφειλόμενου χρέους είναι μεγαλύτερη.
Με χαμηλότερο κίνδυνο αδυναμίας αποπληρωμής χρέους
βραχυπρόθεσμα, ο κύριος καθοριστικός παράγοντας ενδεχόμενης κρίσης εντοπίζεται
στις διαταραχές που πηγάζουν από την εγχώρια και την περιφερειακή πολιτική.
Αυτός είναι ο σημαντικότερος παράγοντας που πρέπει να
παρακολουθούν στενά οι επενδυτές.
Αυτό που έσωσε τελικά τη συμμετοχή της Ελλάδας στην
Ευρωζώνη πριν από μερικά χρόνια ήταν η επικείμενη απειλή χρεοκοπίας. Υπό τον
φόβο ενός σοκ που θα εγκλώβιζε την οικονομία σε μια πολυετή ύφεση και θα άλλαζε
ουσιαστικά πολλές από τις περιφερειακές οικονομικές και χρηματοοικονομικές
σχέσεις της Ελλάδας, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε μια ορθόδοξη προσέγγιση,
μολονότι είχε κερδίσει τόσο τις εκλογές όσο και το δημοψήφισμα στηρίζοντας μια πολιτική
ατζέντα που προέβλεπε αντίθετες ενέργειες.
Η ελπίδα πολλών επενδυτών – καθώς και αξιωματούχων της
ΕΕ, αξιωματούχων της ΕΚΤ και διαφόρων υπεύθυνων για τη χάραξη πολιτικής σε
ευρωπαϊκές πρωτεύουσες – είναι ότι η ιταλική κυβέρνηση θα κάνει μια παρόμοια
στροφή, παρόλο που ο άμεσος κίνδυνος χρεοκοπίας είναι μικρότερος. Με τον τρόπο
αυτό, η Ρώμη θα πρέπει να σχεδιάσει ένα πιο περιεκτικό πρόγραμμα με στόχο τη
δημιουργία υψηλής, χωρίς αποκλεισμούς και βιώσιμης ανάπτυξης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου