Ο Νάνι Μπαλεστρίνι (Nanni Balestrini) γεννήθηκε στο Μιλάνο το 1935 και άρχισε να γράφει ποίηση στις αρχές της δεκαετίας του ’50, μια εποχή που η Ιταλία άλλαζε κυριολεκτικά πρόσωπο: από μια κατά κύριο λόγο αγροτική χώρα μετατράπηκε από τη μια στιγμή στην άλλη σε βιομηχανική, και οι αγρότες εγκατέλειπαν κατά χιλιάδες τον Νότο για να γίνουν εργάτες στα μεγάλα εργοστάσια του Βορρά.
Παράλληλα, τα ίδια χρόνια για πρώτη φορά στην ιστορία της Ιταλίας, η εθνική γλώσσα, χάρη στην τηλεόραση και τη μαζική εκπαίδευση, εκτοπίζει τις πολυάριθμες τοπικές διαλέκτους, και δημιουργεί ένα πραγματικά εθνικό κοινό για τη λογοτεχνία. Ο Μπαλεστρίνι και άλλοι συγγραφείς της γενιάς του ήθελαν να αφηγηθούν αυτήν τη νέα πραγματικότητα, χρησιμοποιώντας νέα εκφραστικά μέσα «κόντρα» στην κυρίαρχη κουλτούρα που προωθούσε κυρίως το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα (ΙΚΚ), κουλτούρα η οποία συνέχιζε να χρησιμοποιεί τα παραδοσιακά εκφραστικά μέσα, δίνοντας έμφαση στο περιεχόμενο το οποίο έπρεπε να μεταδίδει τις «σωστές» ιδέες στον αναγνώστη. Δημοσιεύει τα πρώτα του ώριμα ποιήματα το 1956 στο περιοδικό Mac Espace, και την ίδια χρονιά συμμετέχει μαζί με άλλους λογοτέχνες, κριτικούς και θεωρητικούς της λογοτεχνίας, όπως ο Φάουστο Κούρι, ο Ουμπέρτο Έκο, ο Εντοάρντο Σανγκουινέτι, ο Αλφρέντο Τζουλιάνι και οι Άντζελο και Τζουζέπε Γκουλιέλμι, στην ίδρυση του περιοδικού Il Verri.
Ήδη από αυτά τα πρώτα του έργα ο Μπαλεστρίνι διαμορφώνει την τεχνική που θα χαρακτηρίσει ολόκληρο το συγγραφικό του έργο, και την οποία θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως τεχνική του «μοντάζ» ή «κολάζ», μια τεχνική που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τις πρωτοπορίες του 20ού αιώνα, όπως το νταντά και ο φουτουρισμός, και χωρίζεται σε τρεις φάσεις: Η πρώτη φάση είναι η επιλογή των «πηγών» που μπορεί να είναι εφημερίδες, περιοδικά, τουριστικοί οδηγοί ή λογοτεχνικά έργα άλλων συγγραφέων· η δεύτερη φάση είναι η απόσπαση του υλικού από το αρχικό του πλαίσιο, δηλαδή η απόσπαση λέξεων ή και ολόκληρων φράσεων τις οποίες ο συγγραφέας επεξεργάζεται ή διορθώνει για να τις χρησιμοποιήσει στην επόμενη φάση· και στη συνέχεια ακολουθεί ο «συνδυασμός», η σύνθεση του υλικού σε ένα νέο οργανικό σύνολο, δηλαδή σε ένα νέο έργο.
Το 1963 συμμετείχε στη δημιουργία του λογοτεχνικού κινήματος Gruppo 63 (Ομάδα 63) στο Παλέρμο.
Το 1966 δημοσιεύει το Τριστάνο, το πρώτο του μυθιστόρημα, γραμμένο στο πρότυπο του γαλλικού «νέου μυθιστορήματος». Για τη συγγραφή του μυθιστορήματος χρησιμοποιεί την τεχνική του «μοντάζ» που είχε χρησιμοποιήσει στο παρελθόν στο ποιητικό του έργο. Για το Tristano αντλεί το υλικό του από εγχειρίδια φωτογραφίας, ιστορικά και πολιτικά δοκίμια και «ροζ» μυθιστορήματα. Το μυθιστόρημα χωρίζεται σε δέκα κεφάλαια, το καθένα από τα οποία αποτελείται από δέκα ισομετρικές «στροφές».
Το 1967 κάποια μέλη της Gruppo 63, μεταξύ των οποίων και ο Μπαλεστρίνι, εκδίδουν το περιοδικό Quindici, το οποίο πέρα από αμιγώς λογοτεχνικά κείμενα δημοσιεύει και κείμενα των συντελεστών του πάνω σε πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα. Το 1968, μετά το ξέσπασμα του φοιτητικού κινήματος, κάποιοι φοιτητές -μεταξύ τους και οι Ορέστε Σκαλτσόνε και ο Φράνκο Πιπέρνο που τα επόμενα χρόνια θα μετεξελιχθούν σε ηγετικές φυσιογνωμίες της ιταλικής άκρας αριστεράς- ήρθαν σε επαφή με τη συντακτική ομάδα του Quindici, το οποίο άρχισε να δημοσιεύει τις προκηρύξεις των φοιτητών. Η διαφορετική στάση των μελών της συντακτικής ομάδας του περιοδικού απέναντι στο φοιτητικό κίνημα αποτέλεσε και τον λόγο για τη διακοπής της έκδοσής του το 1969.
Τον Μάιο της ίδιας χρονιάς, ξεσπάνε οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις στη Φίατ, που θα αποτελέσουν τον προάγγελο του «θερμού φθινοπώρου». Ο Μπαλεστρίνι θα βρεθεί κι αυτός στο Τορίνο μαζί με τον ιδρυτικό πυρήνα της οργάνωσης Potere operaio (Εργατική εξουσία, η σημαντικότερη οργάνωση που προέκυψε από το ρεύμα του ιταλικού εργατισμού· για περισσότερα βλ. Steve Wright, Η έφοδος στον ουρανό, εκδόσεις Κόκκινο Νήμα), όπου συνάντησε τον Αλφόνσο Νατέλα, έναν νεαρό προλετάριο που η ιστορία του συμπύκνωνε την ιστορία του «εργάτη μάζα» στην Ιταλία: γεννημένος στο Νότο, μεταναστεύει στο Βορρά όπου, αφού κάνει διάφορες ευκαιριακές δουλειές, προσλαμβάνεται στη Φίατ. Εκεί αντιλαμβάνεται ότι ο μοναδικός τρόπος διαφυγής από τη μισθωτή εργασία και την αλλοτρίωση που βιώνει στο εργοστάσιο είναι η συλλογική πάλη. Η αφήγηση του Αλφόνσο αποτέλεσε τη βάση για το Τα θέλουμε όλα, το δεύτερο μυθιστόρημα του Μπαλεστρίνι που εκδόθηκε το 1971. Ο Μπαλεστρίνι μαγνητοφώνησε την αφήγησή του, την οποία στη συνέχεια απομαγνητοφώνησε και ξανάγραψε συνδυάζοντάς τη με προκηρύξεις των αυτόνομων εργατικών συνελεύσεων της Φίατ και άρθρα εφημερίδων της άκρας αριστεράς που αναφέρονταν στις κινητοποιήσεις του Μαΐου-Ιουλίου 1969, κλείνοντας το βιβλίο με την περιγραφή των συγκρούσεων μετά την απεργιακή κινητοποίηση της 3ης Ιουλίου.
Το Τα θέλουμε όλα ίσως είναι το πρώτο βιβλίο στην ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας, στο οποίο ένας συγγραφέας αντί να μιλήσει για την εργατική τάξη, γίνεται ο ίδιος ο φορέας των σκέψεων και του λόγου ενός εργάτη. Ταυτόχρονα, προκειμένου να καταστήσει την ιστορία που αφηγείται όσο περισσότερο αντιπροσωπευτική της συλλογικής φιγούρας που θέλει να παρουσιάσει, στη συγκεκριμένη περίπτωση του εργάτη μάζα, το όνομα του αφηγητή-πρωταγωνιστή απουσιάζει από το μυθιστόρημα και αυτό είναι ένα στοιχείο που θα συναντάται και σε επόμενα μυθιστορήματα του συγγραφέα.
Το 1976 δημοσιεύει το μυθιστόρημα Η εικονογραφημένη βία, στο οποίο πραγματεύεται τον δημοσιογραφικό λόγο. Αντλεί το υλικό του από τα δημοσιεύματα των εφημερίδων (από καθεστωτικά έντυπα ολόκληρου του πολιτικού φάσματος μέχρι έντυπα της άκρας αριστεράς) τα οποία χρησιμοποιεί για να ανακατασκευάσει επεισόδια της επικαιρότητας, αντιπαραβάλλοντας τις διαφορετικές εκδοχές της πραγματικότητας που έδιναν τα έντυπα που επέλεξε.
Μετά τη διάλυση της Potere operaio το 1973, ο Μπαλεστρίνι παράλληλα με τη συγγραφική του δραστηριότητα οργανώνει την Ar&a, μια εκδοτική δομή που συνένωνε πολλούς μικρούς εκδοτικούς οίκους, αναλαμβάνοντας την παραγωγή και τη διανομή των βιβλίων τους.
To 1979, στο πλαίσιο της δικαστικής έρευνας «7 Απρίλη» εις βάρος εκατοντάδων –και στη συνέχεια χιλιάδων– αγωνιστών του κινήματος της «Αυτονομίας» και πρώην μελών της Potere operaio, του ασκείται δίωξη με βάση τον αντιτρομοκρατικό νόμο για συμμετοχή σε απόπειρα ανατροπής του πολιτεύματος, και αποφεύγει τη σύλληψη και τη φυλάκιση καταφεύγοντας στη Γαλλία αφού διέσχισε τα Λευκά Όρη με σκι. Το 1980 εκδίδει το ποίημα Blackout αφιερωμένο στους «διωκόμενους συντρόφους», στο οποίο αναφέρεται και στις διώξεις της 7 Απριλίου 1979. Η δίωξη εναντίον του έπαυσε το 1984, λόγω έλλειψης στοιχείων.
Στη διάρκεια της φυγοδικίας του στη Γαλλία συναντάει το Σέρτζιο Μπιάνκι, έναν νεαρό αυτόνομο που αναγκάστηκε κι αυτός να εγκαταλείψει την Ιταλία για να αποφύγει τις πολιτικές διώξεις εις βάρος του. Η αφήγηση του Σέρτζιο θα δώσει στον Μπαλεστρίνι την έμπνευση για τη συγγραφή του μυθιστορήματος Οι αόρατοι (1987). Όπως θα πει και ο ίδιος, οι αόρατοι του τίτλου είναι οι χιλιάδες νέοι του «κινήματος του ’77» που «εμφανίστηκαν σαν μια φλόγα μετά το ’68 και ύστερα εξαφανίστηκαν, χαμένοι στις φυλακές, στα ναρκωτικά. […] Κάποιοι, λίγοι, γύρισαν σπίτι τους». Και στο μυθιστόρημα αυτό απουσιάζει το όνομα του αφηγητή – η μονή σχετική αναφορά που υπάρχει είναι η αφιέρωση στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ακριβώς όπως και στο Τα θέλουμε όλα. Οι Αόρατοι ήταν το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε με θέμα το κίνημα της δεκαετίας του ’70 και μάλιστα από τη σκοπιά κάποιου που είχε συμμετάσχει στο Κίνημα. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε «κόκκινο πανί» για την κριτική της εποχής του, που ενώ αναγνώρισε τις λογοτεχνικές αρετές του μυθιστορήματος, έσπευσε να διαφοροποιηθεί και να πάρει τις αποστάσεις από το περιεχόμενό του.
Το 1988, επιμελείται μαζί με το Σέρτζιο Μπιάνκι και τον Πρίμο Μορόνι –εκδότη, βιβλιοπώλη και από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της άκρας αριστεράς– το βιβλίο Η χρυσή ορδή, μια ανθολογία κειμένων από τον ιταλικό «μακρόσυρτο Μάη» που αγκάλιαζε τη δεκαετία από το 1968 μέχρι το 1979, που εμπεριείχε τα αντιπροσωπευτικότερα κείμενα όλων των τάσεων του Κινήματος που συντάραξε την Ιταλία επί μια δεκαετία.
Το 1989 κυκλοφορεί το μυθιστόρημα Ο εκδότης, ένα βιβλίο για τον Τζάντζακομο Φελτρινέλι, ιδρυτή του ομώνυμου εκδοτικού οίκου και σημαντική φιγούρα της αριστεράς, καθώς αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη γενιά της Αντίστασης -στην οποία συμμετείχε σε πολύ νεαρή ηλικία- και τη Νέα Αριστερά που εμφανίστηκε τη δεκαετία του ’60 στην Ιταλία, ο οποίος βρήκε τραγικό θάνατο ενώ προσπαθούσε να τοποθετήσει μία βόμβα σε έναν πυλώνα υψηλής τάσης έξω από το Μιλάνο.
Το 1994 είναι η σειρά των Furiosi, με θέμα ένα νέο συλλογικό υποκείμενο, τους φανατικούς οπαδούς του ποδοσφαίρου, που εμφανίστηκε στην Ιταλία τη δεκαετία του ’80 μετά την υποχώρηση του κινήματος του ’77, βασισμένο στις ηρωικο-κωμικές αφηγήσεις μιας ομάδας οπαδών της Μίλαν, που ο Μπαλεστρίνι συνάντησε σε ένα κοινωνικό κέντρο του Μιλάνου.
Το 1995 βγαίνει το Ένα πρωί ξυπνήσαμε (τίτλος που παραπέμπει στον πρώτο στίχο του τραγουδιού Bellaciao), με θέμα τη μεγάλη συγκέντρωση για τον εορτασμό της Απελευθέρωσης και την ήττα του ναζισμού και του φασισμού, που έγινε στο Μιλάνο στις 25 Απριλίου 1994, λίγους μήνες μετά τον σχηματισμό της πρώτης κυβέρνησης Μπερλουσκόνι.
Το 2004 κυκλοφορεί το Σάντοκαν, μια ιστορία της καμόρα, που είναι και το τελευταίο του μυθιστόρημα, στο οποία εξιστορεί τη ζωή των κατοίκων ενός χωριού στον ιταλικό Νότο, που βρίσκεται κάτω από την κυριαρχία της καμόρα.
Πέρα από την καθαρά καλλιτεχνική δραστηριότητά του, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη γενικότερη δραστηριότητά του, ο Νάνι αφιέρωσε ένα σημαντικό κομμάτι του συγγραφικού έργου και της ζωής του στην «απελευθέρωση της δεκαετίας του ’70», δηλαδή, στην αποκατάσταση στη συλλογική μνήμη μιας δεκαετίας εξαιρετικής δημιουργικότητας, χαράς και ελευθερίας, που ο κυρίαρχος λόγος προσπάθησε να ισοπεδώσει παρουσιάζοντάς τη ως «μολυβένια χρόνια».
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματα Τα θέλουμε όλα (εκδόσεις Στοχαστής), Οι Αόρατοι, Σάντοκαν, μια ιστορία της Καμόρα (από τις εκδόσεις Βιβλιοπέλαγος) και Furiosi (από τις εκδόσεις Απρόβλεπτες), ενώ το διήγημα Καρμπόνια. Ήμασταν όλοι κομουνιστές κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα. Αφιερώματα στην ποίηση του Νάνι Μπαλεστρίνι έχουν δημοσιευτεί στα τεύχη 6 και 7 του περιοδικού Τεφλόν. Μια εκτενής συνέντευξή του υπάρχει στο τεύχος 12-13 του περιοδικού Τα παιδιά της γαλαρίας.
Αχιλλέας Καλαμαράς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου