Ήμουν δεκατριών ετών όταν μετακομίσαμε στο καινούριο μας σπίτι, από την οδό Αριστοτέλους 147β στην οδό Αλκιβιάδου 87, στον Άγιο Παντελεήμονα.
Η μετακόμιση ήταν μια διαδικασία επίπονη γιατί έπρεπε να πεταχτεί όλη η «παλιατσούρα», όπως έλεγε η μητέρα μου, για να μπούμε στο νέο σπίτι με τα καλά πράγματα. Από την άλλη μεριά ο πατέρας μου, που μανιωδώς μάζευε και το παραμικρό χαρτάκι, ήθελε να περισώσει το προσωπικό αρχείο του ή τουλάχιστον τα πιο σημαντικά έγγραφα και αντικείμενα. Έτσι, μια μέρα, άνοιξε μια παλιά ξύλινη κασέλα, ξεσκόνισε διάφορα χαρτιά, έβαλε στην άκρη άλλα και σε μια στιγμή με φώναξε για να μου δείξει κάτι. Ήταν ένα ογκώδες για τα παιδικά μου μάτια βιβλίο, κόκκινο, με σκληρό δεμένο εξώφυλλο από χαρτόνι. Μου το έδωσε και μου είπε ότι επρόκειτο για λάφυρο πολέμου.
Πράγματι, όταν το άνοιξα, διάβασα στο εσώφυλλο τα παρακάτω λόγια: «Το βιβλίον τούτο ευρέθη υπ’ εμού την 21/11/1940 εις Δελβινάκι, όπου το Στρατηγείον της Ιταλικής Μεραρχίας Modena, υποχωρήσαν εσπευσμένως, εγκατέλειψε ου μόνον πλείστα είδη αλλά και το μεσημβρινόν φαγητόν των Αξιωματικών του Επιτελείου σερβιρισμένον αλλά άθικτον επί της τραπέζης. Ταγματάρχης Κ. Γκικόπουλος». Όταν προχώρησα στο ξεφύλλισμα, στην πρώτη σελίδα διάβασα τον τίτλο «La Divina Commedia» και στην επόμενη, μετά τις εξηγήσεις του πατέρα μου για τον Δάντη και τη σημασία του στην παγκόσμια λογοτεχνία, «Dante Alighieri, La Divina Commedia, Commentata da Dino Provenzal, Mondadori, Milano 1940», όπου ο σχολιαστής της έκδοσης αφιερώνει το βιβλίο στη μνήμη των αγαπητών του γονιών.
Αυτή ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Δάντη και η έκπληξή μου ήταν μεγάλη και διπλή: από τη μια μεριά το γεγονός ότι Έλληνες αξιωματικοί και στρατιώτες είχαν καταλάβει το ιταλικό στρατηγείο, γέμιζε τότε με περηφάνια τα παιδικά μου μάτια κι από την άλλη ότι ένας ιταλός αξιωματικός είχε έρθει να πολεμήσει στην Ελλάδα έχοντας μαζί του, στο σάκο του -αντί, ως συνήθως, τη Βίβλο– μια σχολιασμένη έκδοση της Θείας Κωμωδίας που, όπως φαίνεται και από την ημερομηνία έκδοσης, μόλις είχε κυκλοφορήσει στην Ιταλία.
Μετά από μερικά χρόνια βρέθηκα φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Πίζας, το μακρινό 1966. Έμενα, θυμάμαι, στο ιστορικό κέντρο της πόλης, στην οδό Santa Maria, όταν ένα πρωί είδα μεγάλα καμιόνια να μεταφέρουν κιβώτια σε ένα από τα παλιά κτήρια του 16ου αιώνα, λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου, στη Σχολή Θετικών Επιστημών. Μάθαμε ύστερα ότι η ΙΒΜ, σε συνεργασία με το Πανεπιστήμιο και το Εθνικό Κέντρο Ερευνών, είχε εγκαταστήσει έναν καινούριο, πανίσχυρο ηλεκτρονικό υπολογιστή. Με δέος κοιτάζαμε το πήγαινε ‘λα των τεχνικών που, με πλήρη μυστικότητα, συναρμολογούσαν το «τέρας», όπως το λέγαμε. Αργότερα διάβασα μια ανακοίνωση στη Σχολή που έλεγε πως ζητούσαν φοιτητές που γνώριζαν κάπως γραφομηχανή για να εργαστούν, έναντι μικρής αμοιβής, στο νεοσυσταθέν Κέντρο Πληροφορικής του Πανεπιστημίου. Έτρεξα και δήλωσα συμμετοχή, από περιέργεια και για το λίγο χαρτζιλίκι. Πράγματι, παρουσιαστήκαμε καμιά δεκαριά και μας οδήγησαν σε μια τεράστια αίθουσα με κάτι περίεργα μηχανήματα σαν γραφομηχανές που έκαναν έναν διαολεμένο θόρυβο. Μας κάθισαν μπροστά, μας έδωσαν ένα πακέτο από καρτέλες και μας εξήγησαν τι πρέπει να κάνουμε. Οι παλιότεροι σίγουρα θα θυμούνται τις διάτρητες καρτέλες που περιείχαν τα προγράμματα για τους πρώτους υπολογιστές. Τέλος, μας έδωσαν από ένα κείμενο που θα έπρεπε να χτυπήσουμε στη μηχανή. Η έκπληξή μου ήταν μεγάλη όταν διάβασα στίχους από τη Θεία Κωμωδία.
Αυτή ήταν η δεύτερη συνάντησή μου με τον Δάντη. Μετά από καιρό, άρχισα να τον μελετώ συστηματικά κι έγινε για μένα οδηγός στις σπουδές μου, αργότερα στο επάγγελμά μου και, θα τολμούσα να πω, και στη ζωή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου