Θέμα δημοφιλές στην ελληνική βιβλιογραφία υπήρξε ανέκαθεν ο Φιλελληνισμός και η προσφορά ξένων εθελοντών στον ελληνικό αγώνα για εθνική ανεξαρτησία.
Γεγονός, ωστόσο, είναι πως το ενδιαφέρον αυτό έχει επικεντρωθεί στην εποχή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821· αντιθέτως, ελάχιστη προσοχή έχει δοθεί στις κατοπινές δεκαετίες, όταν η προσπάθεια για την απελευθέρωση των Ελλήνων τής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεχίστηκε κατά περιόδους.Μία συμβολή στην έρευνα γύρω από το θέμα αυτό προσδοκά να αποτελέσει η παρούσα δημοσίευση. Είναι γνωστή από ιστορικές μαρτυρίες και κάποιες πρώτες μελέτες η άφιξη και συμμετοχή στον ελληνικό αγώνα ομάδων ξένων εθελοντών, κυρίως Ιταλών, των περίφημων ‘γαριβαλδινών’ όπως αποκαλούνται χάριν του αρχηγού τους, του γνωστού σε όλη την Ευρώπη για τους αγώνες για την ιταλική ενοποίηση και την αφοσίωσή του στα φιλελεύθερα ιδεώδη, του Ιταλού ήρωα Giuseppe Garibaldi και των γιων του Riccioti και Pepino. Στόχος μας εδώ–περιοριζόμενοι στα γεγονότα της Κρητικής Επανάστασης του 1866-69– είναι να διερευνήσουμε και να καταγράψουμε όχι τόσο τα ίδια τα γεγονότα αλλά –κυρίως– την υποδοχή των Ιταλών εκ μέρους των Ελλήνων, την εντύπωση που προκάλεσε η παρουσία στην Ελλάδα σωμάτων εθελοντών ερυθροχιτώνων, ο παραδειγματισμός και ο ενθουσιασμός που αυτοί ενέπνευσαν, οι εντυπώσεις που άφησαν μετά την αναχώρησή τους αλλά και εκείνες που οι ίδιοι αποκόμισαν από την ολιγόμηνη εμπειρία τους στο επαναστατημένο νησί.
21 Αυγούστου 1866: η Γενική Συνέλευση των Κρητών ψήφισε την κατάλυση της οθωμανικής κυριαρχίας και την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, εναποθέτοντας την εκτέλεση της απόφασης, μεταξύ άλλων, «στη συνδρομη πάντων των φιλελλήνων».
Λίγο νωρίτερα, τον Ιούνιο, στην Ευρώπη είχε ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ Αυστρίας και Πρωσίας, κατά τον οποίο η Ιταλία είχε συμμαχήσει με τη δεύτερη σε μια προσπάθεια ολοκλήρωσης της δικής της εθνικής ενοποίησης, μάταια όμως. Οι Ιταλοί, αν και κατόρθωσαν να μπουν στη Βενετία, τελικά ηττήθηκαν. Κατά τον πόλεμο αυτό, στο μέτωπο του Τιρόλο από τις 3 Ιουλίου μέχρι τις 9 Αυγούστου (ν.η.), είχαν συμμετάσχει και οι νεαροί ερυθροχίτωνες. Οι απώλειές τους ήταν μεγάλες, περίπου 2.400 άντρες χάθηκαν και μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου διατάχθηκε η διάλυση τους σώματος αυτού.
Η έκρηξη, λοιπόν, της Κρητικής Επανάστασης δεν αφήνει ασυγκίνητο τον στρατηγό Garibaldi, ο οποίος όχι μόνο με θερμά λόγια, αλλά και έμπρακτα στηρίζει τον «δίκαιο αγώνα των γενναίων τέκνων της Ίδης» και παρακινεί τους ερυθροχίτωνες να συνδράμουν με όλες τις δυνάμεις τους: αν του το επέτρεπαν τα πόδια του, γράφει την 1η Ιανουαρίου 1867 στον Jules Anemos, τον Γάλλο γαριβαλδινό που είχε φτάσει στην Κρήτη μαζί δύο περίπου μήνες νωρίτερα, θα βρισκόταν σίγουρα μαζί του προκειμένου να μοιραστεί τη μοίρα των ανδρείων Κρητικών (L’Independance Hellénique, 14-2-1867). Φιλελληνικές επιτροπές συγκροτούνται και έρανοι διενεργούνται σε πολλές πόλεις της Ιταλίας υπέρ του Κρητικού, ενώ ικανός αριθμός εθελοντών πράγματι ανταποκρίνεται στο κάλεσμα και ξεκινάει για μια καινούρια περιπέτεια στην Κρήτη.
Δεν σκοπεύουμε να επεκταθούμε εδώ στο ζήτημα του αριθμού των γαριβαλδινών που έφτασαν στον ελληνικό χώρο, άλλωστε ο σχετικός προβληματισμός έχει αναπτυχθεί επαρκώς σε προηγούμενες μελέτες. Θα αναφέρουμε μόνο ότι, σύμφωνα με τον Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, μεταξύ των 5.500-6.000 εν συνόλω εθελοντών, θα πρέπει να υπολογίσουμε τους γαριβαλδινούς περίπου σε 200, αριθμό με τον οποίο συμφωνεί και ο νεότερος μελετητής Andrea Noto, αλλά συμπεριλαμβάνει σε αυτούς και τους 70 περίπου που έφθασαν στον ελληνικό χώρο και συγκεκριμένα στη Σύρο και από εκεί στην Αθήνα συνοδεύοντας τον Riccioti Garibaldi, την άνοιξη του 1867, οι οποίοι όμως ποτέ δεν κατέβηκαν στην Κρήτη. Σε καμία περίπτωση, πάντως δεν ευσταθεί ο αριθμός των 2.000 γαριβαλδινών, που άκριτα παρέθεσαν προγενέστερες μελέτες.
Το ταξίδι
Η δική μας ιστορία θα ξεκινήσει με το ταξίδι των γαριβαλδινών προς την Κρήτη, όπου φτάνουν από τα τέλη Οκτωβρίου μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 1866 ενταγμένοι κυρίως στα σώματα υπό τον ανθυπολοχαγό Λεονταρίδη, τον συνταγματάρχη Χρήστο Βυζάντιο, τον υπολοχαγό Θεμιστοκλή Σαράτζογλου και τον αντισυνταγματάρχη Σπυρίδωνα Γενήσαρλη.
Αξίζει εδώ να ρίξουμε μια ματιά σ’ αυτό το ταξίδι, καθώς και στην άφιξή τους στο ελληνικό έδαφος.
Ξεκινούν, λοιπόν, από διάφορα λιμάνια της Ιταλίας και της Σικελίας κατά μόνας ή σε μικρές ομάδες και με ατμόπλοια φτάνουν στην Κέρκυρα, όπου παραμένουν μικρό διάστημα για «κάθαρση», όπως αναφέρει η εφημερίδα Πρωινός Κήρυξ (22-10-1866), εννοώντας προφανώς την αναγκαστική παραμονή τους στο λοιμοκαθαρτήριο στο νησάκι Λαζαρέτο.
Επόμενος σταθμός των πρώτων 40 γαριβαλδινών που καταφθάνουν με αρχηγό τον Leon Poinsot, των «γενναίων
Οι περιγραφές της εποχής καταβάλλουν κάθε προσπάθεια να μας μεταφέρουν το κλίμα συγκίνησης και «μεγίστου ἐνθουσιασμού» που επικράτησε, χρησιμοποιώντας κατάλληλο ύφος: «η ελευσις μεγίστην αγαλλίασιν προυξένησεν εις τον τόπον μας», «οι φιλελεύθεροι και φιλάνθρωποι στρατιώται», «τα τέκνα της ἐλευθερίας, τα τέκνα της αδελφης Ιταλίας» (Δικαιοσύνη, 28-10-1866) και άλλα παρόμοια. Ο γνωστός Γάλλος φιλέλληνας εθελοντής Gustave Flourens που κατεβαίνει στην Κρήτη στο πλευρό του συνταγματάρχη Βυζάντιου μαζί με τους πρώτους 40 γαριβαλδινούς κάνει λόγο για τον «Λόχο των Φιλελλήνων του 1866». Δεν είναι, επομένως, δύσκολο να αντιληφθούμε πώς ο γενικός ενθουσιασμός γέννησε τις φήμες για διόγκωση του αριθμού όσων σκόπευαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα των πρώτων εθελοντών: φήμες κυκλοφορούν ευρέως στην Αθήνα και τη Σύρο ότι οι γαριβαλδινοί θα ξεπεράσουν τους 1.000!στρατιωτων της ελευθερίας», η Κεφαλλονιά. Η είδηση δεν περνάει απαρατήρητη, το γεγονός προκαλεί γενικό ενθουσιασμό. Γράφει με θερμά λόγια η εφημερίδα Αναμόρφωσις (21-10-1866): «…ο γενναίος της Κρήτης αγών πάσας τας γενναίας ψυχής και εν τη αλλοδαπή ηλεκτρίσας, δεν ηδύνατο ειμή να διεγείρη τόν ενθουσιασμόν και των γενναίων της Ιταλίας τέκνων, των αρτίως υπέρ πατρίδος και ελευθερίας καρτερικώς αγωνισθέντων. …Γενναίοι Γαριβαλδινοί εθελονταί, υπό φλογερού αισθήματος ελευθερίας κινούμενοι, μεταβαίνουσιν εις Κρήτην, όπως συμμεθέξωσιν εις την πάλην, κα διὰτου ιδίου των αίματος υπηρετήσωσι τον ιερόν αγώνα της ελευθερίας και του δικαίου. Ηρωϊκή αληθώς η απόφασίς των, και αξία ανθρών ελευθέρων, προσηκόντως συναισθανομένων τα υψηλά καθήκοντα της συνδεούσης τους λαούς αμοιβαιότητος και αλληλεγγύης. …Κατά την εντεύθεν διάβασίν των, ἀποβιβασθέντων τινών εξ αυτών, πλήθος λαού έσπευσεν εις υποδεξίωσίν των∙ επευφημίαι δε κα ζητωκραυγαί αμοιβαίαι έλαβαν χώραν, των μεν ανακραζόντων: Ζήτω η Κρήτη! ζήτω η ελευθερία της Ελλάδος! των δε: Ζήτω η Ιταλία! ζήτω ο Γαριβάλδης!»
Το ταξίδι τους συνεχίζεται μέχρι τον Πειραιά, όπου φτάνουν οι πρώτοι με ελληνικό ατμόπλοιο στις 22 Οκτωβρίου, για να συνεχίσει η ροή τους σε μικρές ομάδες και τις επόμενες εβδομάδες: «η θέα των στρατιωτών τούτων ανεζωπύρισεν ικανώς το φρόνημα των συμπολιτων ημών και διέχυσε παντού τόν ενθουσιασμόν» (Δικαιοσύνη, 4-11-1866)∙ «αλλο σώμα γαριβαλδινών εφθασεν ενταυθα, ίνα προσφέρη τους βραχίωνας του εις την αγωνιζομένην ελευθερίαν» (Αυγή, 14-11-1866), είναι μερικά μόνο από τα σχόλια των ημερών.
Το ίδιο κλίμα φαίνεται ότι επικρατεί και στη Σύρο, που αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό του ταξιδιού, και από εκεί στην Κρήτη, η οποία τους υποδέχεται με ενθουσιασμό και πολλή προσμονή. Η άφιξή τους στο Καστέλλι Κισάμου, όπου διεξάγεται σφοδρή μάχη, «ενεθάρρυνε πολύ τούς χριστιανύς», «[ητο] θέαμα συγκινητικότατον [οι] αυθόρμητοι [ούτοι] στρατιώται της πατρίδος και [της] πίστεως» (Εύριπος, 26-11-1866).
Η παραμονή και η δράση στην Κρήτη
Ας ρίξουμε μια ματιά όμως σε όσα συμβαίνουν στο νησί. Από τη μια πλευρά, η έλλειψη οργάνωσης και οι διαφωνίες μεταξύ των αρχηγών των ένοπλων σωμάτων, η αδυναμία συμφωνίας ως προς τη γενική αρχηγία ήταν εμφανείς από την αρχή, γεγονός που πολλές φορές δυσκόλεψε το σχεδιασμό και την υλοποίηση των επιχειρήσεων. Επιπλέον, οι Κρήτες αλλά και όσοι γενικά στήριζαν τον αγώνα ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί σε ό,τι αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να χειριστούν το θέμα της προβολής της συμμετοχής ξένων εθελοντών και αυτή η στάση δεν είναι άσχετη προς την ασάφεια των πληροφοριών γύρω από το ζήτημα του συνολικού αριθμού τους, όπως αναφέρθηκε. Και αυτό γιατί στόχος τους ήταν πρωτίστως να προβληθεί ο εθνικός χαρακτήρας της επανάστασης και να σιγάσουν οι φωνές που μιλούσαν για ξενική υποκίνηση της αναταραχής: «Αγνοούσιν άραγε, ότι τα κινήσαντα την επανάστασιν της Κρήτης εισί τα ιερώτερα των αισθημάτων; …Πότε η επανάστασις τής Κρήτης ανέθεσε τας ελπίδας της εις τούς γαριβαλδινούς;», θα απαντήσει με ‘ιερή αγανάκτηση’ ο αθηναϊκός Αιών (3-11-1866) σε ευρωπαϊκά και τουρκικά δημοσιεύματα που θέλουν να παρουσιάσουν την επανάσταση να έχει υποκινηθεί από εξωτερικές δολοπλοκίες, να έχει στρατολογήσει «ευρωπαίους τυχοδιώκτας», «κοσμοπολίτικες ορδές πού δωροδοκήθηκαν από την Αθήνα», «συμμορίας του Γκαριμπάλντι» (Κλειώ, 14-12-1866), ή να στηρίζει τις ελπίδες της «επί των χιλιάδων εκείνων γαριβαλδινών εθελοντών, οίτινες διαλυθέντες μετά την ειρήνην μένουσιν άνευ έργου». Άλλωστε, όπως είπαμε, ο ίδιος ο στρατηγός Garibaldi, ο «ακραιφνέστερος των εν Ιταλία φιλελλήνων» (Αλήθεια, 3-3-1867), δεν παραλείπει να αναφερθεί με θερμά λόγια στον κρητικό αγώνα σε κάθε ευκαιρία και να καλέσει σε πανευρωπαϊκή υποστήριξη προς τους αγωνιζόμενους για την ελευθερία Κρήτες, κρατώντας έτσι τη φιλελεύθερη ευρωπαϊκή κοινή γνώμη σε διαρκή εγρήγορση.
Από την άλλη πλευρά, δεν ήταν δυνατό να μην χρησιμοποιηθεί το γεγονός της άφιξης των ξένων στην Κρήτη ως απόδειξη του διεθνούς ενδιαφέροντος, το οποίο συντηρούσε τη θέρμη με την οποία ανταποκρινόταν και η ελληνική κοινή γνώμη και στήριζε την επανάσταση. Εξάλλου, δεν έλειπαν, τουλάχιστον στην αρχή, η προσμονή και η ελπίδα για την ανάμιξη των ευρωπαϊκών δυνάμεων υπέρ του αγώνα των Κρητών. Η παρουσία των ξένων στο νησί, κάποιοι από τους οποίους φορούσαν στολή αξιωματικού, εκλαμβανόταν ως η πρώτη ένδειξη μιας μελλοντικής ευρωπαϊκής κινητοποίησης∙ όσοι συνόδευαν τα ελληνικά εθελοντικά σώματα στη λαϊκή συνείδηση δεν μπορούσαν παρά να είναι απεσταλμένοι των ξένων κυβερνήσεων, οι οποίες περίμεναν τις αναφορές τους για να ξεκινήσουν την επέμβαση. Δεν έχουμε ωστόσο συγκεκριμένες πληροφορίες αν οι χωρικοί της κρητικής υπαίθρου αναγνώριζαν το κόκκινο πουκάμισο των γαριβαλδινών και από την όψη του ανακαλούσαν τον μύθο που τους συνόδευε.
Εδώ στην Κρήτη όμως οι δυσκολίες είναι πολλές: οι μετακινήσεις στα στενά ορεινά μονοπάτια είναι επίπονες, με τα πόδια πλάι στα φορτωμένα μουλάρια, πολλές φορές σκαρφαλώνουν στα βράχια, κατεβαίνουν ρεματιές, εκτεθειμένοι στη βροχή, το χιόνι και το κρύο καθώς ο χειμώνας πλησιάζει. Όμως, το μεγαλύτερο δράμα έγκειται αλλού: στο γεγονός πως, όσο κι αν υπάρχει προθυμία, είναι δύσκολο για τους οπλαρχηγούς να προσφέρουν στους εθελοντές τα χρειώδη, κυρίως τρόφιμα και πολεμοφόδια απαραίτητα για τη συνέχιση του αγώνα, αφού ο τουρκικός ναυτικός αποκλεισμός των κρητικών λιμανιών δυσχεραίνει την προσέγγιση των ελληνικών ατμόπλοιων που εφοδιάζονται στη Σύρο. Όπως μαρτυρείται μέσα από όλες τις πηγές της εποχής, οι στερήσεις και οι κακουχίες είναι ο μονιμότερος σύντροφος των αγωνιζόμενων ενάντια στις τουρκικές δυνάμεις: «η πείνα, το ψύχος, αι νόσοι, εόναι οί μεγάλοι βοηθοί τών Τούρκων. …ως επί το πλείστον άνευ άρτου, τρώγομεν δίπυρον κριθίνου ἀλεύρου, το οποίον ψήνομεν επί τής ανθρακιάς. …Έλαβον την τιμήν να πολεμήσω εις Βεζέκαν πλησίον εις τον υιόν σας Ρικιώτην, …αλλ’ ενταύθα δεν είναι πλέον πόλεμος, είναι σφαγή άνευ ελέους», δηλώνει σε επιστολή του Ιταλός εθελοντής προς τον στρατηγό Garibaldi, τον Δεκέμβριο του 1866 (Αναμόρφωσις, 15-1-1867)∙ «περιερχόμενοι δε τα μη εγκαταλειφθέντα υπό τών κατοίκων χωρία», αναφέρει στα απομνημονεύματά του άλλος, ανώνυμος Έλληνας εθελοντής, «εζητούμεν ολίγον άρτον παρά τών κατοίκων, αλλ’ οι δυστυχείς μη έχοντες να διαθρέψωσι τα ίδια των τέκνα, μετά λύπης των έργων ημίν, διάλε την μπουκιά την έχω». Κυνηγημένοι από τις τουρκικές δυνάμεις, εθελοντές και οικογένειες Κρητών προσφύγων ήταν αναγκασμένοι να βαδίζουν πολλές φορές χωρίς διακοπή. Έτσι, μόνο μέσα στο διάστημα από το τέλος Δεκεμβρίου 1866 μέχρι τις αρχές Ιανουαρίου 1867 αναφέρεται πως 90 Κρητικοί και 27 εθελοντές πέθαναν από την πείνα στη δυτική Κρήτη.
Ο Gustave Flourens, οι αναμνήσεις και οι ανταποκρίσεις του οποίου στην εφημερίδα L’Indépendance Hellénique αποτελούν μέχρι σήμερα σημαντικότατη πηγή για τα γεγονότα της εποχής και κυρίως για τη ζωή των εθελοντών, είναι εξόχως παραστατικός: «Τά υποδήματά μου κατεσχίσθησαν υπό τών πετρών καί τών βάτων μέ είναι αδύνατον νά προμηθευθώ άλλα οδεύω δέ μέ τούς πόδας γυμνούς. Μέ κατατρώγουσι τόσον οι ψύλλοι, ώστε μέ είναι αδύνατον νά κλείσω τό όμμα. Πλαγιάζω καταγής εις τό πλευρόν τού στρατηγού μας η περισκελίς δέ καί τό εσώβρακόν μου είναι κατεσχισμένα, καί, μεθ όλα τά ραψίματά μου, αφίνουσι τόν αέρα νά διέρχηται. Εις τά όρη κατήντησα, επί έξ ημέρας, νά μή τρώγω ειμή χόρτα βρασμένα, άνευ άλατος καί άνευ άρτου».
Εξίσου προβληματική ήταν η επικοινωνία των ξένων εθελοντών τόσο μεταξύ τους όσο και με τους κατοίκους του νησιού και με τους άλλους συμπολεμιστές τους λόγω άγνοιας της ελληνικής γλώσσας. Πολλές φορές, όπου βρισκόταν ο Gustave Flourens, δεινός γνώστης τουλάχιστον της αρχαίας ελληνικής, χρειαζόταν να εκτελεί χρέη διερμηνέα, κυρίως να μεταφέρει τις οδηγίες των αρχηγών και τα νέα προς τους υπολοίπους, τις περισσότερες φορές όμως οι ανάγκες καλύπτονταν όπως όπως: «Ο Νικόλας ήτο πολύγλωσσος ηδύνατο μάλιστα κατά τάς περιστάσεις νά χρησιμεύη, οτέ μέν ως μάγειρος, οτέ δέ ως διερμηνεύς. Ως πάς τις κατανοεί, ανάγκη διερμηνέως ήτο μεγάλη διότι ωμιλούντο μεταξύ ημών διάφοροι γλώσσαι οτέ μέν οι ξενιζόμενοι[1] προσεπάθουν νά ομιλώσι πρός τούς ξενίζοντας Ελληνιστί, οτέ δέ ωμίλουν πρός αλλήλους Γαλλιστί καί Γερμανιστί, ή καί μετά τών Ελλήνων Γαλλιστί. Ο Ούγγρος συνταγματάρχης καί ο καπετάν Αλέξανδρος αντήλλασσον ιδέας διάγλώσσης τραχείας, ήν ουδείς τών άλλων κατελάμβανεν.»
Θα είναι λοιπόν οι στερήσεις και οι κακουχίες, η διάψευση της απατηλής εικόνας που είχαν πλάσει για την κατάσταση που θα έβρισκαν επί τόπου, η απογοήτευση από την ασυμφωνία μεταξύ των αρχηγών και την ελλιπή αποτελεσματικότητα, η απραξία εξαιτίας του χειμώνα, οι προσδοκίες που δεν εκπληρώθηκαν, οι διαφορές στη νοοτροπία ανάμεσα στους πιστούς χριστιανούς κατοίκους του νησιού που πολεμούσαν στο όνομα του Θεού και στους ριζοσπάστες φιλελεύθερους που είχαν συνηθίσει να μάχονται στα ευρωπαϊκά μέτωπα, που θα απογοητεύσουν τελικά μία μερίδα των γαριβαλδινών εθελοντών –αλλά όχι μόνο αυτών.
Έτσι, από τις αρχές Ιανουαρίου 1867 ομάδες εθελοντών εκδηλώνουν την επιθυμία τους να εγκαταλείψουν το νησί και κατόπιν συνεννόησης με τον Τούρκο διοικητή Μουσταφά πασά 300 περίπου επιβιβάζονται στο γαλλικό πολεμικό Salamandre και σε δύο τουρκικά ατμόπλοια∙ μεταξύ αυτών και 8 γαριβαλδινοί. Ο Ferdinando Cirafo, ταγματάρχης του Λόχου των Φιλελλήνων, θα επιχειρήσει να απαντήσει –από τη Σύρο όπου πλέον βρισκόταν– στη γενική αγανάκτηση που προκάλεσε, όπως θα δούμε, το γεγονός και να αποκαταστήσει «l’honneur du nom Italien» προβάλλοντας το επιχείρημα πως οι Ιταλοί παραπλανήθηκαν, αφού πίστευαν ότι ρωσικό πλοίο επρόκειτο να τους παραλάβει (L’Indépendance Hellénique, 31-1-1867). Προς τα τέλη του μήνα αναφέρεται πως άλλοι 17 γαριβαλδινοί, μαζί και όσοι είχαν εντωμεταξύ τραυματιστεί ή αρρωστήσει, θα πάρουν το δρόμο της επιστροφής επιβιβαζόμενοι σε οθωμανικό ατμόπλοιο, για να ακολουθήσουν έπειτα και πολλοί από τους εναπομείναντες.
Η πράξη των «νόθων αυτών οπαδων» του, των «επαίσχυντων απατεώνων των κρυμμένων κάτω από το κόκκινο πουκάμισο» θα επιφέρει την οργή του Garibaldi και την κατακραυγή του κόσμου: «Οι κύριοι ενόμιζον», παρατηρεί με χλευασμό ο στρατηγός, «ότι έμελλον νά εύρωσιν εν Κρήτη ξενοδοχεία, μαλακάς στρωμνάς καί άφθονον καί πλουσίαν τροφήν. Ελησμόνησαν όμως οι αβροδίαιτοι ότι οι υπέρ ανεξαρτησίας αγώνες απαιτούσι τάς μεγίστας τών θυσιών, ότι οι άνθρωποι πρέπει νά υποφέρωσι τήν πείναν, τό ψύχος καί πάσας τάς παρεπομένας κακουχίας…» (Ερμούπολις,2-3-186). Αλλά και ελληνικά δημοσιεύματα τους αποκαλούν άτιμους, άνανδρους και προδότες, εξαμβλώματα και άθλιους που θέλουν λιθοβόλημα (Νόμος, 28-1-1867), ενώ δεν έλειψαν και τα επεισόδια σε βάρος τους στον Πειραιά, όταν προσέγγισαν εκεί τα πλοία που τους μετέφεραν.
Τις συνθήκες που αντιμετώπισαν στην Κρήτη και τους λόγους που τους οδήγησαν στην απόφασή τους να επιστρέψουν στην Ιταλία –εγκαταλείποντας «έναν σκοπό που πλέον είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν μας αφορά»– θα περιγράψει μικρή ομάδα γαριβαλδινών, μέσα από την έκδοση επτά επιστολών στη Φλωρεντία, με τη φροντίδα του Adolfo Bruzzone ο οποίος βρέθηκε επίσης στην Κρήτη ως εθελοντής για δύο μήνες, όπου εξιστορείται με τα μελανότερα χρώματα η κατάσταση στο νησί και ο ‘άθλιος χαρακτήρας των Κρητών. Οι χαρακτηρισμοί που χρησιμοποιούνται είναι βαριοί: «εκείνοι οι αχάριστοι [Κρήτες]», «δεν είναι ακόμη άξιοι της ελευθερίας», «ο λαός αυτός δεν έχει ακόμη εκπαιδευτεί για ελευθερία, ούτε μάχεται με τη συνείδηση ενός ιερού και ευγενούς αγώνα, αλλά μάχεται για φαύλους σκοπούς», «στην Κρήτη πρέπει να φοβάσαι περισσότερο τον φίλο από τον εχθρό», «στη χώρα των εκφυλισμένων Ελλήνων, λαού αμόρφωτου, δεισιδαίμονα, αδαούς», «εκείνη η άθλια διαδοχή από βάσανα που αποκαλείται κρητική επανάσταση» και άλλα παρόμοια. Οι επιστολές δημοσιεύτηκαν αργότερα, τον Ιούνιο του 1867, και σε ιταλικές και ευρωπαϊκές εφημερίδες, προκαλώντας πικρία, οργή και αγανάκτηση στην Αθήνα, όμως «ουδόλως ποιούμεν αλληλέγγυον πρός τάς ερεσχελίας ολίγων αγυρτών τό φιλότιμον ιταλικόν έθνος» (Κλειώ, 16/28-6-1867). Ταυτόχρονα θα δώσουν αφορμή να εκδηλωθεί ικανοποίηση από την πλευρά των Οθωμανών. Ίσως οι θριαμβολογίες των τελευταίων να είναι αυτές που ωθούν τον Flourens να γράψει πως η έκδοση των επιστολών ήταν πληρωμένη από την Πύλη με σκοπό να δυσφημιστούν οι επαναστάτες και όσα συνέβαιναν στο νησί.[2] Δεν είναι δυνατό, βέβαια, να επαληθεύσουμε αυτή την πληροφορία∙ μάλλον θα πρέπει να την αποδώσουμε στην αγανάκτηση του Γάλλου φιλέλληνα για τον θόρυβο που είχε προκληθεί, παραμένει ωστόσο γεγονός πως η υποκίνηση τέτοιων αντιεπαναστατικών δημοσιευμάτων στον ευρωπαϊκό Τύπο συνιστούσε γνωστή οθωμανική πρακτική εκείνη την εποχή.
Αυτή όμως ήταν, όπως αναφέραμε, μία ομάδα των γαριβαλδινών. Αρκετοί παρέμειναν στο νησί, πολέμησαν στο πλευρό των Ελλήνων Κρητών και των εθελοντών και αρκετοί θυσίασαν τη ζωή τους στο βωμό της ελευθερίας: «ημείς ήλθομεν εις Κρήτην διά νά τήν ελευθερώσωμεν καί δέν θέλομεν εξέλθει ειμή διά νά υπάγωμεν ν αναγγείλωμεν εις τήν Ελλάδα, ότι οι Τούρκοι αφήκαν εις τόν πολιτισμόν καί έτερον μέρος τής χώρας της…» (Αναμόρφωσις, 15-1-1867).
Ο Leon Poinsot, σε επιστολή του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα L’Indépendance Hellénique (14-3-1867), αναφέρει: «Ο αριθμός τών ανδρών [υπό τον Ζυμβρακάκη] τού λόχου τών Φιλελλήνων ανέρχεται εις τέσσαρας: 1 Ιταλόν, τόν κ. Αρντεμάνι Λουτσιάνο εκ Μιλάνου και 3 Γάλλους, τούς κ.κ. Γουσταύον Φλουράνς, Ιούλιον Ανεμός καί εμέ. Ως λέγουν εφημερίδες τινές ή μάλλον κυβερνήσεις τινές, συνεχίζομεν νά ζώμεν ως τυχοδιώκται. Καί σεμνυνόμεθα διά τον τίτλον τούτον, διότι αί τυχαίαι περιπέτειαι δεν λείπουν εν Κρήτη, αλλά είναι πάντοτε έντιμοι…». Ο υπαινιγμός για τον ρόλο πολλών ξένων εφημερίδων με στόχο τη δυσφήμιση τόσο των ίδιων γαριβαλδινών όσο και της Κρητικής Επανάστασης γενικότερα είναι εδώ σαφής. Συνολικά, με βάση τους υπολογισμούς του Λεωνίδα Καλλιβρετάκη, ο οποίος έχει ασχοληθεί εκτενώς με το ζήτημα των αριθμών, τουλάχιστον τριάντα ένας γαριβαλδινοί έχασαν τη ζωή τους μέχρι τα τέλη της άνοιξης του 1867. Από εκείνο το σημείο και πέρα η παρουσία τους στο νησί φθίνει σημαντικά. Τους τελευταίους θα βρει στην Κρήτη, στα τέλη του 1868, η βαρόνη Marie Espérance von Schwartz, προσωπική φίλη του Garibaldi, να περιφέρονται εξαθλιωμένοι στην ύπαιθρο, χωρίς τα μέσα να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Η ίδια θα κάνει τα πάντα για να τους βοηθήσει.[3]
Αντί άλλου επιλόγου, θα άξιζε να κλείσουμε τη σύντομη αυτή εξιστόρηση παραθέτοντας, για μια ακόμη φορά, τα λόγια του Gustave Flourens, ο οποίος περιγράφει τον θάνατο του γαριβαλδινού υπολοχαγού Achille de Grandi, τον Μάιο του 1867 κατά τη μάχη στο Λασίθι: «Με θρυμματισμένα γόνατα από έκρηξη οβίδας ο ανδρείος Λομβάρδος, οι Τσεκρέζοι του ακρωτηρίασαν τα χέρια και τα πόδια. Βογκούσε ακόμη όταν τον βρήκε ένας σύντροφός του να σφαδάζει μέσα σε μια λίμνη από αίμα και τον απάλλαξε από το μαρτύριο με μία σφαίρα από ρεβόλβερ. Η τέλεια καλοσύνη, το μεγαλείο του χαρακτήρα, οι ιπποτικοί τρόποι αυτού του ευγενούς νέου τον κατέστησαν στην Κρήτη τον πιο αγαπητό φιλέλληνα».[4]
Υποσημειώσεις
[1] Guests, στο πρωτότυπο.
[2] Flourens, Souvenirs, σ. 312.
[3] Ελπίς Μέλαινα, Περιηγήσεις στην Κρήτη (1866-1879), Ηράκλειο, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης 2008, σ. ιη΄.
[4] Flourens, ό.π., σ. 149-50.
http://clioturbata.com/%CE%B1%CF%80%CF%8C%CF%88%CE%B5%CE%B9%CF%82/manta-crete/
http://helios-eie.ekt.gr/EIE/handle/10442/8691
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου