Κυριακή 5 Δεκεμβρίου 2021

Οι Έλληνες Πάπες της Καθολικής εκκλησίας

 



Πάπας Αγάθων

Ο Πάπας Αγάθων (Papa Agatone575 – 10 Ιανουαρίου 681) ήταν Πάπας από τις 27 Ιουνίου του 678 έως το θάνατό του στις 10 Ιανουαρίου του 681.

Ήταν Έλληνας, γεννήθηκε στη Σικελία και ήταν γόνος μιας εύπορης αλλά ευσεβούς οικογένειας. Μετά τον θάνατό τους μοίρασε την περιουσία τους στους φτωχούς και αποσύρθηκε σε ένα μοναστήρι στο Παλέρμο. Η παράδοση αυτή βασίζεται σε μία επιστολή του Πάπα Γρηγορίου Α΄ στον αββά του αγίου Ερμή του Παλέρμο, ενός μοναστηριού των Βενεδικτίνων και στην οποία αναφέρει κάποιον Αγάθωνα. Στην επιστολή αυτή, ο Γρηγόριος γράφει ότι ο ηγούμενος μπορούσε να δεχθεί τον Αγάθωνα στο μοναστήρι του, αν η σύζυγος του τελευταίου δεχόταν να μπει σε γυναικεία μονή. Αν και υπάρχουν λόγοι που συναινούν στο ότι ο μοναχός αυτός ήταν ο άγιος Αγάθων, θα ήταν ωστόσο, με βάση την πηγή αυτή, 100 ετών τον καιρό της εκλογής του.[1]

Παποσύνη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο μετά την εκλογή του Αγάθωνα, ο Γουίλφριντ, αρχιεπίσκοπος της Υόρκης κατέφθασε στη Ρώμη με σκοπό να επικαλεσθεί την Αγία Έδρα. Ο Γουίλφριντ είχε καθαιρεθεί από την επισκοπή του από τον Θεόδωρο, αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπερι, ο οποίος χώρισε την επισκοπή του Γουίλφριντ, διορίζοντας τρεις νέους επισκόπους για τις επισκοπές που προέκυψαν. Σε μία σύνοδο την οποία διοργάνωσε ο Πάπας Αγάθων στο Λατεράνο για να ερευνήθεί το θέμα, αποφασίστηκε ότι η επισκοπή ορθώς χωρίστηκε, αλλά οι νέοι επίσκοποι θα ορίζονταν από τον Γουίλφριντ.[1][2]

Αγάθων

Το μεγαλύτερο γεγονός της παποσύνης του ήταν η Έκτη Οικουμενική Σύνοδος (680–681), με την οποία τερματίστηκε η αίρεση του Μονοθελητισμού, η οποία έγινε κατά το παρελθόν ανεκτή από διάφορους Πάπες. Η σύνοδος ξεκίνησε όταν ο βυζαντινός αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Δ', θέλοντας να δώσει τέλος στο σχίσμα που χώριζε τις δύο πλευρές, έγραψε στον Πάπα Δόνο προτείνοντας μια διάσκεψη για το θέμα, αλλά όταν έφτασε η επιστολή ο Δόνος είχε ήδη πεθάνει. Ως διάδοχός του, Αγάθων έσπευσε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία που παρείχε ο αυτοκράτορας. Διεξήγαγε συμβούλια σε ολόκληρη τη Δύση προκειμένου οι αντιπρόσωποι να μπορούν να παρουσιάσουν την καθολική παράδοση της Δυτικής Εκκλησίας. Στη συνέχεια έστειλε μια μεγάλη αντιπροσωπεία για να συναντηθεί με τους Ανατολικούς στην Κωνσταντινούπολη.[1]

Οι αντιπρόσωποι του Αγάθωνα και οι πατριάρχες συγκεντρώθηκαν στο αυτοκρατορικό παλάτι στις 7 Δεκεμβρίου του 680[3]. Οι Μονοθελητές παρουσίασαν την άποψή τους. Στη συνέχεια αναγνώστηκε η επιστολή του Πάπα Αγάθωνα που εξηγούσε την πίστη της Εκκλησίας ότι ο Χριστός είχε δύο φύσεις, τη θεϊκή και την ανθρώπινη. Η σύνοδος συμφώνησε ότι ο απόστολος Πέτρος μιλούσε μέσω του Αγάθωνα. Ο Πατριάρχης Γεώργιος Α΄ ασπάστηκε το περιεχόμενο της επιστολής του Αγάθωνα, όπως έκαναν και οι περισσότεροι παρευρισκόμενοι επίσκοποι. Η σύνοδος διακήρυξε την ύπαρξη των δύο φύσεων του Χριστου και καταδίκασε το Μονοθελητισμο με τον Πάπα Ονώριο Α΄ να περιλαμβάνεται στους αφορισθέντες. Με τη λήξη της συνόδου το Σεπτέμβριο του 681 τα διατάγματα, που προέκυψαν, στάλθηκαν στον Πάπα, αλλά ο Αγάθων είχε πεθάνει ήδη από τον Ιανουάριο. Πέρα από την καταδίκη του Μονοθελητισμού, η σύνοδος θεράπευσε και το σχίσμα.[1]

Ο άγιος Αγάθωνας ξεκίνησε επίσης διαπραγματεύσεις μεταξύ της Αγίας Έδρας και του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου για τη σχέση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας και των παπικών εκλογών. Ο αυτοκράτορας υποσχέθηκε στον Αγάθωνα ότι θα καταργούσε ή θα μείωνε τους φόρους που οι Πάπες ήταν υποχρεωμένοι να καταβάλουν στο δημόσιο για την εκλογή τους.[1]

Τιμάται σαν άγιος τόσο από τη Ρωμαιοκαθολική όσο και από την Ορθόδοξη Εκκλησία[2] στις 10 Ιανουαρίου[4] και στις 20 Φεβρουαρίου[5] αντίστοιχα.

Ορισμένοι ακόλουθοι του Καθολικού Παραδοσιακού Κίνηματος ισχυρίζονται ότι ήταν ο πρώτος Πάπας που έδωσε κατά την ενθρόνισή του τον παπικό όρκο, όπως τον αποκαλούν.


Πάπας Ανάκλητος


Ο Ανάκλητος ήταν άγιος της Ορθόδοξης και της Καθολικής Εκκλησίας και Πάπας. Η μνήμη του τιμάται στις 26 Απριλίου από την Ορθόδοξη εκκλησία και στις 13 Ιουλίου από την Καθολική.

Βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ανάκλητος ήταν ένας από τους πρώτους Πάπες της Ρώμης. Το παπικό του όνομα φέρεται και ως Κλήτος[1], Κλείτος[2] ή Ανέγκλητος[1]. Ήταν Αθηναίος και λέγεται ότι ήταν γιος ενός φιλοσόφου, που λεγόταν Αντίοχος[1]. Η σειρά με την οποία επισκόπευσε είναι αβέβαιη: ή μετά τον Λίνο επίσκοπο Ρώμης, ή μετά τον Κλήμεντα. Έτσι η σειρά διαδοχής είναι Λίνος, Ανάκλητος, Κλήμης. Κατά τη δεύτερη εκδοχή είναι Λίνος, Κλήμης, Ανάκλητος. Επίσης και η χρονολογία κατά την οποία επισκόπευσε είναι αβέβαιη: ή 77-88 ή 78-91. Ο Ανάκλητος εμαρτύρησε το 88 μ.Χ.[2] και τιμάται ως άγιος. Η μνήμη του τιμάται από την Ορθόδοξη εκκλησία στις 26 Απριλίου[2], ενώ κατά το λατινικό εορτολόγιο τιμάται στις 13 Ιουλίου.[3]



Πάπας Ανθηρός

Ο Πάπας Ανθηρός (Papa Antero, ... - 3 Ιανουαρίου 236) ήταν Πάπας από τις 21 Νοεμβρίου του 235 έως τον θάνατό του το 236. Σύμφωνα με τον κατάλογο των Παπών της Αγίας Έδρας, διαδέχθηκε τον πάπα Ποντιανό, που εκτοπίστηκε από τη Ρώμη μαζί με τον αντιπάπα Ιππόλυτο της Ρώμης στη Σαρδηνία.

Υπάρχει η άποψη ότι μαρτύρησε στη φυλακή κατά τη διάρκεια των διωγμών του αυτοκράτορα Μαξιμίνου του Θράκα[1], αλλά υφίστανται ελάχιστες μαρτυρίες για αυτό, και το πιθανότερο είναι ότι πέθανε ειρηνικά κατά τη διάρκεια εκείνων των διωγμών[2]. Τάφηκε στην παπική κρύπτη του κοιμητηρίου του πάπα Καλλίστου Α΄ στη Ρώμη και αργότερα αγιοποιήθηκε[3].

Ο Αντέρως, που έγινε πάπας για ένα μήνα και δέκα ημέρες, θεωρείται ελληνικής καταγωγής. Το δυτικοποιημένο όνομά του Ανθηρός θεωρείται ότι προήλθε μετά από μικρή παραμόρφωση, όπως υποστηρίζει ο Λιστενμπερζέ, του ακραιφνώς ελληνικού Αντέρως, προς "ωραιοποίηση" για να μη θυμίζει περίοδο ειδωλολατρίας[4], που όμως θα μπορούσε να υποδεικνύει ότι ήταν απελεύθερος[5].

Κατά τους Λατίνους συγγραφείς ο Αντέρως φέρεται να κατάγεται από την Ελλάδα, ενώ κατ΄ άλλους από την Μεγάλη Ελλάδα ως γιος κάποιου Ρωμύλου[4]. Αν και θεωρείται ότι μαρτύρησε στη φυλακή χωρίς όμως να υφίστανται ιστορικά στοιχεία περί αυτού, αντίθετα υπάρχουν στοιχεία της περιόδου που κατείχε την Αγία Έδρα. Ο τάφος του ανευρέθηκε το 1854 και φέρει ελληνική επιγραφή "Αντέρως επι..", που ερμηνεύεται ως "Αντέρως επίσκοπος"[4].

Σύμφωνα με το δυτικό εορτολόγιο ο Άγιος Ανθηρός εορτάζεται στις 3 Ιανουαρίου.


Πάπας Ανίκητος

Ο Πάπας Ανίκητος ήταν Σύρος (ή Έλληνας από τη Συρία[2]) και καταγόταν από την πόλη Έμεσα.

Έγινε επίσκοπος Ρώμης περί το 154 (οι κατάλογοι του Βατικανού αναφέρουν το 150 ή 157 ως το 153 ή το 168). Αναφέρεται ότι περί το 160 τον επισκέφτηκε ο επίσκοπος Σμύρνης Πολύκαρπος και μεταξύ τους συζητήθηκε για πρώτη φορά το θέμα του εορτασμού του Πάσχα, καθώς η μεν Εκκλησία της Ρώμης το γιόρταζε πάντοτε ημέρα Κυριακή (ημέρα της Αναστάσεως), η δε Εκκλησία της Σμύρνης την 14η μέρα του μήνα Νισάν, ώστε να συμπίπτει με το εβραϊκό Πάσχα[3]. Δεν συμφωνήθηκε μεταξύ τους ενιαίος εορτασμός, και το ζήτημα επανήλθε αργότερα, με μεγαλύτερη σφοδρότητα.

Επί της επισκοπείας του ανεγέρθηκαν «τρόπαια» (memoria) στον τόπο ταφής των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, ένα εκ των οποίων ίσως είναι ο περίφημος «κόκκινος τοίχος» κάτω από τη Βασιλική του Αγίου Πέτρου στη Ρώμη[4]. Εναντιώθηκε στο γνωστικισμό και άλλες αιρέσεις και, σύμφωνα με το Liber Pontificalis, απαγόρευσε στους ιερείς να έχουν μακριά κόμη (ίσως επειδή μακριά μαλλιά είχαν οι γνωστικιστές).

Αναφέρεται ότι ο Ανίκητος μαρτύρησε, χωρίς να έχουν διασωθεί λεπτομέρειες για ακριβή ημερομηνία και τρόπο μαρτυρίου. Πάντως, η Καθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία τον έχουν ανακηρύξει άγιο και τιμούν τη μνήμη του στις 17 Απριλίου.


Πάπας Διονύσιος

Ο Πάπας Διονύσιος (Papa Dionisio, ... - 26 Δεκεμβρίου 268) υπηρέτησε ως επίσκοπος Ρώμης ή Πάπας από τις 22 Ιουλίου του 259 μέχρι το θάνατό του το 268. Στα έργα τέχνης παριστάνεται με επίσημα παπικά άμφια και κρατώντας ένα βιβλίο. Είναι ο πρώτος Πάπας που δεν αναγράφεται στους καταλόγους των Παπών ως μάρτυρας. Διαδέχθηκε στο αξίωμα τον Σίξτο Β΄.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιθανότατα γεννήθηκε στη Μεγάλη Ελλάδα, ωστόσο αυτό δεν έχει εξακριβωθεί. Η εκλογή του στο αξίωμα του Πάπα έγινε το 259, ένα χρόνο μετά το μαρτύριο του προκατόχου του, Σίξτου Β΄. Εξαιτίας του κύματος διωγμών που είχαν εξαπολυθεί τότε, η Αγία Έδρα παρέμενε κενή επί περίπου έναν χρόνο. Όταν οι διωγμοί κατά των Χριστιανών άρχισαν να υποχωρούν, ο Διονύσιος έγινε επίσκοπος Ρώμης. Ο άνθρωπος που διέταξε τους διωγμούς, ο Ουαλεριανός, Αυτοκράτορας της Ρώμης, συνελήφθη και εκτελέστηκε από το Βασιλιά Σαπώρη Α΄ της Περσίας το 260. Ο διάδοχός του, Γαλλιηνός, εξέδωσε διάταγμα, με βάση το οποίο τερματίστηκαν οι θρησκευτικοί διωγμοί και η χριστιανική εκκλησία απέκτησε νομικό καθεστώς. Το εν λόγω διάταγμα ίσχυσε ως το 303.

Ως Ποντίφικας έστειλε μεγάλα ποσά χρημάτων σε ναούς της Καππαδοκίας, που είχαν καταστραφεί από τους Γότθους, για την επανοικοδόμησή τους.

Πέθανε στις 26 Δεκεμβρίου του 268 και τον διαδέχθηκε ο Φήλιξ Α΄. Η μνήμη του εορτάζεται την ημέρα του θανάτου του.


Πάπας Ελεύθερος

Ο Ελεύθερος ή Ελευθέριος καταγόταν από τη Νικόπολη της Ηπείρου. Διαδέχτηκε τον Πάπα Σωτήρα περί το 174.

Πέθανε περί το 189. Ενταφιάστηκε κοντά στον Απόστολο Πέτρο, ενώ τα λείψανά του μεταφέρθηκαν τον 16ο αιώνα στην εκκλησία της Αγίας Σουζάνας στη Ρώμη, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα. Η Καθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία τιμούν τη μνήμη του στις 26 Μαΐου.


Πάπας Ευάριστος

Ο Ευάριστος ήταν Πάπας και άγιος (97/99 – 105/108)[1] και μάρτυρας (σύμφωνα με την παράδοση). Η μνήμη του εορτάζεται από την Καθολική Εκκλησία στις 26 Οκτωβρίου. Τον διαδέχθηκε στο παπικό αξίωμα ο Πάπας Αλέξανδρος Α΄.

Λίγα είναι γνωστά για τη ζωή του Ευαρίστου. Σύμφωνα με το Liber Pontificalis, γεννήθηκε στη Βηθλεέμ από εβραϊκή εξελληνισμένη ή ελληνική[2] οικογένεια και προσηλυτίστηκε στη Ρώμη στον χριστιανισμό, διοίκησε την επισκοπή Ρώμης, αντικαθιστώντας τον Πάπα Κλήμεντα Α', που ήταν εξορισμένος στην Ταυρική Χερσόνησο την περίοδο των διώξεων από τον Δομιτιανό.

Το Liber Pontificalis αναφέρει ότι ο Ευάριστος χώρισε τη Ρώμη σε επτά διακονίες, ορίζοντας και έναν κληρικό για την καθεμία, σε τόπους που είχαν αγιοποιηθεί πρώτα, λόγω του μαρτυρίου χριστιανών και όπου αργότερα κτίστηκαν ναοί στη μνήμη τους. Παρόλα αυτά, ο ισχυρισμός αυτός δεν έχει βάση.

Αντίθετα, πιθανότατα αληθεύει μια άλλη πληροφόρία που αναφέρει το Liber Pontificalis, σύμφωνα με την οποία ο τάφος του Πάπα Ευαρίστου βρίσκεται κοντά στον τάφο του Αποστόλου Πέτρου (δηλαδή κάτω από τη βασιλική του Αγίου Πέτρου στο Βατικανό), αν και υπάρχει μια άλλη παράδοση, σύμφωνα με την οποία έχει ταφεί στην εκκλησία Santa Maria Maggiore alla Pietrasanta στη Νάπολη. Το μαρτύριο του πάπα Ευαρίστου δεν έχει αποδειχτεί.


Πάπας Ζαχαρίας

Ο Πάπας Ζαχαρίας (Papa Zaccaria679 - 15 Μαρτίου 752), γιος του Πολυχρόνιου, ήταν Έλληνας από την Καλαβρία της Κάτω Ιταλίας.

Έγινε Πάπας (Πατριάρχης Ρώμης) το Νοέμβριο του 741. Πέθανε το Μάρτιο του 752 και ετάφη στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου, στη Ρώμη.

Ενδιάμεσος εκλεγμένος αλλά όχι χειροτονημένος υπήρξε ο Πάπας Στέφανος.


Πάπας Ζώσιμος

Ο Πάπας Ζώσιμος (Papa Zosimo, ... - 26 Δεκεμβρίου 418) διετέλεσε Πάπας από τις 18 Μαρτίου του 417 μέχρι το θάνατό του το 418[1].

Διαδέχτηκε τον Ιννοκέντιο Α΄, και τον διαδέχτηκε ο Βονιφάτιος Α΄. Ο Ζώσιμος έλαβε αποφασιστικό μέρος στη διαμάχη στη Γαλατία σε σχέση, με τη δικαιοδοσία της έδρας της Αρλ σε αυτή της Βιέν, λαμβάνοντας αποφάσεις υπέρ της πρώτης, αλλά χωρίς να δώσει τέλος στη διαμάχη. Ο ευερέθιστος χαρακτήρας του επηρέασε όλες τις διαμάχες στις οποίες αναμίχθηκε, στη Γαλατία, την Αφρική και την Ιταλία, συμπεριλαμβανομένης και της Ρώμης, όπου μετά το θάνατό του ο κλήρος της πόλης ήταν διχασμένος.

Με βάση το Liber Pontificalis, ο Ζώσιμος ήταν Έλληνας και ο πατέρας του ονομαζόταν Άβραμ. Ορισμένοι μελετητές συμπεραίνουν από αυτό ότι η οικογένεια του ήταν εβραϊκής καταγωγής, αλλά αυτό δε μπορεί να ειπωθεί με σιγουριά.

Δεν υπάρχει καμία πληροφορία για τη ζωή του Ζώσιμου πριν γίνει επίσκοπος Ρώμης. Η ενθρόνιση του έγινε στις 18 Μαρτίου του 417. Τις τελετές παρακολούθησε ο Πάτροκλος, επίσκοπος της Αρλ, που αντικατέστησε τον προηγούμενο επίσκοπο Ήρως, ο οποίος είχε απομακρυνθεί βιαίως και αδίκως από τη θέση του από τον αυτοκρατορικό εκπρόσωπο Κωνσταντίνο. Ο Πάτροκλος κέρδισε αμέσως την εμπιστοσύνη του νέου Πάπα. Μόλις στις 22 Μαρτίου έλαβε μία επιστολή από τον Πάπα, με την οποία τον καθιστούσε μητροπολίτη των γαλατικών επαρχιών της Βιέν και της Ναρμπόν Α και Β . Επιπλέον έγινε ένα είδος παπικού αντιπροσώπου ολόκληρης της Γαλατίας. Κανείς εκπρόσωπος από τη εκκλησία της Γαλατίας δεν επιτρεπόταν να ταξιδέψει στη Ρώμη αν δεν είχε μαζί του πιστοποιητικό που θα αποδείκνυε την ταυτότητά του, υπογεγραμμένο από τον Πάτροκλο.

Το 400, η Τριέρη αντικατέστησε την Αρλ σαν έδρα του αυτοκρατορικού εκπροσώπου της επαρχίας της Γαλατίας, του "Prefectus Praetorio Galliarum". Ο Πάτροκλος, που είχε τη στήριξη του κυβερνήτη Κωνσταντίνου, αξιοποίησε την ευκαιρία για να αυξήσει τη δικαιοδοσία της επισκοπής του, επιβάλλοντας στο Ζώσιμο τις ιδέες του. Οι επίσκοποι της Βιέν, της Ναρμπόν και της Μασσαλίας θεώρησαν ότι η ενέργεια αυτή παραβίαζε τα δικαιώματά τους και εναντιώθηκαν σε αυτή, κάτι που οδήγησε τον Ζώσιμο να γράψει αρκετές επιστολές. Η διαμάχη αυτή ωστόσο δε διευθετήθηκε μέχρι και τον Πάπα Λέοντα Α΄.


Πάπας Θεόδωρος

Ο Πάπας Θεόδωρος Α΄ ή άγιος Θεόδωρος ο Έλληνας ήταν Πάπας Ρώμης από τις 24 Νοεμβρίου 642 ως τις 14 Μαΐου 649.

Βιογραφικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο άγιος Θεόδωρος ο Έλληνας γεννήθηκε στα Ιεροσόλυμα και ήταν ελληνικής καταγωγής. Το 642 εξελέγη Πάπας Ρώμης ως Θεόδωρος ο Α΄.

Ως πάπας αναθεμάτισε τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Παύλο Β΄ συντάσσοντας τον «Τύπον», με μελάνι στο οποίο είχε στάξει Αγία κοινωνία, επειδή ο τελευταίος επεχείρησε να έρθει σε συνδιαλλαγή με τους μονοφυσίτες. Η πράξη αυτή θεωρείται ότι ήταν η αρχή της διαμάχης των δύο εκκλησιών, Ρώμης και Κωνσταντινούπολης.

Πέθανε το 649, την εποχή του αυτοκράτορα Κώνστα Β΄. Η μνήμη του εορτάζεται στις 18 Μαΐου.


Πάπας Ιωάννης ΣΤ'

Ο Πάπας Ιωάννης ΣΤ΄ (Papa Giovanni VI655 - 11 Ιανουαρίου 705) ήταν Πάπας από τις 30 Οκτωβρίου του 701 έως το θάνατό του το 705[1]. Διαδέχθηκε στο αξίωμα του Ποντίφικα τον Σέργιο Α΄.

Ποντιφικάτο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε τον 7ο αιώνα και ήταν ελληνικής καταγωγής. Έγινε Πάπας δύο μήνες μετά το θάνατο του προκατόχου του. Βοήθησε τον έξαρχο Θεοφύλακτο, ο οποίος είχε σταλεί στην Ιταλία από τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Β΄ του Βυζαντίου και τον εμπόδισε να χρησιμοποιήσει βία εναντίον των Ρωμαίων. Κατά ένα μέρος εξαιτίας του ότι υπέκυψε σε πιέσεις και κατά άλλο μέρος με δωροδοκία, ο Ιωάννης κατάφερε να πείσει το δούκα του Βενεβέντου, Γκιζούλφο να αποσύρει το στρατό του από τα εδάφη της αυτοκρατορίας. Ο Ιωάννης ΣΤ΄ πέθανε στις 11 Ιανουαρίου του 705 και τον διαδέχθηκε στο Ποντιφικάτο ο Ιωάννης Ζ΄.


Πάπας Ιωάννης Ζ'

Ο Ιωάννης Ζ΄ (Papa Giovanni VII650 - 18 Οκτωβρίου 707) ήταν Πάπας από την 1η Μαρτίου του 705 έως τον θάνατό του το 707[1]. Όπως και ο προκάτοχός του, Ιωάννης ΣΤ΄ ήταν Έλληνας. Η καταγωγή του ωστόσο δεν είναι γνωστή, εικάζεται ότι κατάγονταν από το Ροσσάνο της Καλαβρίας, ωστόσο είναι πιθανό και να κατάγονταν από την Κωνσταντινούπολη.

Ο πατέρας του Ιωάννη, Πλάτων, είχε το αξίωμα cura palatii urbis Romae. Έτσι ο Ιωάννης είναι ο πρώτος πάπας που ήταν γιος Βυζαντινού αξιωματούχου.[2] Η μητέρα του λέγονταν Μπλάττα[2]

Ο Ιωάννης ο Ζ΄ είχε καλές σχέσεις με του Λομβαρδούς, οι οποίοι κυβερνούσαν το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας. Οι σχέσεις του όμως με τον Ιουστινιανό Β΄ δεν ήταν καλές. Οι σχέσεις των παπών με το Βυζάντιο είχαν χειροτερεύση μετά την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο του 692. Για την στάση του πάπα Ιωάννη ως προς τους κανόνες υπάρχει διαφωνία μεταξύ των λογίων [3][4][5] Δεν επικύρωσε τους Κανόνες, οι οποίοι εξαιρετικά μη δημοφιλείς στην Ιταλία, παρ' όλα αυτά δέχθηκε ασυνήθιστη κριτική στο Liber Pontificalis για αυτό:

"Αυτός [ο Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Β΄] απέστειλε δύο μητροπολίτες, στέλνοτας μαζί τους και εντολή με την οποία ζητούσε και προέτρεπε τον ποντίφικα [Ιωάννη Ζ΄] να συγκαλέσει σύνοδο της αποστολικής εκκλησίας και να επιβεβαιώσει αυτούς που δεχόταν και να ακυρώσει και να απορρίψει αυτούς με τους οποίους ήταν αντίθετος. Αλλά αυτός, τρομοκρατημένος από την ανθρώπινη αδυναμία του, τους έστειλε πίσω στον πρίγκιπα με τους ίδιους μητροπολίτες χωρίς καμία διόρθωση".[6]

Αρκετά μνημεία στην Ρώμη είναι συνδεδεμένα με τον Ιωάννη. Το πιο σημαντικό από αυτά είναι ο Ναός της Σάντα Μαρία Αντίκουα στους πρόποδες του Παλατίνου λόφου. Στον Παλατίνο Λόφο ανακαλύφθηκαν ίχνη από ένα επισκοπικό παλάτι, ή Episcopium το οποίο επίσης συνδέεται με τον Ιωάννη Ζ΄.[7] Ο Ιωάννης Ζ΄ κατασκεύασε και ένα παρεκκλήσιο αφιερωμένο στην Θεοτόκο. Το παρεκκλήσιο βρίσκονταν μέσα στην παλαιά Βασιλική του Αγίου Πέτρου. Υπολείμματα του μωσαϊκού βρίσκονται στην Κρύπτη του Βατικανού. Επιπλέον μια ευμεγέθης εικόνα, γνωστή ως «Παναγία της Επιείκειας», που βρίσκεται στην Σάντα Μαρία ιν Τραστέβερε,[8] πιστεύεται ότι είχε παραγγελθεί από τον Ιωάννη.[9] Αναστήλωσε ακόμα το μοναστήρι του Subiaco, που είχε καταστραφεί από τους Λομβαρδούς το 601.

Ο Ιωάννης ο Ζ΄ πέθανε στις 18 Οκτωβρίου 707 και ενταφιάστηκε στον Άγιο Πέτρο. Τον διαδέχτηκε ο Σισίνιος.


Αντιπάπας Ιωάννης ΣΤ'

Ο Ιωάννης ΙΣΤ΄ (π. 945 – π. 1001, γεννήθηκε: Ιωάννης Φιλάγαθος[1]ιταλικάGiovanni Filagato‎, λατινικάJohannes Philagathus‎) ήταν αντιπάπας από το 997 έως το 998.


Πάπας Σίξτος Β'

Ο Σίξτος Β΄ (Papa Sisto II, ... - 6 Αυγούστου 258), παραφθορά του ελληνικού Ξυστός, που σημαίνει «γυαλισμένος», ήταν Πάπας ή επίσκοπος Ρώμης από τις 30 Αυγούστου του 257 έως το θάνατό του το 258[1]. Μαρτύρησε κατά τη διάρκεια των διωγμών από τον αυτοκράτορα Βαλεριανό.


Πάπας Τελεσφόρος

Ο Τελεσφόρος ήταν Πάπας Ρώμης ελληνικής καταγωγής, από τον Τάραντα της Ιταλίας, και συγκεκριμένα από τη Μεγάλη Ελλάδα όπως αποκαλούνταν η Νότια Ιταλία. Διαδέχτηκε το Σίξτο Α΄ το 125, ήταν ενάρετος και τιμάται ιδιαίτερα από τους μοναχούς, αφού είχε τη φήμη του αναχωρητή. Εισήγαγε τη νηστεία της Σαρακοστής και πολέμησε τις διάφορες αιρέσεις που υπήρχαν την εποχή εκείνη. Μαρτύρησε το 136 και η μνήμη του τιμάται στις 5 Ιανουαρίου από τους Ρωμαιοκαθολικούς και στις 22 Φεβρουαρίου από τους Ορθοδόξους.


Πάπας Υγίνος

Ο Πάπας Άγιος Υγίνος ήταν επίσκοπος Ρώμης από περίπου το 136 ή το 138 μέχρι περίπου το 140 ή το 142.[1] Η παράδοση αναφέρει ότι κατά την παποσύνη του καθόρισε τα διάφορα προνόμια του κλήρου και καθόρισε τις βαθμίδες της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Όμως, σύγχρονοι μελετητές τείνουν να αμφισβητούν αυτόν τον ισχυρισμό και βλέπουν την διακυβέρνηση της εκκλησίας της Ρώμης ως ακόμη περισσότερο ή λιγότερο συλλογική.

Σύμφωνα με το Liber Pontificalis, ο Υγίνος ήταν Έλληνας γεννημένος στην Αθήνα. Η πηγή περαιτέρω αναφέρει ότι προηγουμένως ήταν φιλόσοφος, πιθανώς βασιζόμενη στην ομοιότητα του ονόματός του με αυτό δύο Λατίνων συγγραφέων.

Ο Ειρηναίος της Λυόν αναφέρει ότι ο Γνωστικιστής Βαλεντίνος ήλθε στη Ρώμη την εποχή του Υγίνου, παραμένοντας εκεί μέχρις ότου ο Ανίκητος έγινε ποντίφικας (Against Heresies, III, iii). Ο Κέρδων, ένας άλλος Γνωστικιστής και προκάτοχος του Μαρκίωνα, επίσης έζησε στη Ρώμη την περίοδο εξουσίας του Υγίνου· εξομολογούμενος τα λάθη του και αποκηρύσσοντας επέτυχε να κερδίσει την επανεισδοχή στους κόλπους της Εκκλησίας, αλλά τελικά ξαναγύρισε στις αιρέσεις και εξοβελίσθηκε από την Εκκλησία. Το πόσα από αυτά τα γεγονότα έλαβαν χώρα κατά την περίοδο του Υγίνου δεν είναι γνωστό.

Το Liber Pontificalis επίσης άναφέρει ότι αυτός ο πάπας οργάνωσε την ιεραρχία και εγκαθίδρυσε την τάξη της εκκλησιαστικής προτεραιότητας (λατινικά:Hic clerum composuit et distribuit gradus). Αυτή η γενική παρατήρηση επίσης επανεμφανίζεται στην βιογραφία του Πάπα Ορμίσδα· δεν έχει ιστορική αξία, και σύμφωνα με τον Duchesne, ο συγγραφέας πιθανώς αναφερόταν στις κατώτερες βαθμίδες του κλήρου.

Οι αρχαίες πηγές δεν περιέχουν πληροφορίες ότι πέθανε ως μάρτυρας. Μετά τον θάνατό του τάφηκε στον Βατικανό Λόφο, κοντά στον τάφο του Άγιου Πέτρου. Η εορτή του είναι στις 11 Ιανουαρίου.

Τρία γράμαμτα που αποδίδονται σε εκείνον σώζονται σήμερα.






https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CE%B1%CF%84%CE%B7%CE%B3%CE%BF%CF%81%CE%AF%CE%B1:%CE%88%CE%BB%CE%BB%CE%B7%CE%BD%CE%B5%CF%82_%CE%A0%CE%AC%CF%80%CE%B5%CF%82











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου