Σαν σήμερα πριν από 76 χρόνια η Ιταλία εισήλθε στον πόλεμο στο πλευρό της ναζιστικής Γερμανίας. Ο Μουσολίνι ήθελε να εξασφαλίσει ένα μέρος από τη λεία, στη συνέχεια υποτάχθηκε και οδήγησε τις στρατιές του στην ήττα.
Στο κείμενο που ακολουθεί, γραμμένο από έναν γερμανό ιστορικό και δημοσιογράφο εξειδικευμένο σε ζητήματα που αφορούν στον ιταλικό φασισμό και νεοφασισμό, δίνεται συμπυκνωμένα η πορεία των γεγονότων κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που σχετίζονται με τη φασιστική Ιταλία (ΠΓ).
Την είσοδο στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη πλευρά της χιτλεροφασιστικής Γερμανίας την γνωστοποίησε ο Μπενίτο Μουσολίνι (Benito Mussolini) στις 10 Ιουνίου 1940 στη Ρώμη σ΄ ένα μαζικό συλλαλητήριο. Από το μπαλκόνι τουPalazzo Venezia, την έδρα της κυβέρνησής του, κραύγασε την κήρυξη του πολέμου κατά της Μ. Βρετανίας και της Γαλλίας: «Λαέ της Ιταλίας! Στα όπλα! Θα σπάσουμε τις αλυσίδες της εδαφικής και στρατιωτικής τάξης που μας στραγγαλίζουν μέσα στη θάλασσά μας, γιατί ένας λαός 45 εκατομμυρίων δεν είναι πραγματικά ελεύθερος όταν δεν έχει ελεύθερη πρόσβαση στον ωκεανό».
Ένα χρόνο πριν, στις 22 Μαΐου 1939, οι υπουργοί Εξωτερικών Γιόαχιμ φον Ρίμπεντροπ (Joachim von Ribbentrop) και κόμης Γκαλεάτσο Τσιάνο (Galeazzo Ciano), παρουσία του Χίτλερ (Hitler) είχαν υπογράψει στο Βερολίνο το «Χαλύβδινο Σύμφωνο», το λεγόμενο «Γερμανο-Ιταλικό Σύμφωνο Φιλίας και Συμμαχίας» με αυτόματη οριστικοποίηση που προσανατολιζόταν στην αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ τους –ανεξάρτητα από τις αιτίες- άμεσα μετά το ξεκίνημα των επιθετικών ενεργειών. Εκείνη την εποχή ο Μουσολίνι είχε υποστηρίξει ότι πρέπει να αποφευχθούν οπωσδήποτε οι στρατιωτικές συγκρούσεις στην Ευρώπη μέχρι το 1943 επειδή η Ιταλία δεν ήταν προετοιμασμένη για αυτό. Σ΄ αυτό το ζήτημα ο «Ντούτσε» υποστήριξε ότι η Ιταλία ήδη σχεδόν εδώ και δυό δεκαετίες διεξήγαγε εξουθενωτικούς κατακτητικούς πολέμους: Από το 1922 έως το 1934 στη Λιβύη και από το 1935 έως το 1936 με μισό εκατομμύριο στρατιώτες στην Αιθιοπία. Επιπλέον η Ρώμη συμμετείχε με έως και 150.000 άνδρες, 8.000 τεθωρακισμένα άρματα μάχης και τεθωρακισμένα οχήματα καθώς και 800 πολεμικά αεροσκάφη και 90 πολεμικά πλοία με προσωπικό μεγαλύτερο από αυτό της Γερμανίας στην καταστολή της Ισπανικής Δημοκρατίας και τελευταία είχε εισβάλλει στην Αλβανία καταλαμβάνοντάς την σαν αποικία. Παρ΄ όλο που το Χαλύβδινο Σύμφωνο προέβλεπε ακριβείς στρατιωτικές συμφωνίες, ο Μουσολίνι πληροφορήθηκε από τον Χίτλερ για την επικείμενη γερμανική εισβολή στην Πολωνία λίγο πριν την έναρξή της. Ο Μουσολίνι αρνήθηκε να συμμετάσχει.
Τα γεγονότα όμως πήραν τώρα μια πορεία, με την οποία ο «Ντούτσε» δεν είχε υπολογίσει. Μετά τον κεραυνοβόλο πόλεμο κατά της Πολωνίας η Βέρμαχτ είχε περαιτέρω επιτυχίες κατά της Δανίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου και της Νορβηγίας. Όταν μετά την εκκένωση από τα βρετανο-γαλλικά στρατεύματα στις 4 Ιουνίου 1940 κατέλαβε την Δουνκέρκη και συνέχισε την επίθεσή της κατά της Γαλλίας, ο Μουσολίνι πίστεψε ότι «το Σεπτέμβριο θα τελειώσουν όλα» και αποφάσισε να εισέλθει στον πόλεμο για να εξασφαλίσει ένα μερίδιο από τη λεία. Οι ιταλικές επιθέσεις στο μέτωπο των Άλπεων δεν είχαν σαν αποτέλεσμα μεγάλες επιτυχίες. Κατά τις διαπραγματεύσεις ανακωχής με τη Γαλλία στις 24 Ιουνίου 1940 στη Ρώμη, ο «Ντούτσε» δε μπόρεσε να επιβάλλει τις αξιώσεις του για την Κορσική, την Τύνιδα και το Τζιμπουτί. Ο Χίτλερ τού παρείχε μόνο μια μικρή ακτογραμμή από την Κυανή Ακτή [Γαλλία]. Δεν του παραχωρήθηκε ούτε καν η Νίκαια. Χωρίς αναγνώριση αξιώσεων για κατοχή επετράπη στην Ιταλία να χρησιμοποιεί το λιμάνι του Τζιμπουτί.
Με την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο εμφανίστηκαν ήδη ανοιχτά, μετά το πάρσιμο της εξουσίας από τον Χίτλερ, οι αντιθέσεις συμφερόντων. Στις 12/13 Μαρτίου 1938 ο Μουσολίνι αναγκάστηκε να αποδεχτεί την προσάρτηση της Αυστρίας, την οποία ακόμη έως το 1934 είχε εμποδίσει [1]. Ο γερμανόγλωσσος πληθυσμός του νότιου Τυρόλου (Άλτο Αντίγκε, Άνω Ρετς) είχε χαιρετήσει στην πλειοψηφία του την ενσωμάτωση. Ο Μουσολίνι στις 21 Οκτωβρίου 1939 έπρεπε να εγκρίνει μια συμφωνία με τον Χίτλερ, η οποία επέτρεπε σε όλους τους κατοίκους που επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν. Το 85% αποφάσισαν υπέρ της Γερμανίας. Μέχρι το 1940/41 όμως, από τους 300.000 Γερμανούς του Ράιχ ή αντίστοιχα τους «Εθνικούς Γερμανούς» [2] εγκατέλειψαν το νότιο Τυρόλο μόνο οι 80.000. Στη συνέχεια υπό τις συνθήκες του πολέμου η μετανάστευση διακόπηκε.
Η επίθεση κατά της Ελλάδας αποτυγχάνει
Στην πάλη για παγκόσμια κυριαρχία που προκλήθηκε από τη Γερμανία, ο οικονομικά και στρατιωτικά ασθενέστερος ιταλικός ιμπεριαλισμός αποδείχτηκε υποδεέστερος από τον γερμανικό που ήταν πιο ραφιναρισμένος, πιο αδυσώπητος και πιο έμπειρος στους επιθετικούς πολέμους. Παρ΄ όλο που σαν δικτάτορας ο «Ντούτσε» βρισκόταν στην εξουσία μια δεκαετία περισσότερο απ΄ ότι ο «φύρερ», αναγκάστηκε σύντομα να αρκεστεί στο ρόλο του νεώτερου συνεργάτη. Έτσι το πρώτο που προσπάθησε ήταν να προβάλλει τις αξιώσεις του σαν μεγάλη δύναμη στα Βαλκάνια. Για να προλάβει εκεί τη Γερμανία στην υποδούλωση των λαών και να αποσπάσει ένα μέρος για τον εαυτό του από τις κατακτήσεις που προσδοκούσε, ο Μουσολίνι επιτέθηκε από την Αλβανία στην Ελλάδα στις 28 Οκτωβρίου 1940 με οκτώ μεραρχίες, με γύρω στους 105.000 άνδρες, και περίπου 400 αεροπλάνα. Ο Χίτλερ δεν είχε ενημερωθεί για την επίθεση. Όταν ο Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Πιέτρο Μπαντόλιο (Pietro Badoglio) το ανέφερε, ο Μουσολίνι απάντησε: «Μας έκαναν μήπως αυτοί κάποια πληροφόρηση για την εκστρατεία κατά της Νορβηγίας; Το γνωστοποίησαν αυτοί από πριν, όταν σκόπευαν να αρχίσουν την επίθεση στη Δύση; Θεωρούσαν σαν να μην υπάρχουμε –και εγώ τώρα τους πληρώνω με το ίδιο νόμισμα» [3]. Η επίθεσή του όμως απέτυχε λόγω της μη αναμενόμενης ισχυρής αντίστασης του ελληνικού στρατού, ο οποίος απέκρουσε τους Ιταλούς στις αρχικές τους θέσεις. Οι Έλληνες ωφελήθηκαν από το ότι τα ενταγμένα στις μεραρχίες της Ρώμης αλβανικά τάγματα αυτομόλησαν εν μέρει σ΄ αυτούς, οι υπόλοιποι στη συνέχεια αφοπλίστηκαν. Στις 9 Μαρτίου 1941 ο «Ντούτσε» ξεκίνησε μια δεύτερη προσπάθεια να κατακτήσει την Ελλάδα. Μια βδομάδα μετά την έναρξή της απέτυχε και αυτή η επίθεση. Το Βερολίνο και πάλι δεν ενημερώθηκε. Ο Χίτλερ όταν έμαθε για την επίθεση λέγεται ότι «υπέστη έκρηξη οργής» [4].
Ο σχεδιασμός της επίθεσης της Βέρμαχτ κατά της Σοβιετικής Ένωσης προέβλεπε για την εξασφάλιση της νοτιοανατολικής πτέρυγας την επίθεση στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Ο Χίτλερ αρχικά περίμενε. Στη συνέχεια όμως γινόταν εμφανής η βρετανική υποστήριξη και οι Έλληνες άρχισαν τις αντεπιθέσεις. Η κατάσταση, όπως σημείωσε ο Γκέμπελς (Goebbels) στο ημερολόγιό του, γινόταν σταδιακά δυσάρεστη για το Βερολίνο. Επειδή ο εταίρος του στον Άξονα «χτυπιόταν για τα καλά», η Βέρμαχτ λίγο πριν την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε στις 6 Απριλίου από τη Βουλγαρία και την Ουγγαρία την σχεδιασμένη επίθεση κατά της Γιουγκοσλαβίας και της Ελλάδας. Τα ιταλικά στρατεύματα υπάχθηκαν από δω και στο εξής στην ανώτατη διοίκηση της Βέρμαχτ. Προς τα έξω διατηρήθηκε το προσωπείο και ο «Ντούτσε», και η Ανώτατη Διοίκηση, μέχρι την πτώση του Μουσολίνι στις 26 Ιουλίου 1943, αφαιρέθηκε από αυτόν σαν ανώτατου διοικητή. Το φιάσκο στην Ελλάδα κατέστησε σαφές ότι η Ιταλία μπορούσε να εφαρμόσει τους επεκτατικούς της στόχους μόνο με τη γερμανική βοήθεια. Ο Μουσολίνι έπρεπε να βάλει σε δεύτερη μοίρα τα σχέδιά του σε σχέση με αυτά του Βερολίνου, όπου εδώ η χιτλερική Γερμανία εκμεταλλεύτηκε την ευνοϊκή στρατηγική θέση της Ιταλίας σαν εφαλτήριο για να φτάσει στα Βαλκάνια, τη βόρεια Αφρική και την Εγγύς Ανατολή.
Περιπετειώδεις προελάσεις στην Αφρική
Υποτιμώντας τις στρατιωτικές δυνατότητες ο Μουσολίνι είχε ξεκινήσει ήδη το καλοκαίρι του 1940 πολλές επιθέσεις στη βόρεια και ανατολική Αφρική. Τον Ιούλιο τα στρατεύματά του προωθήθηκαν στο Σουδάν και στην Κένυα. Στις 3 Αυγούστου εισέβαλλαν στη Βρετανική Σομαλία [5], την οποία κατέλαβαν σχεδόν ολοκληρωτικά μετά την κατάληψη της Βέρβερα. Τον Σεπτέμβριο εισέβαλαν από τη Λιβύη στην Αίγυπτο φτάνοντας μέχρι το Σίντι Μπαράνι. Οι περιπετειώδεις προελάσεις απέτυχαν σε σύντομο χρονικό διάστημα. Το Σίντι Μπαράνι επανακτήθηκε από τους Βρετανούς στις 10 Δεκεμβρίου. Στις 22 Ιανουαρίου 1941 η 8η στρατιά τους υπό τις διαταγές του Μπέρναρντ Μοντγκόμερυ (BernardMontgomery) κατέλαβε το Τομπρούκ, στις 8 Φεβρουαρίου την Μάρσα Ελ Μπρέγκα και την Ελ Αγκέιλα. Οι ένοπλες δυνάμεις της αυτοκρατορίας κατέστρεψαν δέκα ιταλικές μεραρχίες και έπιασαν 130.000 αιχμαλώτους.
Στις 18 Ιανουαρίου άρχισε στην ανατολική Αφρική υπό βρετανική διοίκηση, μαζί με τμήματα στρατευμάτων της Αιθιοπίας υπό τις διαταγές του αυτοκράτορα Χαϊλέ Σελασιέ (Hailé Selassié) η επίθεση στην Αιθιοπία, την Ερυθραία και την Ιταλική Σομαλία. Μετά την κατάληψη της Αντίς Αμπέμπα, στις 5 Μαΐου 1941, ακριβώς τη μέρα που έξι χρόνια πριν είχε εισβάλλει ο αποικιακός στρατός του Μουσολίνι, επέστρεψε στην πρωτεύουσα ο αυτοκράτορας Σελασιέ. Στις 18 Μαΐου 1941 τα ιταλικά στρατεύματα στην ανατολική Αφρική συνθηκολόγησαν. Ήταν το τέλος της αποικιακής αυτοκρατορίας στην ανατολική Αφρική, για το οποίο ο «Ντούτσε» μετά την κατάκτηση της Αιθιοπίας το 1936 «ήθελε να αλλάξει το χάρτη των αποικιών στην Αφρική και έτσι να θέσει πρακτικά το νέο μοίρασμα του κόσμου» [6]. Η ολοκληρωτική ήττα αποσοβήθηκε προς το παρόν με τα γερμανικά Σώματα Στρατού Αφρικής που στάλθηκαν για βοήθεια από τις 6 Φεβρουαρίου 1941. Ο Έρβιν Ρόμελ (Erwin Rommel), διοικητής των γερμανο-ιταλικών στρατιωτικών μονάδων [7], μπόρεσε όμως μόνο να καθυστερήσει την ήττα σ΄ αυτό το θέατρο του πολέμου.
Θυσιάστηκαν στο ανατολικό μέτωπο
Στο ανατολικό μέτωπο οι Ιταλοί προς τα τέλη του 1943 μοιράστηκαν τις μεγάλες ήττες της Βέρμαχτ. Στην επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης ο Μουσολίνι έπρεπε να ανταποκριθεί με βάση το «Χαλύβδινο Σύμφωνο» και να παρέχει βοηθητικές υπηρεσίες. Τον Ιούλιο του 1941 διατέθηκε ένα σώμα στρατού αποτελούμενο από τέσσερις μεραρχίες. Το καλοκαίρι του 1942 προστέθηκαν επιπλέον οκτώ μεραρχίες (ο Χίτλερ είχε ζητήσει 20) μετατρέποντάς το σε ArmataItaliana in Russia (ARMIR) [Ιταλικός Στρατός στη Ρωσία] δύναμης 230.000 ανδρών για να αντισταθμιστούν οι βαριές απώλειες της Βέρμαχτ στη μάχη της Μόσχας. Μαζί με τις στρατιωτικές μονάδες των χωρών-δορυφόρων, την Ουγγαρία και τη Ρουμανία, ο ARMIR μέσα στην Ομάδα Στρατού Β στον [ποταμό] Ντον έπρεπε να κρατήσει μια γραμμή μετώπου μήκους 270 χιλιομέτρων. Για αυτό το τμήμα, ιδιαίτερα μεγάλο σε μήκος για τη δύναμη του προσωπικού του, συνάντησε το Νοέμβριο τη μεγάλη ορμή της σοβιετικής αντεπίθεσης. Όταν τα απομεινάρια της 6ης γερμανικής στρατιάς υπό τις διαταγές του Πάουλους (Paulus) συνθηκολόγησαν μεταξύ 31 Ιανουαρίου και 2 Φεβρουαρίου 1943 στον κλοιό του Στάλινγκραντ, δεν υπήρχε πλέον και ο ιταλικός στρατός που στάλθηκε στην Ανατολή. Οι μεραρχίες του μεταξύ 11 και 22 Δεκεμβρίου είχαν ωθηθεί στη χιονισμένη στέπα του Ντονέτσκ, εκεί περικυκλώθηκαν και στο μεγαλύτερό τους μέρος εξοντώθηκαν. Στην Ιταλία επέστρεψαν μόνο μερικές χιλιάδες στρατιώτες.
Ακόμη πιο βαριά απ΄ ότι η καταστροφική ήττα ζύγιζαν οι ειδήσεις που διαδίδονταν για τη συμπεριφορά των Γερμανών απέναντι στους ιταλούς στρατιώτες. Ακόμη και μια έκθεση του ιταλικού Γενικού Επιτελείου ασχολήθηκε μ΄ αυτό το ζήτημα. Ανέφερε ότι η Βέρμαχτ κατά τη διάρκεια της φοβερής υποχώρησης άφησε τους Ιταλούς ανελέητα στη μοίρα τους στην παγωμένη στέπα, ότι οι γερμανοί «σύμμαχοι» στους «Ιταλούς αρνούνταν διαρκώς οποιαδήποτε βοήθεια, μας πήραν όλα τα διαθέσιμα οχήματα, άφησαν τους τραυματίες μας χωρίς μεταφορικά μέσα, χωρίς τρόφιμα και χωρίς τον αναγκαίο εφοδιασμό» [8]. Όταν έγινε γνωστή η τύχη του ARMIR στην Ιταλία, αυτό συνέβαλε σημαντικά στις αρχές του καλοκαιριού του 1943 στην αυξανόμενη αντιπολεμική διάθεση.
Ο μύθος περί «αήττητου» της χιτλερικής Βέρμαχτ είχε καταστραφεί. Αυτό οδήγησε μεταξύ των φορέων της φασιστικής δικτατορίας στην Ιταλία, στη συνειδητοποίηση ότι ο πόλεμος δε μπορεί πλέον να κερδηθεί. Ήδη πριν την ήττα της Βέρμαχτ στο Στάλινγκραντ ο στρατάρχης Πιέτρο Μπαντόλιο, που το 1940 τάχθηκε κατά της εισόδου της Ιταλίας στον πόλεμο και μετά την αποτυχία της επίθεσης κατά της Ελλάδας παραιτήθηκε από Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού, δραστηριοποιήθηκε. Το Νοέμβριο του 1942 είχε συναντηθεί στο Μιλάνο στην κατοικία του επιχειρηματία για το χάλυβα Ενρίκο Φαλκ (Enrico Falck) με κορυφαίους βιομήχανους και ηγετικά στελέχη του φασιστικού κόμματος, για να συζητήσει την αποχώρηση της Ιταλίας από τη φασιστική συμμαχία. Στους συμμετέχοντες περιλαμβάνονταν επίσης εκπρόσωποι της αστικής αντιπολίτευσης, μεταξύ αυτών και ο μετέπειτα πρωθυπουργός Αλτσίντε ντε Γκάσπερι (AlcideDe Gasperi) από τους χριστιανοδημοκράτες. Στη συνέχεια υπήρξαν οι πρώτες βολιδοσκοπήσεις με την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο [9].
Ο Μουσολίνι είχε κυριευτεί επίσης από αμφιβολίες σχετικά με την «τελική νίκη» της Βέρμαχτ στο ανατολικό μέτωπο. Ωστόσο κατέληξε σε άλλα συμπεράσματα. Την 1η Δεκεμβρίου 1942 ανέφερε στον Γκέρινγκ (Göring) κατά την επίσκεψή του στη Ρώμη, «ότι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο το κεφάλαιο πόλεμος κατά της Ρωσίας, το οποίο δεν έχει πλέον κανένα νόημα, πρέπει να κλείσει», ώστε να κερδηθούν δυνάμεις στον αγώνα κατά των Αγγλοαμερικανών στη Δύση και στο χώρο της Μεσογείου. Ο κόμης Τσιάνο, που στις 18/19 Δεκεμβρίου πήγε με αεροπλάνο στο αρχηγείο του φύρερ «Οχυρό του Λύκου», διαβίβασε στον Χίτλερ τη θέση του «Ντούτσε» για την αποφυγή ενός διμέτωπου πολέμου με τη Ρωσία, στην ανάγκη να υπάρξει μια λύση του είδους μιας «νέας ειρήνης Μπρεστ-Λιτόφσκ», ώστε να μπορεί να αποσυρθεί μεγάλος αριθμός στρατευμάτων από το ανατολικό μέτωπο. Ο Χίτλερ απάντησε ότι ο κύριος στρατηγικός στόχος παραμένει όπως και πριν «το τσάκισμα του μπολσεβίκικου κολοσσού» [10].
Οι γερμανικές ήττες στο ανατολικό μέτωπο είχαν επιπτώσεις στα γερμανο-ιταλικά στρατεύματα στη βόρεια Αφρική. Για αυτά δε μπορούσαν να υπάρξουν αναγκαίες ενισχύσεις επειδή είχαν χρησιμοποιηθεί όλες οι δυνάμεις ενάντια στον Κόκκινο Στρατό. Τα βρετανικά αεροσκάφη και τα πλοία, που επιχειρούσαν κυρίως από τη Μάλτα, βύθισαν το 30% έως το 40% του ανεφοδιασμού που δεν επαρκούσε έτσι κι αλλιώς. Τον Οκτώβριο/Νοέμβριο του 1942 αυτό οδήγησε στην αποτυχία της επίθεσης του Ρόμελ για την κατάκτηση της Αιγύπτου, που θα έπρεπε να συνεχιστεί στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Με την ήττα στο Ελ Αλαμέιν, όπου ο Ρόμελ έχασε περισσότερους από 50.000 άνδρες και ένα μέρος από τα τεθωρακισμένα άρματα μάχης και των πυροβόλων όπλων, άρχισε το σημείο καμπής στο βορειοαφρικανικό θέατρο του πολέμου. Ο Ρόμελ δεν εκπλήρωσε τη διαταγή του Χίτλερ της 2ας Νοεμβρίου «να κρατήσει τη θέση στο Ελ Αλαμέιν “δεν έχει σημασία το κόστος”» και «να νικήσει ή να πεθάνει» [11]. Με τις τεθωρακισμένες και μηχανοκίνητες μονάδες αποσύρθηκε 1.200 χιλιόμετρα προς τα δυτικά, ενόσω οι μεραρχίες πεζικού τις περισσότερες φορές περικυκλώνονταν και εξοντώνονταν ή αιχμαλωτίζονταν. Ο Μπαντόλιο σημείωσε ότι όπως στο ανατολικό μέτωπο έτσι και στο Ελ Αλαμέιν «οι Γερμανοί (πήραν) όλα τα μεταφορικά μας μέσα για να επιταχύνουν την οπισθοχώρησή τους και» άφησαν πίσω «τα ιταλικά αποσπάσματα [που βρέθηκαν] μπροστά σε ανυπέρβλητες δυσκολίες» [12].
Η κατάκτηση της Τύνιδας και της Μπιζέρτας από γερμανικά αερομεταφερόμενα στρατεύματα το Νοέμβριο του 1942 έφερε μόνο μια προσωρινή ανακούφιση. Το Μάρτιο του 1943 ξεκίνησαν την επίθεσή τους τα αγγλο-αμερικανικά στρατεύματα που υπερείχαν κατά πολύ σε στρατιωτικό προσωπικό και υλικό. Η επίθεση τέλειωσε στις 13 Μαρτίου 1943 στο ακρωτήριο Μπον κοντά στη Τύνιδα με την συνθηκολόγηση της Ομάδας Στρατού Αφρική η οποία αποτελούνταν ακόμη από 250.000 άνδρες, από τους οποίους οι μισοί ήταν Γερμανοί και οι άλλοι μισοί Ιταλοί. Την Ομάδα Στρατού ο Ρόμελ την είχε παρατήσει έγκαιρα.
Στροφή προς τον αντιχιτλερικό συνασπισμό
Με την απόβαση των συμμάχων στις 9 Ιουλίου στη Σικελία, ξέσπασε ανοιχτά η κρίση του ιταλικού φασισμού. Αφότου ο πόλεμος είχε καταστρέψει οικονομικά την Ιταλία, αυξήθηκε τώρα η δυσφορία ενάντια στο φασιστικό κίνημα όχι μόνο στους κύκλους των στρατηγών και του βασιλικού οίκου αλλά και μέσα στην αστική τάξη. Ο φόβος ότι η Resistenza[Αντίσταση] στην οποία επικρατούσαν οι κομμουνιστές και οι σοσιαλιστές, θα μπορούσε να ανατρέψει τον Μουσολίνι σε μια λαϊκή εξέγερση, οδήγησε τον Ιούλιο του 1943 στο ότι οι συνωμότες απαλλάχτηκαν από τον «Ντούτσε» ώστε να μην μπλεχτούν στην ήττα της χιτλερικής Γερμανίας.
Ο βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ΄ (Vittorio Emanuele III.), ο οποίος προσχώρησε στο στασιασμό των ανακτόρων, ανέθεσε στον στρατάρχη Μπαντόλιο το σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, η οποία σύναψε ανακωχή με τους συμμάχους και με την κήρυξη του πολέμου κατά της Γερμανίας στις 13 Οκτωβρίου του 1943 πέρασε στην πλευρά του αντιχιτλερικού συνασπισμού. Ο Μουσολίνι που ήταν φυλακισμένος στο Γκραν Σάσο απελευθερώθηκε από ένα απόσπασμα των SS υπό τον στούρμμπανφυρερ [13] Όττο Σκορτσένυ (Otto Skorzeny) και υπό το κατοχικό καθεστώς της Βέρμαχτ σχημάτισε ένα κράτος-μαριονέτα το οποίο ακολούθησε τη χιτλερική Γερμανία μέχρι και λίγο μετά την κατάρρευσή της.
Παρ΄ όλα αυτά ο Χίτλερ έκανε την Ιταλία εξιλαστήριο θύμα για την γερμανική ήττα, της οποίας η «αποτελεσματική αδυναμία» μετατράπηκε «για τη Γερμανία σε συμφορά», ανέφερε τον Απρίλιο του 1945 στη λεγόμενη Πολική του Διαθήκη. Ο Χίτλερ επανήλθε στις ιταλικές αποτυχίες στην Ελλάδα και ισχυρίστηκε με κάθε σοβαρότητα ότι από την αναγκαία επέμβαση της Βέρμαχτ προέκυψε η «ολέθρια καθυστέρηση» της εκστρατείας κατά της Ρωσίας και η ήττα στο ανατολικό μέτωπο.
του Gerhard Feldbauer (Junge Welt, 09. 06.2015)
Μετάφραση – Επιμέλεια: Παναγιώτης Γαβάνας
Σημειώσεις
[1] Όταν στις 25 Ιουλίου 1934 οι μονάδες των SS 89 που υπάγονταν άμεσα στην ηγεσία στο Βερολίνο σκόπευαν να δώσουν το σύνθημα με ένα πραξικόπημα για την γερμανική εισβολή μετά τη δολοφονία του Ένγκελμπερτ Ντόλφους (Engelbert Dollfuß), ο Μουσολινι έστειλε για την υποστήριξη της Αυστρίας, την οποία θεωρούσε σαν σφαίρα επιρροής του και εφαλτήριο για τα Βαλκάνια, τέσσερις μεραρχίες στο Μπρένερ. Ο Χίτλερ αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να αναβάλλει την προσάρτηση.
[2] Ο χαρακτηρισμός «Εθνικοί Γερμανοί» ή «Λαϊκοί Γερμανοί» («Volksdeutsche») αφορούσε στην περίοδο του ναζισμού τα άτομα γερμανικής εθνικότητας και μη γερμανικής υπηκοότητας που ζούσαν έξω από το Γερμανικό Ράιχ στα σύνορα του 1937 καθώς και της Αυστρίας, κυρίως στην ανατολική και νοτιοανατολική Ευρώπη (ΣτΜ).
[3] Pietro Badoglio: Italien im Zweiten Weltkrieg. Μόναχο/Λειψία 1947, σ. 52
[4] Gerhard Schreiber: Deutsche Kriegsverbrechen in Italien. Μόναχο 1996, σ. 17
[5] Η Βρετανική Σομαλία ήταν από το 1884 έως το 1960 βρετανικό προτεκτοράτο στην περιοχή της σημερινής βόρειας Σομαλίας (ΣτΜ).
[6] Bernhard Law Montgomery: Kriegsgeschichte. Weltgeschichte in Schlachten und Kriegszügen. Φρέχεν 1968, σ. 506 σ.
[7] Ο χαρακτηρισμός της δομής αρχικά ήταν Ομάδα Τεθωρακισμένων Αρμάτων Μάχης, αργότερα Στρατιά Τεθωρακισμένων Αρμάτων Μάχης.
[8] Roberto Battaglia/Giuseppe Garritano: Der italienische Widerstandskampf 1943–1945. Βερολίνο/ΓΛΔ 1970, σ. 15
[9] Ray Mosley: Zwischen Hitler und Mussolini. Das Doppelleben des Grafen Ciano. Βερολίνο 1998, σ. 182 σσ.
[10] Andreas Hillgruber (Hrsg.): Von El Alamein bis Stalingrad. Aus dem Kriegstagebuch des OKW der Wehrmacht, Μόναχο1964, σ. 27
[11] Ό.π., σ. 53
[12] Badoglio, ό.π., σ. 54
[13] Ο βαθμός αυτός σε αντιστοιχία με το στρατό ξηράς αφορά σε ταγματάρχη (ΣτΜ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου