Η τρέχουσα οικονομική κρίση στην Ιταλία πλήττει επικίνδυνα τους τομείς του πολιτισμού και της έρευνας. Καθώς δοκιμάζεται από σοβαρές ελλείψεις πόρων και προσωπικού, η πολιτιστική κληρονομιά της χώρας υφίσταται τις επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών «αξιοποίησής» της. Σε αυτό το πλαίσιο, η προάσπιση της συνταγματικά κατοχυρωμένης προστασίας των πολιτιστικών αγαθών, αναδεικνύεται σε κεντρικό άξονα μιας αριστερής κριτικής του πολιτικού αφηγήματος της σημερινής ιταλικής κυβέρνησης.
Τι είναι και τι θέλει η «Emergenza Cultura».
Στις 7 του περασμένου Μαΐου η πρωτοβουλία «Πολιτισμός σε επείγουσα κατάσταση: υπερασπιζόμαστε το άρθρο 9 του Συντάγματος», διοργάνωσεεκδήλωση διαμαρτυρίας στη Ρώμη, με τη συμμετοχή ιστορικών τέχνης, αρχαιολόγων, συλλόγων και εργαζομένων, ενάντια στο σύνολο των πρόσφατων κυβερνητικών πολιτικών στον πολιτισμό και την παιδεία. Το κείμενο της διακήρυξης υπογράφει ο Tomaso Montanari. Μεταξύ άλλων, στο κάλεσμα της πρωτοβουλίας ανταποκρίθηκαν ο Salvatore Settis, ο Carlo Ginzburg, ο πρώην υπουργός Massimo Bray, καθώς και επιστημονικά σωματεία όπως τα Italia Nostra και Ranuccio Bianchi Bandinelli. Αντικείμενο κριτικής αποτέλεσε η γνωστή δέσμη μέτρων, μέσω των οποίων, σύμφωνα με τους διοργανωτές, μεθοδεύεται η αποδόμηση του άρθρου 9 του ιταλικού Συντάγματος, το οποίο προβλέπει πώς:
«Η Δημοκρατία προωθεί την ανάπτυξη του πολιτισμού και της επιστημονικής και τεχνικής έρευνας. Προστατεύει το τοπίο και την ιστορική και καλλιτεχνική κληρονομιά του Έθνους».
Στο κείμενο της διακήρυξής τους αναφέρουν:
«Καταγγέλλουμε ότι το τοπίο και η ιστορική και καλλιτεχνική κληρονομιά του έθνους διατρέχουν σήμερα σοβαρότατο κίνδυνο […] Θέλουμε ο πολιτισμός να αποτελεί πραγματικό θεμελιώδες δημόσιο αγαθό: οι βιβλιοθήκες και τα αρχεία να λειτουργούν όπως στα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, τα μουσεία να είναι εργαστήρια γνώσης, τα σχολεία να διαμορφώνουν πολίτες και όχι καταναλωτές, η προστασία του περιβάλλοντος στο οποίο ζούμε να αποτελεί τον υψηλότερο στόχο κάθε κυβέρνησης. Για το σκοπό αυτό καλούμε μαζί μας όλους τους πολίτες της Ιταλίας να κατέβουν στο δρόμο, στη Ρώμη, στις 7 Μαΐου 2016. Αυτή η διαδήλωση θα ζητήσει από την κυβέρνηση Renzi να αναστείλει την υλοποίηση του Sblocca Italia, του Νόμου Madia και των «μεταρρυθμίσεων» Franceschini, έτσι ώστε να ανοίξει ένας πραγματικός διάλογος στη χώρα και το κοινοβούλιο, γύρω από το μέλλον του ιταλικού εδάφους, ενός μη ανανεώσιμου κοινού αγαθού. Αυτή η διαδήλωση θα ζητήσει την εισαγωγή της διδασκαλίας της ιστορίας της τέχνης από το πρώτο έτος του λυκείου. Αυτή η διαδήλωση θα ζητήσει να επιτραπεί σε μια νέα γενιά ερευνητών να εισέλθει στις τάξεις του Υπουργείου Πολιτιστικών Αγαθών […] με τη διασφάλιση μιας κανονικής ζωής για όποιον επιθυμεί να αφιερώσει τη ζωή του στην υπηρεσία του τοπίου και της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας».
Ως προς τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του τοπίου, η κίνηση ζητά την κατάργηση της επικίνδυνης για το περιβάλλον πολιτικής του «Sblocca Italia» και τη διακοπή της διαδικασίας μετατροπής των κρατικών μουσείων, στο πλαίσιο της μεταρρύθμισης Franceschini, σε συμμετοχικά ιδρύματα ανοικτά σε τοπικούς φορείς και ιδιώτες. Προτείνει να ανατεθεί η διαχείριση των εν λόγω μουσείων σε μόνιμες επιστημονικές κοινότητες και η επιλογή του προσωπικού να γίνεται με αυστηρό και διαφανή τρόπο και όχι σύμφωνα με επικοινωνιακά κριτήρια. (Η πολιτική τάξη καλείται να αποσύρει τα «μακριά χέρια» της από διοικητικά και επιστημονικά συμβούλια και από τις διευθύνσεις των αυτόνομων μουσείων.) Ζητά ακόμα την αναστολή της αναποτελεσματικής συγχώνευσης των εφορειών (soprintendenze) του Υπουργείου Πολιτισμού˙ την απόσυρση της αντισυνταγματικής και ολέθριας για το περιβάλλον διάταξης της σιωπής-συγκατάθεσης που περιέχεται στον Νόμο Madia˙ την άρση της σύνδεσης των εφορειών με κρατικές υπηρεσίες υπό τη διεύθυνση των νομαρχών˙ την αποκατάσταση της αρμοδιότητας του Υπουργείου Πολιτιστικών Αγαθών στην πώληση δημόσιων ακινήτων και τη διατήρηση της αυστηρής νομοθεσίας για την εξαγωγή έργων τέχνης από την Ιταλία (να διατηρηθεί το όριο παλαιότητας των 50 ετών)[i].
«Ο πρωθυπουργός Matteo Renzi αγαπά τις αμετροεπείς χρήσεις της ρητορείας περί Ομορφιάς, ενώ υποστηρίζει πως ο όρος “soprintendente” αποτελεί την πιο άσχημη λέξη της γραφειοκρατίας. Εμείς απευθυνόμαστε στη χώρα με πρόθεση να ξεσκεπάσουμε αυτή την αφήγηση, αυτό το storytelling, αυτή την κολοσσιαία απάτη». Η μακρά ιταλική παράδοση βρίσκεται σε κρίση εξαιτίας των «ανόητων αποφάσεων της μπερλουσκονικής εικοσαετίας, οι οποίες ακολουθούνται ως τώρα».
Αυτό που κυρίως πρέπει να επισημανθεί είναι ότι τα μέλη της πρωτοβουλίας εμφανίζονται ως υπερασπιστές των συνταγματικών αξιών και των εν γένει κοινωνικών κατακτήσεων, προτάσσοντας μάλιστα ένα επιτακτικό αίτημα: «να σώσουμε το άρθρο 9»!
Tomaso Montanari και Salvatore Settis: η προσήλωση στις συνταγματικές αξίες.
Ο Tomaso Montanari διαβάζει το Σύνταγμα υπό βροχήν.
|
Εμπνευστής της κίνησης και ίνδαλμα της νέας γενιάς μελετητών των ανθρωπιστικών επιστημών και των πολιτιστικών αγαθών, ο αριστερός καθηγητής Ιστορίας της Νεότερης Τέχνης του Πανεπιστημίου της Νάπολης «Φρειδερίκος ο Β΄» Tomaso Montanari, αναδεικνύεται στον πλέον διαπρύσιο κήρυκα των συνταγματικά θεμελιωμένων δημοκρατικών αξιών. Σε άρθρο του με τίτλο «Λέω όχι στους κλέφτες της [λαϊκής] κυριαρχίας», που αναδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Il Manifesto, τονίζει πως «η κυριαρχία ανήκει στο λαό, ο οποίος την ασκεί κατά τις μορφές και εντός των ορίων που προβλέπει το Σύνταγμα». Έξω από τα πλαίσια (μορφές και όρια) που ορίζει το Σύνταγμα, κατά τον αρθρογράφο, «δεν υπάρχει λαϊκή κυριαρχία, παρά μόνο αυθαιρεσία του ισχυρότερου».
Ο μεγάλος κίνδυνος της εποχής μας, παρατηρεί ο ιστορικός, είναι η αποδόμηση αυτών των θεμελιακών αρχών της δημοκρατίας. Από μια μορφή διακυβέρνησης που γεννήθηκε μέσα από τον αντιφασισμό, περνάμε σε μια άλλη, πλασμένη σύμφωνα με τις απαιτήσεις της οικονομίας της αγοράς. Δεν έχει πλέον καμιά σημασία αν η έξοδος από την κρίση νοείται και ως έξοδος από τη δημοκρατία. Το σχέδιο της σημερινής κυβέρνησης είναι να ενσωματώσει στο Σύνταγμα την αντίληψη ότι η ευθυγράμμιση με τις επιταγές της αγοράς και του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού αποτελεί μονόδρομο. Για το σκοπό αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας η εξουδετέρωση εργαλείων με τα οποία θα μπορούσε κανείς να εφαρμόσει εναλλακτικές λύσεις εκτός του πλαισίου του δόγματος «There Is No Alternative» (TINA). Οι προσπάθειες συνταγματικής αναθεώρησης των τελευταίων χρόνων εστιάζουν στην ανάγκη προσαρμογής στο νέο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό περιβάλλον και την αντιμετώπιση των «νέων προκλήσεων του παγκόσμιου ανταγωνισμού».
Τον Ιούνιο του 2013 προκάλεσε αίσθηση στην Ιταλία ένα κείμενο της αμερικανικής τράπεζας J. P. Morgan (The Euro area adjustment: about halfway there, 28 Μαΐου 2013). Το ακόλουθο απόσπασμα αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα:
«Τα Συντάγματα και τα πολιτικά συστήματα των Κρατών του Νότου, τα οποία συγκροτήθηκαν μετά την πτώση του φασισμού, εμπεριέχουν χαρακτηριστικά που δεν κρίνονται ως λειτουργικά για μια περαιτέρω ενσωμάτωσή της περιοχής […] Στην αρχή της κρίσης θεωρήθηκε γενικά ότι τα δομικά προβλήματα των ευρωπαϊκών Κρατών ήταν κυρίως οικονομικής φύσης. Αλλά, με την εξέλιξη της κρίσης, κατέστη εμφανής η ύπαρξη χρόνιων προβλημάτων στην περιφέρεια, τα οποία πρέπει κατά την οπτική μας να διορθωθούν, εάν η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί να λειτουργεί στο μέλλον ικανοποιητικά. Τα εν λόγω Συντάγματα τείνουν να επιδεικνύουν μια ισχυρή σοσιαλιστική επίδραση, η οποία αντανακλά την πολιτική ισχύ που απέκτησαν οι αριστερές δυνάμεις μετά την ήττα του φασισμού. Τα εν λόγω περιφερειακά πολιτικά συστήματα, επιδεικνύουν, γενικά, τα ακόλουθα χαρακτηριστικά: αδύναμες κυβερνήσεις˙ αδύναμες κεντρικές εξουσίες σε σχέση με τις περιφέρειες˙ συνταγματική προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων˙ δημιουργία συναίνεσης θεμελιωμένης στον πολιτική πελατοκρατία˙ και το δικαίωμα στη διαμαρτυρία απέναντι σε ανεπιθύμητες αλλαγές του status quo. Τα αδύναμα σημεία αυτών των συστημάτων αποκαλύφθηκαν από την κρίση […] Αλλά κάτι αλλάζει: το κρίσιμο τεστ θα έρθει τον επόμενο χρόνο στην Ιταλία, όπου η νέα κυβέρνηση[ii] έχει σαφώς την ευκαιρία μα πραγματοποιήσει σημαντικές πολιτικές μεταρρυθμίσεις».
Ιδού η αποστολή της κυβέρνησης Renzi, η οποία, αν και χαίρει της εμπιστοσύνης ενός κοινοβουλίου εκλεγμένου με ένα νόμο που έχει κριθεί αντισυνταγματικός, τροποποίησε άνω του ενός τρίτου των άρθρων του Συντάγματος (μεταρρύθμιση Boschi). Στις 4 Δεκεμβρίου οι Ιταλοί πολίτες καλούνται να επικυρώσουν ή να απορρίψουν τη συνταγματική μεταρρύθμιση. Με τη συμβολή του εκλογικού νόμου διαμορφώνεται μια νέα μορφή συγκεντρωτισμού, καθώς ενισχύεται επικίνδυνα η δύναμη της εκτελεστικής εξουσίας στο όνομα της «κυβερνησιμότητας».
Όμως το νέο αυταρχικό μοντέλο διακυβέρνησης δεν είναι τόσο «νέο»: στην πραγματικότητα είναι εγγεγραμμένο στην πολιτική κουλτούρα της «σχολής»Berlusconi-Renzi. Αυτή τη λογική ακολουθεί τόσο η αυταρχική ιεραρχία του νέου ιταλικού σχολείου, όσο και η τοποθέτηση νέων διευθυντών με οπτική μάνατζερ στα μεγάλα μουσεία. Στόχος της κυβέρνησης είναι η δημιουργία των συνταγματικών και εκλογικών προϋποθέσεων αποδιάρθρωσης στρατηγικών τομέων του κράτους από μια πανίσχυρη μειοψηφία, ενάντια στο συμφέρον της αναισθητοποιημένης πλειοψηφίας. Ο Renzi προέρχεται πολιτικά από τη σχολή του λεγόμενου «εκσυγχρονισμού», που υπήρξε το σύνθημα της εποχής του Tony Blair, το άγραφο «σύνταγμα» της οποίας επιχείρησε να «ακυρώσει τις κατακτήσεις που η εργατική τάξη και οι μεσαίες τάξεις πέτυχαν στα τριάντα ή σαράντα χρόνια που ακολούθησαν τον πόλεμο».
Ο Salvatore Settis |
Το ζήτημα παρουσιάζεται εκτενώς στη συλλογή άρθρων του αρχαιολόγου και ιστορικού της τέχνης Salvatore Settis, που κυκλοφόρησε φέτος από τις εκδόσειςEinaudi, με τίτλο Σύνταγμα! Γιατί είναι καλύτερα να το εφαρμόσουμε παρά το να το αλλάξουμε. Πρόεδρος του επιστημονικού συμβουλίου του Μουσείου του Λούβρου, ο Settis έχει διευθύνει το Getty Research Institute του Λος Άντζελες και τη Scuola Normale Superiore της Πίζας. Σφοδρός επικριτής της πολιτικής περικοπών δαπανών για το Πανεπιστήμιο, που εφάρμοσε η κυβέρνησηBerlusconi το 2008, έχει δημοσιεύσει πλήθος κειμένων και βιβλίων γύρω από τις συνταγματικές πλευρές της διαχείρισης της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς.
Το νέο του βιβλίο αναδεικνύει τη μεθοδευμένη απόπειρα καταστρατήγησης του Συντάγματος από μια πολιτική εξουσία πλήρως ευθυγραμμισμένη με τους νόμους της αγοράς καθώς και με διεθνείς οργανισμούς όπως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Ο ιστορικός παρατηρεί ότι επιβάλλεται διεθνώς μια νομιμοποιητική αφήγηση της υποταγής της πολιτικής στο κυρίαρχο οικονομικό υπόδειγμα. Σύμφωνα με αυτή, «η κρίση δεν οφείλεται στις οικονομικές πολιτικές, στη διαφθορά της δημόσιου βίου ή στη φοροδιαφυγή, αλλά στα τρύπια χέρια του κοινωνικού κράτους (που θα πει στις ασθένειές μας, στην εκπαίδευση των παιδιών μας, στην έρευνα, στον πολιτισμό…)»[iii]. Ένα μπαράζ «μεταρρυθμιστικών» πολιτικών επιδιώκει την απάλειψη συνταγματικά κατοχυρωμένων δικαιωμάτων και εγγυήσεων, στο πλαίσιο ενός Κράτους διαρκούς έκτακτης ανάγκης, στην πραγματικότητα όλο και πιο ενισχυμένου στους τομείς του ελέγχου και της επιτήρησης της συμπεριφοράς των πολιτών (τροφοδοτούμενου από χρόνιες οικονομικές κρίσεις και περιστασιακές τρομοκρατικές ενέργειες) και συγχρόνως περιορισμένου στο ρόλο του θυρωρού-θεατή της αγοράς. Η γνωστή διατύπωση του άρθρου 1 του ιταλικού Συντάγματος, σύμφωνα με την οποία «η Ιταλία είναι μια Δημοκρατική Πολιτεία θεμελιωμένη στην εργασία», φαντάζει εντελώς πεπαλαιωμένη μπροστά στις θεμελιώδεις έννοιες της εποχής μας, όπως η αγορά, ο ανταγωνισμός και τα προσόντα. Όποιος υπερασπίζεται σήμερα το Σύνταγμα «δεν επιδιώκει να βαλσαμώσει έναν πρόγονο, περισσότερο ή λιγότερο ευγενή», αλλά «θέλει να προσδώσει στέρεα υπόσταση στο εγχείρημα της υλοποίησης των δικαιωμάτων, που ως τώρα αγνοούνταν ή καταπατούνταν, τα οποία το Σύνταγμα διασφαλίζει. Προτού αυτά απαλειφθούν οριστικά με τη συνέργεια της αδιαφορίας μας»[iv].
Σε παρέμβασή του σε δημόσια συζήτηση με θέμα την «Παραμόρφωση-Μεταρρύθμιση» του υπουργού Πολιτισμού Franceschini, την 1η Μαρτίου, στο λογοτεχνικό καφέ των Murate στη Φλωρεντία, ο Tomaso Montanari επισημαίνει πως «το τραίνο της εμπορευματοποίησης της πολιτιστικής κληρονομιάς» που ξεκίνησε κατά τη δεκαετία του 1980, πέρασε ως σήμερα από πολλούς σταθμούς. Κατά τη δεκαετία του 1990 οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών έλαβαν σημαντική έκταση, ενώ διευρύνονταν τα περιθώρια συμμετοχής των ιδιωτών στην εκμετάλλευση της πολιτιστικής κληρονομιάς. Έχει πλέον αναπτυχθεί μια ξέφρενη βιομηχανία εκθέσεων με καθαρά εμπορικούς σκοπούς, δίχως ουσιαστικό νόημα από επιστημονική ή καλλιτεχνική άποψη, η οποία βασίζεται στην κατάχρηση της καλλιτεχνικής και ιστορικής κληρονομιάς. Η ιδέα της εισόδου του ιδιωτικού τομέα στη διαχείριση των πολιτιστικών αγαθών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη τόσο με την πολιτική επιλογή της υποχρηματοδότησης, όσο και με την αντίληψη του πολίτη ως πελάτη-καταναλωτή.
Ο Montanari επικαλείται ξανά το Σύνταγμα, επισημαίνοντας ότι το άρθρο 9 είναι στενά συνδεδεμένο με το άρθρο 3, το οποίο καθορίζει ως σκοπό της Πολιτείας την πλήρη ανάπτυξη της ανθρώπινης προσωπικότητας μέσω της ισότητας. Στην Ιταλία κυριαρχούσε άλλοτε η ιδέα ότι ο πολιτισμός είναι το κατεξοχήν πεδίο εμπέδωσης της ισότητας και όχι μέσο ψυχαγωγίας ή πολυτέλεια. Σύμφωνα με μια ακόμα παλαιότερη πεποίθηση, οι ρίζες της οποίας φθάνουν ως τα χρόνια του Δάντη και του Ραφαήλ, η ιταλική ταυτότητα θεμελιώνεται πρωταρχικά στην αίσθηση του ανήκειν σε μια πολιτιστική παράδοση ή κληρονομιά. Να γιατί η ιστορία της τέχνης διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ιταλική εθνική συνείδηση και κοινωνική διαπαιδαγώγηση, καθώς η γνώση της θεωρείται δομικό συστατικό της ιδιότητας του πολίτη. Η αποκατάσταση της πολιτιστικής κληρονομιάς μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε συνταυτισμένη με την αποκατάσταση της δημοκρατίας. Δημοκρατικοί θεσμοί και πολιτιστική κληρονομιά είναι σε τέτοιο βαθμό συνυφασμένα, επισημαίνει ο καθηγητής, ώστε κάθε επίθεση στη δεύτερη σηματοδοτεί μια θανάσιμη απειλή για τους πρώτους. Από την έκβαση του αγώνα για τη διάσωση της κληρονομιάς θα κριθεί επομένως η δυνατότητα των Ιταλών να συνεχίσουν να είναι πολίτες μιας δημοκρατίας και όχι υπήκοοι μιας δικτατορίας.
Σ’ αυτό τον αγώνα συναντά πλέον κανείς παράξενους συμμάχους. Από το βήμα του προσωπικού του ιστολογίου με τίτλο «Άρθρο 9», που φιλοξενείται στην ιστοσελίδα της εφημερίδας La Repubblica, ο Montanari παρεμβαίνει συχνά στο δημόσιο διάλογο με αιχμηρά κριτικά κείμενα. Σε μια πρόσφατη ανάρτηση τουεξηγεί γιατί απέρριψε ευγενικά την πρόταση που του απηύθυνε προεκλογικά η νεοεκλεγμένη δήμαρχος της Ρώμης Virginia Raggi, να θέσει υποψηφιότητα ως δημοτικός σύμβουλος σε θέματα Πολιτισμού με το συνδυασμό τoυ Κινήματος Πέντε Αστέρων: «Το σκέφτηκα επί μακρόν: για μένα, που ασχολούμαι με την ιστορία της τέχνης της Ρώμης και που είμαι βαθιά πεπεισμένος για τον κεντρικό ρόλο του πολιτισμού στο δημοκρατικό βίο, θα ήταν μια εξαιρετική επαγγελματική πρόκληση». Όμως ο Φλωρεντινός ιστορικός δεν αισθάνεται αρκετά Ρωμαίος: «στην Ιταλία όπως μόνο σε λίγα άλλα κράτη ο δεσμός με την πόλη μας είναι σπλαχνικός, σαρκικός». Υπογραμμίζει ωστόσο την πολιτική σημασία αυτής της πρότασης. Διευκρινίζει ότι ενστερνίζεται τις αξίες της Αριστεράς, πως δεν έχει ψηφίσει ποτέ το Κίνημα των Πέντε Αστέρων και πως αν ψήφιζε στη Ρώμη, στον πρώτο γύρο θα επέλεγε το Stefano Fassina.
Σημειώνει ωστόσο πως στους πολυάριθμους αγώνες του για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος, του εδάφους και της πολιτιστικής κληρονομιάς, έβρισκε πάντα απέναντί του ένα δήμαρχο ή έναν περιφερειάρχη του Δημοκρατικού Κόμματος ή της Forza Italia – «δυστυχώς συχνά αδύνατο να τους ξεχωρίσεις». Αντίθετα, έβρισκε πάντα στο πλευρό του πολίτες που ανήκουν στο Κίνημα Πέντε Αστέρων. Ο ιστορικός χαιρετίζει την υιοθέτηση «ορισμένων συνταγματικών αξιών» προσφιλών στην ιταλική Αριστερά από το Κίνημα (το οποίο καλύπτει, κατά την εκτίμησή του, το χώρο που στην Ισπανία καταλαμβάνουν οι Podemos) ως ένα «ιδιαίτερα θετικό γεγονός». Τους καλεί όμως, μεταξύ άλλων, να αποβάλλουν πια «τις απαράδεκτες θέσεις τους για τους μετανάστες» και άλλα σημαντικά ζητήματα[v].
Απέναντι στην τρομακτική επιτάχυνση των ισοπεδωτικών διαδικασιών αποσάθρωσης του κοινωνικού ιστού και αποδόμησης κάθε έννοιας δημόσιου αγαθού, η σχεδόν ενστικτώδης αντίδραση της Αριστεράς δείχνει να εξαντλείται σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια ανάσχεσής τους. Ο νέος προοδευτικός πολιτικός λόγος χαράσσει μια στρατηγική επιβράδυνσης και ανακοπής της πορείας προς το χάος της πλήρους οικονομικο-κοινωνικής απορρύθμισης. Δίνοντας μια μάχη οπισθοφυλακής για την προάσπιση των συλλογικών αξιών, αναζητά θεσμικές λύσεις για την αποκατάστασης της χαμένης κανονικότητας[vi].
Η ιστορία της τέχνης; Όσο λιγότερη ξέρεις, τόσο το καλύτερο!!
|
Τη στιγμή που το κράτος αποσύρεται και από το χώρο του πολιτισμού, το κενό επιχειρείται να καλυφθεί – ως ένα σημείο – από ιδιωτική χρηματοδότηση με τη μορφή δωρεών η χορηγιών από επιχειρήσεις και τραπεζικά ιδρύματα[vii]. Με δεδομένο ότι η εξέλιξη μοιάζει πλέον μη αναστρέψιμη σε όλα τα πεδία, πώς θα έπρεπε να ερμηνεύσουμε την υπεράσπιση των συνταγματικών αξιών από την πλευρά της ριζοσπαστικής Αριστεράς; Ως φυγή στη μελαγχολική αναπόληση μιας (υπαρκτής ή φαντασιακής) δημοκρατικής κανονικότητας ή ως έναυσμα για μια διαφορετική ιεράρχηση των πολιτιστικών και κοινωνικών αξιών; Το σχέδιο περιφρούρησης των συνταγματικών δικαιωμάτων συνιστά βιώσιμη εναλλακτική πρόταση απέναντι στις νέες μεταρρυθμιστικές πολιτικές ή τη νέα ουτοπία της εποχής μας; Η διατύπωση παρόμοιων ερωτημάτων θα μπορούσε ενδεχομένως να οριοθετήσει ένα πεδίο συζήτησης.
[i] Οι συμμετέχοντες καταγγέλλουν την απόπειρα απαξίωσης των διεκδικήσεων και των δικαιωμάτων των ήδη χαμηλόμισθων δημοσίων υπαλλήλων, καθώς και την υποκατάσταση της αξιοπρεπούς εργασίας καταρτισμένου προσωπικού από μορφές εκμετάλλευσης, για τον περιορισμό του εργασιακού κόστους, όπως ο περίφημος εθελοντισμός. Ζητούν την ενίσχυση της έρευνας, της καινοτομίας και της δημόσιας εκπαίδευσης και ειδικότερα την αποκατάσταση των διδακτικών ωρών της ιστορίας της τέχνης στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, τις οποίες περιέκοψε η Μεταρρύθμιση Gelmini.
[ii] Αναφέρεται στην κυβέρνηση του Enrico Letta, την οποία διαδέχθηκε η σημερινή του Matteo Renziστις 22 Φεβρουαρίου 2014.
[iii] Salvatore Settis, Costituzione! Perché attuarla è meglio che cambiarla, Einaudi, Τορίνο, 2016, σ. XI.
[iv] Στο ίδιο.
[v] «Αν ψήφιζα στη Ρώμη», δηλώνει ο Montanari, «στο δεύτερο γύρο θα επέλεγα επομένως τη Raggi» για να φυσήξει «ριζικά νέος αέρας» στο Καπιτώλιο. «Αν έπειτα αυτός ο αέρας κατορθώσει να οικοδομήσει μια εθνική εναλλακτική εμπνευσμένη από ένα ριζοσπαστικό ρεφορμισμό, και αν το κάνει επεκτεινόμενος και σε αξίες και προσωπικότητες της Αριστεράς, η χώρα μόνο κέρδος μπορεί να έχει».
[vi] Η έμμονη προσκόλλησή της Αριστεράς στο αστικό σύνταγμα, έχει ερμηνευθεί ως σύμπτωμα της «ένοχης συνείδησης μιας τυπικής αστικότητας σε κρίση» (Χρήστος Νάτσης, «Η Πλεύση Ελευθερίας, οι ριζοσπαστικές στιγμές και ο κίνδυνος της αφηρημένης αντιμνημονιακότητας», Unfollow, τχ. 53, Μάιος 2016, σ. 29), καθότι η κριτική της προσέγγιση εμφανίζει τη σημερινή κρίση ως αποτέλεσμα δυσλειτουργίας και κακοδιαχείρισης της αστικής δημοκρατίας και όχι της ίδιας της λειτουργίας «αυτής της δημοκρατίας στη συνάρτησή της με τον αδηφάγο χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό» (ό. π., σσ. 28-29).
[vii] Στην Ιταλία, όπου θεσμοθετείται πλέον μηχανισμός εκτεταμένου μαικηνισμού (το λεγόμενο «ArtBonus»), καθώς ο δημόσιος προστατευτικός ιστός αποσυντίθεται, επιχειρήσεις και τραπεζικά ιδρύματα παρέχουν σημαντική χρηματοδότηση στο χώρο της τέχνης και της πολιτιστικής κληρονομιάς της χερσονήσου, από την οποία ωφελείται όμως δυσανάλογα ο βορράς και το κέντρο έναντι του νότου. Βλ. http://ricerca.repubblica.it/repubblica/archivio/repubblica/2016/09/05/se-far-bene-allarte-e-un-affare-la-carica-dei-nuovi-mecenati19.html
http://fabulaedelineisetcoloribus.blogspot.gr/2016/10/blog-post.html
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου