Μόλις τρεις ταινίες μεγάλου μήκους και η Ρορβάχερ έχει κερδίσει τη
θέση της στο Πάνθεον των ιταλών σκηνοθετών του 21ου αιώνα, μαζί με τον
Σορεντίνο και τον Γκαρόνε. Τρεις μυθοπλασίες όπου, παρά τις οποιεσδήποτε
ατέλειες, αναδεικνύεται μια ιδιαίτερη γραφή που, μέσα από την ποίηση της
καθημερινότητας, πραγματεύεται τα μεγάλα
θέματα του Ευρωπαϊκού Νότου. Τρεις ιστορίες ενηλικίωσης εφήβων που προσπαθούν
να καταλάβουν και να προσαρμοστούν στα καινούργια δεδομένα
Η δεκατριάχρονη Μάρτα του Corpo Celeste , που μαζί με τη μητέρα
της και την αδελφή της μετακομίζουν από την Ελβετία σε ένα χωριό στη νότια
Ιταλία, προσπαθεί να ενταχθεί στο καινούργιο περιβάλλον μέσα από το μοντέρνο
κατηχητικό του 21ου αιώνα
Η δωδεκάχρονη Τζελσομίνα, μεγαλύτερη από τις τέσσερεις κόρες του
γερμανού Βόλφγκανγκ που προσπαθεί να ζήσει από τα μελίσσια του σε μια
απομονωμένη φάρμα και είναι εχθρικός με κάθε εκσυγχρονισμός και άνοιγμα στον
έξω κόσμο, θα έρθει σε σύγκρουση μαζί του όταν αποφασίσει να κάνει το άνοιγμα
της προς τον έξω κόσμο.
Τα Θαύματα, η δεύτερη ταινία της, έχει αναφορές στην προσωπική της
ζωή, καθώς η ίδια μεγάλωσε μαζί με την αδελφή της, τον μελισσοκόμο Γερμανό
πατέρα της και τη μητέρα της σε ένα αγρόκτημα στην Τοσκάνη. Από τις εμπειρίες
και τις ιστορίες της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας της εμπνέεται και γράφει
τα σενάρια στις ταινίες της. Το θέμα που πλαισιώνει τις ηρωίδες των δύο πρώτων
είναι η σύγκρουση ανάμεσα στην παράδοση και τη νεωτερικότητα όπως τη βιώνουν οι
αγροτικές κοινότητες της Ιταλίας, όπου το παλιό συγκρούεται με το νέο, είτε
αυτό είναι η μορφή και ο ρόλος της εκκλησίας είτε η εισβολή του θεάματος στον
αγροτικό ιστό και η διάλυση της κοινότητας.
Ιδέα και κορμός του σεναρίου του Ευτυχισμένου Λάζαρου ήταν μια
ιστορία που είχε ακούσει η Ρορβάχερ για μια μαρκησία στην κεντρική Ιταλία που,
στην απομονωμένη της ιδιοκτησία, εξακολουθούσε να εκμεταλλεύεται τους αγρότες
σε συνθήκες δουλοπαροικίας. Στη φανταστική Ινβιολάτα, που μια καταιγίδα έχει
αποκόψει από τον υπόλοιπο κόσμο, ζουν σε συνθήκες αθλιότητας 54 χωρικοί,
ανάμεσα τους ηλικιωμένοι και παιδιά, που ακόμα πιστεύουν πως ανήκουν στην
μαρκησία Αλφονσίνα ντε Λούνα, τη βαρόνο των ιταλικών καπνών. Δουλεύουν χωρίς να
πληρώνονται και βρίσκονται συνέχεια χρεωμένοι. Ανάμεσα τους ο νεαρός Λάζαρο,
αγνώστου μητρός και πατρός, ένα αγαθό και καλοπροαίρετο πλάσμα που όλοι θεωρούν
ηλίθιο και του φορτώνουν συνέχεια όλες τις δουλειές καθώς εκείνος δεν αρνείται
τίποτα. Όταν η βαρόνη επισκέπτεται το υποστατικό μαζί με το γιο της Τανκρέντο,
το διαχειριστή της και την κόρη του, ο Τανκρέντο αποφασίζει να οργανώσει την
«απαγωγή» του με σκοπό να αποσπάσει χρήματα από τη μητέρα του και να φύγει
μακριά της. Πείθει τον Λάζαρο να τον κρύψει και ανάμεσα τους αναπτύσσεται μια
παράξενη σχέση που θα μπορούσε να αποκαλέσει κανείς αδελφική φιλία. Ο Λάζαρο
τον κρύβει στο καταφύγιο του και φροντίζει να του φέρνει φαγητό χωρίς να κινεί
υποψίες.
Η κόρη του διαχειριστή, που δεν έχει πιστέψει την βαρόνη πως ο
ίδιος ο Τανκρέντο έχει σχεδιάσει την ‘απαγωγή’ του, τηλεφωνεί στην αστυνομία
και όταν αυτοί καταφθάνουν η αλήθεια αποκαλύπτεται, οι καλύβες και το παλάτι
εκκενώνονται και όλοι οι κάτοικοι της Ινβιολάτα οδηγούνται στην πόλη. Ο Λάζαρο,
ο οποίος έχει πέσει από έναν γκρεμό, ‘ανασταίνεται’ και πάει να τους βρει μετά
από πολλά χρόνια. Τι θα βρει όμως;
Η πιο φιλόδοξη ταινία της Ρόρβαχερ μεταφέρει τη σύγκρουση του
παλιού και του νέου στο χώρο: στο πρώτο μισό της ταινίας οι πρωταγωνιστές ζουν
σε μια απομακρυσμένη γωνιά του σήμερα με τους κανόνες του χτες. Από τον
υπόλοιπο κόσμο τους χωρίζει ένα ποτάμι. Το διασχίζουν και οδηγούνται στο σήμερα
με τους κανόνες του σήμερα – that’s capitalism. Οι φτωχοί απ’τη μια μεριά του
ποταμιού ήταν δουλοπάροικοι και από την άλλη απόκληροι που προσπαθούν να
επιβιώσουν στις παρυφές της πόλης. Πάλι σε παράγκες, πάλι εξαθλιωμένοι. Αλλά
τώρα «ελεύθεροι». Η «ελευθερία» στην πείνα. Οι αριστοκράτες είναι έκπτωτοι
άγγελοι μιας τάξης που έχασε την περιουσία και τα προνόμια της από τα
χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, που είναι η νέα, απρόσωπη αριστοκρατία.
Συνδετικός κρίκος ανάμεσα σε αυτούς τους κόσμους ο Λάζαρο. Ο ευτυχισμένος Λάζαρο, σύμφωνα με τη φράση
που χρησιμοποιούν οι Ιταλοί για να ονοματίσουν όποιον δεν έχει μεγάλη επαφή με
την πραγματικότητα σε σημείο ανοησίας. Ο Λάζαρο ο αγαθιάρης του πρώτου μέρους
μεταβαίνει από τη μια κατάσταση στην άλλη μέσω της ‘πτώσης’ και της
‘ανάστασης’- το άγριο θηρίο, ο λύκος, τον πλησιάζει αλλά δεν του επιτίθεται
γιατί μυρίζει επάνω του έναν ‘καλό άνθρωπο’ – ίδιος και απαράλλακτος όπως και
πριν, σύμβολο καλοσύνης και αγάπης. Το μόνο μήνυμα ελπίδας ανάμεσα σε δυο
κόσμους που μοιάζουν διαφορετικοί αλλά στην ουσία είναι οι ίδιοι.
Ο νεαρός πρωταγωνιστής Αντριάνο Ταρντίολο είναι μια αποκάλυψη στην
πρώτη του επαγγελματική δουλειά – «και μάλλον την τελευταία» όπως συμπληρώνει
γελώντας η Ρόρβαχερ – και πλαισιώνεται πολύ όμορφα από την Άλμπα Ρόρβαχερ,
αδελφή και συνεργάτη της σκηνοθέτιδας, τον Ισπανό Σέρζι Λόπες και πολλούς
ερασιτέχνες, αλλά και ένα λύκο που κινηματογραφήθηκε δίπλα στον Αντριάνο από
ένα φοβισμένο συνεργείο. «Η σκηνή όμως ήταν καταπληκτική.»
Αλληγορία, σύγχρονο παραμύθι, με απλούς συμβολισμούς, θα μπορούσε
εύκολα να καταλήξει σε μια κακόσχημη υπερβολή αν δεν ήταν γυρισμένο με την
απλότητα και την ευαισθησία που χαρακτηρίζουν το σινεμά της Ρόρβαχερ.
Αποφεύγοντας τις ανώφελες κορυφώσεις και φέρνοντας το μύθο και την Ιστορία στα
μέτρα του ανθρώπου, καταφέρνει μια ισορροπημένη ταινία που αφήνει στο τέλος μια
γλυκόπικρη γεύση.
Τρεις ταινίες, τρεις συμμετοχές στο φεστιβάλ των Κανών, δύο
βραβεία (βραβείο καλύτερου σεναρίου για τον Ευτυχισμένο Λάζαρο) για την Αλίτσια
που δεν έχει ακόμα κλείσει τα σαράντα και ήδη έχει πίσω της σημαντικό έργο. Μια
νέα γενιά γυναικών σκηνοθετών ήρθε για να μείνει.
Ευτυχισμένος Λάζαρος – Lazzaro felize
Διάρκεια: 127’
Σκηνοθεσία: Αλίτσια Ροκβάκερ
Πρωταγωνιστούν:Άλμπα Ρόρβαχερ, Αντριάνο Ταρντίολο, Ντέηβιντ Μπένετ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου