ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΟΛΚΑ
Στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα μεταξύ των έργων, που αποτελούν σημαντική θεματολογία της λογοτεχνίας και του δοκιμιακού λόγου στην Ιταλία, είναι άρθρα και δοκίμια με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως: «Αγαπάμε τον πόλεμο» του Τζιοβάνι Παπίνι (1881-1956), «Να κάνουμε πόλεμο» του Τζιουζέπε Πρετσολίνι (1882-1982), «Για όλους εκείνους που εξεγείρονται» του Ενρίκο Κοραντίνι (1865-1931), «Ο πόλεμος μοναδική υγεία για τον κόσμο» του Φιλίππο Τομάζο Μαρινέτι (1876-1944).
Τίτλοι που αποδίδουν τη φιλοσοφία της πνευματικής αριστοκρατίας του ε ν ό ς, που αντιτίθεται με καταφρόνια στη σκέψη του λ α ο ύ. Η αριστοκρατία και η αφρόκρεμα της διανόησης εξαπολύουν σκληρή και επηρμένη πολεμική ενάντια στο σοσιαλισμό και στο κομμάτι της αστικής διανόησης που συμμερίζεται έστω και σε κάποιο βαθμό αυτές τις ιδεολογικές απόψεις και πρακτικές. Η ιδέα του έθνους ενάντια στην πάλη των τάξεων. Το έθνος ως μεγάλη εθνική και ιστορική αρμονία, που στηρίζεται όμως στην ομοψυχία της υπακοής στις πιο ισχυρές οικονομικά και κοινωνικά ομάδες. Από την άλλη υπάρχει το μεγάλο ρεύμα των εργατών και των εξεγέρσεων για τα δικαιώματα των εργαζομένων που ξεπρόβαλε από τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση. Η αστική τάξη αισθάνεται τους τριγμούς αλλά και την απειλή. Η σκληρή τάση μιας μερίδας της επιδιώκει την καταστολή. Η φιλελεύθερη τάση της με εκφραστή της τον Τζιοβάνι Τζιολίτι (1842-1928), ο οποίος θα κυριαρχήσει την πρώτη δεκαπενταετία του 20ού αιώνα στην Ιταλία, αφού θα είναι πρωθυπουργός από το 1904 έως το 1914, προσπαθεί να πραγματοποιήσει με σχέδιο την ανατροπή της αντιδραστικής και κατασταλτικής πολιτικής. Αγωνίζεται να εντάξει και να ενσωματώσει στο φιλελεύθερο κράτος τις εργατικές ενώσεις και δυνάμεις, επειδή κατανοεί τη σημασία της συμφιλίωσης του σοσιαλιστικού κινήματος και του προοδευτικού φιλελευθερισμού. Πρόκειται για έναν «θαρραλέο πολιτικό σχεδιασμό» που μέχρι περίπου το 1908-1909 κατέγραψε σημαντικά αποτελέσματα, όπως η ψήφιση νόμου για την παιδική και γυναικεία εργασία, η θεσμοθέτηση του εθνικού γραφείου εργασίας και η κρατικοποίηση των σιδηροδρόμων.
Η ψευδαίσθηση ότι η Ιταλία ήταν μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη και η γέννηση του Φασισμού
Σε αυτή την πρώτη δεκαπενταετία του 20ού αιώνα εμφανίζονται και τα αποτελέσματα της προστατευτικής πολιτικής στο βιομηχανικό τομέα. Αυτή την περίοδο, γνωστή ως εποχή της προόδου, αναπτύσσονται η χαλυβουργία, η υφαντουργία, η χημική βιομηχανία (ιδιαίτερα των ελαστικών με τις εγκαταστάσεις της Πιρέλλι στο Μιλάνο), η αυτοκινητοβιομηχανία (το 1899 ιδρύεται η ΦΙΑΤ αλλά και πολλά άλλα εργοστάσια, που όμως γρήγορα θα κλείσουν) και η ηλεκτρική βιομηχανία (που από την παραγωγή των 100 εκατομμυρίων κιλοβάτ του 1898 φτάνει τα δυόμισι δισεκατομμύρια το 1914). Η ασφαλτόστρωση των δρόμων νικά τη σκόνη των μεγάλων αστικών κέντρων, νέα μέσα μεταφοράς, όπως το τραμ και το αεροπλάνο, κάνουν την εμφάνισή τους. Δίπλα σε όλα αυτά μια σειρά εφευρέσεων, όπως το τηλέφωνο, η φωτογραφία, ο κινηματογράφος, οι γραφομηχανές και οι ραπτομηχανές, ο τηλέγραφος κ.ά., δίνουν νέα ώθηση στον πολιτισμό του ανθρώπου κι επιτρέπουν την καλυτέρευση των συνθηκών ζωής των κατοίκων των ανεπτυγμένων κρατών. Στην ιατρική επιστήμη επίσης θα υπάρξουν πολλές επιτυχίες στην αντιμετώπιση ασθενειών, πολύ σοβαρών μέχρι τότε, με τις ανακαλύψεις του Παστέρ και του Κοχ και με τις νέες τεχνικές απολύμανσης και αναισθησίας. Αυτή η ανάπτυξη δημιούργησε την ψευδαίσθηση ότι η Ιταλία ήταν μια μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη κι έπρεπε να διεκδικήσει τη θέση που της ταίριαζε στη νέα κατάσταση πραγμάτων. Από εδώ ξεκινάει η πολύπλοκη πολιτική-πολιτιστική διαμάχη της πρώτης δεκαπενταετίας που άνοιξε το δρόμο, στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, στο φασιστικό κόμμα να καταλάβει την εξουσία. Σημαντική πολιτική και πολιτιστική τάση και στάση αυτής της περιόδου, που είχε μεγάλη απήχηση κυρίως στους κύκλους των διανοουμένων, ήταν ο αντικοινοβουλευτισμός. Συνδεδεμένος με διάφορα κίνητρα, όπως απογοήτευση μετά την πρώτη φάση συγκρότησης του ιταλικού κράτους (1861), το χάσμα, που συνεχώς μεγάλωνε, Βορρά-Νότου, το πολιτιστικό και αισθητικό ρεύμα του Decadentismo που βρίσκει στον ποιητή-μύθο Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο (1863-1938) αισθητικές και ελιτίστικες προσεγγίσεις, οι θεωρίες του μαρξισμού σύμφωνα με τις οποίες εκλογές και κοινοβούλιο είναι «τυπικές ελευθερίες» και η κυβέρνηση που προκύπτει δεν είναι παρά «επιτροπή υποθέσεων της αστικής τάξης», αποτελούν χαρακτηριστικά της περιόδου που «συνδέθηκαν» στο ρεύμα του αντικοινοβουλευτισμού. Δίπλα λοιπόν στον αριστοκρατικό και ελιτίστικο «δεξιό» αντικοινοβουλευτισμό υπάρχει και ο αντι-αστικός, επαναστατικός αριστερός αντικοινοβουλευτισμός. Μπορεί να έχουν διαφορετικά κίνητρα, αλλά ο στόχος είναι κοινός: απαξίωση και καταφρόνηση των δημοκρατικών αρχών και θεσμών. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχει σφοδρή κοινωνική σύγκρουση, και τον Ιούλιο του 1901 ο αναρχικός Γκαετάνο Μπρέσι δολοφονεί στη Μόντσα το βασιλιά Ουμπέρτο Α΄ για να εκδικηθεί –όπως δηλώνει– τους νεκρούς των εξεγέρσεων το 1898 στο Μιλάνο. Η ιδέα του έθνους από το 19ο αιώνα αλλάζει, και από προσέγγιση της εδαφικής ένωσης και συγκρότησης της κοινότητας καθίσταται υποκίνηση του ανταγωνιστικού μιλιταρισμού, επιθυμία επικράτησης και εθνικισμός. Η πολιτική αυτή για νέες αγορές και πρώτες ύλες για οικονομικούς, βιομηχανικούς λόγους θα οδηγήσει στην κούρσα του ανταγωνισμού έξω από τον ευρωπαϊκό χώρο, σε Ασία, Αφρική και Λατινική Αμερική. Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και της αποικιοκρατίας σε παγκόσμια κλίμακα. Ο πρωθυπουργός Τζιολίτι πρέπει να διαχειριστεί αυτή την κληρονομιά και να αναμετρηθεί στο τότε παρόν και μέλλον με τις προκλήσεις της εποχής, προσπαθώντας να συμφιλιώσει το σοσιαλιστικό εργατικό κίνημα με τον προοδευτικό φιλελευθερισμό. Αλλά αυτός ο πολιτικός σχεδιασμός, ενώ φαινόταν να πραγματοποιείται τα πρώτα χρόνια, αποτυγχάνει όταν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει την αντιπολίτευση από τα δεξιά κι από τα αριστερά. Η δεξιά αντιπολίτευση, υποστηριζόμενη από όλα τα φουτουριστικά περιοδικά – τα περιοδικά «Hermes», «Il Regno», «Leonardo», «Lacerba» αποτέλεσαν το μέσο για τη σύγκρουση ενάντια στην πολιτική της δημοκρατικής και φιλελεύθερης πλευράς, της λεγόμενης Ιταλίας της Λογικής – προβάλλει εθνικιστικούς εγκωμιασμούς, θεωρία για ισχυρό κράτος, δριμεία πολεμική ενάντια στην «ειρηνιστική» και «απόλεμη» πολιτική του. Η αριστερά κατηγορεί τον Τζιολίτι ότι είναι ο διαχειριστής του «αστικού» κράτους και η πολιτική αυτή στάση ενισχύει στο σοσιαλιστικό χώρο, και ιδιαίτερα στο μαξιμαλιστικό ρεύμα και στους αναρχο-συνδικαλιστές, την άποψη για επανάσταση και βία βασισμένες στο έργο Στοχασμοί περί της βίας (1908) του Ζωρζ Σορέλ (1847-1922), που έτυχε μεγάλης απήχησης στα χρόνια εκείνα. Σύμφωνα λοιπόν με τις δύο αυτές πολιτικές, η κατάρρευση της παλιάς αστικής τάξης θεωρείτο επιβεβλημένη για τις νέες ηθικές αξίες και τις νέες σχέσεις παραγωγής.
Ο πόλεμος είναι «υγεία» σαν «ζεστό μπάνιο από μαύρο αίμα μετά από τόσα πολλά υγρούτσικα και ζεστά μητρικά και αδελφικά δάκρια»
Η άποψη και η θεωρία λοιπόν να καταστραφεί η υπάρχουσα δημοκρατική και αστική οργάνωση είναι κοινή στους πολιτικούς σχηματισμούς (εθνικο-ιμπεριαλιστές ανατροπείς και ανατρεπτικοί σοσιαλιστές) που εκκινούν από διαφορετικές αναλύσεις, αλλά καταλήγουν στον αντικοινοβουλευτισμό και την ιδεολογία της βίας. Εδώ βρίσκει αργότερα γόνιμο έδαφος ο παρεμβατισμός, δηλαδή η θεωρία του πολέμου και της βίας, της τεχνικής των φασιστικών ομάδων δράσης, των τεράστιων μαζικών συναθροίσεων που αργότερα ο φασισμός θα κάνει πράξη. Ο Τζ. Παπίνι στο περιοδικό των φουτουριστών «Lacerba», προσπαθώντας να πείσει για ποιους λόγους η είσοδος της Ιταλίας στον πόλεμο ήταν «υγεία» για τον πολιτισμό, υμνεί «το ζεστό μπάνιο από μαύρο αίμα μετά από τόσα πολλά υγρούτσικα και ζεστά μητρικά και αδελφικά δάκρια» και περιγράφει με έναν τρομερό και κυνικό τρόπο την «υπέροχη ιδιότητα και χάρη» του πολέμου· ο αναρχοσυνδικαλιστής Φιλίππο Κοριντόνι (1887-1915) – σκοτώθηκε στα χαρακώματα στη μάχη του Κάρσο, κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου – δηλώνει ότι «η ουδετερότητα σε πολέμους είναι των ευνούχων» · και ο Μπενίτο Μουσολίνι (1883- 1945), μαξιμαλιστής σοσιαλιστής – στο εσωτερικό του Ιταλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος δημιουργήθηκε η μαξιμαλιστική και επαναστατική πτέρυγα, που θεωρούσε την ιδεολογία της βίας και την επιθετικότητα συστατικά στοιχεία ρήξης με το σύστημα, υποστηρίζοντας αργότερα ότι ο παρεμβατισμός στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν επιβεβλημένος γιατί έτσι θα προέκυπτε η πρωτοποριακή επανάσταση· αυτές οι θεωρίες και οι θέσεις υπέρ του πολέμου απετέλεσαν την αιτία διαγραφής από το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Μπ. Μουσολίνι, ο οποίος σημειωτέον τρία χρόνια νωρίτερα, το 1911, είχε συλληφθεί γιατί είχε διαδηλώσει εναντίον του πολέμου στη Λιβύη – καταφρονεί τους δημοκρατικούς θεσμούς, με το ερέθισμα των απόψεων του Σορέλ για άμεση δράση και την άποψη πως ο πόλεμος θα γεννήσει την πρωτοποριακή επανάσταση. Ταυτόχρονα υπάρχει και η δημοκρατική άποψη υπέρ του παρεμβατισμού, που ξεκινάει από την πίστη για την ολοκλήρωση της εδαφικής ενοποίησης της Ιταλίας με τα αλύτρωτα εδάφη (Τρέντο και Τεργέστη) και θεωρεί δημοκρατικό καθήκον τον πόλεμο ενάντια στην αυστρο-ουγγρική αυτοκρατορία που κατείχε αυτά τα εδάφη. Στο περίγραμμα αυτό υπάρχει όμως και η λεγόμενη «Ιταλία της Λογικής», των Γκαετάνο Σαλβεμίνι (1873-1957) και Μπενεντέτο Κρότσε (1866-1952), που προβάλλουν την έννοια του ανθρώπου και της ιστορίας ως λαϊκής λογικής σε «συνεργασία», στο πολιτικό πεδίο, με την ίδια αντίληψη της λογικής του Τζιολίτι. Η δριμεία απόρριψη όμως όλων των παραδοσιακών μοντέλων δίνει το έναυσμα στην αναζήτηση, ακόμα και σπασμωδικά, της καινοτομίας και του νεωτερισμού, στόχους άλλωστε που όλες οι πρωτοπορίες προβάλλουν στην πρώτη εικοσαετία του 20ού αιώνα. Ο φουτουρισμός ως πρωτοποριακό ρεύμα καθοδηγεί και τροφοδοτεί όλα τα υπόλοιπα ρεύματα που θα ακολουθήσουν.
Η «ιταλική επανάσταση» του φουτουρισμού στόχευε σε μια «εθνικιστική, άναρχη, επεκτατική και εναντίον της ειρήνης δημοκρατία»
Στις 20 Φεβρουαρίου 1909, ο Φιλίππο Μαρινέτι ανακοινώνει την άφιξη του νέου ρεύματος στην παρισινή εφημερίδα «Φιγκαρό». Αυτή η πρώτη φάση τελειώνει με τη λήξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου (1918). Η πρωτοπορία του φουτουρισμού περνάει από τη λογοτεχνία, με μια σειρά μανιφέστων, στη ζωγραφική, στις τέχνες, συμπεριλαμβανομένης της αρχιτεκτονικής, στο θέατρο και σχεδόν σε κάθε μορφή δημιουργίας του ανθρώπου. Ο Μαρινέτι κάνει κίνημα το φουτουρισμό, κίνημα αμφισβήτησης και προβολής του διαφορετικού. Η «ιταλική επανάσταση» του φουτουρισμού στόχευε σε μια «εθνικιστική, άναρχη, επεκτατική και εναντίον της ειρήνης δημοκρατία». Δημοκρατία sui generis. Κατά κάποιον τρόπο, μια διαφορετική οπτική για τον νέο άνθρωπο σε σύγκριση με εκείνη του φασισμού. Η συνάντηση μεταξύ των δύο αυτών κινημάτων ευνοήθηκε από την κοινή έμπνευση και την προσπάθειά τους να εντάξουν «τον εθνικισμό στο νεωτερισμό» και από την προσαρμογή και των δύο –από τον παρεμβατισμό στις ομάδες σύγκρουσης και αργότερα στις φασιστικές ομάδες δράσης– στην πρόκληση της περιπέτειας και της βίας, εννοούμενες ως πολιτικές επιλογές και ως τρόπος ζωής. Η στήριξη που έδωσε στο πολιτιστικό πεδίο ο φουτουρισμός στο φασισμό ήταν σημαντικότατη, καθώς του εμπλούτισε με πολλούς τρόπους την υπόστασή του. Ένα μακρύ και λεπτό νήμα συνδέει το καλλιτεχνικό, πολιτιστικό και πολιτικό φουτουριστικό κίνημα με τον ιταλικό φασισμό. Μόνο αναδιφώντας στο πολιτιστικό κλίμα του φουτουρισμού είναι δυνατόν να ανακαλύψει κανείς τον «Humus» που επέτρεψε στο φυτό του φασισμού να φυτρώσει στην Ιταλία και να τραφεί για περισσότερο από είκοσι χρόνια. Από την πρώτη εμφάνισή του ο φουτουρισμός είχε πολιτικό χαρακτήρα: «Θέλουμε να δοξάσουμε τον πόλεμο –μοναδική υγεία στον κόσμο– το μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, την καταστρεπτική στάση των αναρχικών, τις ωραίες ιδέες που γι’ αυτές πεθαίνει κανείς, και την περιφρόνηση στη γυναίκα».
Μαρινέτι: «Σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, δεν είναι παρά πολύβουα κοτέτσια, παχνιά και βόθροι»
Βρισκόμαστε στο 1909 και ο Μαρινέτι προβάλλει με το πρώτο μανιφέστο του τον εθνικισμό συνδεδεμένο με τον ενθουσιασμό για το νεωτερισμό και την τραγική έννοια της ύπαρξης, δηλαδή τον «νεωτερικό εθνικισμό» . Στόχος η έπαρση, η ζωντάνια και η εθνική εκτόνωση ενάντια στους γέρους και στους κληρικούς, που εξέφραζαν την καθεστηκυία τάξη, για να υπάρξει στο Κοινοβούλιο αντιπροσώπευση που πρέπει να «καθαρίσει τις μούμιες και να το απελευθερώσει από κάθε ειρηνόφιλη ανανδρία». Ακόμα και σε αυτή την περίπτωση ο παράλογος βιταλισμός («ας εκτεθούμε στο Άγνωστο…για να γεμίσουμε τα βαθιά φρεάτια του Παραλόγου!» ) αποτελεί το συγκολλητικό υλικό και το εφαλτήριο για τον παρεμβατισμό στον πόλεμο και τον αλυτρωτισμό του Μαρινέτι και των οπαδών του. Ένα άλλο ακόμα «πολιτικό» στοιχείο του πρώτου φουτουρισμού είναι ο πόλεμος ενάντια στον κοινοβουλευτισμό: «Σχεδόν όλα τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια», γράφει ο Μαρινέτι, «δεν είναι παρά πολύβουα κοτέτσια, παχνιά και βόθροι». Ο φουτουρισμός υποστήριζε ότι ο νεωτερισμός έσπαγε «τη γεννητική αλυσίδα του παρελθόντος» και ότι ο σύγχρονος κόσμος ήταν παιδί του κόσμου αυτού, αφού το μέλλον αποτελούσε την ηθική-πολιτική-κοινωνική σημαία του σύγχρονου Ιταλού . «Εμείς οι σύγχρονοι Ιταλοί είμαστε χωρίς παρελθόν» , αφού «αυτός ο ποταπός συνεχής ανταγωνισμός παρελθόντος και παρόντος παράγει την καλλιτεχνική, πολιτική και κοινωνική αδυναμία μας».
Η Ιταλία κηρύττει τον πόλεμο ενάντια στην παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και ο Μαρινέτι την θεωρία του Πανιταλισμού
Στις 29 Σεπτεμβρίου 1911 η Ιταλία κηρύττει τον πόλεμο ενάντια στην παρακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτός ο πόλεμος αποτέλεσε συμφωνία του Τζιολίτι – που αν και παρέμενε πιστός στην Τριπλή Συμμαχία με την Αυστροουγγαρία και τη Γερμανία – με τους Άγγλους και Γάλλους, οι οποίοι ήθελαν την υποστήριξη της Ιταλίας στο διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Γαλλία είχε ήδη καταλάβει Τυνησία, Αλγερία, Μαρόκο και η Αγγλία την Αίγυπτο. Για την Ιταλία αυτό σήμαινε ότι αν δεν παρενέβαινε στην αφρικανική αντίπερα όχθη και στη μόνη χώρα που απέμενε, δηλαδή τη Λιβύη, θα βρισκόταν «περικυκλωμένη» από τις Γαλλία και Αγγλία. Υπήρχε όμως ένας ακόμα λόγος που ώθησε τον Τζιολίτι στον πόλεμο-επέμβαση στη Λιβύη. Ο πιεμοντέζος πολιτικός έβρισκε τρόπο να «κατευθύνει» προς τη Λιβύη τους Ιταλούς μετανάστες οι οποίοι, παρά τη μεγαλύτερη ευμάρεια που υπήρχε στο ιταλικό κράτος την εποχή της διακυβέρνησής του, μετανάστευαν ήδη πέρα από τον Ατλαντικό, αφού μόνο το 1910 περισσότεροι από 500.000 είχαν μεταναστεύσει προς αυτούς τους τόπους προορισμού. Επίσης με την επέμβαση-πόλεμο στη Λιβύη ικανοποιούσε και την πίεση εκείνης της πτέρυγας της αστικής τάξης για τη Μεγάλη Ιταλία, τη νέα «υπερδύναμη» στην Ευρώπη. Σε αυτή την πολεμική εκστρατεία της Λιβύης ο Μαρινέτι βρίσκει την κατάλληλη ευκαιρία για να εδραιώσει τη θεωρία του Πανιταλισμού, λέγοντας πως «η λέξη Ιταλία πρέπει να κυριαρχήσει επί της λέξεως ελευθερία» · αυτό το εθνικιστικό στοιχείο αποτέλεσε κατά πρώτο λόγο και την αιτία της ριζικής διαφωνίας με τους Ρώσους φουτουριστές. Το 1913 ο Μαρινέτι μαζί με τους Ουμπέρτο Μποτσιόνι (1882-1916), Κάρλο Καρρά (1881-1966), Λουίτζι Ρουσόλο (1885-1947) συγγράφει το Πολιτικό Φουτουριστικό Πρόγραμμα. Το 1914 εκδηλώνονται διαδηλώσεις των φουτουριστών για να κηρυχθεί πόλεμος ενάντια στην Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία. Αυτή η παρέμβαση δίνει την ευκαιρία για έντονες αντιαυστριακές διαδηλώσεις με εντυπωσιακό τρόπο και μεθόδους σύγχρονης επικοινωνίας. Ο Μαρινέτι άλλωστε πάντα θα χρησιμοποιούσε και θα εκμεταλλευόταν κάθε μορφή μαζικής επικοινωνίας, από τις εφημερίδες μέχρι τον τηλέγραφο, για να εντυπωσιάζει και να προκαλεί.
Η Ιταλία στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο και «ο πόλεμος είναι ιερός νόμος της ζωής και το μοναδικό πηδάλιο της νέας αεροπλανικής ζωής που προετοιμάζουμε»
Η Ιταλία έχοντας υπογράψει συμφωνία με την Αυστρία και τη Γερμανία, τη γνωστή Τριπλή Συμμαχία, πώς θα μπορούσε να μπει στον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο, στο πλευρό των Άγγλων και Γάλλων, για να μπορέσει να προσαρτήσει και τα αλύτρωτα εδάφη του Τρέντο και της Τεργέστης; Η πλειονότητα του κόσμου αλλά και η πλειοψηφία στο κοινοβούλιο ήταν υπέρ της ουδετερότητας. Ο Τζιολίτι, οι καθολικοί, οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλιστές εκτιμούσαν ότι ο πόλεμος μόνο συμφορές θα έφερνε στην Ιταλία και γι’ αυτό ζήτησαν από την Αυστροουγγαρία ως αντάλλαγμα της ουδετερότητάς της να της δοθούν εδάφη. Η αρνητική απάντηση της Βιέννης έδωσε την ευκαιρία στους παρεμβατιστές υπέρ του πολέμου να προτείνουν την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι στις συναντήσεις και συζητήσεις με τους Ιταλούς πρότειναν ότι αν οι Ιταλοί έμπαιναν στον πόλεμο εντός ενός μηνός, θα έπαιρναν μετά τη νίκη της συμμαχίας τα εδάφη του Τρεντίνο, του Άλτο Άντιτζε, της Βενέτσια Τζούλια με την Τεργέστη και την Ίστρια, τη Δαλματία και αποικίες που θα μεγάλωναν την αποικιακή Ιταλία. Έτσι, με τη συμφωνία του Λονδίνου (Απρίλιος 1915) η Ιταλία θα έπρεπε εντός ενός μηνός να μπει στον πόλεμο. Αυτή η συμφωνία υπογράφηκε με πρωτοβουλία του βασιλιά Βιττόριο Εμανουέλε Γ΄ και εν αγνοία του ιταλικού Κοινοβουλίου. Με πολυτάραχες και ανώμαλες καταστάσεις στο ιταλικό κοινοβούλιο δόθηκε από τον βασιλιά εντολή σχηματισμού κυβέρνησης σε παρεμβατιστές, οι βουλευτές προτίμησαν τελικά να υποκύψουν, και έτσι στις 23 Μαΐου 1915 κηρύχθηκε ο πόλεμος εναντίον της Αυστροουγγαρίας (ενάντια στη Γερμανία θα κηρυχθεί το 1916). Ιδού λοιπόν γιατί έξι μήνες νωρίτερα από την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο, την 15η Σεπτεμβρίου του 1914, στο θέατρο Dal Verme του Μιλάνου, ο Μαρινέτι κυματίζει από ένα θεωρείο μια τεράστια ιταλική σημαία, ενώ η ορχήστρα παίζει το βασιλικό εμβατήριο. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η αναφορά του τότε νομάρχη του Μιλάνου για τις φουτουριστικές διαδηλώσεις της 15ης και 16ης Σεπτεμβρίου αφού όπως τονίζει έπρεπε να επέμβει η αστυνομία για να σταματήσει την αναταραχή αφού στο ίδιο θέατρο και από άλλο θεωρείο διαδήλωνε κι ο Καρρά μαζί με τον Μαρινέτι. Την επόμενη μέρα, 16η Σεπτεμβρίου, οι φουτουριστές συνέχισαν τις διαδηλώσεις στην Γκαλερία Βιττόριο Εμανουέλε του Μιλάνου με αφίσες, πλακάτ και άλλα μέσα, φωνάζοντας συνθήματα εναντίον της Αυστρίας και υπέρ του πολέμου. Ακόμα και στα λεγόμενα «ουδέτερα ενδύματα» – δηλαδή για εκείνους που ήταν υπέρ της μη συμμετοχής της Ιταλίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και της άποψης να παραμείνει ουδέτερη –, που είχαν σχεδιαστεί από τον Τζιάκομο Μπάλα (1871-1958) και τα φορούσαν οι φουτουριστές στις διαδηλώσεις στα Πανεπιστήμια της Ρώμης ενάντια στους καθηγητές που τους θεωρούσαν «γερμανόφιλους», ενυπάρχει η σημαντική συμβολική πράξη που είναι χαρακτηριστικό του φουτουρισμού. Ο ίδιος ο Μουσολίνι, μόλις εκδιώχθηκε από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, γράφει στον Πάολο Μπούτσι (1874-1956) αναφέροντας ότι είχε μιλήσει με τον Ουμπέρτο Μποτσιόνι για τη συμπάθεια που είχε για τους νεωτεριστές και καταστροφείς, δηλαδή τους φουτουριστές, αποδεχόμενος ότι οι φουτουριστές είχαν εκδηλώσει πριν από αυτόν επαναστατικές και παρεμβατικές, υπέρ του πολέμου, επιδιώξεις. Ο Μαρινέτι άλλωστε ήταν εκείνος που όριζε ότι: «ο πόλεμος είναι ιερός νόμος της ζωής και το μοναδικό πηδάλιο της νέας αεροπλανικής ζωής που προετοιμάζουμε». Ο πόλεμος για τους φουτουριστές ήταν η σφυρηλάτηση των «νέων Ιταλών» που θα αναγεννούσαν το έθνος. Ο πόλεμος θα μπορούσε να βοηθήσει στην εθνικοποίηση της επανάστασης και στην πατριωτική διαπαιδαγώγηση του προλεταριάτου, με σκοπό «να εκλατινίσει και να εξανθρωπίσει το σοσιαλισμό» . Οι φουτουριστές απέβλεπαν στη μεταπολεμική περίοδο, αφού διεκδικούσαν έτσι δημόσια το ρόλο των ένοπλων προφητών της νέας Ιταλίας και αυτοαποκαλούνταν εμπνευστές και υποκινητές της «ιταλικής επανάστασης» .
Το φουτουριστικό μανιφέστο και «Οι φουτουριστές έκαναν το εξής στον αστικό πολιτισμό: κατέστρεψαν, κατέστρεψαν, κατέστρεψαν» – Αντόνιο Γκράμσι
Ο ρόλος των φουτουριστών ως καταστροφέων των θεμελίων της αστικής κοινωνίας την πρώτη δεκαπενταετία του 20ού αιώνα αναγνωρίζεται και από τον Αντόνιο Γκράμσι (1891-1937): «Οι φουτουριστές έκαναν το εξής στον αστικό πολιτισμό: κατέστρεψαν, κατέστρεψαν, κατέστρεψαν· είχαν καθαρά επαναστατικές αντιλήψεις, αναμφίβολα μαρξιστικές, όταν οι σοσιαλιστές δεν ασχολούνταν ούτε και από μακριά με παρόμοια ζητήματα» . Ο Γκράμσι θεωρούσε τον Μαρινέτι επαναστάτη επειδή η καταστροφή αυτή αποτελούσε το πρώτο στάδιο της επανάστασης κι έτσι το προλεταριάτο θα μπορούσε να επιβάλει την κυριαρχία του και τη δημιουργικότητά του. Στις 11 Φεβρουαρίου του 1918, πριν ακόμα τελειώσει ο πόλεμος, ο Μαρινέτι μέσα από το περιοδικό «Italia Futurista» δίνει στη δημοσιότητα το Μανιφέστο του Πολιτικού Φουτουριστικού Κόμματος, που περιλάμβανε απόψεις και θέσεις του πρώτου μανιφέστου του 1909 και του Φουτουριστικού Πολιτικού Προγράμματος του 1913. Το πολιτικό αυτό πρόγραμμα είναι αρκετά αόριστο για να μπορέσει να βρει ετερόκλητους υποστηρικτές αλλά ταυτόχρονα «θέλει να διακρίνεται από το καλλιτεχνικό φουτουριστικό κίνημα» αφού «το φουτουριστικό πολιτικό κόμμα αντιλαμβάνεται τις παρούσες ανάγκες και εκφράζει ακριβώς τη συνείδηση όλου του ιταλικού γένους στην υγιεινή επαναστατική έκρηξή του». Το μανιφέστο επικεντρώνει την προσοχή στις συντονισμένες πολιτικές του φουτουριστικού κινήματος: στην πατριωτική εκπαίδευση του προλεταριάτου, την αθλητική εκπαίδευση, την υποχρεωτική διδασκαλία για τα τεχνικά σε εργαστήρια, το δικαίωμα στην απεργία, στις συγκεντρώσεις και στις οργανώσεις, την κατάργηση της πολιτικής αστυνομίας, την ελεύθερη και δωρεάν δυνατότητα υπεράσπισης σε δικαστήρια, την πάλη ενάντια στον αναλφαβητισμό και στην κλασσική μορφή διδασκαλίας, τη μετατροπή της ελεημοσύνης σε κοινωνική βοήθεια και ασφάλεια, το εύκολο διαζύγιο και τη βαθμιαία υποβάθμιση του γάμου, προκειμένου να υπάρξει ελεύθερος έρωτας και επομένως «κρατικά» παιδιά… Περισσότερο από ένα κομματικό πρόγραμμα, το μανιφέστο αυτό είναι ο καθρέφτης της αισθητικής και βιταλιστικής διανόησης της φουτουριστικής πρωτοπορίας που σε πολλές θέσεις τροφοδότησε και επηρέασε τον φασισμό. Το 1924 ο Μαρινέτι δικαίως θα πει ότι «ο φασισμός γεννήθηκε από τον παρεμβατισμό και από τον φουτουρισμό, τράφηκε δε από τις φουτουριστικές αρχές». Ο μεγάλος ιταλός ιδεαλιστής φιλόσοφος Μπ. Κρότσε επιβεβαιώνει ότι «όποιος καταλαβαίνει την ιστορία, η θεωρητική βάση του φασισμού βασίζεται στον φουτουρισμό». Το 1919 ο Μαρινέτι προωθεί τη σύσταση των πολιτικών φουτουριστικών συνδέσμων-φάσι (fasci) σε διάφορες ιταλικές πόλεις. Ο Μαρινέτι είχε συμμετάσχει στο Φάσιο της επαναστατικής δράσης του Μουσολίνι το 1914 και ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε φέρει πιο κοντά τους δύο άνδρες. Η πολιτική του Μαρινέτι παλεύει ανάμεσα στον εθνικισμό, τον αναρχισμό και το σοσιαλισμό, τόσο που μερικοί κριτικοί μιλούν για έναν φουτουρισμό της δεξιάς και για έναν άλλο της αριστεράς. Από τη μια πλευρά υπάρχουν ακραίες επεκτατικές διεκδικήσεις που στοχεύουν η Αδριατική να γίνει αποκλειστική «ιταλική θάλασσα» και η Νίκαια, η Κορσική, η Μάλτα να γίνουν μέρη της ιταλικής επικράτειας. Από την άλλη υπήρχε ο διεθνιστικός πολιτικός φουτουρισμός, που διακήρυττε ότι ο άνθρωπος «δεν είναι ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ εάν δεν είναι παντού ελεύθερος σε όλο τον κόσμο» ή «φουτουρισμός είναι να αγαπάς την πρόοδο του ανθρώπου σε σχέση με την ανθρωπότητα και να δουλεύεις γι’ αυτήν» .
Ήττα για το φασιστικό κόμα, τον Μουσολίνι και τον υποψήφιο Μαρινέτι στις εκλογές του 1919 και φυλακίσεις
Το 1919, μετά τις εκλογές όπου το φασιστικό κόμμα υπέστη βαριά ήττα και ο υποψήφιος Μαρινέτι δεν εξελέγη, ο Μουσολίνι, ο Μαρινέτι, ο Πιέρο Μπολτζόν (1883-1945) και άλλοι συνελήφθησαν και φυλακίστηκαν. Εκεί ο Μουσολίνι και ο Μαρινέτι ήρθαν σε μεγαλύτερη επαφή. Ο Μουσολίνι ήθελε την υποστήριξη των ανθρώπων του πνεύματος και γι’ αυτόν το λόγο πλησίασε τον μύθο-ποιητή και λόγιο της εποχής του Γκαμπριέλε Ντ’Ανούντσιο. Το 1920 ο Μαρινέτι γράφει το «Πέρα από τον κομμουνισμό», θεωρώντας τον «παραφορά του γραφειοκρατικού καρκίνου που διέβρωσε περισσότερο την ανθρωπότητα», μισεί τα στρατόπεδα και τις φυλακές όπως και τον κομμουνισμό, θέλει τους καλλιτέχνες στην εξουσία και παίρνει θέσεις πολύ κοντά σε εκείνες των φοιτητικών κινημάτων της εποχής, όμως σε λιγότερο από μια δεκαετία ο θεωρητικός της ελαστικής ελευθερίας Μαρινέτι, ταυτισμένος πια με το Φασιστικό Κόμμα, δεν θα αντιδρά όταν οι φυλακές θα γίνουν το μέσο με το οποίο ο Μουσολίνι θα καταπνίγει κάθε αντίθετη φωνή. Ο πολιτικός φουτουρισμός προσπαθεί να εκφράσει και να αποτυπώσει τον επαναστατικό και εθνικιστικό ακτιβισμό των μικροαστών, αλλά ταυτόχρονα να συνδεθεί με τις ομάδες της αναρχικής και μπολσεβίστικης αριστεράς ώστε να τις προσελκύσει στην προοπτική της «ιταλικής επανάστασης» εν ονόματι του κοινού μίσους προς την καθεστηκυία τάξη. Μετά τη γέννηση των φουτουριστικών συνδέσμων-φάσι, ο Μουσολίνι οργανώνει τους δικούς του συνδέσμους-φάσι για την άνοδό του στην εξουσία. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη. Το 1920 οι φουτουριστές αποχωρούν από το φασιστικό κίνημα, κατηγορώντας το για προγονοπληξία και συντηρητισμό, μη συμφωνώντας με την πολιτική των ανοιγμάτων του Μουσολίνι – που απετέλεσε πολιτικό χαρακτηριστικό του κατά τη δεκαετία του 1920, για να μαζεύει ψήφους – προς το Βατικανό και τους μοναρχικούς. Αυτές οι πολιτικές «διευρύνσεις» φυσικά δεν έβρισκαν σύμφωνους τους φουτουριστές.
Εξουσία και ιδεολογική σύγκρουση
Δύο χρόνια αργότερα, το 1922, όταν ο Μουσολίνι δέχεται την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης και αρχίζει να μετασχηματίζει την επανάσταση σε «καθεστώς», οι φουτουριστές αισθάνονται αμέσως προδομένοι. Οι δεσμοί που συνέδεαν το φουτουρισμό με το φασισμό, ως κοινωνικά κινήματα με κοινά στοιχεία τον παραλογισμό-ιρασιοναλισμό, την απαισιοδοξία για τον άνθρωπο, την πολεμική ενάντια στο παρελθόν και την ιστορία, την έννοια της δράσης, το μύθο του μέλλοντος, δεν υπάρχουν πλέον. Η απογοήτευση του Μαρινέτι από την πολιτική οδηγεί το φουτουρισμό στην αναδίπλωση, αφού δεν πίστευε πλέον στην κατάκτηση του υπερανθρωπισμού διά μέσου της βαρβαρότητας του ανθρώπου, ούτε στη φιλοδοξία να δημιουργήσει τον νέο σύγχρονο Ιταλό σύμφωνα με το σύγχρονο εθνικισμό. Ο Τζιουζέπε Πρετσολίνι (1882-1982) την 3η Ιουλίου του 1923 στο άρθρο του με τίτλο Φασισμός και Φουτουρισμός γράφει: «Προφανώς στο φασισμό υπήρχε ο φουτουρισμός και το λέγω χωρίς προθέσεις. Ο φουτουρισμός εξέφρασε πιστά συγκεκριμένες σύγχρονες ανάγκες και το μιλανέζικο περιβάλλον. Η λατρεία της ταχύτητας, η προσήλωση στις βίαιες λύσεις, η περιφρόνηση των λαϊκών μαζών και ταυτόχρονα η σαγηνευτική πρόσκλησή τους, η τάση για υπνωτική επιβολή επί των μαζών, η εξύμνηση του ανώτερου εθνικού αισθήματος, η αντιπάθεια για τη γραφειοκρατία, αποτελούν αισθητικές τάσεις χωρίς ψεγάδια που μετέδωσε ο φουτουρισμός στο φασισμό». Αλλά ο ίδιος ο Πρετσολίνι εξηγεί στη συνέχεια ότι στην εξέλιξη του φασισμού δεν υπάρχει πια θέση για τον Φουτουρισμό. Ο ίδιος ο Μαρινέτι προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να επιβάλει πιο ριζοσπαστικές και αριστερές θέσεις, αλλά, καθώς το Φασιστικό Κόμμα ήταν πια πολύ ισχυρό για να αλλάξει, περιθωριοποιήθηκε. Ο Μουσολίνι συνέδεε πλέον την προοπτική του φασιστικού κινήματος με τις πολιτιστικές θέσεις του Ντ’Ανούντσιο: την αναγέννηση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας μέσα από την τέχνη, που οδηγούσε σε κράτος με ισορροπία, αρμονία και με μεγάλη παράδοση στην τάξη και στην πειθαρχία. Ο φασισμός ήταν πλέον κυρίαρχη δύναμη τάξης και καταπιεστικής επιβολής πειθαρχίας, και οι ανυπόταχτοι και ταραχοποιοί φουτουριστές δεν αποτελούσαν το πρότυπο του Μουσολίνι. Για τον Πρετσολίνι ο αναβρασμός των δυνάμεων συμφωνούσε με την επανάσταση, αλλά «συγκρούεται με την περίοδο διακυβέρνησης». Στο ίδιο άρθρο του τονίζει: «Εάν ο φασισμός θέλει να αφήσει κάτι στην Ιταλία, πρέπει να εκδιώξει όλα αυτά που παρέμειναν από το φουτουρισμό, δηλαδή το απείθαρχο και το αντικλασσικό. Θα ήμουν παρά πολύ ενοχλητικός εάν από τους γνωστούς μου φουτουριστές ζητούσα την ειλικρινή τους κρίση για τις κλασσικές μεταρρυθμίσεις του υπουργού Τζεντίλε;». Παρά τα πυρά του Πρετσολίνι, το 1924, με τις «Διακρίσεις στον Μαρινέτι» στο Μιλάνο και με το 1ο Εθνικό Φουτουριστικό Συνέδριο, το κίνημα του φουτουρισμού, προσεγγίζοντας ξανά το φασισμό, ζητάει βοήθεια από τους καλλιτέχνες, στην προοπτική επιβεβαίωσης του φουτουρισμού ως μοναδικής νεωτεριστικής τέχνης. Δύο υπήρξαν οι λόγοι επαναπροσέγγισης του Μαρινέτι με τον Μουσολίνι και το Φασιστικό Κόμμα: ο παράφορος ιταλικός εθνικισμός του και η επιθυμία του να διατηρήσει ζωντανό το κίνημα του φουτουρισμού. Ο ίδιος ο Μαρινέτι περιγράφει τους ρόλους των δύο κινημάτων: το ένα επιλέγει την καλλιτεχνική προοπτική –«κίνημα καλλιτεχνικό και ιδεολογικό» – το δε άλλο καθαρά πολιτικό. Όμως αυτή η δεύτερη περίοδος του Φουτουρισμού σηματοδοτεί την απώλεια της σφριγηλής δημιουργικότητάς του ως κινήματος και τη μετατροπή του σε μικρές επαρχιώτικες ομάδες λόγιων που δεν είχαν σχέση μεταξύ τους αφού μόνο ο Μαρινέτι μπορούσε να δράσει ως συνδετικός κρίκος ανάμεσά τους .
«Έχουμε τη γνώμη πως ο φασισμός έχει μόνο να χάσει από τη συμμαχία με το φουτουρισμό… οι πλέον υγιείς Ιταλοί και οι φασίστες, διαποτισμένοι από τη ρωμαϊκή ιδέα, δεν θα επιτρέψουν να εγκαταλειφθεί η ένδοξή μας τέχνη στους καταστροφείς…» – ιταλικό φασιστικό περιοδικό «Perseo» την 15η Ιουνίου του 1937
Στο συνέδριο των φασιστών διανοουμένων στην Μπολόνια στις 29-30 Μαρτίου 1925, όπου υπήρξε το περίγραμμα της φασιστικής πολιτιστικής πολιτικής, υπερίσχυσαν, διαψεύδοντας τις ελπίδες των φουτουριστών, οι ακαδημαϊκές ηγετικές φυσιογνωμίες με επικεφαλής τον Τζιοβάνι Τζεντίλε (1875-1944). Έτσι οι προτάσεις που έκανε ο Μαρινέτι για την ίδρυση μιας «βουλής καλλιτεχνών», με στόχο τη δημιουργία Τράπεζας καλλιτεχνών, καθώς και μιας «Εταιρείας Συγγραφέων», για την εγγύηση των συγγραφικών δικαιωμάτων, περιθωριοποιήθηκαν. Οι φουτουριστές συνέχισαν να μάχονται διεκδικώντας στο νέο Κράτος τον ιδιαίτερο ρόλο τους ως νεωτεριστών. Αργότερα, το 1929, ο Μαρινέτι θα γίνει ακαδημαϊκός της Ιταλίας, αυτός που ήταν πολέμιος του ακαδημαϊσμού και της καθεστηκυίας τάξης. Η μοντερνιστική πλέον παρότρυνση του φουτουριστικού κινήματος αδρανοποιείται σε μεγάλη έκταση από το καθεστώς. Από το 1932 έως και το 1938 σημειώθηκαν αντιπαραθέσεις, μερικές φορές οξύτατες, μεταξύ φασιστών και φουτουριστών διανοουμένων. Οι φουτουριστές αντιμάχονταν απόψεις που είχαν ως πρότυπο ναζιστικές αντιλήψεις του τύπου «εκφυλισμένη τέχνη»· όπως το 1934, όταν στο Αμβούργο και στο Βερολίνο, με την ευκαιρία της έκθεσης Ιταλική Φουτουριστική Αεροζωγραφική, ο Μαρινέτι και ο Ρουτζέρο Βαζάρι (1898-1968), έχοντας έρθει σε επαφή με νέους εκθέτες, καταφέρθηκαν ενάντια στην προσπάθεια λογοκρισίας και απόρριψης έργων. Αυτός άλλωστε ήταν μεταξύ των λόγων και των αιτιών που το ιταλικό φασιστικό περιοδικό «Perseo» την 15η Ιουνίου του 1937 έγραφε: «Έχουμε τη γνώμη πως ο φασισμός έχει μόνο να χάσει από τη συμμαχία με το φουτουρισμό… οι πλέον υγιείς Ιταλοί και οι φασίστες, διαποτισμένοι από τη ρωμαϊκή ιδέα, δεν θα επιτρέψουν να εγκαταλειφθεί η ένδοξή μας τέχνη στους καταστροφείς… στους αναρχικούς των συναισθημάτων, που σκλαβώνουν τον άνθρωπο στη μηχανή, τη λογική στο ένστικτο, το νόμο στη θέληση». Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι, σε αυτό το κρίσιμο σημείο για την υπεράσπιση της σύγχρονης τέχνης αλλά και για την επιβίωσή της, οι φουτουριστές επιτέθηκαν, χωρίς να λάβουν υπόψη τους το κόστος, στο όνομα της παλιάς επαναστατικής νομιμοφροσύνης και να καταγγείλουν τον οπορτουνιστικό φασισμό . Ήταν, όπως παρατήρησε εύστοχα ο ιστορικός Ρέντσο Ντε Φελίτσε (1929-1996), μία από τις πλέον άγριες επιθέσεις που γράφηκε ποτέ από φασίστες για τη διαφθορά και την υποκρισία του φασισμού.
Το τέλος του Φουτουρισμού, ο θάνατος του Μαρινέτι, πιστού μέχρι τη τελευταία του πνοή στον Μουσολίνι
Ο φουτουρισμός τελείωσε και τυπικά με το θάνατο του δημιουργού του, Μαρινέτι, το 1944, ο οποίος ακολούθησε τον Μουσολίνι πιστά μέχρι και το τελευταίο στάδιο του σχηματισμού της Δημοκρατίας του Σαλό, αν και δεν συμφωνούσε πάντα μαζί του. Μαχητικός στη τέχνη αλλά και στα πεδία των μαχών, αφού συμμετείχε στον πόλεμο της Λιβύης, στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως εθελοντής, ο Μαρινέτι γεννήθηκε πλούσιος, ξόδευε από τα χρήματά του για τις πολιτιστικές του πρωτοβουλίες, βοηθούσε φίλους και πέθανε φτωχός. Ο νέος άνθρωπος που έπρεπε να ενσαρκώσει τη νέα εποχή, για να φτιάξει την αριστοκρατία που θα οδηγούσε το έθνος σε ένα μέλλον γεμάτο αβεβαιότητες, απετέλεσε ένα άλλο στερεότυπο· όχι το σύμβολο του σύγχρονου νεωτερισμού, ανοιχτού σε όλες τις εκφράσεις, αλλά κυρίως την προσπάθεια που ο εθνικισμός του 20ού αιώνα είχε τραγικά προσδιορίσει για να είναι μέχρι τέλους πιστός στον εαυτό του και στις αρχές του.
https://spotlightpost.com/index.php/o-foutourismos-stin-italia-ton-arhon-tou-20-aiona/?fbclid=IwAR2mKjeKgmk_-kFhldQMqOZPha1ITm1UW494OmaSSixtzkgK8Xf4snBPyyw
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου