DOMENICA MINNITI-ΓΚΩΝΙΑ
Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Αθηνών
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΝΟΙΚΤΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ 2001
Ανάτυπο από το έργο Ο Ελληνισμός της Διασποράς, τόμος Β´, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2001.
Η Ιταλία είναι κοινοβουλευτική δημοκρατία. Έχει έκταση 301.249 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Ο πληθυσμός της ανέρχεται στους 56,5 εκ. κατοίκους.
Επίσημη γλώσσα είναι η Ιταλική. Είναι παρούσες και οι εξής μειονοτικές γλώσσες, οι οποίες αναγνωρίζονται και προστατεύονται από το ιταλικό κράτος: Γερμανόφωνοι, Σλαβόφωνοι, Αλβανόφωνοι, Ελληνόφωνοι, Κροάτες, Καταλανοί, Φραγκοπροβηγκιανοί, Φριουλάνοι, Λαδίνοι, Σαρδήνιοι και Οκκιτάνοι. Επικρατούσα θρησκεία είναι ο Καθολικισμός, ενώ πολυπληθής είναι η μουσουλμανική κοινότητα. Το ΑΕΠ για το 1998 ήταν 1.853.934 δισεκατομμύρια λιρέτες, ενώ η ανεργία το ίδιο έτος έφθασε το 12,3. Οι επίσημες μετρήσεις του ISTAT έως τις 31 Αυγούστου 1998 κατέγραψαν στη χώρα 1.250.214 ξένους (προερχόμενους ως επί το πλείστον από τη βόρεια Αφρική), ενώ 85.000 παιδιά μεταναστών φοιτούν σε ιταλικά σχολεία.
Στόχος
Στόχος αυτής της ενότητας είναι αφενός, να παρουσιάσει τις κυριότερες κοινότητες των Ελλήνων που δημιουργήθηκαν στην Ιταλία (και την Κορσική) μετά την Άλωση της Πόλης –συγκεκριμένα τις κοινότητες της Νεάπολης, του Λιβόρνου, της Βενετίας και της Τεργέστης- και αφετέρου να δώσει ένα περίγραμμα, από γεωγραφική, ιστορική και πολιτισμική άποψη, των δύο περιοχών της Νότιας Ιταλίας, όπου η ελληνική γλώσσα ομιλούνταν ώς τη σύγχρονη εποχή.
Προσδοκώμενα αποτελέσματα
Αφού διαβάσετε αυτό το κεφάλαιο, θα μπορείτε να:
• Αναφέρετε τις μεγάλες ιταλικές πόλεις, στις οποίες ιδρύθηκαν, ευδοκίμησαν και μεγαλούργησαν οι κοινότητες των Ελλήνων από το 1453 και ύστερα.
• Αναφέρετε τους πληθυσμιακούς αριθμούς και τις επαγγελματικές δραστηριότητες των σημερινών Ελλήνων της Ιταλίας.
• Περιγράφετε με σαφήνεια τις ελληνόφωνες περιοχές της νότιας Ιταλίας και το φαινόμενο της εκεί επιβίωσης της ελληνικής γλώσσας, τοποθετώντας το φαινόμενο αυτό στις πραγματικές, ιστορικές και πολιτισμικές διαστάσεις του.
Στόχος αυτής της ενότητας είναι αφενός, να παρουσιάσει τις κυριότερες κοινότητες των Ελλήνων που δημιουργήθηκαν στην Ιταλία (και την Κορσική) μετά την Άλωση της Πόλης –συγκεκριμένα τις κοινότητες της Νεάπολης, του Λιβόρνου, της Βενετίας και της Τεργέστης- και αφετέρου να δώσει ένα περίγραμμα, από γεωγραφική, ιστορική και πολιτισμική άποψη, των δύο περιοχών της Νότιας Ιταλίας, όπου η ελληνική γλώσσα ομιλούνταν ώς τη σύγχρονη εποχή.
Προσδοκώμενα αποτελέσματα
Αφού διαβάσετε αυτό το κεφάλαιο, θα μπορείτε να:
• Αναφέρετε τις μεγάλες ιταλικές πόλεις, στις οποίες ιδρύθηκαν, ευδοκίμησαν και μεγαλούργησαν οι κοινότητες των Ελλήνων από το 1453 και ύστερα.
• Αναφέρετε τους πληθυσμιακούς αριθμούς και τις επαγγελματικές δραστηριότητες των σημερινών Ελλήνων της Ιταλίας.
• Περιγράφετε με σαφήνεια τις ελληνόφωνες περιοχές της νότιας Ιταλίας και το φαινόμενο της εκεί επιβίωσης της ελληνικής γλώσσας, τοποθετώντας το φαινόμενο αυτό στις πραγματικές, ιστορικές και πολιτισμικές διαστάσεις του.
Λέξεις-κλειδιά:
Κοινότητα (ιταλ. comunità)
Αδελφότητα (ιταλ.confraternita)
Ουνίτες (και: Ουνίτικη Εκκλησία)
Ελληνόφωνοι
Γκρεκάνοι (και: γκρεκάνικο),
Γκρίκοι (και: γκρίκο).
Κοινότητα (ιταλ. comunità)
Αδελφότητα (ιταλ.confraternita)
Ουνίτες (και: Ουνίτικη Εκκλησία)
Ελληνόφωνοι
Γκρεκάνοι (και: γκρεκάνικο),
Γκρίκοι (και: γκρίκο).
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή των δύο θεμάτων, θεωρούμε σκόπιμο να προτάξουμε σύντομη εισαγωγική αναφορά στις παραδοσιακές σχέσεις φιλίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας από την αρχαία ώς τη δική μας εποχή.
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας αποτέλεσαν τη βάση, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε ο δυτικός πολιτισμός. Η αίγλη της αρχαίας Ελλάδας φώτισε τον ρωμαϊκό πολιτισμό από τα πρώτα βήματά του, εμπνέοντας στον ποιητή Οράτιο τους περίφημους στίχους Graecia capta ferum victorem cepit (“η Ελλάδα, ηττημένη, κατέκτησε τον νικητή”), ενώ η πειθαρχημένη και σφριγηλή ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οικειοποιήθηκε αργότερα τον ελληνικό κλασσικό κανόνα και τον διέδωσε σε όλο τον κόσμο. Στο Βυζάντιο, αλλά και μετά την πτώση της βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453, οι συνεχείς εκατέρωθεν επαφές αποτέλεσαν σημαντικό μέρος της εθνικής ιστορίας της κάθε χώρας, ενώ οι Έλληνες λόγιοι συνέβαλαν ουσιαστικά στην Αναγέννηση, μεταφέροντας στην Ιταλία τις θαυμαστές αρχές του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Κατά το 19ο αι., την προαιώνια ελληνοϊταλική φιλία σφράγισε το πνεύμα του φιλελληνισμού, το οποίο ώθησε πλήθος Ιταλών επαναστατών να συντρέξουν την Ελλάδα στον αγώνα της για την εθνική απελευθέρωση. Σήμερα η Ιταλία είναι η χώρα που περισσότερο από κάθε άλλη δραστηριοποιείται στη διάδοση των νεοελληνικών σπουδών και που πρόθυμα φιλοξενεί Έλληνες φοιτητές, η παρουσία των οποίων στη χώρα αυτή είναι αξιοσημείωτη. Κυρίως όμως στο παρελθόν, η ιταλική χερσόνησος με τα μεγάλα εμπορικά και πολιτιστικά της κέντρα άσκησε ακαταμάχητη έλξη στους Έλληνες, στις κατά καιρούς μετοικεσίες τους.
Πριν προχωρήσουμε στην περιγραφή των δύο θεμάτων, θεωρούμε σκόπιμο να προτάξουμε σύντομη εισαγωγική αναφορά στις παραδοσιακές σχέσεις φιλίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας από την αρχαία ώς τη δική μας εποχή.
Οι σχέσεις μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας αποτέλεσαν τη βάση, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε ο δυτικός πολιτισμός. Η αίγλη της αρχαίας Ελλάδας φώτισε τον ρωμαϊκό πολιτισμό από τα πρώτα βήματά του, εμπνέοντας στον ποιητή Οράτιο τους περίφημους στίχους Graecia capta ferum victorem cepit (“η Ελλάδα, ηττημένη, κατέκτησε τον νικητή”), ενώ η πειθαρχημένη και σφριγηλή ρωμαϊκή Αυτοκρατορία οικειοποιήθηκε αργότερα τον ελληνικό κλασσικό κανόνα και τον διέδωσε σε όλο τον κόσμο. Στο Βυζάντιο, αλλά και μετά την πτώση της βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1453, οι συνεχείς εκατέρωθεν επαφές αποτέλεσαν σημαντικό μέρος της εθνικής ιστορίας της κάθε χώρας, ενώ οι Έλληνες λόγιοι συνέβαλαν ουσιαστικά στην Αναγέννηση, μεταφέροντας στην Ιταλία τις θαυμαστές αρχές του αρχαιοελληνικού πνεύματος. Κατά το 19ο αι., την προαιώνια ελληνοϊταλική φιλία σφράγισε το πνεύμα του φιλελληνισμού, το οποίο ώθησε πλήθος Ιταλών επαναστατών να συντρέξουν την Ελλάδα στον αγώνα της για την εθνική απελευθέρωση. Σήμερα η Ιταλία είναι η χώρα που περισσότερο από κάθε άλλη δραστηριοποιείται στη διάδοση των νεοελληνικών σπουδών και που πρόθυμα φιλοξενεί Έλληνες φοιτητές, η παρουσία των οποίων στη χώρα αυτή είναι αξιοσημείωτη. Κυρίως όμως στο παρελθόν, η ιταλική χερσόνησος με τα μεγάλα εμπορικά και πολιτιστικά της κέντρα άσκησε ακαταμάχητη έλξη στους Έλληνες, στις κατά καιρούς μετοικεσίες τους.
Η περιδιάβασή μας στον χώρο των κοινοτήτων της Ιταλίας θα αρχίσει από την Άλωση της Πόλης, το 1453. Το συγκλονιστικό αυτό συμβάν προκάλεσαν αλλεπάλληλα κύματα Ελλήνων προσφύγων προς την Ιταλία, οι οποίοι αφενός μεν ενίσχυσαν τις προϋπάρχουσες ελληνικές παροικίες, κυρίως όμως δημιούργησαν νέες. Η καταφυγή τους στην Ιταλία στάθηκε σωτήρια για τους ίδιους, από την άλλη όμως ωφέλησε σε μεγάλο βαθμό και τους πληθυσμούς που τους υποδέχθηκαν. Πράγματι, οι Έλληνες λόγιοι (όπως ήταν οι: Πλήθων Γεμιστός, Μιχαήλ Ψελλός, Μανουήλ Χρυσολωράς, Ιανός Λάσκαρις και πολλοί άλλοι), οι οποίοι έφθασαν σε αυτή τη χώρα κατά τον 15ο αι., έφεραν μαζί τους βαρύτιμα χειρόγραφα και μία μακραίωνη παράδοση πνεύματος. Το πνεύμα αυτό, ανέλαβαν να μεταλαμπαδεύσουν στην Εσπερία (δηλ. τη Δύση), μεταφράζοντας και διδάσκοντας τους αρχαίους συγγραφείς και φιλοσόφους στα πανεπιστήμια της Ρώμης, της Φλωρεντίας, της Πάδοβας και του Μιλάνου κυρίως, αλλά και άλλων πόλεων, η δε συμβολή τους στην ιταλική Αναγέννηση θεωρείται από τους ειδικούς καθοριστική. Αλλά και στο εμπόριο στην Ανατολική Μεσόγειο η παρουσία των Ελλήνων ήταν έντονη και ανελλιπής, ενώ η πολεμική τους ικανότητα αποδείχθηκε πολλές φορές χρήσιμη στις ιστορικές συρράξεις, κατά τις οποίες υπηρέτησαν με αφοσίωση τη χώρα που τους είχε δεχθεί.
Όσον αφορά το δεύτερο μέρος της ενότητάς μας, πρέπει καταρχήν να διευκρινιστεί ο τίτλος “ελληνόφωνα χωριά της νότιας Ιταλίας”. Πράγματι, ο ορισμός περιλαμβάνει συγκεκριμένες κοινότητες της Καλαβρίας και της Απουλίας, οι κάτοικοι των οποίων κατά το παρελθόν και μέχρι το πρώτο ήμισυ του 20ού αιώνα χρησιμοποιούσαν μία αρχαϊκή μορφή ελληνικής γλώσσας. Οι δύο ελληνόφωνες περιοχές βρίσκονται σε απόσταση πεντακοσίων περίπου χιλιομέτρων η μία από την άλλη. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να είμαστε σε θέση να διαχωρίζουμε τους ελληνόφωνους της Καλαβρίας από τους ελληνόφωνους της Απουλίας, δεδομένου ότι και οι επιστήμονες χρησιμοποιούν διαφορετικές ονομασίες για να τους προσδιορίσουν: οι πρώτοι ονομάστηκαν Γκρεκάνοι (Grecani) από τους Λατίνους κιόλας, για να τους ξεχωρίζουν από τους Έλληνες της μητροπολιτικής χώρας, ενώ για τους δεύτερους έχει επικρατήσει η ονομασία Γκρίκοι (Griki).
Ο όρος “ελληνόφωνοι” χρησιμοποιείται για να διευκρινίζεται ότι οι κάτοικοι των εν λόγω περιοχών αποτελούν γλωσσική μειονότητα και δεν εμφανίζουν πλέον εθνική (ελληνική) συνείδηση, την οποία απεναντίας διαθέτουν τα μέλη των ελληνικών κοινοτήτων της Ιταλίας. Πράγματι, ενώ για τους δεύτερους είναι σχετικά ελέγξιμη η ελληνική προέλευσή τους, όσον αφορά τους ελληνόφωνους, ο τόπος προέλευσης και η περίοδος εγκατάστασής τους παραμένουν ανεξακρίβωτοι. Συνεπώς οι ίδιοι πρέπει να θεωρηθούν απόγονοι ενός ντόπιου (αρχαίου και βυζαντινού) ελληνισμού, ο οποίος φαίνεται να αποτελούσε την πλειοψηφία του πληθυσμού ώς τους πρώτους μ.Χ. αιώνες, συρρικνώθηκε ωστόσο με την πάροδο του χρόνου ώσπου να εμφανίζει τη σημερινή κατάσταση (βλ. χάρτη).
Θα προχωρήσουμε τώρα στην ανάπτυξη των δύο κύριων θεμάτων μας με τη σειρά που προαναφέρθηκαν, αρχίζοντας από τις κοινότητες.
1.1. Νεάπολη (Napoli)
Η παρουσία Ελλήνων στην άλλοτε “παρθενόπεια” (από το όνομα της σειρήνας Παρθενόπης) αποικία, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Παρά το ότι οι Έλληνες της Νεάπολης δεν ανέπτυξαν την οικονομική δραστηριότητα των ομοεθνών τους της Βενετίας ή και της Τεργέστης (όπως θα δούμε στις επόμενες υπο-ενότητες), ωστόσο το γεγονός ότι η πόλη αυτή υπήρξε επί αιώνες πρωτεύουσα Βασιλείου (της Νάπολης πρώτα και των Δύο Σικελιών στη συνέχεια), καθιστά τη ναπολετάνικη κοινότητα προνομιούχα λόγω της αξιόλογης συμβολής της στις σχέσεις μεταξύ της Ισπανίας (στην οποία ανήκε τότε η νότια Ιταλία) και της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίαρχων δυνάμεων στη Μεσόγειο από το 16ο ώς το 18ο αι.
Οι πρώτες εγκαταστάσεις Ελλήνων στο Βασίλειο της Νάπολης πραγματοποιούνται κυρίως μετά την τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου, σε ένα χρονικό διάστημα που καλύπτει τα πρώτα είκοσι χρόνια από την Άλωση της Πόλης. Η δεύτερη μεγάλη άφιξη Ελλήνων σημειώνεται κατά τη διετία 1532-1534, όταν ο Ιταλός στρατηγός Ανδρέα Ντόρια ολοκλήρωσε την εκστρατεία του στην Ελλάδα και επέστρεψε θριαμβευτής στη Νάπολη, έχοντας μαζί του πλήθος Πελοποννήσιους, οι οποίοι, όπως και οι προκάτοχοί τους, προέρχονταν κυρίως από την Πάτρα, την Κορώνη και τη Μεθώνη. Σύντομα διχόνοιες ξέσπασαν ανάμεσα στους Έλληνες της πρώτης και της δεύτερης “γενιάς” μεταναστών, επειδή οι παλαιότεροι φοβούνταν μήπως τα κεκτημένα τους κινδυνεύσουν από τους νεοφερμένους. Αφορμή στάθηκε η διαχείριση της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, η οποία είχε ανεγερθεί το 1518. Η ίδρυση της Αδελφότητας των Αγίων Πέτρου και Παύλου το 1561 έθεσε επίσης περίπλοκα προβλήματα διοίκησης και διαχείρισης της κοινοτικής περιουσίας, προβλήματα τα οποία δεν βρήκαν την επίλυσή τους παρά μόνο πολύ πρόσφατα.
Η παρουσία Ελλήνων στην άλλοτε “παρθενόπεια” (από το όνομα της σειρήνας Παρθενόπης) αποικία, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: Παρά το ότι οι Έλληνες της Νεάπολης δεν ανέπτυξαν την οικονομική δραστηριότητα των ομοεθνών τους της Βενετίας ή και της Τεργέστης (όπως θα δούμε στις επόμενες υπο-ενότητες), ωστόσο το γεγονός ότι η πόλη αυτή υπήρξε επί αιώνες πρωτεύουσα Βασιλείου (της Νάπολης πρώτα και των Δύο Σικελιών στη συνέχεια), καθιστά τη ναπολετάνικη κοινότητα προνομιούχα λόγω της αξιόλογης συμβολής της στις σχέσεις μεταξύ της Ισπανίας (στην οποία ανήκε τότε η νότια Ιταλία) και της οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίαρχων δυνάμεων στη Μεσόγειο από το 16ο ώς το 18ο αι.
Οι πρώτες εγκαταστάσεις Ελλήνων στο Βασίλειο της Νάπολης πραγματοποιούνται κυρίως μετά την τουρκική κατάκτηση της Πελοποννήσου, σε ένα χρονικό διάστημα που καλύπτει τα πρώτα είκοσι χρόνια από την Άλωση της Πόλης. Η δεύτερη μεγάλη άφιξη Ελλήνων σημειώνεται κατά τη διετία 1532-1534, όταν ο Ιταλός στρατηγός Ανδρέα Ντόρια ολοκλήρωσε την εκστρατεία του στην Ελλάδα και επέστρεψε θριαμβευτής στη Νάπολη, έχοντας μαζί του πλήθος Πελοποννήσιους, οι οποίοι, όπως και οι προκάτοχοί τους, προέρχονταν κυρίως από την Πάτρα, την Κορώνη και τη Μεθώνη. Σύντομα διχόνοιες ξέσπασαν ανάμεσα στους Έλληνες της πρώτης και της δεύτερης “γενιάς” μεταναστών, επειδή οι παλαιότεροι φοβούνταν μήπως τα κεκτημένα τους κινδυνεύσουν από τους νεοφερμένους. Αφορμή στάθηκε η διαχείριση της εκκλησίας των Αγίων Αποστόλων, η οποία είχε ανεγερθεί το 1518. Η ίδρυση της Αδελφότητας των Αγίων Πέτρου και Παύλου το 1561 έθεσε επίσης περίπλοκα προβλήματα διοίκησης και διαχείρισης της κοινοτικής περιουσίας, προβλήματα τα οποία δεν βρήκαν την επίλυσή τους παρά μόνο πολύ πρόσφατα.
Η ελεύθερη άσκηση δόγματος έγινε εφικτή χάρη στους Ναπολιτάνους βασιλιάδες, των οποίων την εύνοια πάντα επιζητούσε η comunità greca, στην προσπάθειά της να διαφυλάξει τα προνόμια και τη δογματική της ελευθερία. Η ζηλότυπη προστασία της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης της κοινότητας, όμως, είχε ως συνέπεια και μία σχετική απομόνωση από τους Ιταλούς κατοίκους, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να ενσωματωθούν με δυσκολία στον κοινωνικό ιστό, ενώ η επιβίωσή τους ως ξένης εθνότητας εξαρτήθηκε σχεδόν αποκλειστικά από την τύχη της αδελφότητας.
Σύμφωνα με τις μελέτες του Ιωάννη Χασιώτη (1981, σελ.122) η κοινότητα της Νάπολης παρουσιάζει ένα ακόμη στοιχείο διαφοροποίησης σε σχέση με τις άλλες κοινότητες της Ιταλίας: τον μεγάλο αριθμό Ελλήνων Αρβανιτών, οι οποίοι, λόγω της προέλευσής τους από την ενδοχώρα, κατέληγαν στην πλειονότητά τους στις ορεινές και αγροτικές επαρχίες της Απουλίας, της βόρειας Καλαβρίας και της Σικελίας. Εκεί, δεχούμενες αργότερα και ομάδες ομόγλωσσών τους από τη Βόρεια Ήπειρο, εξελίχθηκαν με την πάροδο του χρόνου σε αμιγώς αλβανόφωνες, διατηρώντας εν μέρει και την ορθόδοξη λατρεία. Τη διαμονή στη Νάπολη προτιμούσαν απεναντίας οι αστικές και ευκατάστατες οικογένειες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μία ομάδα πλουσίων, η οποία επέβαλλε μία ταξική συμπεριφορά της κοινότητας, τόσο στο εσωτερικό της, όσο και στις σχέσεις της με την ευρύτερη ναπολετάνικη κοινωνία. Έτσι, ενώ από τη μια τα μέλη της διαφύλασσαν ως ακριβό προνόμιο την ελληνική ταυτότητά τους και τις δημοκρατικές και επαναστατικές τους πεποιθήσεις, από την άλλη αποζητούσαν μια βολική ένταξη στην ισπανική αυλή και την επακόλουθη ανέλκυση στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, μέσα από την απόκτηση τίτλων ευγενείας.
Στην ελληνική παροικία της Νάπολης πολλοί απασχολούνταν με τη ναυτιλία, οι περισσότεροι όμως ήταν στρατιώτες (οι περίφημοι stradiotti). Οι Έλληνες στρατεύονταν ως πεζικάριοι και έφιπποι για να συγκροτήσουν το περίφημο Μακεδονικό Τάγμα, που λειτούργησε από το τέλος του 17ου ώς τις αρχές του 18ου αι., καθώς επίσης το σώμα των Μακεδόνων Κυνηγών (1814-1820), στο οποίο είχε στηρίξει πολλές ελπίδες και η Φιλική Εταιρεία. Η κοινότητα άλλωστε διατηρούσε συνεχείς επαφές με την πατρίδα, συμμετέχοντας ενεργά στην εθνεγερσία, τόσο κατά τις μυστικές προετοιμασίες της, όσο και με την αποστολή στρατευμάτων όταν ξέσπασε η επανάσταση. Εκτιμάται δε ότι ακόμη και η αφοσίωση των απόδημων της Νάπολης στους Ισπανούς βασιλιάδες αποτελούσε έναν τρόπο για αυτούς τους εκπατρισμένους, να συνεισφέρουν στον εθνικό αγώνα εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι αποτελούσαν τον κοινό εχθρό τόσο της Ελλάδας όσο και της ισπανικής Αυτοκρατορίας.
Σήμερα, η κοινότητα της Νεάπολης είναι από τις πιο δραστήριες της Ιταλίας όσον αφορά τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, επιστημονικές συναντήσεις και ομιλίες, ενώ όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον αποκτά το περιοδικό της Ελληνικά Μηνύματα. Η αξιοσημείωτη ζωηρότητά της οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη πόλη αποτελεί έδρα του Έκτου Στόλου του ΝΑΤΟ, όπου υπηρετούν αρκετοί Έλληνες των Ενόπλων Δυνάμεων. Ωστόσο, είναι ανάγκη να σημειωθεί ότι το αρχαιοελληνικό πνεύμα ανέκαθεν καλλιεργήθηκε στη μεγαλοελλαδίτικη αυτή πόλη, ενώ το φιλελληνικό συναίσθημα υπήρξε εκεί πάντοτε αυξημένο, όπως αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από τη δημιουργία πανεπιστημιακής διδασκαλίας της νέας ελληνικής γλώσσας ήδη από τον 18ο αι., καθώς επίσης από την παρουσία αρκετών ναπολιτάνων αγωνιστών στην εθνεγερσία του ’21, όπως πιστοποιείται από τα σχετικά έγγραφα, τα οποία φυλάσσονται στα Κρατικά Αρχεία της Νάπολης.
Δραστηριότητα 1: Περιγράψτε τα κυριότερα χαρακτηριστικά των Ελλήνων της Νάπολης κατά τους 16ο-18ο αι. (10-15 σειρές).
Στην ελληνική παροικία της Νάπολης πολλοί απασχολούνταν με τη ναυτιλία, οι περισσότεροι όμως ήταν στρατιώτες (οι περίφημοι stradiotti). Οι Έλληνες στρατεύονταν ως πεζικάριοι και έφιπποι για να συγκροτήσουν το περίφημο Μακεδονικό Τάγμα, που λειτούργησε από το τέλος του 17ου ώς τις αρχές του 18ου αι., καθώς επίσης το σώμα των Μακεδόνων Κυνηγών (1814-1820), στο οποίο είχε στηρίξει πολλές ελπίδες και η Φιλική Εταιρεία. Η κοινότητα άλλωστε διατηρούσε συνεχείς επαφές με την πατρίδα, συμμετέχοντας ενεργά στην εθνεγερσία, τόσο κατά τις μυστικές προετοιμασίες της, όσο και με την αποστολή στρατευμάτων όταν ξέσπασε η επανάσταση. Εκτιμάται δε ότι ακόμη και η αφοσίωση των απόδημων της Νάπολης στους Ισπανούς βασιλιάδες αποτελούσε έναν τρόπο για αυτούς τους εκπατρισμένους, να συνεισφέρουν στον εθνικό αγώνα εναντίον των Τούρκων, οι οποίοι αποτελούσαν τον κοινό εχθρό τόσο της Ελλάδας όσο και της ισπανικής Αυτοκρατορίας.
Σήμερα, η κοινότητα της Νεάπολης είναι από τις πιο δραστήριες της Ιταλίας όσον αφορά τις πολιτιστικές εκδηλώσεις, επιστημονικές συναντήσεις και ομιλίες, ενώ όλο και μεγαλύτερο ενδιαφέρον αποκτά το περιοδικό της Ελληνικά Μηνύματα. Η αξιοσημείωτη ζωηρότητά της οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι η συγκεκριμένη πόλη αποτελεί έδρα του Έκτου Στόλου του ΝΑΤΟ, όπου υπηρετούν αρκετοί Έλληνες των Ενόπλων Δυνάμεων. Ωστόσο, είναι ανάγκη να σημειωθεί ότι το αρχαιοελληνικό πνεύμα ανέκαθεν καλλιεργήθηκε στη μεγαλοελλαδίτικη αυτή πόλη, ενώ το φιλελληνικό συναίσθημα υπήρξε εκεί πάντοτε αυξημένο, όπως αποδεικνύεται, μεταξύ άλλων, από τη δημιουργία πανεπιστημιακής διδασκαλίας της νέας ελληνικής γλώσσας ήδη από τον 18ο αι., καθώς επίσης από την παρουσία αρκετών ναπολιτάνων αγωνιστών στην εθνεγερσία του ’21, όπως πιστοποιείται από τα σχετικά έγγραφα, τα οποία φυλάσσονται στα Κρατικά Αρχεία της Νάπολης.
Δραστηριότητα 1: Περιγράψτε τα κυριότερα χαρακτηριστικά των Ελλήνων της Νάπολης κατά τους 16ο-18ο αι. (10-15 σειρές).
1.2. Λιβόρνο (Livorno)
Το Λιβόρνο, βορειοδυτική πόλη στην Τυρρηνική θάλασσα, με τα μεγάλα ναυπηγεία της, ήδη από την εποχή των Μεδίκων (16ο αι.) αποτελεί το κυριότερο λιμάνι της Τοσκάνης, συναγωνιζόμενο στο παρελθόν το πολύ σημαντικότερο σήμερα λιμάνι της Γένοβας. Κατά τα μέσα του 18ου αι. ο δούκας Κοσμάς Α´, για να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των μωαμεθανών πειρατών στη δυτική Μεσόγειο και τη βόρεια Αφρική, σκέφθηκε να δημιουργήσει μία δογματική ασπίδα, προσελκύοντας στο Λιβόρνο πολλούς χριστιανούς ορθόδοξους, τους οποίους θα στρατολογούσε στο Τάγμα του Αγίου Στεφάνου της Πίζας. Το 1572, λοιπόν, κάλεσε αρκετούς Έλληνες, στους οποίους παραχώρησε προνόμια και εφόδια κατάλληλα για την εγκατάστασή τους, ευνοώντας ιδιαίτερα όσους έρχονταν σε γάμο με ντόπιες γυναίκες. Το 1591 διόρισε κυβερνήτη του Λιβόρνου τον Έλληνα Βολτέρρα και έχτισε για τους Έλληνες τη συνοικία Borgo dei Greci, ενώ το 1601 η παροικία απέκτησε και εκκλησία. Φαίνεται ότι μέχρι τότε η ελληνική κοινότητα ζούσε ενωμένη σε πλήρη αρμονία και ότι τα προβλήματα άρχισαν το 1613, με την άφιξη από τη Δαμασκό πολλών Συρίων ουνιτών. Σύμφωνα με τις απόψεις των μελετητών, η συνύπαρξη ορθόδοξων και ουνιτών επόμενο ήταν να προκαλέσει έριδες και να διχάσει την κοινότητα. Έτσι, οι Έλληνες ζήτησαν την άδεια να κτίσουν δική τους εκκλησία (1760), την οποία κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο προικοδότησε με πολύτιμα σκεύη η Μεγάλη Αικατερίνη, αυτοκράτειρα της Ρωσίας.
Σε διάστημα δύο αιώνων η ελληνική παροικία του Λιβόρνου, αποτελούμενη από πλούσιους και μορφωμένους εμπόρους, όπως ήταν οι οικογένειες των Βλαστών, Μαυροκορδάτων, Τοσίτσηδων, Ροδοκανάκηδων, ανέπτυξε μεγάλη εμπορική δραστηριότητα, πολλαπλασιάζοντας τα μέλη της. Αυτά, σύμφωνα με τις πηγές, το 1775 αποφάσισαν να οργανωθούν σε Αδελφότητα, πραγματοποιώντας αξιόλογα κοινωφελή έργα: επιχορήγηση για την έκδοση έργων του Κοραή, παραχώρηση υποτροφιών σε ελληνόπουλα για σπουδές καλών τεχνών, εξοπλισμό πλοίων για τη μεταφορά Ελλήνων και φιλελλήνων πολεμιστών (μεταξύ αυτών ο Λόρδος Μπάιρον) και πολεμοφοδίων στην επαναστατημένη Ελλάδα. Τέλος, η πόλη αυτή υπήρξε το ορμητήριο του Μαυροκορδάτου και των συντρόφων του, αλλά και η δεύτερη πατρίδα του μεγάλου Ελληνοϊταλού ποιητή Ανδρέα Κάλβου (1795-1875).
Σήμερα, η παροικία του Λιβόρνου δεν υπάρχει πλέον: Πολλά από τα ωραία μνημεία της καταστράφηκαν κατά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ μόνο το νεκροταφείο με τους μεγαλοπρεπείς τάφους των μελών της μαρτυρεί την αίγλη, στην οποία η κοινότητα έφτασε στον 18ο και 19ο αι. Ωστόσο, σύμφωνα με εκθέσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, καταβάλλεται προσπάθεια από το ελληνικό κράτος, η κοινότητα αυτή να δραστηριοποιηθεί ξανά.
Το Λιβόρνο, βορειοδυτική πόλη στην Τυρρηνική θάλασσα, με τα μεγάλα ναυπηγεία της, ήδη από την εποχή των Μεδίκων (16ο αι.) αποτελεί το κυριότερο λιμάνι της Τοσκάνης, συναγωνιζόμενο στο παρελθόν το πολύ σημαντικότερο σήμερα λιμάνι της Γένοβας. Κατά τα μέσα του 18ου αι. ο δούκας Κοσμάς Α´, για να αντιμετωπίσει τις επιδρομές των μωαμεθανών πειρατών στη δυτική Μεσόγειο και τη βόρεια Αφρική, σκέφθηκε να δημιουργήσει μία δογματική ασπίδα, προσελκύοντας στο Λιβόρνο πολλούς χριστιανούς ορθόδοξους, τους οποίους θα στρατολογούσε στο Τάγμα του Αγίου Στεφάνου της Πίζας. Το 1572, λοιπόν, κάλεσε αρκετούς Έλληνες, στους οποίους παραχώρησε προνόμια και εφόδια κατάλληλα για την εγκατάστασή τους, ευνοώντας ιδιαίτερα όσους έρχονταν σε γάμο με ντόπιες γυναίκες. Το 1591 διόρισε κυβερνήτη του Λιβόρνου τον Έλληνα Βολτέρρα και έχτισε για τους Έλληνες τη συνοικία Borgo dei Greci, ενώ το 1601 η παροικία απέκτησε και εκκλησία. Φαίνεται ότι μέχρι τότε η ελληνική κοινότητα ζούσε ενωμένη σε πλήρη αρμονία και ότι τα προβλήματα άρχισαν το 1613, με την άφιξη από τη Δαμασκό πολλών Συρίων ουνιτών. Σύμφωνα με τις απόψεις των μελετητών, η συνύπαρξη ορθόδοξων και ουνιτών επόμενο ήταν να προκαλέσει έριδες και να διχάσει την κοινότητα. Έτσι, οι Έλληνες ζήτησαν την άδεια να κτίσουν δική τους εκκλησία (1760), την οποία κατά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο προικοδότησε με πολύτιμα σκεύη η Μεγάλη Αικατερίνη, αυτοκράτειρα της Ρωσίας.
Σε διάστημα δύο αιώνων η ελληνική παροικία του Λιβόρνου, αποτελούμενη από πλούσιους και μορφωμένους εμπόρους, όπως ήταν οι οικογένειες των Βλαστών, Μαυροκορδάτων, Τοσίτσηδων, Ροδοκανάκηδων, ανέπτυξε μεγάλη εμπορική δραστηριότητα, πολλαπλασιάζοντας τα μέλη της. Αυτά, σύμφωνα με τις πηγές, το 1775 αποφάσισαν να οργανωθούν σε Αδελφότητα, πραγματοποιώντας αξιόλογα κοινωφελή έργα: επιχορήγηση για την έκδοση έργων του Κοραή, παραχώρηση υποτροφιών σε ελληνόπουλα για σπουδές καλών τεχνών, εξοπλισμό πλοίων για τη μεταφορά Ελλήνων και φιλελλήνων πολεμιστών (μεταξύ αυτών ο Λόρδος Μπάιρον) και πολεμοφοδίων στην επαναστατημένη Ελλάδα. Τέλος, η πόλη αυτή υπήρξε το ορμητήριο του Μαυροκορδάτου και των συντρόφων του, αλλά και η δεύτερη πατρίδα του μεγάλου Ελληνοϊταλού ποιητή Ανδρέα Κάλβου (1795-1875).
Σήμερα, η παροικία του Λιβόρνου δεν υπάρχει πλέον: Πολλά από τα ωραία μνημεία της καταστράφηκαν κατά τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ μόνο το νεκροταφείο με τους μεγαλοπρεπείς τάφους των μελών της μαρτυρεί την αίγλη, στην οποία η κοινότητα έφτασε στον 18ο και 19ο αι. Ωστόσο, σύμφωνα με εκθέσεις της Γενικής Γραμματείας Απόδημου Ελληνισμού, καταβάλλεται προσπάθεια από το ελληνικό κράτος, η κοινότητα αυτή να δραστηριοποιηθεί ξανά.
1.3. Βενετία (Venezia)
Το ελληνικό στοιχείο ήταν παρόν στη Βενετία από πολλούς αιώνες πριν την Άλωση, δεδομένου ότι η πόλη αυτή θεωρούνταν η ”κόρη του Βυζάντιου” (ο χαρακτηρισμός αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι η πόλη όφειλε μεν υπακοή στον Βυζαντινό αυτοκράτορα, στην ουσία όμως τελούσε υπό ελεύθερο καθεστώς). Με την ανάπτυξη του εμπορίου με το Βυζάντιο, εγκαταστάθηκαν στη Βενετία οι πρώτοι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί, ενώ κατά τους αιώνες που αυτή κυριαρχούσε στη Μεσόγειο (Ενετοκρατία), πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες και λόγιοι ζούσαν στη βενετσιάνικη λιμνοθάλασσα. Η μετανάστευση των Ελλήνων προς τη Βενετία από την Άλωση και μετά αυξάνονταν συνεχώς, φθάνοντας τις σαράντα χιλιάδες άτομα το 1686. Και στην πόλη αυτή είχαμε stradiotti.
Ο Ακαδημαϊκός Μανούσος Μανούσακας (1991, σελ. 2) αναφέρει ότι, ένα από τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες της Βενετίας αφορούσε την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Το 1511, με την οργάνωσή τους σε Αδελφότητα του San Nicolò και ως αντάλλαγμα για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην πόλη, οι Έλληνες κατάφεραν να αποσπάσουν την άδεια της Γαληνοτάτης (έτσι αποκαλούνταν τότε η Βενετία) για την ανέγερση μεγαλοπρεπούς ναού, ο οποίος αφιερώθηκε στον San Giorgio de’ Greci. Η αδελφότητα συμπεριλάμβανε επιφανείς προσωπικότητες, όπως τους λόγιους Μάρκο Μουσούρο και Ιανό Λάσκαρι, οι οποίοι, χάρη στη φιλία τους με τον ουμανιστή και πεφωτισμένο πάπα Λέοντα Ι´, μεσολάβησαν ώστε οι συμπατριώτες τους της Βενετίας να εξασφαλίσουν την εύνοια του Βατικανού και να έχουν σχεδόν απόλυτη θρησκευτική ελευθερία.
Παρά τις αντεκδικήσεις ανάμεσα στους Λατίνους και τους ορθόδοξους ιερείς, χάρη και στη συμπαράσταση των αρχών της πόλης, η κοινότητα μπόρεσε να ξεπεράσει μία περίοδο αστάθειας και να αυξήσει μέρα με τη μέρα τον αριθμό των μελών της. Πολύ γρήγορα οι απόδημοι αυτοί Έλληνες, έμποροι και εφοπλιστές, συναγωνίστηκαν με τη βενετική αριστοκρατία σε πλούτο και χλιδή, ενώ με τις ενίοτε πλουσιοπάροχες δωρεές τους επέτρεπαν στην Αδελφότητα να εκτελεί το σπουδαίο φιλανθρωπικό της έργο, αλλά και να χρηματοδοτήσει την ανέγερση και τη διακόσμηση των μνημείων της. Το 1574 ο Κρητικός ζωγράφος Μιχαήλ Δαμασκηνός φιλοτέχνησε τον νεόκτιστο ναό του Αγίου Γεωργίου, ενώ το διάστημα 1566-68 εργάστηκε στη Βενετία και ο μεγάλος καλλιτέχνης Δομίνικος Θεοτοκόπουλος (El Greco). Η Αδελφότητα και η Μητρόπολη της Βενετίας, υπό την καθοδήγηση λόγιων ιεραρχών, όπως ήταν ο Γαβριήλ Σεβήρος, απέκτησαν τέτοιο κύρος και λαμπρότητα, ώστε το 1616 ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετέφερε εκεί και την έδρα της μεγάλης Μητρόπολης της Φιλαδέλφειας.
Σπουδαιότατη υπήρξε επίσης η κοινωνική και εκπαιδευτική δραστηριότητα της Αδελφότητας. Μεταξύ των άλλων, αναφέρεται η ίδρυση της περίφημης Φλαγγίνειου Σχολής (1622), όπου κατά τη διάρκεια των δύο και πλέον αιώνων λειτουργίας της, φιλοξενήθηκαν πάνω από πεντακόσιοι φοιτητές από όλη την Ελλάδα. Οι σχολές της Βενετίας αποτέλεσαν βασικούς θύλακες ουμανιστικής παιδείας για τους Έλληνες, ενώ η βενετική παροικία αναδείχθηκε ως η μεγάλη παιδευτική εστία του υπόδουλου Ελληνισμού.
Το ελληνικό στοιχείο ήταν παρόν στη Βενετία από πολλούς αιώνες πριν την Άλωση, δεδομένου ότι η πόλη αυτή θεωρούνταν η ”κόρη του Βυζάντιου” (ο χαρακτηρισμός αυτός οφείλεται στο γεγονός ότι η πόλη όφειλε μεν υπακοή στον Βυζαντινό αυτοκράτορα, στην ουσία όμως τελούσε υπό ελεύθερο καθεστώς). Με την ανάπτυξη του εμπορίου με το Βυζάντιο, εγκαταστάθηκαν στη Βενετία οι πρώτοι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί, ενώ κατά τους αιώνες που αυτή κυριαρχούσε στη Μεσόγειο (Ενετοκρατία), πολλοί Έλληνες καλλιτέχνες και λόγιοι ζούσαν στη βενετσιάνικη λιμνοθάλασσα. Η μετανάστευση των Ελλήνων προς τη Βενετία από την Άλωση και μετά αυξάνονταν συνεχώς, φθάνοντας τις σαράντα χιλιάδες άτομα το 1686. Και στην πόλη αυτή είχαμε stradiotti.
Ο Ακαδημαϊκός Μανούσος Μανούσακας (1991, σελ. 2) αναφέρει ότι, ένα από τα κυριότερα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι Έλληνες της Βενετίας αφορούσε την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων. Το 1511, με την οργάνωσή τους σε Αδελφότητα του San Nicolò και ως αντάλλαγμα για τις στρατιωτικές υπηρεσίες που είχαν προσφέρει στην πόλη, οι Έλληνες κατάφεραν να αποσπάσουν την άδεια της Γαληνοτάτης (έτσι αποκαλούνταν τότε η Βενετία) για την ανέγερση μεγαλοπρεπούς ναού, ο οποίος αφιερώθηκε στον San Giorgio de’ Greci. Η αδελφότητα συμπεριλάμβανε επιφανείς προσωπικότητες, όπως τους λόγιους Μάρκο Μουσούρο και Ιανό Λάσκαρι, οι οποίοι, χάρη στη φιλία τους με τον ουμανιστή και πεφωτισμένο πάπα Λέοντα Ι´, μεσολάβησαν ώστε οι συμπατριώτες τους της Βενετίας να εξασφαλίσουν την εύνοια του Βατικανού και να έχουν σχεδόν απόλυτη θρησκευτική ελευθερία.
Παρά τις αντεκδικήσεις ανάμεσα στους Λατίνους και τους ορθόδοξους ιερείς, χάρη και στη συμπαράσταση των αρχών της πόλης, η κοινότητα μπόρεσε να ξεπεράσει μία περίοδο αστάθειας και να αυξήσει μέρα με τη μέρα τον αριθμό των μελών της. Πολύ γρήγορα οι απόδημοι αυτοί Έλληνες, έμποροι και εφοπλιστές, συναγωνίστηκαν με τη βενετική αριστοκρατία σε πλούτο και χλιδή, ενώ με τις ενίοτε πλουσιοπάροχες δωρεές τους επέτρεπαν στην Αδελφότητα να εκτελεί το σπουδαίο φιλανθρωπικό της έργο, αλλά και να χρηματοδοτήσει την ανέγερση και τη διακόσμηση των μνημείων της. Το 1574 ο Κρητικός ζωγράφος Μιχαήλ Δαμασκηνός φιλοτέχνησε τον νεόκτιστο ναό του Αγίου Γεωργίου, ενώ το διάστημα 1566-68 εργάστηκε στη Βενετία και ο μεγάλος καλλιτέχνης Δομίνικος Θεοτοκόπουλος (El Greco). Η Αδελφότητα και η Μητρόπολη της Βενετίας, υπό την καθοδήγηση λόγιων ιεραρχών, όπως ήταν ο Γαβριήλ Σεβήρος, απέκτησαν τέτοιο κύρος και λαμπρότητα, ώστε το 1616 ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας μετέφερε εκεί και την έδρα της μεγάλης Μητρόπολης της Φιλαδέλφειας.
Σπουδαιότατη υπήρξε επίσης η κοινωνική και εκπαιδευτική δραστηριότητα της Αδελφότητας. Μεταξύ των άλλων, αναφέρεται η ίδρυση της περίφημης Φλαγγίνειου Σχολής (1622), όπου κατά τη διάρκεια των δύο και πλέον αιώνων λειτουργίας της, φιλοξενήθηκαν πάνω από πεντακόσιοι φοιτητές από όλη την Ελλάδα. Οι σχολές της Βενετίας αποτέλεσαν βασικούς θύλακες ουμανιστικής παιδείας για τους Έλληνες, ενώ η βενετική παροικία αναδείχθηκε ως η μεγάλη παιδευτική εστία του υπόδουλου Ελληνισμού.
Η Βενετία, στην οποία ο καρδινάλιος Βησσαρίων είχε κληροδοτήσει το 1468 την περίφημη συλλογή χειρογράφων του, όφειλε την πρωτιά της αυτή στην αξιοθαύμαστη δραστηριότητα του τυπογράφου και εκδότη Αλδου Μανούτιου, ο οποίος έφερε σε επαφή για πρώτη φορά τον δυτικό κόσμο με τους αρχαίους συγγραφείς, αλλά και με τους σύγχρονους Έλληνες λόγιους. Τα βιβλία αυτά τυπώνονταν κατά χιλιάδες αντίτυπα και τροφοδοτούσαν όλο τον Ελληνισμό, η καρδιά του οποίου για πολύ καιρό χτυπούσε στα περίφημα ελληνικά τυπογραφεία της Βενετίας, όπου εργάστηκαν γενεές Ελλήνων τεχνιτών και καλλιτεχνών.
Κατά το 18ο αι. η ζωή της κοινότητας περιήλθε σε νέες περιπέτειες και δογματικούς διχασμούς, οι οποίοι υπονόμευσαν τις σχέσεις της με το Κράτος. Το 1797, με την κατάκτηση της Βενετίας από τον Ναπολέοντα, όλη η περιουσία της Αδελφότητας κατασχέθηκε από τους Γάλλους, με αποτέλεσμα να επισπευσθεί η διάλυσή της, που είχε αρχίσει από τα προηγούμενα χρόνια. Η μετατόπιση του εμπορίου και των οικονομικών δραστηριοτήτων προς τη Βόρεια Ευρώπη, αλλά και η ίδρυση του ελληνικού Κράτους το 1830, διαδραμάτισαν αποφασιστικό ρόλο στην αποχώρηση των Ελλήνων από τη Βενετία. Η διάλυση της κοινότητας συντελέστηκε με το τέλος της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας και την επακόλουθη Ενοποίηση της Ιταλίας (1871).
1.4. Τεργέστη (Trieste)
Μία άλλη ελληνική παροικία όμως είχε ήδη αναλάβει από νωρίς την οικονομική καθοδήγηση της ελληνικής διασποράς στην Ιταλία και την εμπορική κυριαρχία της Αδριατικής: η Τεργέστη. Η πόλη αυτή, τοποθετημένη στο βορειότερο σημείο της Αδριατικής, επωφελήθηκε από το προνομιακό καθεστώς της ως ελεύθερου λιμανιού. Πράγματι, το 1719, ο αυτοκράτορας Κάρολος ο ΣΤ´ κήρυξε την Τεργέστη porto franco, επιτρέποντας τις ελεύθερες συναλλαγές σε όλες τις εθνότητες και δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό έναν καίριο οικονομικό κόμβο του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου. Ο προσανατολισμός της πόλης προς την Ανατολή στάθηκε η αιτία για τους Έλληνες εμπόρους να μεταφέρουν εκεί τις επιχειρήσεις τους, ειδικά μετά την πτώση της Βενετίας.
Οι πρώτες έγκυρες μαρτυρίες για εγκαταστάσεις Ελλήνων στην πόλη, όπως επισημαίνει η ιστορικός Ολγα Κατσιαρδή-Hering (1986, τομ.1, σ. 35), χρονολογούνται από το β’ μισό του 1700, αφορούν δε, όπως συμβαίνει και με άλλες κοινότητες, εκκλησιαστικά γεγονότα. Το 1750, ομάδα Ελλήνων έλαβε από την αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία την άδεια για την ανέγερση ορθόδοξου ναού. Τα θρησκευτικά προνόμια που τους παραχωρήθηκαν αφορούσαν όμως και τους ομόδοξους Σέρβους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αρκετά προβλήματα ανάμεσα στις δύο εθνότητες. Το 1787 οι Έλληνες κατόρθωσαν να ιδρύσουν αποκλειστικά δικό τους ναό, αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και τον Άγιο Νικόλαο, ενώ το 1786 συστάθηκε η κοινότητα. Κατόπιν, το 1801, ιδρύθηκε και σχολείο, στο οποίο εδίδαξαν έγκριτοι καθηγητές, όπως ο Διονύσιος Θερειανός και ο Κωνσταντίνος Ασώπιος. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο ελληνικός πληθυσμός της Τεργέστης από τα 154 άτομα του 1765 έφτασε στη μεγαλύτερη δύναμή του το 1822 με 3200 άτομα, καταφέρνοντας να θέσει υπό τον έλεγχό του το εμπόριο της Ανατολής. Οι απόδημοι αυτοί ήταν αρχικά μεσίτες και πράκτορες λιανικής και χονδρικής πώλησης, με οικογενειακού χαρακτήρα εταιρείες που έδρευαν στη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Χίο, την Κρήτη, την Πελοπόννησο και την Ήπειρο, αλλά και στις πόλεις της ευρωπαϊκής (Βιέννη, Λιβόρνο, Μασσαλία, Λονδίνο) και της υπερπόντιας διασποράς (Νέα Υόρκη). Ήδη από τον πρώτο καιρό, τους συναντούμε να συμμετέχουν ενεργά στη διοίκηση του εμπορικού επιμελητηρίου και του χρηματιστηρίου (στο οποίο τρεις Έλληνες θα διατελέσουν πρόεδροι), ενώ εμφανίζονται και ως μέτοχοι σε επιχειρήσεις υφαντουργίας και μεταλλουργίας. Εκτός όμως από το εμπόριο και τις αμέσως με αυτό συναρτημένες δραστηριότητες (όπως είναι η πλοιοκτησία και η χρηματιστηριακή), ένας ακόμη τομέας στον οποίο οι Έλληνες μετανάστες της Τεργέστης δραστηριοποιούνταν ήταν η βιοτεχνία (βαφεία νημάτων, εργαστήρια παραγωγής τοπικού ποτού), με σημείο ακμής το 1875, όταν οι ελληνικές επιχειρήσεις έφτασαν να απασχολούν 350 εργάτες. Ωστόσο ο χώρος στον οποίο διέπρεψαν είναι κυρίως ο ασφαλιστικός: Το 1789 ιδρύεται η πρώτη ελληνική εταιρεία ασφαλίσεων, ενώ ακολούθησαν πολλές άλλες, στις οποίες συμμετείχαν Έλληνες κατά πλειοψηφία ή με σημαντικά κεφάλαια.
Μία άλλη ελληνική παροικία όμως είχε ήδη αναλάβει από νωρίς την οικονομική καθοδήγηση της ελληνικής διασποράς στην Ιταλία και την εμπορική κυριαρχία της Αδριατικής: η Τεργέστη. Η πόλη αυτή, τοποθετημένη στο βορειότερο σημείο της Αδριατικής, επωφελήθηκε από το προνομιακό καθεστώς της ως ελεύθερου λιμανιού. Πράγματι, το 1719, ο αυτοκράτορας Κάρολος ο ΣΤ´ κήρυξε την Τεργέστη porto franco, επιτρέποντας τις ελεύθερες συναλλαγές σε όλες τις εθνότητες και δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό έναν καίριο οικονομικό κόμβο του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου. Ο προσανατολισμός της πόλης προς την Ανατολή στάθηκε η αιτία για τους Έλληνες εμπόρους να μεταφέρουν εκεί τις επιχειρήσεις τους, ειδικά μετά την πτώση της Βενετίας.
Οι πρώτες έγκυρες μαρτυρίες για εγκαταστάσεις Ελλήνων στην πόλη, όπως επισημαίνει η ιστορικός Ολγα Κατσιαρδή-Hering (1986, τομ.1, σ. 35), χρονολογούνται από το β’ μισό του 1700, αφορούν δε, όπως συμβαίνει και με άλλες κοινότητες, εκκλησιαστικά γεγονότα. Το 1750, ομάδα Ελλήνων έλαβε από την αυτοκράτειρα Μαρία Θηρεσία την άδεια για την ανέγερση ορθόδοξου ναού. Τα θρησκευτικά προνόμια που τους παραχωρήθηκαν αφορούσαν όμως και τους ομόδοξους Σέρβους, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν αρκετά προβλήματα ανάμεσα στις δύο εθνότητες. Το 1787 οι Έλληνες κατόρθωσαν να ιδρύσουν αποκλειστικά δικό τους ναό, αφιερωμένο στην Αγία Τριάδα και τον Άγιο Νικόλαο, ενώ το 1786 συστάθηκε η κοινότητα. Κατόπιν, το 1801, ιδρύθηκε και σχολείο, στο οποίο εδίδαξαν έγκριτοι καθηγητές, όπως ο Διονύσιος Θερειανός και ο Κωνσταντίνος Ασώπιος. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο ελληνικός πληθυσμός της Τεργέστης από τα 154 άτομα του 1765 έφτασε στη μεγαλύτερη δύναμή του το 1822 με 3200 άτομα, καταφέρνοντας να θέσει υπό τον έλεγχό του το εμπόριο της Ανατολής. Οι απόδημοι αυτοί ήταν αρχικά μεσίτες και πράκτορες λιανικής και χονδρικής πώλησης, με οικογενειακού χαρακτήρα εταιρείες που έδρευαν στη Σμύρνη, την Κωνσταντινούπολη, τη Χίο, την Κρήτη, την Πελοπόννησο και την Ήπειρο, αλλά και στις πόλεις της ευρωπαϊκής (Βιέννη, Λιβόρνο, Μασσαλία, Λονδίνο) και της υπερπόντιας διασποράς (Νέα Υόρκη). Ήδη από τον πρώτο καιρό, τους συναντούμε να συμμετέχουν ενεργά στη διοίκηση του εμπορικού επιμελητηρίου και του χρηματιστηρίου (στο οποίο τρεις Έλληνες θα διατελέσουν πρόεδροι), ενώ εμφανίζονται και ως μέτοχοι σε επιχειρήσεις υφαντουργίας και μεταλλουργίας. Εκτός όμως από το εμπόριο και τις αμέσως με αυτό συναρτημένες δραστηριότητες (όπως είναι η πλοιοκτησία και η χρηματιστηριακή), ένας ακόμη τομέας στον οποίο οι Έλληνες μετανάστες της Τεργέστης δραστηριοποιούνταν ήταν η βιοτεχνία (βαφεία νημάτων, εργαστήρια παραγωγής τοπικού ποτού), με σημείο ακμής το 1875, όταν οι ελληνικές επιχειρήσεις έφτασαν να απασχολούν 350 εργάτες. Ωστόσο ο χώρος στον οποίο διέπρεψαν είναι κυρίως ο ασφαλιστικός: Το 1789 ιδρύεται η πρώτη ελληνική εταιρεία ασφαλίσεων, ενώ ακολούθησαν πολλές άλλες, στις οποίες συμμετείχαν Έλληνες κατά πλειοψηφία ή με σημαντικά κεφάλαια.
Ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζει η δημοσιογραφική δραστηριότητα των “Τριεστίνων”, η οποία αποτελεί ένα ακόμη διαφοροποιό στοιχείο σε σχέση με τις άλλες ελληνικές παροικίες της Ιταλίας. Από τα μέσα ώς τα τέλη του 1800 στην πόλη της Αδριατικής εκδίδονταν τουλάχιστον δύο σημαντικά φύλλα, με πολιτικό και φιλολογικό κυρίως προσανατολισμό, η Ημέρα και η Κλειώ, οι οποίες, μαζί με την οικονομικού χαρακτήρα εφημερίδα Εμπορικός Ταχυδρόμος, αποσκοπούσαν στην ενημέρωση του ελληνικού κοινού στα κέντρα τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής.
Η συμβολή της Τεργέστης στην εθνική αφύπνιση και επανάσταση πρέπει να εξαρθεί ιδιαίτερα. Πράγματι η πόλη αυτή, όπου το 1797 είχε συλληφθεί ο επαναστάτης Ρήγας Φεραίος, έδωσε αρκετά μέλη στη Φιλική Εταιρεία, ενώ φιλοξένησε και τον Δημήτριο Υψηλάντη κατά την προώθησή του στην Ελλάδα.
Σήμερα, όμως, η άλλοτε ανθούσα και εύπορη παροικία της Τεργέστης τείνει να εξαφανιστεί, παρά τη γενναία προσπάθεια της Ελλήνων της πόλης να διαφυλάξουν την ιστορική κληρονομιά τους στο μουσείο και στη βιβλιοθήκη της κοινότητας.
Δραστηριότητα 2 : Συντάξτε έναν κατάλογο με τα χαρακτηριστικά των τριών κοινοτήτων που προαναφέρθηκαν (Λιβόρνο, Βενετία, Τεργέστη) και συγκρίνετέ τα με τα χαρακτηριστικά της Νεάπολης (15 σειρές).
Σήμερα, όμως, η άλλοτε ανθούσα και εύπορη παροικία της Τεργέστης τείνει να εξαφανιστεί, παρά τη γενναία προσπάθεια της Ελλήνων της πόλης να διαφυλάξουν την ιστορική κληρονομιά τους στο μουσείο και στη βιβλιοθήκη της κοινότητας.
Δραστηριότητα 2 : Συντάξτε έναν κατάλογο με τα χαρακτηριστικά των τριών κοινοτήτων που προαναφέρθηκαν (Λιβόρνο, Βενετία, Τεργέστη) και συγκρίνετέ τα με τα χαρακτηριστικά της Νεάπολης (15 σειρές).
1.5. Οι Μανιάτες της Ιταλίας και της Κορσικής
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν κατά τον 17ο-18ο αι. οι μετακινήσεις κατοίκων από τη μανιάτικη χώρα προς την Τοσκάνη και άλλες περιοχές της ιταλικής επικράτειας, καθώς επίσης προς την πόλη Cargese της Κορσικής (η Κορσική, η οποία σήμερα ανήκει διοικητικά στη Γαλλία, περιλαμβάνεται στην ενότητα της Ιταλίας επειδή κατά την εποχή που δέχθηκε τους Έλληνες πρόσφυγες, το νησί αυτό βρισκόταν υπό την κυριαρχία Ιταλού ηγεμόνα). Η ιδιαιτερότητα των μετοικεσιών των Μανιατών έγκειται στο γεγονός, ότι αυτές ήταν ομαδικές και προγραμματισμένες. Επιπλέον, κίνητρά τους δεν ήταν το εμπόριο και το οικονομικό κέρδος, αλλά η αναζήτηση της ελευθερίας και αξιοπρεπέστερων συνθηκών διαβίωσης. Ο εκπατρισμός από τα χωριά της Μάνης προς την Ιταλία, στον οποίο συνήθως συμμετείχε όλο το χωριό υπό την αυστηρή καθοδήγηση των επιφανών οικογενειών και των ιερέων, πραγματοποιούνταν σύμφωνα με μία καθιερωμένη διαδικασία: οι εκπρόσωποι των Μανιατών έρχονταν σε επαφή με τους Ιταλούς άρχοντες, από τους οποίους λάμβαναν την άδεια, αλλά και την υλική υποστήριξη, για να ταξιδέψουν στα εδάφη τους. Όσοι από τους Μανιάτες πήγαν στην Τοσκάνη (από το 1671 έως το 1682), διαπραγματεύθηκαν λοιπόν με τον δούκα Κόζιμο Γ’ των Μεδίκων (από τους οποίους φέρεται να καταγόταν η μανιάτικη οικογένεια των Γιατραίων – Μέδιτζι), ενώ αυτοί που το 1677 εκπατρίστηκαν στο Cargese της Κορσικής συνεννοήθηκαν με τις αρχές της Γένοβας, η οποία εξουσίαζε τότε το νησί. Όσον αφορά, τέλος, τις μετακινήσεις Μανιατών προς τη νότια Ιταλία, η μόνη σαφής μαρτυρία αναφέρει ότι κατά το 1674, 175 Έλληνες Μανιάτες, αποβιβάστηκαν στο λιμάνι του Τάραντα, προερχόμενοι όμως από την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο.
Στις ιταλικές τους εγκαταστάσεις πλέον, οι Μανιάτες δεσμεύθηκαν με τις τοπικές αρχές να υπηρετούν τους άρχοντες που τους φιλοξενούσαν και να υποταχθούν στη ρωμαϊκή εκκλησία και τον Πάπα. Ωστόσο, ενώ δεν τήρησαν στο ακέραιο αυτόν τον δεύτερο όρο -ίσως, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, λόγω του πιεστικού προσηλυτισμού των τοπικών θρησκευτικών λειτουργών-, κατά τα άλλα οι σχέσεις τους με τους Ιταλούς ήταν φιλικές. Όμως, αρκετοί από τους Μανιάτες δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις δύσκολες συνθήκες ζωής της λεγόμενης maremma (ελώδης περιοχή) της Τοσκάνης: Έτσι, άλλοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα και άλλοι μετακινήθηκαν προς το Λιβόρνο, όπου ενσωματώθηκαν στην εκεί ελληνική κοινότητα. Όσον αφορά τους υπόλοιπους, φαίνεται ότι άρχισαν να εξιταλίζονται αρκετά νωρίς, ενώ η αφομοίωσή τους είναι πιθανό να διευκολύνθηκε και να επισπεύσθηκε από το χαμηλό μορφωτικό επίπεδό τους, με αποτέλεσμα να μην προβάλουν ικανή αντίσταση στη ραγδαία απορρόφησή τους από τη νοοτροπία και τη γλώσσα της νέας τους πατρίδας.
Ξεχωριστή περίπτωση αποτελούν κατά τον 17ο-18ο αι. οι μετακινήσεις κατοίκων από τη μανιάτικη χώρα προς την Τοσκάνη και άλλες περιοχές της ιταλικής επικράτειας, καθώς επίσης προς την πόλη Cargese της Κορσικής (η Κορσική, η οποία σήμερα ανήκει διοικητικά στη Γαλλία, περιλαμβάνεται στην ενότητα της Ιταλίας επειδή κατά την εποχή που δέχθηκε τους Έλληνες πρόσφυγες, το νησί αυτό βρισκόταν υπό την κυριαρχία Ιταλού ηγεμόνα). Η ιδιαιτερότητα των μετοικεσιών των Μανιατών έγκειται στο γεγονός, ότι αυτές ήταν ομαδικές και προγραμματισμένες. Επιπλέον, κίνητρά τους δεν ήταν το εμπόριο και το οικονομικό κέρδος, αλλά η αναζήτηση της ελευθερίας και αξιοπρεπέστερων συνθηκών διαβίωσης. Ο εκπατρισμός από τα χωριά της Μάνης προς την Ιταλία, στον οποίο συνήθως συμμετείχε όλο το χωριό υπό την αυστηρή καθοδήγηση των επιφανών οικογενειών και των ιερέων, πραγματοποιούνταν σύμφωνα με μία καθιερωμένη διαδικασία: οι εκπρόσωποι των Μανιατών έρχονταν σε επαφή με τους Ιταλούς άρχοντες, από τους οποίους λάμβαναν την άδεια, αλλά και την υλική υποστήριξη, για να ταξιδέψουν στα εδάφη τους. Όσοι από τους Μανιάτες πήγαν στην Τοσκάνη (από το 1671 έως το 1682), διαπραγματεύθηκαν λοιπόν με τον δούκα Κόζιμο Γ’ των Μεδίκων (από τους οποίους φέρεται να καταγόταν η μανιάτικη οικογένεια των Γιατραίων – Μέδιτζι), ενώ αυτοί που το 1677 εκπατρίστηκαν στο Cargese της Κορσικής συνεννοήθηκαν με τις αρχές της Γένοβας, η οποία εξουσίαζε τότε το νησί. Όσον αφορά, τέλος, τις μετακινήσεις Μανιατών προς τη νότια Ιταλία, η μόνη σαφής μαρτυρία αναφέρει ότι κατά το 1674, 175 Έλληνες Μανιάτες, αποβιβάστηκαν στο λιμάνι του Τάραντα, προερχόμενοι όμως από την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο.
Στις ιταλικές τους εγκαταστάσεις πλέον, οι Μανιάτες δεσμεύθηκαν με τις τοπικές αρχές να υπηρετούν τους άρχοντες που τους φιλοξενούσαν και να υποταχθούν στη ρωμαϊκή εκκλησία και τον Πάπα. Ωστόσο, ενώ δεν τήρησαν στο ακέραιο αυτόν τον δεύτερο όρο -ίσως, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, λόγω του πιεστικού προσηλυτισμού των τοπικών θρησκευτικών λειτουργών-, κατά τα άλλα οι σχέσεις τους με τους Ιταλούς ήταν φιλικές. Όμως, αρκετοί από τους Μανιάτες δεν μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις δύσκολες συνθήκες ζωής της λεγόμενης maremma (ελώδης περιοχή) της Τοσκάνης: Έτσι, άλλοι αποφάσισαν να επιστρέψουν στην πατρίδα και άλλοι μετακινήθηκαν προς το Λιβόρνο, όπου ενσωματώθηκαν στην εκεί ελληνική κοινότητα. Όσον αφορά τους υπόλοιπους, φαίνεται ότι άρχισαν να εξιταλίζονται αρκετά νωρίς, ενώ η αφομοίωσή τους είναι πιθανό να διευκολύνθηκε και να επισπεύσθηκε από το χαμηλό μορφωτικό επίπεδό τους, με αποτέλεσμα να μην προβάλουν ικανή αντίσταση στη ραγδαία απορρόφησή τους από τη νοοτροπία και τη γλώσσα της νέας τους πατρίδας.
1.6. Οι Έλληνες της Ιταλίας σήμερα.
Σύμφωνα με πηγές του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, οι Έλληνες διαμένοντες σήμερα στην Ιταλία ανέρχονται περίπου στις 4.500 άτομα, διασκορπισμένοι σε διάφορα κέντρα της χώρας, κυρίως στις βόρειες βιομηχανικές πόλεις Μιλάνο και Τορίνο. Στη Μπολώνια, Φλωρεντία και Νάπολη διαμένουν κυρίως οι φοιτητές, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται στις 14.000 σε όλη τη χώρα. Σε άλλες εποχές οι Έλληνες φοιτητές στην Ιταλία ήταν οργανωμένοι σε σωματεία (nazioni), τα οποία έγραψαν λαμπρές σελίδες στην ιστορία των πανεπιστημίων.
Σύμφωνα με πηγές του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, οι Έλληνες διαμένοντες σήμερα στην Ιταλία ανέρχονται περίπου στις 4.500 άτομα, διασκορπισμένοι σε διάφορα κέντρα της χώρας, κυρίως στις βόρειες βιομηχανικές πόλεις Μιλάνο και Τορίνο. Στη Μπολώνια, Φλωρεντία και Νάπολη διαμένουν κυρίως οι φοιτητές, ο αριθμός των οποίων υπολογίζεται στις 14.000 σε όλη τη χώρα. Σε άλλες εποχές οι Έλληνες φοιτητές στην Ιταλία ήταν οργανωμένοι σε σωματεία (nazioni), τα οποία έγραψαν λαμπρές σελίδες στην ιστορία των πανεπιστημίων.
Τομείς ενασχόλησης των Ελλήνων στην Ιταλία είναι ως επί το πλείστον το εμπόριο (υφαντουργία, κατεργασία γούνας, χρυσοχοϊα) και τα ελεύθερα επαγγέλματα (φαρμακοποιοί, γιατροί, αρχιτέκτονες, μηχανικοί), ενώ ικανός αριθμός Ελλήνων είχαν αρχίσει να απασχολούνται στην ιταλική δημόσια διοίκηση πριν ακόμη εφαρμοστούν οι διατάξεις της Ε.Ε. περί της ελεύθερης διακίνησης εργασίας.
Επίσημες πηγές (ΥΠΕΞ, Γενική Γραμματεία Απόδημου Ελληνισμού) χαρτογραφούν τις ελληνικές κοινότητες της Ιταλίας με βάση τις προξενικές αρχές. Συγκεκριμένα αναφέρουν τα εξής προξενεία: Ρώμη, Μιλάνο, Γένοβα (Φλωρεντία – Λιβόρνο), Νάπολη και Βενετία. Προξενικές αρχές φιλοξενούνται, μεταξύ άλλων, και στην Τεργέστη, το Μπάρι και την Κατάνη. Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι οι Έλληνες της Ιταλίας είναι πλήρως ενσωματωμένοι στην ιταλική κοινωνία, ενώ παρατηρείται έλλειψη συστηματικής οργάνωσής τους. Η κατάσταση αυτή δεν φαίνεται να βελτιώθηκε με την ίδρυση τη δεκαετία του ’80 κάποιων πολιτιστικών και επαγγελματικών οργανώσεων, όπως είναι λ.χ. ο Μορφωτικός Σύλλογος Ελληνίδων της Νάπολης, ο Σύλλογος Πιεμόντε-Ελλάδα “Σαντόρρε ντι Σανταρόζα”, ο Σύλλογος Ελλήνων Φαρμακοποιών “Γαληνός”, κ.ά. Τουλάχιστο στο πολιτιστικό επίπεδο, δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι η πιο αξιόλογη και αποτελεσματική δραστηριότητα στον πολιτιστικό και εκπαιδευτικό τομέα, επιτελείται από τις έδρες Νεοελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας στα ιταλικά Πανεπιστήμια, με προεξάρχουσα την έδρα της Νάπολης, και από τα Ινστιτούτα Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών της Ρώμης, του Παλέρμο και της Πάδοβας, καθώς επίσης, από ελληνική πλευρά, από το Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας.
Η νέα ελληνική γλώσσα και φιλολογία διδάσκεται σε αρκετά πανεπιστήμια, όπου αξιέπαινο είναι το ερευνητικό και διδακτικό, αλλά και εκδοτικό (εκδόσεις επιστημονικών βιβλίων και περιοδικών, μεταφράσεις λογοτεχνίας) έργο των Ιταλών νεοελληνιστών για την προάσπιση και τη διάδοση της γλώσσας και του πολιτισμού της σύγχρονης Ελλάδας. Από τον Νότο προς τον Βορρά αναφέρονται τα πανεπιστήμια των εξής πόλεων: Παλέρμο, Κατάνης, Μπάρι, Νάπολη, Ρώμη, Πάδοβα, Μιλάνο, Βενετία και Τεργέστη, και ιδίως τα πανεπιστήμια της Κοζέντσας και του Λέτσε, που προς το παρόν αποτελούν σημεία αναφοράς για τη διδασκαλία της γλώσσας στις ελληνόφωνες περιοχές.
Στο σημείο αυτό πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι θα ήταν ευχής έργο η ίδρυση έδρας Νέας Ελληνικής Γλώσσας στο πανεπιστήμιο del Mediterraneo του Reggio, την καθεαυτή πρωτεύουσα του Ελληνισμού στην Καλαβρία (βλ. παρακάτω). Εξάλλου, το Ινστιτούτο της Βενετίας έχει ως κύριο σκοπό τη μελέτη της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο μέσα από ιταλικά και βενετικά αρχεία. Για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού το Ινστιτούτο χορηγεί υποτροφίες σε νέους ερευνητές, προσκαλεί όμως και δόκιμους επιστήμονες, ενώ τα πορίσματα των ερευνών τους δημοσιεύονται στο περιοδικό θησαυρίσματα. Το Ινστιτούτο ιδρύθηκε με νόμο του 1951, σε εφαρμογή μορφωτικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, και αποτελεί το μοναδικό ελληνικό κέντρο επιστημονικής έρευνας στο εξωτερικό. Υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και ο διευθυντής του εκλέγεται από την Ακαδημία Αθηνών. Κυριότερα τμήματα του Ινστιτούτου είναι η βιβλιοθήκη (με πλούσια συλλογή ελληνικών εγγράφων), το μουσείο και τα αρχεία, όπου φυλάγονται πολλές δεκάδες χιλιάδες πολύτιμων ντοκουμέντων, τα οποία μαρτυρούν, όχι μόνο τη δράση των Ελλήνων της Βενετίας, αλλά και όλου του Ελληνισμού κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία.
Στην Ιταλία λειτουργούν επίσης σχολεία μητρικής γλώσσας για Έλληνες (παιδιά και ενήλικες) στις κοινότητες των πόλεων Τορίνο, Μιλάνο και Γένοβα. Η διδασκαλία παρέχεται από Έλληνες δασκάλους απεσταλμένους του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο, η εκτίμηση των επίσημων φορέων είναι ότι παρά τα μεγάλα ποσά που δαπανώνται, η εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων στην Ιταλία αποτελεί ένα πρόβλημα που δεν έχει ακόμη βρει την επίλυσή του.
Τέλος, όσον αφορά την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ιταλίας, αξίζει να σημειωθεί ότι υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Αυστρίας και ότι είναι παρούσα στη χώρα με δύο επισκόπους (Ρώμης και Νεαπόλεως), ενώ οι υπόλοιπες κοινότητες καλύπτονται από ιερείς. Η δραστηριότητα της Εκκλησίας παραμένει όμως περιορισμένη στον χώρο της εκάστοτε κοινότητας και στα πλαίσια των λειτουργικών της αρμοδιοτήτων, ενώ δεν αφορά συνήθως άλλους τομείς, λ.χ. τον πολιτισμό ή τη νεολαία.
Δραστηριότητα 3 : Ποιά χαρακτηριστικά από τις ελληνικές κοινότητες της Ιταλίας μπορούν να αποτελέσουν σημεία σύγκρισης με τις κοινότητες των Ελλήνων της Γαλλίας; (15 σειρές)
Η νέα ελληνική γλώσσα και φιλολογία διδάσκεται σε αρκετά πανεπιστήμια, όπου αξιέπαινο είναι το ερευνητικό και διδακτικό, αλλά και εκδοτικό (εκδόσεις επιστημονικών βιβλίων και περιοδικών, μεταφράσεις λογοτεχνίας) έργο των Ιταλών νεοελληνιστών για την προάσπιση και τη διάδοση της γλώσσας και του πολιτισμού της σύγχρονης Ελλάδας. Από τον Νότο προς τον Βορρά αναφέρονται τα πανεπιστήμια των εξής πόλεων: Παλέρμο, Κατάνης, Μπάρι, Νάπολη, Ρώμη, Πάδοβα, Μιλάνο, Βενετία και Τεργέστη, και ιδίως τα πανεπιστήμια της Κοζέντσας και του Λέτσε, που προς το παρόν αποτελούν σημεία αναφοράς για τη διδασκαλία της γλώσσας στις ελληνόφωνες περιοχές.
Στο σημείο αυτό πρέπει ωστόσο να σημειωθεί ότι θα ήταν ευχής έργο η ίδρυση έδρας Νέας Ελληνικής Γλώσσας στο πανεπιστήμιο del Mediterraneo του Reggio, την καθεαυτή πρωτεύουσα του Ελληνισμού στην Καλαβρία (βλ. παρακάτω). Εξάλλου, το Ινστιτούτο της Βενετίας έχει ως κύριο σκοπό τη μελέτη της ελληνικής ιστορίας και του ελληνικού πολιτισμού κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο μέσα από ιταλικά και βενετικά αρχεία. Για την εκπλήρωση αυτού του σκοπού το Ινστιτούτο χορηγεί υποτροφίες σε νέους ερευνητές, προσκαλεί όμως και δόκιμους επιστήμονες, ενώ τα πορίσματα των ερευνών τους δημοσιεύονται στο περιοδικό θησαυρίσματα. Το Ινστιτούτο ιδρύθηκε με νόμο του 1951, σε εφαρμογή μορφωτικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας, και αποτελεί το μοναδικό ελληνικό κέντρο επιστημονικής έρευνας στο εξωτερικό. Υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και ο διευθυντής του εκλέγεται από την Ακαδημία Αθηνών. Κυριότερα τμήματα του Ινστιτούτου είναι η βιβλιοθήκη (με πλούσια συλλογή ελληνικών εγγράφων), το μουσείο και τα αρχεία, όπου φυλάγονται πολλές δεκάδες χιλιάδες πολύτιμων ντοκουμέντων, τα οποία μαρτυρούν, όχι μόνο τη δράση των Ελλήνων της Βενετίας, αλλά και όλου του Ελληνισμού κατά την Ενετοκρατία και την Τουρκοκρατία.
Στην Ιταλία λειτουργούν επίσης σχολεία μητρικής γλώσσας για Έλληνες (παιδιά και ενήλικες) στις κοινότητες των πόλεων Τορίνο, Μιλάνο και Γένοβα. Η διδασκαλία παρέχεται από Έλληνες δασκάλους απεσταλμένους του Ελληνικού Υπουργείου Παιδείας. Ωστόσο, η εκτίμηση των επίσημων φορέων είναι ότι παρά τα μεγάλα ποσά που δαπανώνται, η εκπαίδευση των Ελληνοπαίδων στην Ιταλία αποτελεί ένα πρόβλημα που δεν έχει ακόμη βρει την επίλυσή του.
Τέλος, όσον αφορά την ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία της Ιταλίας, αξίζει να σημειωθεί ότι υπάγεται στην Ιερά Μητρόπολη Αυστρίας και ότι είναι παρούσα στη χώρα με δύο επισκόπους (Ρώμης και Νεαπόλεως), ενώ οι υπόλοιπες κοινότητες καλύπτονται από ιερείς. Η δραστηριότητα της Εκκλησίας παραμένει όμως περιορισμένη στον χώρο της εκάστοτε κοινότητας και στα πλαίσια των λειτουργικών της αρμοδιοτήτων, ενώ δεν αφορά συνήθως άλλους τομείς, λ.χ. τον πολιτισμό ή τη νεολαία.
Δραστηριότητα 3 : Ποιά χαρακτηριστικά από τις ελληνικές κοινότητες της Ιταλίας μπορούν να αποτελέσουν σημεία σύγκρισης με τις κοινότητες των Ελλήνων της Γαλλίας; (15 σειρές)
2.1. Γεωγραφική και ιστορική αναδίφηση των ελληνόφωνων περιοχών της νότιας Ιταλίας.
Ξεκινώντας από ανατολικά προς δυτικά, πρώτος σταθμός στην ελληνόφωνη νότια Ιταλία είναι η Απουλία. Οι εκεί ελληνόφωνοι είναι εγκαταστημένοι στην Terra d’Otranto ή και Grecìa salentina (επαρχία του Lecce), συγκεκριμένα στις εξής εννέα κοινότητες: Calimera, Martignano, Zollino, Martano, Castrignano dei Greci, Melpignano, Corigliano, Soleto και Sternatia, ενώ 500 χλμ. πιο νότια θα συναντήσουμε τις ελληνόφωνες κοινότητες της επαρχίας του Ρηγίου της Καλαβρίας (Reggio Calabria), οι οποίες βρίσκονται στη νοτιοανατολική πλαγιά του όρους Aspromonte και αποτελούν την ιστορική Bovesìa. Φέρουν τις εξής ιταλικές και γκρεκανικές ονομασίες: Bova (Vua ή Chora), Bova Marina (Fundaca), Condofuri, με τις μικρότερες κοινότητές της Αmendolea (Amiddalìa) και Gallicianò, Rochudi (Richudi) με το Chorio tu Richudìu και τέλος, το Roccaforte del Greco (Vunì). Σύμφωνα με τις πληροφορίες που αναφέρει ο Rohlfs (1950, σελ.14), το 1949 οι ελληνόφωνοι της Καλαβρίας ανέρχονταν στους 2200 περίπου, ενώ σήμερα είναι πολύ λιγότεροι. Για τους δε Γκρίκους της Απουλίας, κάποιες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για 9000 φυσικούς ομιλητές, αλλά οι μετρήσεις αυτές είναι ανεπίσημες.
Τις δύο ελληνόφωνες περιοχές διαχωρίζει καταρχήν η μορφολογία του εδάφους: πεδινή και άγονη η Grecìa salentina, ορεινή και δυσπρόσιτη η Μποβεσία, με συχνές φυσικές καταστροφές. Από ιστορική-πολιτική και οικονομική άποψη, παρά τη σημερινή σχετικά μεγαλύτερη ευμάρεια του Σαλέντο, συνολικά στις δύο περιοχές επικρατούσαν στο παρελθόν οι ίδιες συνθήκες. Υπήρξαν, ως γνωστό, σπουδαία κέντρα εμπορίου και πολιτισμού κατά την αρχαιότητα, αλλά ήδη από τα βυζαντινά χρόνια άρχισαν να παρακμάζουν. Στη μεταβυζαντινή εποχή, με τη μετατόπιση του πολιτικού κέντρου βάρους στη βόρεια Ιταλία και την κεντρική Ευρώπη, η Μποβεσία και το Σαλέντο έγιναν δευτερεύουσας σημασίας φέουδα αλλεπάλληλων φεουδαρχών της νότιας Ιταλίας, ενώ οι σημαντικότερες και αρχαιοπρεπείς πόλεις τους, η Bova, η Amendolea, το Otranto και το Soleto, έχασαν τη στρατηγική και τη θρησκευτική τους σημασία και έπαψαν να συμβάλλουν στην εξέλιξη σημαντικών ιστορικών και πολιτικών γεγονότων. Αυτή η γεωγραφική και ιστορική ιδιαιτερότητα της Μποβεσίας και του Σαλέντο αποτυπώνονταν ανάγλυφα στον τρόπο διαβίωσης των κατοίκων τους. Ετσι, στο παρελθόν οι Γκρίκοι ήταν ως επί το πλείστον αγρότες, ενώ οι Γκρεκάνοι ασχολούνταν κυρίως με την εκτροφή αιγοπροβάτων.
Από πολιτιστική άποψη, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς (οι απόψεις ωστόσο διίστανται), περίοδο ανάτασης αποτέλεσε η διακυβέρνηση της Καλαβρίας και της Απουλίας από τους Βυζαντινούς, η οποία σε αυτά τα μέρη διήρκεσε ώς τον 11ο αι. Αναπόσπαστο μέρος της πρέπει να θεωρηθεί η δραστηριότητα των μοναχών του τάγματος του Αγίου Βασιλείου. Τα βασιλιανά μοναστήρια λειτουργούσαν ως κέντρα κοινωνικής οργάνωσης, αλλά και ως θύλακες για την καλλιέργεια και διάδοση της γνώσης και της τέχνης. Στα περίφημα scriptoria (σπουδαστήρια) της Καλαβρίας, υπό την καθοδήγηση του Νείλου και του Ηλία του Καλαβρού, ανθίζουν οι σχολές “καλλιγραφίας”, όπως αυτή του Rossano και του Reggio, οι οποίες θα δημιουργήσουν σπουδαία παράδοση στη βυζαντινή τέχνη. Εξάλλου, στα βασιλιανά μοναστήρια της Τέρρα ντ’ Οτραντο καλλιεργήθηκε και βλάστησε το φαινόμενο του νοτιοϊταλικού ουμανισμού, εφάμιλλο της ιταλικής Αναγέννησης, το οποίο είχε ως εξέχοντα εκπρόσωπό του τον ποιητή και λόγιο Γεώργιο Καλλιπολίτη (Giorgio di Callipoli). Σήμερα οι ελληνόφωνοι είναι καθολικοί, δεδομένου ότι η ορθοδοξία έχει εκλείψει τελείως ήδη από τον 16ο αι., με κάποιες ίσως χρονικές διαφοροποιήσεις από μητρόπολη σε μητρόπολη.
Από πολιτιστική άποψη, σύμφωνα με κάποιους ιστορικούς (οι απόψεις ωστόσο διίστανται), περίοδο ανάτασης αποτέλεσε η διακυβέρνηση της Καλαβρίας και της Απουλίας από τους Βυζαντινούς, η οποία σε αυτά τα μέρη διήρκεσε ώς τον 11ο αι. Αναπόσπαστο μέρος της πρέπει να θεωρηθεί η δραστηριότητα των μοναχών του τάγματος του Αγίου Βασιλείου. Τα βασιλιανά μοναστήρια λειτουργούσαν ως κέντρα κοινωνικής οργάνωσης, αλλά και ως θύλακες για την καλλιέργεια και διάδοση της γνώσης και της τέχνης. Στα περίφημα scriptoria (σπουδαστήρια) της Καλαβρίας, υπό την καθοδήγηση του Νείλου και του Ηλία του Καλαβρού, ανθίζουν οι σχολές “καλλιγραφίας”, όπως αυτή του Rossano και του Reggio, οι οποίες θα δημιουργήσουν σπουδαία παράδοση στη βυζαντινή τέχνη. Εξάλλου, στα βασιλιανά μοναστήρια της Τέρρα ντ’ Οτραντο καλλιεργήθηκε και βλάστησε το φαινόμενο του νοτιοϊταλικού ουμανισμού, εφάμιλλο της ιταλικής Αναγέννησης, το οποίο είχε ως εξέχοντα εκπρόσωπό του τον ποιητή και λόγιο Γεώργιο Καλλιπολίτη (Giorgio di Callipoli). Σήμερα οι ελληνόφωνοι είναι καθολικοί, δεδομένου ότι η ορθοδοξία έχει εκλείψει τελείως ήδη από τον 16ο αι., με κάποιες ίσως χρονικές διαφοροποιήσεις από μητρόπολη σε μητρόπολη.
2.2. Γλωσσικά στοιχεία των ελληνοϊταλικών ιδιωμάτων και θεωρίες για την προέλευσή τους.
Η “ανακάλυψη” των ελληνοϊταλικών ιδιωμάτων (το “γκρίκο” της Απουλίας και το “γκρεκάνικο” της Καλαβρίας) έγινε το 1821, όταν διαπιστώθηκε από μελετητές η επιβίωση ελληνικών γλωσσικών και πολιτισμικών στοιχείων. Προέκυψε έντονη επιστημονική συζήτηση, που συνοψίζεται σε δύο βασικές θεωρίες, τη “ρωμαϊκή” και την “αρχαϊκή”, οι οποίες διατυπώθηκαν από τον Giuseppe Morosi και τον Gerhard Rohlfs αντίστοιχα. Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία, τα ελληνοϊταλικά ιδιώματα εισήχθηκαν στην ιταλική χερσόνησο κατά τις μεταναστεύσεις πληθυσμού που ακολούθησαν τα γεγονότα της Ανατολής (αβαρική, σλαβική και αραβική κατάκτηση, αγώνες των Εικονομάχων) και οι οποίες έφθασαν στην ακμή τους κατά τον 10ο-11ο αι. Απεναντίας, η δεύτερη θεωρία πιστεύει ότι τα ιδιώματα αυτά αποτελούσαν επιβιώσεις της αρχαιοελληνικής διαλέκτου (δωρική), που ομιλούνταν στη νότια Ιταλία ήδη από την εποχή του αποικισμού της Μεγάλης Ελλάδας (8ου αι. π. Χ.) και η οποία διατηρήθηκε φθαρμένη ως τη σύγχρονη εποχή μέσα από τη συμβίωσή της με τη λατινική γλώσσα, χάρη στην ανανέωσή της από μετέπειτα μεταναστεύσεις, κυρίω.
Η “ανακάλυψη” των ελληνοϊταλικών ιδιωμάτων (το “γκρίκο” της Απουλίας και το “γκρεκάνικο” της Καλαβρίας) έγινε το 1821, όταν διαπιστώθηκε από μελετητές η επιβίωση ελληνικών γλωσσικών και πολιτισμικών στοιχείων. Προέκυψε έντονη επιστημονική συζήτηση, που συνοψίζεται σε δύο βασικές θεωρίες, τη “ρωμαϊκή” και την “αρχαϊκή”, οι οποίες διατυπώθηκαν από τον Giuseppe Morosi και τον Gerhard Rohlfs αντίστοιχα. Σύμφωνα με την πρώτη θεωρία, τα ελληνοϊταλικά ιδιώματα εισήχθηκαν στην ιταλική χερσόνησο κατά τις μεταναστεύσεις πληθυσμού που ακολούθησαν τα γεγονότα της Ανατολής (αβαρική, σλαβική και αραβική κατάκτηση, αγώνες των Εικονομάχων) και οι οποίες έφθασαν στην ακμή τους κατά τον 10ο-11ο αι. Απεναντίας, η δεύτερη θεωρία πιστεύει ότι τα ιδιώματα αυτά αποτελούσαν επιβιώσεις της αρχαιοελληνικής διαλέκτου (δωρική), που ομιλούνταν στη νότια Ιταλία ήδη από την εποχή του αποικισμού της Μεγάλης Ελλάδας (8ου αι. π. Χ.) και η οποία διατηρήθηκε φθαρμένη ως τη σύγχρονη εποχή μέσα από τη συμβίωσή της με τη λατινική γλώσσα, χάρη στην ανανέωσή της από μετέπειτα μεταναστεύσεις, κυρίω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου