Δευτέρα 6 Απριλίου 2020

Το Ημερολόγιο της πολιορκίας του Ναυαρίνου του Giacinto Provana di Collegno (1824-25)



Συμβολή στη μελέτη των ιδιαιτεροτήτων της ιταλικής συνιστώσας του μαχόμενου φιλελληνισμού.*

Στάθης Μπίρταχας: επίκουρος καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας
στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας & Φιλολογίας
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
και μέλος της Società Italiana di Storia Militare (SISM).

Τα ημερολόγια, τα απομνημονεύματα και οι επιστολές των φιλελλήνων μαχητών της ελευθερίας που συνεισέφεραν στον ελληνικό αγώνα για την ανεξαρτησία και την οικοδόμηση του εθνικού κράτους συνιστούν ιστορικές πηγές αδιαμφισβήτητης αξίας για τη μελέτη των ποικίλων εκφάνσεων του φιλελληνικού κινήματος και αναδεικνύουν τη διεθνική διάσταση της Ελληνικής Επανάστασης, αλλά και την ετερότητα και τους ποικίλους τρόπους του βλέμματος των συντακτών των εν λόγω κειμένων έναντι της νεοελληνικής πραγματικότητας, καθώς και τις συγκλίσεις ή αποκλίσεις της εν λόγω πραγματικότητας από τα ευρωπαϊκά πρότυπα πολιτικής, κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής συγκρότησης της εποχής[1]. Στο πλαίσιο αυτό, στην παρούσα μελέτη εξετάζεται κατά τρόπο ενδελεχή το Ημερολόγιο της Πολιορκίας του Ναυαρίνου (Diario dellassedio di Navarino)[2] που συνέγραψε ο κόμης Giacinto Ottavio Enrico Provana di Collegno από το Πιεμόντε[3] και το οποίο μπορεί να συμβάλει στη μελέτη και τη βαθύτερη κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων της ιταλικής συνιστώσας του μαχόμενου φιλελληνισμού κατά τη δεκαετία του 1820. Σημειωτέον ότι ο Collegno είχε λάβει μέρος στο αποτυχημένο συνταγματικό κίνημα των φιλελευθέρων που είχε εκδηλωθεί στην πατρίδα του το 1821 και ταξίδεψε στην Ελλάδα κατά τα τέλη του 1824 εκκινώντας από τον τόπο της εξορίας του, το Λονδίνο, από κοινού με τον συμπατριώτη, συναγωνιστή και αδελφικό του φίλο κόμη Santorre di Santarosa, πεσόντα εν συνεχεία στη μάχη της Σφακτηρίας μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων (Μάιος 1825).
1. Οι πρώτοι ιταλοί εξόριστοι επαναστάτες του Risorgimento: τέκνα μίας “Φιλελεύθερης Διεθνούς”
Η περίπτωση του Collegno εντάσσεται σ’ ένα κίνημα εθελοντών, οι οποίοι στρατολογούνται στον ελληνικό αγώνα για ανεξαρτησία. Αυτοί συνιστούν μέλη μίας περιπλανώμενης ομάδας, που διατρέχει και συνδέει τα μέτωπα του επαναστατικού κύματος της δεκαετίας του 1820: στην Ιταλία, στην Ισπανία, στην Ελλάδα, αλλά και στη Λατινική Αμερική. Συνεκτικά στοιχεία τους συνιστούν η συμμετοχή σε μυστικές εταιρείες[4], η φιλελεύθερη ιδεολογία (εξ ου και ο χαρακτηρισμός της ομάδας ως “Φιλελεύθερης Διεθνούς”), αλλά και η βούληση πολλών από αυτούς να συνεχίσουν τη στρατιωτική σταδιοδρομία ύστερα από το τέλος των Ναπολεόντειων Πολέμων και την υποχρεωτική αποστρατεία[5]. Όσον αφορά τους εκπροσώπους του Risorgimento, οι ιταλοί επαναστάτες της περιόδου ερμηνεύουν την ελληνική ανεξαρτησία στο πλαίσιο της μεγάλης υπόθεσης της ελευθερίας στην Ευρώπη. Στην Ιταλία οικοδομείται σε πρώτο χρόνο η έννοια της ελληνολατινικής αλληλεγγύης, που απορρέει από τη σύνδεση των δύο πολιτισμών της κλασσικής αρχαιότητας. Προϊόντος του χρόνου – ύστερα από τα αποτυχημένα συνταγματικά και φιλελεύθερα κινήματα του 1820-21 στο Πιεμόντε, τη Νεάπολη και τη Σικελία – οι ιταλοί φιλελεύθεροι πατριώτες διευρύνουν στην εξορία τα όρια της κοινής δράσης και του συντονισμού των επαναστατικών δυνάμεων στο πλαίσιο μίας αλληλεγγύης των μεσογειακών λαών[6]. Από την άλλη, βέβαια, ήδη πριν από την εκδήλωση της Ελληνικής Επανάστασης η ιταλική χερσόνησος αναδεικνύεται σε πραγματικό ζυμωτήρι, σε σημείο συνάντησης του αγγλικού ρομαντισμού με κύκλους ιταλών συνωμοτών, καθώς και σημαντικούς εκπροσώπους του νεοελληνικού διαφωτισμού και της Φιλικής Εταιρείας. Στην Τοσκάνη, ειδικότερα, συναντώνται οι άγγλοι ριζοσπάστες ρομαντικοί ποιητές Byron και Shelley με τους ιταλούς καρμπονάρους και τον “κύκλο της Πίζας” των Ελλήνων της διασποράς[7].

Το Λονδίνο συνιστά το τελικό σημείο συνάντησης και ώσμωσης επιμέρους συντελεστών της Επανάστασης: των εξόριστων επαναστατών, των επιτροπών στήριξης του αγώνα, αλλά και του οικονομικού παράγοντα που θα τον χρηματοδοτούσε. Παράλληλα, η πόλη αποτελεί κομβικό σημείο για την ανάπτυξη του ιταλικού εθνικού αφηγήματος, γεγονός στο οποίο συμβάλλει και η έντονη εκδοτική δραστηριότητα των εκεί ιταλών εξορίστων – πρωτοστατούντος του Ugo Foscolo, του ποιητή με την υβριδική ταυτότητα που συνεισέφερε καθοριστικά στη διάδοση της ελληνικής υπόθεσης μεταξύ των Ιταλών. Με την πεποίθηση ότι η υπόθεση της Επανάστασης κρίνεται στο μέτωπο της Ελλάδας, αυτοί συνδέουν την εθνική τους υπόθεση με την ελληνική[8]. Ακριβώς από το Λονδίνο οι Collegno και Santarosa αναχωρούν στις 5 Νοεμβρίου 1824 με το πλοίο “Little Sally” για το ελληνικό μέτωπο˙ και τούτο, παρά τις αντιρρήσεις του John Bowring, γραμματέα της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου (London Greek Committee), καθώς και άλλων μελών αυτής αντίθετων με την αποστολή στην Ελλάδα ιταλών εξορίστων, ώστε να μη θεωρηθεί απόδειξη από τις εχθρικές απολυταρχικές δυνάμεις ότι τα ίδια ανατρεπτικά στοιχεία υποκινούσαν τις επαναστάσεις στις τρεις μεσογειακές χερσονήσους[9].
Σφραγίδα της London Greek Committee. Πηγή: https://karavaki.files.wordpress.com/2015/03/1821-2015_08.jpg
«Ο [τέως] υπουργός [πολέμου] του Πιεμόντε Santorre di Santarosa τίθεται στη διάθεση του έλληνα κυβερνήτη ως απλός στρατιώτης της ελευθερίας». Λιθογραφία. Ιστορικό Αρχείο Α.Π.Θ., Κεντρική Βιβλιοθήκη Α.Π.Θ., Συλλογή Τρικόγλου. Πηγή: http://digital.lib.auth.gr/record/19113
Είχε προηγηθεί η μετάβαση του Collegno στην ιβηρική χερσόνησο για να στηρίξει την ισπανική συνταγματική κυβέρνηση˙ όχι, όμως, και του Santarosa, ο οποίος αφενός θεωρούσε ότι κάτι τέτοιο αντίβαινε στις πολιτικές αρχές του και αφετέρου δεν αισθανόταν καμία συμπάθεια για την Ισπανία. Για την Ελλάδα, αντιθέτως, αισθανόταν μία αγάπη και μία αδελφοσύνη που είχαν κάτι το ιερό[10]. Συνεπώς, η μετάβαση στην Ελλάδα των δύο ιταλών φιλελεύθερων εξορίστων – πρωταγωνιστών του συνταγματικού κινήματος στο Πιεμόντε και καταδικασθέντων σε θάνατο στην πατρίδα τους – εντάσσεται στη δεύτερη φάση ενίσχυσης του ελληνικού αγώνα με κοσμοπολίτες μαχητές της ελευθερίας: ύστερα δηλαδή από τον θάνατο-προσκλητήριο του Byron στο Μεσολόγγι, το ισπανικό Trienio liberal (1820-23) και το τέλος των επαναστάσεων της Λατινικής Αμερικής. Πρόκειται για την περίοδο από το 1824 έως το 1826, όταν κατευθύνονται πλέον προς την Ελλάδα έμπειροι ως επί το πλείστον αξιωματικοί με την προοπτική να αναλάβουν θέσεις ευθύνης στις ελληνικές δυνάμεις και εντείνονται οι προσπάθειες για τη συγκρότηση τακτικού στρατού[11].
2. Το ημερολόγιο του Giacinto Provana di Collegno
2.1. Στο ελληνικό μέτωπο
Οι Santarosa και Collegno φθάνουν στην πόλη του Ναυπλίου (Napoli di Romania, όπως είναι γνωστή από τη βενετική περίοδο) στις 10 Δεκεμβρίου 1824. Η φήμη του πρώτου αναγκάζει τις ελληνικές αρχές να μην του απονείμουν κάποιο σημαντικό στρατιωτικό ή διοικητικό οφίκιο – παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου από μέρους των εκπροσώπων της ελληνικής διοίκησης στο Λονδίνο (του Ιωάννη Ορλάνδου και του Ανδρέα Λουριώτη)[12] – και να τον στείλουν εν τέλει ως απλό μαχητή στη Σφακτηρία με το ψευδώνυμο Derossi[13]. Στον Collegno, από την άλλη, απονέμεται ο βαθμός του συνταγματάρχη και αποστέλλεται ως διοικητής του μηχανικού (archimeccanico) στο φρούριο του Νεοκάστρου (Ναυαρίνου).
Στοιχεία για τα έργα και τις ημέρες του Collegno στο ελληνικό μέτωπο αντλούμε από το δικό του Ημερολόγιο της πολιορκίας του Ναυαρίνου (Diario dellassedio di Navarino), που εκδόθηκε στο Τορίνο το 1857 από κοινού με ένα βιογραφικό σχεδίασμα του συγγραφέα, που συνέταξε ο φίλος του και μετριοπαθής φιλελεύθερος πολιτικός Massimo d’Azeglio[14]. Από ιστοριογραφικής απόψεως, σύμφωνα με τον ιστορικό της εκστρατείας του Ιμπραήμ Πασά στην Πελοπόννησο Μιχαήλ Σακελλαρίου, «Επειδή [ο Collegno] ήταν πολύ σοβαρός και πολύ παρατηρητικός, το κείμενό του είναι η καλύτερη πηγή για την πολιορκία του Νεοκάστρου [Μάιος 1825]»[15].
Πρόθεσή μου εδώ δεν είναι να αναδείξω τη συμβολή του Collegno στην αποκατάσταση των πολεμικών γεγονότων, αλλά τις οπτικές του έναντι: α) των ελλήνων συμμαχητών του και της νεοελληνικής πραγματικότητας˙ β) των εχθρών στο πεδίο της μάχης, δηλαδή των Αιγυπτίων του Ιμπραήμ˙ και γ) των ομοεθνών “άλλων”, των ιταλών δηλ. μισθοφόρων αξιωματικών που βρέθηκαν στρατολογημένοι στο αντίπαλο στρατόπεδο. Τέλος, το ενδιαφέρον μου στρέφεται στην εικόνα της ελληνικής γης και του Μοριά ειδικότερα, όπως αυτή εξάγεται από τις περιγραφές του Collegno υπό τύπον περιηγητικής λογοτεχνίας.
2.2. Η εικόνα της φίλιας πλευράς: Έλληνες και νεοελληνική πραγματικότητα
Η συνάντηση με τους έλληνες ιθύνοντες, αλλά και με τους γηγενείς πολεμιστές στο πεδίο της μάχης αναδεικνύει τη γνωστή – από τα κείμενα πλήθους άλλων ευρωπαίων εθελοντών – προβληματική επαφή και προσέγγιση δύο αντιθετικών κόσμων: των φιλελλήνων της φιλελεύθερης Δύσης από τη μία και των Ελλήνων της οθωμανικής Ανατολής από την άλλη. Συνακόλουθα, τίθενται σε δοκιμασία οι εκατέρωθεν αναπαραστάσεις. Η αμηχανία του Collegno έναντι των Ελλήνων είναι πρόδηλη: από τη μία το δέος για την κλασσική παράδοση – που τροφοδοτείται, ωστόσο, κατά κύριο λόγο από τον οίστρο του διανοούμενου συνοδού και φίλου Santarosa για την πατρίδα του Σωκράτη[16] – και από την άλλη η αποστροφή ενώπιον της νεοελληνικής βαρβαρότητας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η συμπόρευση είναι προβληματική, γεγονός που κυριαρχεί σε όλο το εύρος του Ημερολογίου του Collegno[17].
Giacinto Collegno, Diario dell’assedio di Navarino. Memorie di Giacinto Collegno precedute da un ricordo biografico dell’autore scritto da Massimo d’Azeglio, μτφρ. A. Mauri, Pelazza, Τorino 1857.
Ας δούμε αναλυτικότερα τις επιμέρους πτυχές αυτής της συνάντησης του ιταλού εθελοντή με τους γηγενείς και της προβληματικής σύμπραξής του με αυτούς ακόμη και την κρίσιμη ώρα της μάχης˙ και πρώτα απ’ όλα, την εικόνα που ο Collegno σχηματίζει γενικά για τους Νεοέλληνες, τις συνήθειες, τις νοοτροπίες και τις συμπεριφορές τους. Ο πολιτισμός φθάνει έως τα – τέως βενετικά και νυν βρετανικά – Ιόνια Νησιά, σημειώνει κατηγορηματικά. Οι Έλληνες είναι απολίτιστοι και βάρβαροι˙ συμφεροντολόγοι, άπληστοι και διεφθαρμένοι (μόνον οι μικροί και οι φτωχοί απέχουν από τη διαφθορά)˙ απερίσκεπτοι και καθόλου προνοητικοί για την αυριανή ημέρα˙ πότες˙ ξεκινούν να κάνουν κάτι με την όρεξη και την ορμή των Γάλλων, αλλά εν συνεχεία χάνουν το ενδιαφέρον τους και πέφτουν στη ραθυμία των Ισπανών και δεν υπάρχει κάτι που να τους βγάλει από αυτήν τη μακάρια κατάσταση˙ δεν είναι σταθεροί στις απόψεις τους, αλλά αλλάζουν γνώμη ανά πάσα στιγμή και ανάλογα με τις περιστάσεις[18]˙ φοβούνται το σκοτάδι περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο («στο σκοτάδι δεν είναι πια ο εαυτός τους!»[19])˙ με την πρώτη ευκαιρία απλώνουν «το δεξί χέρι, ανοίγοντας τα δάκτυλα και φωνάζοντας εκείνο το Ναα τους που εκφράζει ρητώς την περιφρόνηση»[20]. Όσο για τη ζωή στα χωριά, εκεί τα πράγματα είναι πραγματικά δύσκολα: είναι καλύτερα κανείς να διανυκτερεύει στην ύπαιθρο παρά «στις ρυπαρές καλύβες»[21].
Οι έλληνες γιατροί είναι εντελώς αδαείς και η επιβίωση των τραυματιών στα χέρια τους είναι σχεδόν αδύνατη. Επ’ αυτού, ο Collegno μνημονεύει την περίπτωση ενός χειρουργού ονόματι «Satrako»[22], που προέβαινε σε διάτρηση κρανίου όλων όσοι τραυματίζονταν στο κεφάλι˙ δεν επιβίωσε κανείς τους[23].
Όσον αφορά τις Ελληνίδες, αυτές είναι σκλάβες των ανδρών. Στον γάμο η γυναίκα δεν είναι σύντροφος, αλλά υπηρέτρια ή μάλλον σκλάβα του άνδρα, τον οποίο αποκαλεί «εφέντη, δηλαδή κύριο» και τον υπηρετεί αδιαλείπτως. Μόνον εκείνος κοιμάται σε κρεβάτι, ενώ εκείνη και τα παιδιά πλαγιάζουν στο πάτωμα. Δεν υπάρχει κανενός είδους συντροφικότητα και αγάπη στη σχέση τους. Ο Collegno καταλήγει διερωτώμενος: «Να ’ναι άραγε και ο έρωτας καρπός του πολιτισμού;»[24].
Γενικά είναι δύσκολο να βρει κανείς κάτι θετικό στους Έλληνες. Ως εκ τούτου, ο Collegno αισθάνεται οίκτο για τον επίδοξο μονάρχη της αναδυόμενης Ελλάδας, έναν δηλαδή από τους γιους του δούκα της Ορλεάνης, τον οποίο προωθεί ο Γάλλος στρατηγός Henri Roche. «Φτωχό παιδί! Τι έχεις κάνει άραγε και σκέφτονται να σε στείλουν βασιλιά σ’ αυτόν τον τόπο;», διερωτάται[25]. Οικτίρει, ομοίως, εκείνους που «άφησαν την πολιτισμένη Ευρώπη» και «δοκιμάζουν την ελληνική ζωή: φτωχούληδες! τους συμπονώ από τα βάθη της ψυχής μου»[26].
2.2.1. Έλληνες συμμαχητές
Η παραπάνω εικόνα επιτείνεται αφενός από την κατηγορηματική απόρριψη εκ μέρους του Collegno των στρατιωτικών πρακτικών, αλλά και της ιδιοσυγκρασίας των ατάκτων ελλήνων συμμαχητών του˙ και αφετέρου και αντίστοιχα, από τη γενική δυσπιστία των τελευταίων προς το πρόσωπό του, την περιφρόνηση για τις στρατιωτικές του γνώσεις, αλλά και για την προσήλωσή του σε κανόνες και αρχές (πειθαρχία, κώδικας τιμής κλπ.), που εκείνοι θεωρούν αδιανόητες και ανεφάρμοστες σε συνθήκες ασύμμετρου πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό, οι Έλληνες μαχητές, αξιωματικοί και απλοί στρατιώτες, είναι σύμφωνα με τον Collegno δειλοί και κρύβονται ή διαφεύγουν ακόμη και στο άκουσμα του ονόματος των Τούρκων. Ενώπιον, μάλιστα, του αιγυπτιακού στόλου αποφεύγουν να αντισταθούν, αποφασίζουν τη διαφυγή και αφήνουν στη Σφακτηρία έκθετους, στο έλεος του εχθρού, τους πολεμιστές που βρίσκονταν εκεί – μεταξύ αυτών και τον Santarosa[27]. Επ’ αυτού διατυπώνονται ευθείες αιχμές κατά του διοικητή του φρουρίου Δημητρίου Σαχτούρη και ιδίως κατά του πρίγκιπα Αλεξάνδρου Μαυροκορδάτου που διαφεύγει με το μπρίκι “Άρης”. Επιπλέον, φεύγοντας αφήνουν το Ναυαρίνο δίχως βλήματα: «η μπαρουταποθήκη μας ήταν το [μπρίκι] “Άρης”, και τo “Άρης” το απομάκρυνε ο πρίγκιπας Μαυροκορδάτος»[28].
Χάρτης του όρμου του Ναυαρίνου. Πηγή: William Martin Leake, Travels in the Morea, John Murray, London 1830.
Η πειθαρχία είναι άγνωστη έννοια στους έλληνες μαχητές τόσο στη στεριά όσο και στη θάλασσα. Αυτοί είναι, επίσης, οκνηροί. Οι έλληνες αξιωματικοί δεν αναγνωρίζουν την αξία των ειδικευμένων ευρωπαίων αξιωματούχων και παρουσιάζονται απρόθυμοι να ακολουθήσουν τις οδηγίες τους όταν δεν συνάδουν με τις δικές τους συνήθειες και επιθυμίες. Ειδικότερα, οι προτάσεις του Collegno για την εκπόνηση αναγκαίων εργασιών, προκειμένου να ενισχυθεί η άμυνα του φρουρίου του Ναυαρίνου προκαλούν τη θυμηδία τους, αλλά ενίοτε και την ανοικτή αποδοκιμασία και την καταφρόνησή τους. «Οι Έλληνες διαμαρτυρήθηκαν έντονα όλοι με μια φωνή, δεν είναι σκλάβοι˙ κανείς τους δεν μπορεί να μεταφέρει χώμα. Εάν ο διοικητής του μηχανικού χρειάζεται χειρώνακτες, ας πάει να πάρει τους Αιγύπτιους: εκείνοι, μάλιστα, θα δουλέψουν», αναφέρει επί λέξει ο Collegno[29]. Οι έλληνες ανώτεροι αξιωματικοί είναι κλέφτες: τους έδωσε το τηλεσκόπιό του να κοιτάξουν και του το έκλεψαν μπροστά στα μάτια του. Oι έλληνες στρατιωτικοί ιθύνοντες είναι ανέντιμοι και βάρβαροι: δεν τηρούν τις συμφωνίες τους με τον εχθρό και δεν δείχνουν το παραμικρό έλεος για τους ηττημένους. Επ’ αυτού, ο Collegno μνημονεύει την περίπτωση της ανέντιμης σφαγής – παρά τα συμφωνηθέντα – των 600 περίπου τούρκων αιχμαλώτων του Ναυαρίνου το 1821. Από τους έλληνες αξιωματούχους ξεχωρίζει μόνον έναν για την ειλικρίνεια, την εντιμότητα και την ανιδιοτέλειά του: τον Υδραίο Αναστάσιο Τσαμαδό. Οι άλλοι ως επί το πλείστον είναι ιδιοτελείς[30]˙ σε τέτοιο βαθμό, μάλιστα, που σκέφτονται ακόμη και να προτείνουν στον Ιμπραήμ την παράδοση του φρουρίου του Ναυαρίνου υπό τον όρο να καταβάλει στη φρουρά αμοιβή έξι μηνών! Μα αυτό «θα ισοδυναμούσε με πώληση του φρουρίου, όχι με παράδοσή του υπό τίμιους όρους», σημειώνει εμφατικά ο Collegno[31]. Είναι αγροίκοι – συνεχίζει – και δεν έχουν επαφή με την πραγματικότητα: αδυνατούν να αντιληφθούν ακόμη και το γεγονός ότι τα ευρωπαϊκά πλοία μπορούν να εγγυηθούν την προστασία τους όχι με την ισχύ των κανονιών, αλλά μ’ εκείνη της σημαίας τους. «Ως πειρατές συνηθισμένοι να επιτίθενται κάθε φορά που είναι ισχυρότεροι, αυτές οι έννοιες είναι γι’ αυτούς πολύ αφηρημένες», συμπεραίνει ο Collegno[32].
Σημερινή άποψη του φρουρίου του Νεοκάστρου και της Πύλου. Πηγή: https://www.abelia-villas.gr/aksiotheata/kastro-pylou/
Το Φρούριο του Νεοκάστρου, αποτύπωση σχεδίου. Πηγή: http://www.voidokilia.com/neokastro/00-Neokastro-Pylos-Story-EN.htm
Η απαξίωσή τους απέναντι στο πρόσωπο του Collegno είναι πέρα για πέρα εμφανής. «Απόψε στα πρανή του οχυρού έτυχε να ακούσω κάποιους που περνούσαν από κοντά μου να λένε μεταξύ τους: “Α! εκείνος ο σκύλος ο Φράγκος πληγώθηκε”. Τι ωραία φιλοφρόνηση!», γράφει με πικρία ο Collegno[33]. Κι ακόμη χειρότερα, όταν αποστέλλεται ως μέλος αντιπροσωπείας για να διαπραγματευτεί με τον Ιμπραήμ την παράδοση του Ναυαρίνου εισπράττει τη δυσπιστία τους και καθίσταται ύποπτος προδοσίας –συμπεριλαμβανομένου και πρωταγωνισθέντος του Μακρυγιάννη, τον οποίο ο Collegno αποδομεί[34]. Επί τη ευκαιρία δε ξεσπά: «οι βάρβαροι είμαστε εμείς και όχι οι Τούρκοι. […] Γιατί λοιπόν θα έπρεπε να μείνω κι άλλο σε έναν τόπο, όπου κανείς δεν με καταλαβαίνει;»[35]. Εν τέλει, ύστερα από την παράδοση του Ναυαρίνου ο Collegno πληροφορείται με έκπληξη ότι οι Έλληνες ψιθυρίζουν μεταξύ τους πως λόγω της απαράδεκτης συμπεριφοράς που είχε εισπράξει από μέρους τους δεν περίμεναν παρά να έχει περάσει στην υπηρεσία του Ιμπραήμ. Αργότερα, μάλιστα, στον δρόμο της επιστροφής του για το Ναύπλιο, στους Μύλους του Άργους, τον υποδέχονται ως ήρωα του Ναυαρίνου, γεγονός που τον αφήνει εμβρόντητο: «Πραγματικά, αδυνατώ να καταλάβω γιατί εδώ μου κάνουν τόσους τεμενάδες, ενώ στο Ναυαρίνο με αποκαλούσαν εκείνος ο σκύλος ο Φράγκος[36]. Όπως θα πληροφορείτο αργότερα, είχε διαδοθεί η φήμη – αναληθής βεβαίως – ότι, ενώ ο Ιμπραήμ του έταζε “τον ουρανό με τ’ άστρα”, είχε αρνηθεί να δωροδοκηθεί και να προσχωρήσει στον στρατό του. Και καταλήγει: «Πραγματικά, αυτοί οι Έλληνες πρέπει να έχουν μία πολύ ευτελή ιδέα για τους φιλέλληνες!»[37].
Και πράγματι, οι έλληνες συμμαχητές αδυνατούν να κατανοήσουν τα κίνητρά του και των ευρωπαίων εθελοντών εν γένει. Εις επίρρωσιν τούτου, μνημονεύει το ακόλουθο επεισόδιο: «[…] ο Μακρυγιάννης, απευθυνόμενος στον γραμματέα του […] τον ρώτησε: “Τι μπορεί να έφερε εδώ αυτούς τους Φράγκους; Δεν είναι η χώρα τους αυτή: δεν έχουν εδώ οικογένεια ή άλλο πολύτιμο αγαθό να υπερασπιστούν˙ παρ’ όλα αυτά μοιράζονται τους κινδύνους μας και τις στερήσεις μας, και δεν παραπονούνται ποτέ”. Και ο γραμματέας με περισπούδαστο ύφος του απάντησε: “Τους έφερε εδώ ο πόθος για τη δόξα!”»[38]. Η αδυναμία αυτή κατανόησης τους οδηγεί ένα βήμα παραπέρα: στην αχαριστία ή και την ύβρη έναντι των θυσιασθέντων φιλελλήνων. Εύγλωττη απόδειξη συνιστά η στάση του λοχαγού του πυροβολικού Εμμανουήλ Καλλέργη εξ αφορμής του θανάτου του Santarosa, την οποία ο Collegno στηλιτεύει δεόντως: «Απόψε ο Καλλέργης μου έλεγε: “Τι τρελός εκείνος ο δικός σας ο Santarosa που ήρθε εδώ να σκοτωθεί!”»[39].
2.2.2. Έλληνες ιθύνοντες
Ανεξάρτητα από τον πόλεμο των ατάκτων και τις ιδιαιτερότητες των ελλήνων μαχητών, ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κρίσεις του Collegno για την ελληνική κυβέρνηση, για τους αξιωματούχους της, καθώς και για ορισμένες εμβληματικές προσωπικότητες του ελληνικού αγώνα. Η κυβέρνηση των Υδραίων θεωρείται υπαίτια του εμφυλίου πολέμου, από τη στιγμή που απέκλεισε από τις τάξεις της τους Μωραΐτες. Στηλιτεύεται, ομοίως, η συνεργασία της με τους Ρουμελιώτες οι οποίοι, αφού κατέκλεψαν και κατέστησαν τον Μοριά ανίκανο να αμυνθεί κατά των Τούρκων, επιστρέφουν στις πατρίδες τους. Επιπλέον, επικρίνεται επειδή κατασπαταλά τα χρήματα του αγγλικού δανείου πληρώνοντας καπετανέους ατάκτων για τη συντήρηση ανύπαρκτων ανδρών, ώστε αυτοί να μην στρατολογήσουν κόσμο και την ανατρέψουν. «Ιδού λοιπόν η ιστορία του ελληνικού στρατού!», σχολιάζει ο Collegno[40]. Ύστερα από την πτώση του Ναυαρίνου, o Collegno θεωρεί την αποστολή του λήξασα και αρνείται να προσφέρει άλλες υπηρεσίες σε τέτοιου είδους ελληνική κυβέρνηση. Σημειώνει δε εμφατικά ότι η μοναδική επαφή που θα επιθυμούσε μαζί της θα ήταν μία αποχαιρετιστήρια επίσκεψη[41].
Ο πρόεδρος του Εκτελεστικού Γεώργιος Κουντουριώτης, ο δήθεν αρχιστράτηγος κατά την αντίσταση εναντίον του Ιμπραήμ, αντιμετωπίζεται σχεδόν ως λιποτάκτης: μόλις πληροφορήθηκε την απώλεια της Σφακτηρίας, εγκατέλειψε τον ελληνικό στόλο και στρατό για να κατευθυνθεί στους δικούς του, στην Ύδρα. Ανάξιοι εμπιστοσύνης είναι και οι λοιποί κυβερνητικοί αξιωματούχοι – εκτός βεβαίως του υπουργού των εσωτερικών Παπαφλέσσα, που «με το γιαταγάνι στο χέρι […] χάθηκε ένδοξα με όλους τους δικούς του»[42]. Όσον αφορά τον προαναφερθέντα πρίγκιπα Μαυροκορδάτο, γραμματέα του Εκτελεστικού, ο Collegno τον θεωρεί υπαίτιο του χαμού του Santarosa, τον αντιμετωπίζει με δυσπιστία και τον αποφεύγει συστηματικά. Η προσωπικότητα που θέλγει πραγματικά τον Collegno είναι εκείνη του πρίγκιπα Δημητρίου Υψηλάντη, στρατιωτικού και πολιτικού αλλά αγνού πατριώτη, που δεν ενεπλάκη στον εμφύλιο[43]: «Ο Υψηλάντης παραμένει πάντοτε ο μοναδικός πολιτισμένος Έλληνας, για τον οποίο τρέφω μία αδυναμία, και η ιδέα που έχω γι’ αυτόν μεγεθύνθηκε ύστερα από τη συναναστροφή μου με τον αντίπαλό του Μαυροκορδάτο»[44].
Ιωάννης Μακρυγιάννης – Παναγιώτης Ζωγράφος, Μάχη της Σφακτηρίας (Μάιος 1825). Πηγή: I. Makryjannis – P. Zographos, Histoire picturale de la Guerre de l’indépendance hellénique, Editions d’Art Boissonas – Librairie Jean Budry & CIE, Genève – Paris 1926.
Εν αντιθέσει προς τις οπτικές πολλών άλλων φιλελλήνων, ο Collegno προσλαμβάνει θετικά τον εμβληματικό στρατιωτικό Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, τον οποίο σέβονται αλλά και φοβούνται άπαντες. Τον εκλαμβάνει ως φυσικό ηγέτη του λαού, εν αντιθέσει προς τη μισητή και ανίκανη κυβέρνηση που τον έχει εξουδετερώσει την ώρα που οι δυνάμεις του Ιμπραήμ προελαύνουν. Τον περιγράφει δε ως ακολούθως: «Ο Κολοκοτρώνης, τον οποίο είδα σήμερα [30 Μαΐου 1825] για πρώτη φορά, είναι ένας άνδρας μεταξύ σαράντα πέντε και πενήντα ετών, ψηλός, στιβαρός, με μαύρα ακόμη μαλλιά και με τον αέρα μεγάλου ηγέτη. Κρατούσε στο χέρι ένα κυρτό μπαστούνι σε σχήμα ποιμενικής γκλίτσας ή ποιμαντορικής ράβδου: […] Βλέποντας τον σεβασμό με τον οποίο όλοι τον τιμούν, πρέπει να ειπωθεί ότι πρόκειται για τον δικό τους άνθρωπο, για τον ηγέτη της επιλογής τους»[45]. Στην Τριπολιτσά, αλλά και στην ευρύτερη ζώνη όλοι («άνδρες, γυναίκες, γέροι, νέοι, όσοι εν τέλει συναντούμε στον δρόμο») εκφράζουν τη λατρεία και τον σεβασμό τους απέναντι στον «γέρο τους»[46] (έτσι τον αποκαλούν) και την απέχθειά τους για τον Κουντουριώτη και την κυβέρνηση των Υδραίων που τον φυλάκισε. Πιστεύουν δε ότι, εφόσον ο Κολοκοτρώνης δεν είχε φυλακιστεί, το Ναυαρίνο δεν θα είχε πέσει στα χέρια του Ιμπραήμ. Υπό την αρχηγία του Κολοκοτρώνη όλοι είναι πρόθυμοι να πολεμήσουν τους Αιγύπτιους˙ σε αντίθετη περίπτωση όχι. O Collegno ρωτά κάποια στιγμή τον στρατηγό Roche «εάν είναι της γνώμης ότι η Ελλάδα μπορεί να διοικηθεί δίχως τον Κολοκοτρώνη, και πως η παρούσα κυβέρνηση μπορεί να εξακολουθήσει να υφίσταται εφόσον ο Κολοκοτρώνης τεθεί επικεφαλής του στρατού. Κατά την άποψή μου, ένας μόνον τρόπος μπορεί να σώσει την Ελλάδα, κι αυτός δεν είναι άλλος από μία στρατιωτική κυβέρνηση. Αλλ’ όση εκτίμηση κι αν τρέφω για τον Κολοκοτρώνη, θα μου ήταν αδύνατον από την άλλη να ζήσω υπό την απόλυτη εξουσία της δικής του προαιρέσεως˙ εκτός του ότι όλα όσα γνωρίζω γι’ αυτόν με κάνουν να πιστεύω ότι οι Ευρωπαίοι δεν θα τα βγάλουν εύκολα πέρα όταν εκείνος πάρει την κατάσταση στα χέρια του»[47].
2.3. Η εικόνα του εχθρού: Ιμπραήμ και Αιγύπτιοι
Η εικόνα του “άλλου”, του αλλόθρησκου εχθρού, όπως αυτή εξάγεται από το Ημερολόγιο του Collegno, παρουσιάζει ορισμένες θετικές πτυχές. Όσον αφορά τον Ιμπραήμ Πασά, ο Collegno δεν διστάζει να παραδεχθεί τη μεγαλοψυχία του αιγύπτιου στρατηλάτη προς τους παραδοθέντες Έλληνες του Ναυαρίνου – εν αντιθέσει προς την προρρηθείσα ανάλγητη στάση των Ελλήνων έναντι των Τούρκων παραδοθέντων της ίδιας πόλης το 1821˙ και τούτο, παρά τα όσα φρικώδη του καταμαρτυρούν. Οι εφημερίδες σας γράφουν «ότι τρώω ανθρώπινο κρέας και πίνω αίμα», δηλώνει στον Collegno και του ζητά να ανασκευάσει την εικόνα αυτή όταν θα μεταβεί στη Δύση με τα αρνητικά της στερεότυπα για τους Οθωμανούς και τους μουσουλμάνους συμμάχους τους. Και συνεχίζει: «Πράγματι, είναι μία ευγενής υπόθεση εκείνη των Ελλήνων! Είναι οι δικές σας προκαταλήψεις που την καθιστούν τέτοια!»[48]. Από την άλλη, εκφράζει απερίφραστα τον θαυμασμό του για τον Ναπολέοντα. Εντύπωση προξενεί, εξάλλου, στον Collegno ότι οι αιχμάλωτοι που έστειλε ο Ιμπραήμ στους Έλληνες για να τους πείσει να παραδώσουν το Ναυαρίνο «Ήταν άοπλοι, αλλά ντυμένοι με τα συνηθισμένα ρούχα τους, και δεν ανταποκρίνονταν επ’ ουδενί στην εικόνα εκείνων των ελλήνων αιχμαλώτων, που αναπαριστώνται στις ευρωπαϊκές λιθογραφίες ως φέροντες αλυσίδες και μώλωπες από κτυπήματα»[49]. Στο πρόσωπο δε του ικανού συνταγματάρχη Σουλεϊμάν Μπέη, γάλλου εξωμότη και νικητή της Σφακτηρίας[50], ο Collegno αναγνωρίζει έναν καλλιεργημένο και έντιμο άνθρωπο. Συνακόλουθα, αναπτύσσεται σχέση αλληλοσεβασμού και εκτίμησης μεταξύ τους. Ο Σουλεϊμάν τον ενημερώνει για την τύχη του φίλου του Santarosa, του μοναδικού από τους ανευρεθέντες θανόντες που φορούσε γυαλιά. Επίσης, προσφέρεται να του δανείσει χρήματα, καθώς και να τον βοηθήσει να μεταβεί στη Δύση μέσω Αιγύπτου, εφόσον το θελήσει˙ προτάσεις που αμφότερες απορρίπτει ευγενικά ο Collegno. Όλα τα παραπάνω γεννούν ανάμικτα συναισθήματα στον ιταλό φιλέλληνα: από τη μία η πολιτισμένη συμπεριφορά απέναντί του από μέρους των εχθρών και από την άλλη η απαράδεκτη αντιμετώπιση από μέρους της φίλιας πλευράς των Ελλήνων. Παρ’ όλα αυτά, απομακρυνόμενος από το Ναυαρίνο, επάνω στο πλοίο, και αντικρίζοντας την τουρκική σημαία να κυματίζει επάνω στον ναό της Μεταμορφώσεως, το μοναδικό όρθιο κτίσμα της πόλης, συγκινείται και κλαίει[51].
2.4. Η εικόνα του ομοεθνούς “άλλου”: Ιταλοί μισθοφόροι στο αντίπαλο στρατόπεδο
Η οπτική του Collegno έναντι των ομοεθνών “άλλων”, των τυχοδιωκτών μισθοφόρων της επανάστασης, των ιταλών δηλαδή αξιωματικών που βρέθηκαν στρατολογημένοι στο αντίπαλο στρατόπεδο, είναι ασφαλώς διαφορετική. Στον στρατό του Μεχμέτ Αλή υπήρχαν ευρωπαίοι εκπαιδευτές, που αναμφίβολα είχαν τις ίδιες καταβολές με τους εθελοντές που κατευθύνθηκαν στην Ελλάδα και συνέδραμαν τον ελληνικό αγώνα: ήταν στην πλειονότητά τους απόστρατοι της Μεγάλης Στρατιάς του Ναπολέοντα. Σημειωτέον ότι στις τάξεις τους είχε περάσει πλέον και ο Gabrielle de Gubernatis από το Πιεμόντε, που είχε πολεμήσει στο πλευρό των Ελλήνων στη μάχη του Πέτα, εν συνεχεία είχε καταβάλει φιλότιμες προσπάθειες για την ανασυγκρότηση του τακτικού στρατού και εν τέλει είχε απογοητευτεί από τη στάση των Ελλήνων ιθυνόντων απέναντί του. Πρέπει να σημειωθεί, εντούτοις, ότι ο de Gubernatis έθεσε ως απαράβατο όρο για την πρόσληψή του στον αιγυπτιακό στρατό τη μη συμμετοχή του σε πόλεμο κατά των Ελλήνων[52]. Πέραν τούτου, στην εκστρατεία του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο συμμετείχαν τεκμηριωμένα οι Ιταλοί Romei, Luchessi, Trona, Scarpa, Bolognini, Albertini και Luccoli, καθώς και οι Κορσικανοί Muri και Giacometti[53]. Η έκπληξη της συνάντησης του Collegno με ορισμένους από τους προαναφερθέντες επαγγελματίες στρατιωτικούς συμπατριώτες στο εχθρικό στρατόπεδο είναι αναπόφευκτη. Η αποστροφή του, ωστόσο, και η ψυχρότητα έναντι των τυχοδιωκτών τέως ομοϊδεατών του φιλελευθέρων αξιωματικών είναι δεδομένη: «Αξιωματικοί που ήταν ή τουλάχιστον δήλωναν φιλελεύθεροι, και που υπηρετούσαν εναντίον των Ελλήνων, και για το χρήμα μάχονταν ενάντια στις αρχές τους, δεν μπορούσαν να θεωρηθούν πλέον από εμένα φίλοι!»[54].
2.5. Περιηγητισμός και το τέλος της επαναστατικής περιπέτειας
Όπως ήδη προειπώθηκε, ύστερα από τον χαμό του φίλου Santarosa και τη δική του απομάκρυνση από το πεδίο της μάχης ωριμάζει η απόφαση τoυ Collegno να εγκαταλείψει την Ελλάδα. Κατά την επιστροφή από την Καλαμάτα στο Ναύπλιο βαθμιαία αποφορτίζεται, αρχίζει να απολαμβάνει τις ομορφιές του Μοριά και από μαχητής της ελευθερίας μετατρέπεται σε ευρωπαίο περιηγητή[55]. Σε όλη αυτή τη διαδρομή, αλλά κυρίως όταν φθάνει στο Ναύπλιο, αναζητά τη συντροφιά και τη θαλπωρή στο γνώριμο και ευγενές περιβάλλον των συμπατριωτών και των φιλελλήνων (των Charles Fabvier, Giuseppe Pecchio, Pietro Gamba, Luigi Porro-Lambertenghi κ.ά.), αλλά και των ελάχιστων καλλιεργημένων Ελλήνων που τους συναναστρέφονται (όπως λ.χ. του Καλλέργη)[56]. Η πόλη της Καλαμάτας φαντάζει στα μάτια του ως «ένα μικρό Παρίσι εν συγκρίσει προς το ερειπωμένο Ναυαρίνο»[57]. Εκεί απολαμβάνει το αφέψημά του «σε ένα καφέ που μόλις έχει ανοίξει, που το διασχίζει ένα ποταμάκι, το οποίο του δίνει μία δροσιά άγνωστη στα καφέ των πολιτισμένων χωρών»[58]. Κάνει τον περίπατό του παρέα με τον Fabvier στους κήπους των Καλυβίων, στα περίχωρα της Καλαμάτας, και γεύεται πορτοκάλια και λεμόνια[59]. Η ανοιξιάτικη γη της Αρκαδίας ανακαλεί στη μνήμη του Collegno οικείους τόπους και γνώριμες πολιτισμικές αναφορές. Ιδού πώς την περιγράφει:
Η Αρκαδία είναι λοιπόν ο ωραίος τόπος, ακόμη και εν συγκρίσει προς τη Μεσσηνία: θα την παραλλήλιζα με μία από τις υψηλές πεδιάδες των Απεννίνων, ενώ η περιοχή που περάσαμε εχθές ανακαλεί στη μνήμη τις ακτές της Νεαπόλεως. Χαιρέτησα τις βελανιδιές ενός δάσους που εκτείνεται από το Λεοντάρι έως εδώ˙ τις χαιρέτησα ως παλαιούς φίλους, διότι είναι οι μοναδικές που είδα από τη στιγμή που άφησα την πολιτισμένη Ευρώπη. Ο Αλφειός αυτή την εποχή […] είναι ένα ποτάμι ήσυχο, διαυγές, που περιβάλλεται από λιβάδια και δάση, η θέα του οποίου ανακουφίζει από τη ζέστη της ημέρας. […] Ψηλά από τους λόφους αποχαιρέτησα τον Αλφειό και την Αρκαδία, και από εκείνο το σημείο κατάλαβα σήμερα γιατί η Αρκαδία επελέγη ως ο κατεξοχήν τόπος της πιο ανέμελης και χαρούμενης ποιμενικής ζωής»[60].
Η δε Τριπολιτσά είναι μία ανερχόμενη πόλη: «ύστερα από την Αθήνα, η πόλη που μου φάνηκε περισσότερο από κάθε άλλη σε φάση ανάπτυξης»[61]. Τέλος, το Ναύπλιο είναι η έδρα της κυβέρνησης, αλλά και η πόλη των φιλελλήνων. Ο Collegno συντρώγει, περιηγείται, τραγουδά, ψυχαγωγείται μαζί τους. Η πόλη είναι, επίσης, η πύλη που οδηγεί στην Ευρώπη. Εκεί ο Collegno κάνει το πρώτο βήμα για την επιστροφή του στον πολιτισμό. Παίρνει το λουτρό του για πρώτη φορά από τότε που κατατάχτηκε στις ελληνικές δυνάμεις, αλλάζει ρούχα και εκφράζει την ανακούφισή του. Το Ναυαρίνο, οι κακουχίες, οι απώλειες, η ρυπαρότητα, η βαρβαρότητα, οι φρούδες ελπίδες από την υπηρέτηση της ελληνικής υπόθεσης, όλα ετούτα είναι πλέον μακριά. «Εγώ επιστρέφω στον πολιτισμό»[62], δηλώνει αναχωρώντας για τη Σμύρνη με τον Gamba και με το ίδιο πλοίο, το “Little Sally”, το βράδυ της 10ης Ιουνίου 1825[63].
Από το Βέλγιο, όπου μετέβη ύστερα από την Ελλάδα, απέστειλε μία σκληρή επιστολή προς τους εκπροσώπους της ελληνικής διοίκησης στο Λονδίνο, με την οποία τους κατηγορούσε για τη στάση τη δική τους και της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι σ’ αυτόν, αλλά και στη θυσία του Santarosa[64].
3. Συμπεράσματα
Εν κατακλείδι, το Ημερολόγιο του Collegno συνιστά πηγή για τη σκιαγράφηση του προφίλ του εν λόγω μαχητή, αλλά και γενικότερα συνεισφορά στη μελέτη των ιδιαιτεροτήτων των ιταλών φιλελλήνων εθελοντών που συμμετείχαν στην Ελληνική Επανάσταση. Η εμπειρία του Collegno από τη μετάβασή του στο ελληνικό μέτωπο υπήρξε, αναμφίβολα, βαθύτατα τραυματική. Η διανοητική και παιδευτική του συγκρότηση, εξάλλου, δεν ήταν τέτοια που να του επιτρέψει να βιώσει τη νεοελληνική πραγματικότητα διαφορετικά. Πιστεύοντας ακράδαντα στην αξία των θεσμών, των διοικητικών και νομοθετικών μεταρρυθμίσεων και της πολιτικής σταθερότητας ύστερα από την ναπολεόντεια εμπειρία της Ιταλίας[65] και διαθέτοντας στρατιωτική κατά βάση παιδεία, αδυνατούσε να ερμηνεύσει την περίπλοκη νεοελληνική πραγματικότητα κατά τον τρόπο ενός Santarosa – του διανοούμενου με την πλούσια κλασσική παιδεία και την αδάμαστη ρομαντική ορμή – που, παρά τις απογοητεύσεις, την καταφρόνηση και τις προσωπικές προσβολές στην Ελλάδα, παρέμεινε βαθύτατα αφοσιωμένος στην υπόθεση της ελληνικής ελευθερίας έως την ύστατη στιγμή[66]˙ ή ενός Pecchio, που για να αιτιολογήσει το χαοτικό εμφυλιακό κλίμα στην Ελλάδα αναζητούσε συγγένειες μεταξύ των αρχαίων και των νέων Ελλήνων:
Αυτό το δείγμα αντικρουόμενων συμφερόντων και παθών αρκεί για να καταστήσει σαφές ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν διατηρήσει εκείνη την ανησυχία, εκείνες τις αντιπαλότητες, εκείνα τα πολιτικά πάθη που είχαν οι πρόγονοί τους στην Ελλάδα, και εκτός της Ελλάδας, στη Μικρά Ασία, στη Μεγάλη Ελλάδα, στη Σικελία, όπου κι αν εγκαταστάθηκαν.[67]
Μνημείο Σανταρόζα στη Σφακτηρία. Πηγή: https://www.periigites.gr/articles/87/6,7,23,8,49/nisos-sfaktiria.html
Η ειδοποιός αυτή διαφορά μεταξύ τους υποδηλώνεται, άλλωστε, και από το γεγονός ότι οι αναφορές του Collegno, ακόμη και ως περιηγητή, στην ελληνική αρχαιότητα είναι περιορισμένες έως σχεδόν ανύπαρκτες στο Ημερολόγιό του. Δεν μνημονεύει ούτε καν την Μάχη της Σφακτηρίας, που είχε διεξαχθεί στον τόπο της θυσίας του Santarosa ακριβώς 1400 έτη προγενέστερα (425 π.Χ.) μεταξύ των Αθηναίων και των Σπαρτιατών στο πλαίσιο του Πελοποννησιακού Πολέμου. Για την ακρίβεια, η μοναδική αναδρομή στην ιστορία της αρχαίας Ελλάδας πραγματοποιείται όταν ο συγγραφέας αντικρίζει από το πλοίο την Καλαμάτα και νιώθει τα ίδια συναισθήματα με τους «Μεσσήνιους, όταν μπόρεσαν να ξαναδούν τις εστίες τους ύστερα από την μακροχρόνια εξορία στην οποία τους είχε καταδικάσει η Σπάρτη»[68]. Ανύπαρκτο είναι, ομοίως, το ενδιαφέρον του για τα ορατά κατάλοιπα του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Δεν επισκέφτηκε – όπως ο Santarosa και άλλοι ιταλοί φιλέλληνες – «την Επίδαυρο, το νησί της Αίγινας και τον ναό του Δία», «στην Αθήνα […] τα μνημεία αυτής πόλης», δεν πραγματοποίησε «προσκύνημα στην Αττική για να επισκεφτεί τον Μαραθώνα και το Ακρωτήριο Σούνιο» και δεν έγραψε το όνομά του στις κολώνες «του ναού του Θησέα» ή «της Αθηνάς Σουνιάδος», πλάι στα ονόματα συμπατριωτών όπως οι Carlo Vidua, Luigi Provana del Sabbione, Giacomo Luigi Ornato κ.ά.[69]
Υπ’ αυτό το πρίσμα, ο ιταλός εθελοντής δεν δίστασε να αναγάγει τη στρατιωτική ασυμβατότητα με τους έλληνες μαχητές στο Ναυαρίνο, τον φατριασμό των ελλήνων κυβερνώντων και την αδυναμία συνεννόησης μαζί τους σε πολιτισμική διαφορά. Η αναγωγή αυτή, βέβαια, παρουσιάζει αναλογίες με τους όρους προσέγγισης των Ελλήνων από μέρους των βρετανών μπενθαμιτών (των θιασωτών δηλ. του άγγλου φιλοσόφου και νομικού Jeremy Bentham)˙ αλλά και των άλλων λαών της Μεσογείου από μέρους των προηγμένων δυτικών και των Βορειοευρωπαίων. Οι στρατιώτες του Wellington λ.χ. είχαν προσδώσει στους Ισπανούς υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς (ιθαγενείς, βάρβαροι, άγριοι, υπανάπτυκτοι κλπ.)[70]. Επίσης, σύμφωνα με τα στερεότυπα πολλών βρετανών περιηγητών ακόμη και αυτής της εποχής, του Grand Tour των ρομαντικών, η Ιταλία εξακολουθούσε να εκλαμβάνεται ως γη της ηθικής πενίας και της βίας, ενώ οι ίδιοι οι Ιταλοί ως ευρισκόμενοι στην περιφέρεια του πολιτισμού της γηραιάς ηπείρου. Όσον αφορά δε τη νότια Ιταλία, αυτή τοποθετούνταν εκτός της “πολιτισμένης Ευρώπης”[71] – εκείνης δηλαδή που επικαλείται διαρκώς στο Ημερολόγιό του ο Collegno. Κατ’ αντίστοιχο λόγο, οι Νεοέλληνες τίθενται από αυτόν εκτός του δυτικού πολιτισμού και του “πολιτισμένου” κόσμου. Έτσι, ωστόσο, τίθενται σε δοκιμασία οι προσπάθειες των άλλων ιταλών εξορίστων να ενσωματώσουν τη Μεσόγειο κατά τρόπο δημιουργικό και επωφελές για τις διεκδικήσεις των λαών της στην γεωγραφία του πολιτισμού˙ καθώς, ομοίως, και τα αντιθετικά δίπολα Δύση – Ανατολή, Χριστιανισμός – Ισλάμ, πολιτισμός – βαρβαρότητα, που είχαν επεξεργαστεί οι Ugo Foscolo και Giovanni Berchet στην προσπάθειά τους να τοποθετήσουν την Ελλάδα στις ανατολικές παρυφές της Ευρώπης[72].
Όπως και να ’χει, ο πιεμοντέζος αριστοκράτης Collegno υπήρξε ένας κοσμοπολίτης φιλελεύθερος πατριώτης, που συμμετείχε στην Ελληνική Επανάσταση δίχως ιδιοτελείς στόχους, αλλά με ειλικρινή διάθεση για συνεισφορά στον κοινό αγώνα κατά της τυραννίας. Τη δεδομένη χρονική στιγμή άλλωστε – ύστερα από την καταστολή των εξεγέρσεων στην Ισπανία και την Πορτογαλία – η ελληνική περίπτωση ήταν το μοναδικό καταφύγιο στην Ευρώπη για τους κυνηγημένους επαναστάτες γενικά και για τον Collegno ειδικότερα. Τα δε μασονικά δίκτυα διευκόλυναν τη μετάβαση τόσο του ιδίου όσο και άλλων συμπατριωτών του στο ελληνικό μέτωπο. Εκεί, η προκατασκευασμένη και εξιδανικευμένη εικόνα του για τη νεώτερη Ελλάδα κατέρρευσε ενώπιον των σύγχρονών της δυτικών υποδειγμάτων. Η αδυναμία πολιτισμικής επικοινωνίας με τους Νεοέλληνες, καθώς και η εν γένει απογοήτευση του Collegno από τα επαναστατικά κινήματα και το περιβάλλον των μυστικών εταιρειών τον οδήγησαν όχι μόνον στη διαφοροποίηση από το αφήγημα της ελληνικής υπόθεσης, αλλά και στον τερματισμό της εμπειρίας του ως συνωμότη και μαχητή της ελευθερίας. Μακριά πλέον από την επαναστατική δράση, αφοσιώθηκε: σε πρώτο χρόνο, στις σπουδές τις οποίες είχε εγκαταλείψει νεότατος για να ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία˙ εν συνεχεία, στην ακαδημαϊκή σταδιοδρομία ως γεωλόγος˙ και, εν τέλει, στην προλείανση του εδάφους για την επιστροφή του στην πατρίδα, την οποία θα υπηρετούσε πλέον υπό εντελώς διαφορετικούς όρους προσχωρώντας στους κύκλους της élite των μετριοπαθών φιλελευθέρων του Πιεμόντε. Το γεγονός απαιτούσε, ασφαλώς, τη διαχείριση της μνήμης αναφορικά με τα έργα και τις ημέρες του τέως εξόριστου Collegno και την αποκάθαρσή της από κάθε ιδέα ή πολιτικό εγχείρημα ριζοσπαστικού τύπου και, επομένως, από το συνωμοτικό και επαναστατικό παρελθόν του[73].
Πρέπει να τονιστεί, εντούτοις, ότι οι φίλοι και σύντροφοι του Collegno ιταλοί εξόριστοι πατριώτες – όπως επί παραδείγματι ο Giuseppe Pecchio[74], ο Pietro Gamba[75] ή ο Alerino Palma[76] από την ομάδα των αποκαλούμενων «κομήτων καρμπονάρων» –, παρά το γεγονός ότι ασπάζονταν τις αντιλήψεις του Collegno περί του χαρακτήρα των Νεοελλήνων, εξακολούθησαν να υπηρετούν την ελληνική υπόθεση. Διαφοροποιούνταν, ωστόσο, από την υπεροπτική και αποικιοκρατική προσέγγιση των άγγλων μπενθαμιτών, οι οποίοι διατείνονταν ότι η καθυστερημένη και διεφθαρμένη ελληνική κοινωνία μπορούσε να εκπολιτιστεί μόνον υπό την πατρική καθοδήγηση των Βορειοευρωπαίων[77]. Οι ιταλοί φιλέλληνες δεν έτρεφαν πλέον αυταπάτες: οι Έλληνες δεν ήταν έτοιμοι για την ελευθερία και η εγκαθίδρυση κράτους στην Ελλάδα, με σταθερή πολιτική διοίκηση και θεσμούς, έμοιαζε με ουτοπία. Οι ίδιοι, όμως, αισθάνονταν την ανάγκη να πιστέψουν στον ελληνικό εθνικό μύθο, ώστε να μπορέσουν να υποστηρίξουν τον ανάλογο μύθο που οικοδομούσαν για την Ιταλία. Σε αντίθετη περίπτωση, οι αγγλικές θέσεις απειλούσαν να υπονομεύσουν ολόκληρο το ιδεολογικό οικοδόμημα του ιταλικού πατριωτισμού. Οι Ιταλοί, άλλωστε, έπρεπε να αντικρούσουν τα ανάλογα στερεότυπα των βορειοευρωπαίων παρατηρητών, που αντιλαμβάνονταν κατά παρόμοιο τρόπο την Ιταλία ως έναν τόπο μη πολιτισμένο. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η διαπλοκή μεταξύ ελληνικού και ιταλικού εθνικού προγράμματος δεν ήταν γι’ αυτούς παρά δεδομένη.
Alerino Palma, Κατήχησις πολιτική εις χρήσιν των Ελλήνων συνταχθείσα μεν ιταλιστί υπό του φιλέλληνος Κ. Α. Π. [Κόμητος Αλερίνο Πάλμα] μεταφρασθείσα δε παρά Νικολάου Γ. Παγκαλάκη, Εκ της εν Ύδρα Τυπογραφίας, Ύδρα 1826.
Η ίδια πάνω-κάτω διαπλοκή μεταξύ των δύο εθνικών προγραμμάτων λειτούργησε και στην περίπτωση της ηρωοποίησης του συνταξιδιώτη και συμμαχητή του Collegno, δηλαδή του Santarosa. Όπως ορθώς παρατηρεί ο Maurizio Isabella, μέσω της σύνδεσης μίας ιταλικής μορφής με τη δημοφιλέστερη πολιτική υπόθεση στην Ευρώπη εκείνη την εποχή προσφερόταν στους ιταλούς πατριώτες ένα παράδειγμα εθνικού και υπερεθνικού ηρωισμού και ταυτόχρονα εγειρόταν το ιταλικό εθνικό ζήτημα σε διεθνές επίπεδο[78]. Ασφαλώς, το Ημερολόγιο του Collegno συνιστά συμβολή στην ηρωοποίηση αυτή, αλλά και εν γένει στη μελέτη της ιταλικής συνιστώσας του μαχόμενου φιλελληνισμού την εποχή της Ελληνικής Επανάστασης. Η στρατηγική δε του ελληνοϊταλικού παραλληλισμού και της ανάδειξης της ιδέας της αδελφοσύνης των δύο λαών προσδίδει στην ως άνω συνιστώσα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά, και εξηγεί εν πολλοίς γιατί αυτή υπήρξε μακροβιότερη από τις ευρωπαϊκές ομόλογές της, μια και η εθελοντική παράδοση της δεκαετίας του 1820 θα ανανεωνόταν κατά το δεύτερο μισό του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα με τη συμμετοχή των ιταλών γαριβαλδινών εθελοντών στους ελληνικούς αλυτρωτικούς αγώνες της περιόδου[79].
Ως προς το ζήτημα της μνήμης, τέλος, καίτοι οι ελληνικές αρχές αδράνησαν σε πρώτο χρόνο, η αλληλεγγύη που επέδειξαν οι ιταλοί εθελοντές προς τον ελληνικό λαό κατά τη διάρκεια της Επανάστασης κατόρθωσε να παραμείνει, έως έναν βαθμό, ζωντανή στη μνήμη του τελευταίου. Το μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, το μνημείο που ανεγέρθηκε (1925) επί τη εκατονταετηρίδι του θανάτου του Santarosa στον τόπο της θυσίας του, τη Σφακτηρία, που στις μέρες μας (2000) χαρακτηρίστηκε ως ιστορικό διατηρητέο μνημείο[80]˙ τα οδωνύμια της Αθήνας και πολλών άλλων ελληνικών πόλεων[81], οι εορταστικές εκδηλώσεις και τα πολιτικά μνημόσυνα προς τιμήν ιταλών φιλελλήνων της περιόδου[82].
Χάρτης του όρμου του Ναυαρίνου, όπου αποτυπώνονται και τα μνημεία των φιλελλήνων. Πηγή: Ισμήνη Καρυωτάκη, Μετατροπή, Αντλιοστάσιο, Γιάλοβα, εκδ. Ροδακιό, Αθήνα 2005.
Στάθης Μπίρταχας: επίκουρος καθηγητής Ευρωπαϊκής Ιστορίας
στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας & Φιλολογίας
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
και μέλος της Società Italiana di Storia Militare (SISM).

Σημείωση: Η ΕΕΦ προσφέρει ένα βήμα σε επιστήμονες και προσωπικότητες κύρους για να προβάλουν ελεύθερα τις προσωπικές θέσεις τους και το επιστημονικό τους έργο. Η Εταιρεία δεν υιοθετεί πάντα τις απόψεις αυτές, δε δεσμεύεται από αυτές και δεν εγγυάται την ορθότητά τους.

* Το κείμενο συνιστά ανεπτυγμένη μορφή ανακοίνωσης με τίτλο «Esilio risorgimentale e filellenismo combattente al tempo di Ugo Foscolo: il conte Giacinto Provana di Collegno in Grecia (1824-25)», που εκφωνήθηκε στο διεθνές συνέδριο Ugo Niccolò Foscolo entre Italie et Grèce (διοργάνωση: Université Nice Sophia Antipolis, Université Sorbonne Nouvelle Paris 3 & Università degli Studi di Genova˙ Νίκαια – Βεντιμίλια, 9-11 Μαρτίου 2017) και η δημοσίευση της οποίας επίκειται (στην ιταλική) στα πρακτικά του εν λόγω συνεδρίου.
Υποσημειώσεις
[1] Μεταξύ πολλών άλλων, βλ. λ.χ.: Maxime Raybaud, Mémoires sur la Grèce pour servir à l’histoire de la guerre de l’Indépendance …; avec une introduction historique, par Alph. Rabbe, τ. 1-2, Tournachon-Molin Libraire, Paris 1824-1825˙ Alerino Palma, Greece Vindicated; in Two Letters by Count Alerino Palma: to which αre Added, by the same Author, Critical Remarks on the Works Recently Published on the Same Subject by Messrs. Bulwer, Emerson, Pecchio, Humphreys, Stanhope, Parry, & Blaquiere, Printed for the Author, London 1826˙ Giuseppe Pecchio, Relazione degli avvenimenti della Grecia nella primavera del 1825, Vanelli, Lugano 1826˙ Sketches of Modern Greece, illustrative of the leading events of the Revolution; by a young English volunteer in the Greek service, τ. 1-2, Hurst, Chance & Co., London 1828˙ Jacques Mangeart, Souvenirs de la Morée, recueillis pendant le séjour des Français dans le Péloponnèse, Igonette, Paris 1830˙ Julius Millingen, Memoirs of the Affairs of Greece; containing an Account of the Military and Political Events which occurred in 1823 and following Years…, John Rodwell, London 1831˙ Persat Maurice, Mémoires du commandant Persat, 1806 à 1844…, Librairie Plon, Paris 1910˙ Santorre di Santa Rosa, Lettere dall’esilio (1821-1825), επιμ. A. Olmo, Istituto per la Storia del Risorgimento Italiano, Roma 1969˙ Σάμουελ Χάου [Samuel Gridley Howe], Ημερολόγιο από τον Αγώνα 1825-1829, Καραβίας, Αθήνα 1971.
[2] Giacinto Collegno, Diario dell’assedio di Navarino. Memorie di Giacinto Collegno precedute da un ricordo biografico dell’autore scritto da Massimo d’Azeglio, μτφρ. A. Mauri, Pelazza, Τorino 1857.
[3] Για τον Collegno βλ. Massimo d’Azeglio, Ricordo d’una vita italiana. Giacinto Collegno, στο Collegno, Diario…, σσ. 5-22˙ Albert De La Marmora, Notice biographique sur le general H. Provana de Collegno, Imprimerie royale, Turin 1857˙ Leone Ottolenghi, La vita e i tempi di Giacinto Provana di Collegno. Col Diario dell’assedio di Navarino 1825 che si pubblica la prima volta nell’originale francese, E. Loescher, Torino 1882, σσ. 3-191˙ Guido Ratti, «Collegno, Giacinto Ottavio Provana di», Dizionario Biografico degli Italianiτ. 26, Treccani, Roma 1982, σ. 802-807, http://www.treccani.it/enciclopedia/giacinto-ottavio-provana-di-collegno_(Dizionario-Biografico)/˙ Σπύρος ΔΛουκάτος, Ο ιταλικός φιλελληνισμός κατά τον αγώνα της ελληνικής ανεξαρτησίας, 1821-1833, Ελληνική Επιτροπή Σπουδών Νοτιοανατολικής Ευρώπης, Αθήνα 1996, σσ. 64-66˙ Roberto Chiaramonte (επιμ.), Giacinto Provana di Collegno. Uomo d’Armi, geologo, eroe risorgimentale, Ministro di Stato e Senatore del Regno. Atti del Convegno, R. Chiaramonte Editore, Collegno (Torino) 2011.
[4] Ο Collegno είχε προσχωρήσει στις τάξεις της καρμποναρικής “Alta Vendita”. Ratti, «Collegno».
[5] Marion S. Miller, «A ‘Liberal International’? Perspectives on Comparative Approaches to the Revolutions in Spain, Italy, and Greece in the 1820s», Mediterranean Studies 2 (1990), σσ. 61-67. Εκτός από ένα μεγάλο ποσοστό πρώην στρατιωτών και αξιωματικών, στις τάξεις των ιταλών εξορίστων αυτής της περιόδου συγκαταλέγονταν, επίσης, πολλοί πανεπιστημιακοί φοιτητές, άνθρωποι των γραμμάτων, δικηγόροι, γιατροί, συμβολαιογράφοι κλπ. Maurizio Isabella, Risorgimento in esilio. L’internazionale liberale e l’età delle rivoluzioni, μτφρ. D. Scaffei, Laterza, Roma – Bari 2011, σ. 12. Για τις πολιτικές και ιδεολογικές τους καταβολές βλ. στο ίδιο, σσ. 14-26. Σημειωτέον ότι από καιρού εις καιρόν έβρισκε μεταξύ αυτών τη θέση του και ο ρομαντικός παρορμητικός τυχοδιωκτισμός ορισμένων εθελοντών. Βλ. ενδεικτικά παρακάτω, ενότητα 2.4., όπου περιπτώσεις ιταλών που κατατάχθηκαν στον αιγυπτιακό στρατό και πολέμησαν κατά των Ελλήνων.
[6] Άννα Καρακατσούλη, «Μαχητές της Ελευθερίας» και 1821. Η Ελληνική Επανάσταση στη διεθνική της διάσταση, Πεδίο, Αθήνα 2016, σσ. 19, 116, 128. Για τις έννοιες της ελληνολατινικής και μεσογειακής αλληλεγγύης βλ. τις συναφείς μελέτες του Gilles Pécout: «Philhellenism in Italy: political friendship and the Italian volunteers in the Mediterranean in the nineteenth century», Journal of Modern Italian Studies 9/4 (2004), σσ. 405-427˙ «The international armed volunteers: pilgrims of a transnational Risorgimento», Journal of Modern Italian Studies 14/4 (2009), σσ. 413-426˙ «Ελληνική Επανάσταση: Η ιδρυτική στιγμή των μεσογειακών πολιτικών αλληλεγγύης;», στο Πέτρος Πιζάνιας (επιμ.), Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Ένα ευρωπαϊκό γεγονός, Ιόνιο Πανεπιστήμιο – Κέδρος, Αθήνα 2009, σσ. 119-130.
[7] Για τις ελληνοϊταλικές ανταλλαγές της περιόδου βλ. κυρίως τα ακόλουθα έργα όπου συγκεντρώνεται η σημαντικότερη βιβλιογραφία: Isabella, Risorgimento in esilio…, μέρος 1˙ Stathis Birtachas, «Solidarietà e scambi ideologico-culturali italo-ellenici in epoca risorgimentale. L’emigrazione politica italiana nelle Isole Ionie e in Grecia», Mediterranea. Ricerche Storiche 26 (dicembre 2012), σσ. 461-474, http://www.storiamediterranea.it/portfolio/dicembre-2012/˙ του ιδίου, «Εκφάνσεις του ιταλικού φιλελληνισμού κατά τη δεκαετία του 1820», στο Α. Β. Μανδηλαρά, Γ. Β. Νικολάου, Λ. Φλιτούρης, Ν. Αναστασόπουλος (επιμ.), Δήμος Νικολάου Σκουφά – Ηρόδοτος, Αθήνα 2015, σσ. 373-391, https://www.academia.edu/34159791/Manifestations_of_the_Italian_Philhellenism_during_the_1820s˙ Andrea Giovanni Noto, La ricezione del Risorgimento greco in Italia (1770-1844). Tra idealità filelleniche, stereotipi e Realpolitik, Edizioni Nuova Cultura, Roma 2015, κεφ. 3˙ Καρακατσούλη, «Μαχητές της Ελευθερίας»…passim, ιδίως κεφ. 1-3. Πρβλ. Ι. Τσόλκας, Η Ελληνική Παλιγγενεσία και ο αντίκτυπός της στη Λογοτεχνία της Ιταλίας κατά το 19ο αιώνα, Διδ. διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2004˙ Gerassimos D. Pagratis, «Emigrazione italiana, condizioni socio-economiche e politica statale nelle Isole Ionie nell’età del Risorgimento: nuovi interrogativi su una vecchia questione», Mediterranean Chronicle 4 (2014), σσ. 153-164˙ Caterina Carpinato, «Filellenismo minore ai tempi della rete. Qualche spunto di riflessione attraverso testimonianze letterarie italiane e greche», στο Serena Fornasiero και Silvana Tamiozzo (επιμ.), Studi sul Sette-Ottocento offerti a Marinella Colummi, σ. 29-48˙ Guido Muoni, Η φιλελληνική λογοτεχνία στον Ιταλικό Ρομαντισμό, εισαγωγή και επιμ. Ά. Μπουμπάρα, μτφρ. Σ. Κουτράκης, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2016.
[8] Καρακατσούλη, «Μαχητές της Ελευθερίας»…, σσ. 20, 129, 154-170, 175-176˙ Isabella, Risorgimento in esilio…passim.
[9] Για τις στοχεύσεις και τους προσανατολισμούς της Ελληνικής Επιτροπής του Λονδίνου, τα δάνεια της ανεξαρτησίας, την κακοδιαχείρισή τους και, εν τέλει, την απαξίωση της Επιτροπής βλ. τις κάτωθι ειδικές μελέτες, όπου η βιβλιογραφία: Γιάννα Τζουρμανά, Βρετανοί Φιλελεύθεροι και ριζοσπάστες μεταρρυθμιστές: Ο Τζέρεμυ Μπένθαμ και η Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου (1823-1826), Διδ. διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο / Τμήμα Κοινωνιολογίας, Αθήνα 2007˙ Μαρία Χριστίνα Χατζηιωάννου, Το προπατορικό χρέος: Τα δάνεια της εθνικής ανεξαρτησίας της Ελλάδας, Gutenberg, Αθήνα 2013˙ Γιάννα Τζουρμανά, Βρετανοί Ριζοσπάτες Μεταρρυθμιστές: Φιλικές εταιρείες και κομιτάτα στο Λονδίνο (1790-1823), Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα 2015.
[10] Βλ. επ’ αυτού μία επιστολή του προς τον φίλο του Victor Cousin (Λονδίνο, 31 Οκτωβρίου 1824): «Mon ami, je n’avais point de sympathie pour l’Espagne, et je n’y suis point allé, puisque par cela seul je n’y aurais été bon à rien. Je sens au contraire pour la Grèce un amour qui a quelque chose de solennel; la patrie de Socrate, entends tu bien? – Le peuple grec est brave, il est bon, et bien des siècles d’esclavage n’ont pas pu détruire entièrement son beau caractère; je le regarde d’ailleurs comme un peuple frère. Dans tous les âges, l’Italie et la Grèce ont entremêlé leurs destinées; et ne pouvant rien pour ma patrie, je considère presque comme un devoir de consacrer à la Grèce quelques années de vigueur qui me restent encore». Santa Rosa, Lettere dall’esilio…, σ. 461.
[11] William St Clair, That Greece Might Still Be Free. The Philhellenes in the War of Independence, Open Book Publishers, Cambridge 2008, σσ. 254-255˙ Καρακατσούλη, «Μαχητές της Ελευθερίας»…, σσ. 18, 36, 123-126, 133.
[12] Εκείνος είχε ζητήσει τη διοίκηση ενός τάγματος κι εκείνοι του είχαν αντιτείνει ότι «η ελληνική κυβέρνηση θα του εμπιστευόταν καθήκοντα πολύ πιο σημαντικά και πως του αναλογούσε το έργο της διαχείρισης του πολέμου, της αναδιοργάνωσης των οικονομικών κλπ.». Collegno, Diario…, σσ. 24-25 (πρβλ. σ. 114).
[13] Collegno, Diario, σσ. 24-25, 114-115. Για την προσαρμογή της ελληνικής διοίκησης στα δεδομένα της διεθνούς διπλωματίας, προκειμένου οι Έλληνες να αποκτήσουν υπόληψη στην Ευρώπη και εν γένει για την απόπειρα αποσύνδεσης των επιδιώξεων των Ελλήνων από τη δράση των συνωμοτικών εταιρειών (συμπεριλαμβανομένης και της Φιλικής Εταιρείας) και των ανατρεπτικών βλέψεων των Ισπανών και των Ιταλών βλ. Καρακατσούλη, «Μαχητές της Ελευθερίας»…, σσ. 209-217.
[14] Collegno, Diario Το πρωτότυπο γαλλικό κείμενο δημοσιεύτηκε 25 έτη αργότερα στο Ottolenghi, La vita e i tempi, σσ. 193-298. Για τη χρήση του εν λόγω ημερολογίου κατά το παρελθόν βλ. κυρίως Brigitte Urbani, «Patriotes italiens en Grèce (1825)», Italies 1 (1997), σσ. 47-73, http://italies.revues.org/3411, η οποία το έχει μελετήσει σε αντιπαραβολή με τις Lettere dallesilio του Santarosa και τη Relazione degli avvenimenti della Grecia του Giuseppe Pecchio, που μνημονεύθηκαν παραπάνω (σημ. 1)˙ και Μιχαήλ Β. Σακελλαρίου, Η απόβαση του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο καταλύτης για την αποδιοργάνωση της Ελληνικής Επανάστασης, 24 Φεβρουαρίου – 23 Μαΐου 1825, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο 2012, passim.
[15] Σακελλαρίου, Η απόβαση…, σσ. 29-30.
[16] Βλ. παραπάνω, σημ. 10.
[17] Καρακατσούλη, «Μαχητές της Ελευθερίας»…, σσ. 193-209. Πρβλ. St Clair, That Greece…, σσ. 255-256.
[18] Collegno, Diario…, σσ. 28-29, 41-42, 44, 46, 75-76.
[19] Collegno, Diario…, σ. 75.
[20] Collegno, Diario…, σ. 52.
[21] Collegno, Diario…, σσ. 100-101.
[22] Πρόκειται προφανώς είτε για τον Παναγιώτη Γιατράκο από την Άρνα της Λακωνίας, Φιλικό, αγωνιστή και γιατρό, που είχε σπουδάσει την ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, είτε για κάποιον από τους πέντε αδελφούς του, που ασκούσαν την ιατρική εμπειρικά. Θεόδωρος Δαρβδαβέσης, «Υγειονομική φροντίδα και περίθαλψη των αγωνιστών του 1821», Πάπυροι 2 (2013), σσ. 15-17.
[23] Collegno, Diario…, σσ. 60-61.
[24] Collegno, Diario…, σσ. 97-98.
[25] Collegno, Diario…, σ. 103.
[26] Collegno, Diario…, σ. 101˙ πρβλ. σσ. 41, 102-103.
[27] Από την πλευρά του ο Santarosa εκθείαζε την αξία των Νεοελλήνων έως την τελευταία ημέρα της ζωής του: «Μακάρι, προτού πεθάνει, να μην είδε να το σκάνε τούτοι οι Έλληνες, των οποίων ακόμη και εχθές μου εξυμνούσε το σθένος! Είθε τουλάχιστον να έκλεισε τα μάτια πιστεύοντας ότι έπεσε με τους ανδρείους της σειράς του!», σημειώνει ο Collegno. Collegno, Diario…, σ. 56.
[28] Collegno, Diario…, σ. 57.
[29] Collegno, Diario…, σ. 34.
[30] Collegno, Diario…, σσ. 41-42, 51, 56-57, 63, 65.
[31] Collegno, Diario…, σ. 63.
[32] Collegno, Diario…, σ. 81. Με την εικόνα του έλληνα πολεμιστή που παρουσιάζει ο Collegno συμφωνούν πλείστοι φιλέλληνες, μεταξύ αυτών και ο αμερικανός φιλέλληνας γιατρός στο Ναυαρίνο Samuel Gridley Howe. Ο τελευταίος, ωστόσο, αντιπαραβάλλοντας τους έλληνες στρατιώτες με τους δυτικούς ομολόγους τους καταλήγει σε ένα πολύ ενδιαφέρον συμπέρασμα: «Ως στρατός, επομένως, και σε σύγκριση με τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς, δεν είναι γενναίοι˙ αλλά είναι αμφίβολο αν οι Ευρωπαίοι ή οι Αμερικανοί, στην ίδια θέση, θα ήταν γενναιότεροι». Laura E. Richards (ed.), Letters and Journals of Samuel Gridley Howe, εισαγωγή και σημειώσεις F. B. Sanborn, Dana Estes & Company – John Lane, Boston – London 1906, σ. 34˙ David Brewer, Η Φλόγα της Ελευθερίας: Ο Αγώνας των Ελλήνων για την Ανεξαρτησία, 1821-1833, μτφρ. Τιτίνα Σπερελάκη, Ενάλιος, Αθήνα 2004, σ. 287.
[33] Collegno, Diario…, σ. 63.
[34] Collegno, Diario…, σσ. 76, 80, 86.
[35] Collegno, Diario…, σ. 80.
[36] Collegno, Diario…, σ. 105.
[37] Collegno, Diario…, σ. 108˙ πρβλ. σσ. 105, 107.
[38] Collegno, Diario…, σ. 52.
[39] Collegno, Diario…, σ. 57.
[40] Collegno, Diario…, σ. 111.
[41] Collegno, Diario…, σσ. 43, 93, 98.
[42] Collegno, Diario…, σ. 115.
[43] Collegno, Diario…, σσ. 56-57, 94, 102-103.
[44] Collegno, Diario…, σ. 103.
[45] Collegno, Diario…, σ. 109.
[46] Collegno, Diario…, σ. 101.
[47] Collegno, Diario…, σσ. 110-111.
[48] Collegno, Diario…, σ. 91.
[49] Collegno, Diario…, σ. 66.
[50] Απαντάται ως Suleyman Bey, Soliman Aga, Soliman Bey ή Soliman Pacha. Το αρχικό γαλλικό του όνομα ήταν Joseph Anthelme Sève. Βλ. https://web.archive.org/web/20060701155543/http://soliman-pacha.ifrance.com/biograph.htm.
[51] Collegno, Diario, σσ. 73, 79-80, 90-92.
[52] Λουκάτος, Ο ιταλικός φιλελληνισμός…, σ. 92-93.
[53] Σακελλαρίου, Η απόβαση…, σσ. 69-72. Οι Romei και Scarpa εμφανίζονταν μετανιωμένοι που μάχονταν εναντίον των Ελλήνων και σχεδίαζαν να αποσυρθούν. Παρείχαν δε πληροφορίες για το αιγυπτιακό στρατόπεδο στον ιταλό στρατηγό Giuseppe Maria Rosaroll-Scorza, τέως συνάδελφο στον ναπολεόντειο στρατό. Στο ίδιο, σσ. 71-72.
[54] Collegno, Diario…, σ. 89.
[55] Collegno, Diario…, σ. 95.
[56] Collegno, Diario, σ. 127. Δεν διευκρινίζει εάν πρόκειται για τον Εμμανουήλ ή τον Δημήτριο Καλλέργη. Ωστόσο, πιθανότατα αναφέρεται στον δεύτερο.
[57] Collegno, Diario…, σ. 94.
[58] Collegno, Diario…, σ. 96.
[59] Collegno, Diario…, σ. 98.
[60] Collegno, Diario…, σ. 102.
[61] Collegno, Diario…, σ. 104.
[62] Collegno, Diario…, σ. 128.
[63] Collegno, Diario…, σσ. 106-108, 113-115, 127-128.
[64] Collegno, Diario…, σσ. 129-130.
[65] Isabella, Risorgimento in esilio…, σσ. 18-20.
[66] Βλ. παραπάνω σημ. 27.
[67] Pecchio, Relazione…, σ. 70.
[68] Collegno, Diario…, σ. 93.
[69] Collegno, Diario…, σ. 25.
[70] Gavin Daly, The British Soldier in the Peninsular War: Encounters with Spain and Portugal, 1808-1814, Palgrave Macmillan, Basingstoke (UK) 2013, σσ. 123-124.
[71] Για το ζήτημα αυτό, καθώς και για τις προσπάθειες των ιταλών εξορίστων στην Αγγλία (του Foscolo κ.ά.) να μεταβάλουν αυτή την ιδέα του αγγλικού κοινού για την πατρίδα τους βλ. Isabella, Risorgimento in esilio…, σσ. 110 και σημ. 90, 249 κ.ε. Πρβλ. Καρακατσούλη, «Μαχητές της Ελευθερίας»…, σσ. 120-122.
[72] Isabella, Risorgimento in esilio…, σσ. 91-92, 100.
[73] Ratti, «Collegno…»˙ Isabella, Risorgimento in esilio…, σ. 291 και σημ. 20.
[74] O μιλανέζος Giuseppe Pecchio μετέβη στην Ελλάδα το 1825 μαζί με τον Pietro Gamba για να παραδώσει μία δόση του δεύτερου αγγλικού δανείου και το επόμενο έτος συνέγραψε στην αγγλική ένα χρονικό, το οποίο είχε ευρεία απήχηση και μεταφράστηκε εν συνεχεία στην ιταλική (βλ. παραπάνω σημ. 1), στη γαλλική και εν τέλει στην ελληνική (H Ελλάς κατά το έαρ του 1825, μτφρ. Σ. Α. Αντωνόπουλος, Εκδοθείσα υπό του περιοδικού «Αττικού Ορίζοντος», Τυπ. «Φοίνιξ» Αντ. Χαλούλος, Αθήνα 1855). Για τον Pecchio βλ. Λουκάτος, Ο ιταλικός φιλελληνισμός, σ. 107˙ Elena Riva, «Pecchio, Giuseppe», Dizionario Biografico degli Italiani, τ. 82 (2015), http://www.treccani.it/enciclopedia/giuseppe-pecchio_(Dizionario-Biografico).
[75] O Pietro Gamba από τη Ραβέννα υπήρξε γραμματέας του Βύρωνα και αρχισυντάκτης της εφημερίδας “Telegrafo greco”, που δημοσίευε στο Μεσολόγγι κείμενα στην ιταλική, τη γαλλική, την αγγλική και ενίοτε τη γερμανική (Μάρτιος – Δεκέμβριος 1824). Πέθανε το 1828 στην Τακτικούπολη της Τροιζηνίας. Γι’ αυτόν βλ. Λουκάτος, Ο ιταλικός φιλελληνισμός…, σσ. 78-80. Έχουν μεταφραστεί στην ελληνική τα ακόλουθα έργα του, τα οποία προσέφεραν υλικό για την οικοδόμηση του μύθου του Βύρωνα: Ο Βύρων εν Ελλάδι: Έκθεσις των κατά την μετάβασιν του Βύρωνος εν Ελλάδι, μτφρ. Μπάμπης Άννινος, Εκάτη, Αθήνα 2005˙ Ο Λόρδος Βύρων στην Ελλάδα: Η άφιξή του στο Μεσολόγγι, η υποδοχή, η δράση του, τα αισθήματά του, η αγωνία του, ο θάνατος, ο θρήνος, μτφρ. Μ. Άννινος, Βεργίνα, Αθήνα 2007˙ Το τελευταίο ταξίδι του Λόρδου Μπάυρον στην Ελλάδα, μτφρ. Μ. Άννινος, Ε. Χεμίκογλου, Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, Αθήνα 2010.
[76] O Alerino Palma από το Ριβαρόλο Καναβέζε του Τορίνου παρέμεινε στην Ελλάδα έως τον θάνατό του (Ερμούπολη, 1851). Σταδιοδρόμησε ως νομικός στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος και έλαβε μέρος στη σύνταξη της αρχικής Πολιτικής και Ποινικής Δικονομίας και διετέλεσε μέλος του Αρείου Πάγου. Γι’ αυτόν βλ. Λουκάτος, Ο ιταλικός φιλελληνισμός, σσ. 104-106˙ Roberto Damilano, «Palma di Cesnola, Alerino», Dizionario Biografico degli Italiani, τ. 80 (2014), http://www.treccani.it/enciclopedia/palma-di-cesnola-alerino_(Dizionario-Biografico). O Palma συνέταξε μία πολιτική κατήχηση: Κατήχησις πολιτική εις χρήσιν των Ελλήνων συνταχθείσα μεν ιταλιστί υπό του φιλέλληνος Κ. Α. Π. μεταφρασθείσα δε παρά Νικολάου Γ. Παγκαλάκη, Εκ της εν Ύδρα Τυπογραφίας, Ύδρα 1826. Επίσης, έχει μεταφράσει στην ελληνική το ακόλουθο έργο: Συλλογή των αρχών του πρωτοτύπου και του εκ συνθήκης της Ευρώπης δικαιώματος των εθνών περί των θαλασσίων λειών και της ουδετερότητος, μεταφρασθείσα εκ του γαλλικού υπό του κόμητος Α. Πάλμα, Εκ της εν Ύδρα Τυπογραφίας, Ύδρα 1826 [Φωτοτυπική επανέκδοση: Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Αθήνα 1972]. Από τα υπόλοιπα έργα του Palma άξιες μνείας είναι οι ακόλουθες πραγματείες: A Summary Account of the Steam Boats for Lord Cochranes ExpeditionWith Some Few Words Upon the Two Frigates Ordered at New York for the Service of Greece, Effingham Wilson, London 1826, με την οποία ο Palma κατηγορούσε τον John Bowring και την Ελληνική Επιτροπή του Λονδίνου για κατασπατάληση των χρημάτων που είχαν συγκεντρωθεί με σκοπό την κατασκευή των πλοίων που ήταν αναγκαία για τη συνέχιση του πολέμου˙ Greece Vindicated…, τουτέστιν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες, ενδελεχείς και οξυδερκείς αναλύσεις της ευρωπαϊκής συνεισφοράς στον ελληνικό αγώνα.
[77] Για τις θέσεις των ιταλών εξορίστων έναντι των Ελλήνων, που απείχαν παρασάγγας από εκείνες των βρετανών φιλελλήνων, βλ. Isabella, Risorgimento in esilio…, σσ. 100-110.
[78] Isabella, Risorgimento in esilio…, σ. 119. Για όλη αυτή τη συζήτηση των ιταλών εξόριστων πατριωτών και την ηρωοποίηση του Santarosa βλ. στο ίδιο, σσ. 106-120. Πρβλ. Pécout, «Ελληνική Επανάσταση…», σσ. 125-129.
[79] Για το θέμα βλ. Stathis Birtachas, «“In defence of the liberty and the rights of Great Mother Greece”. The Italian Garibaldini Volunteers in Epirus: the decline of a long tradition in Greece. Evaluation of an old story and new research perspectives», Mediterranean Chronicle 6 (2016), σσ. 161-182, όπου η βιβλιογραφία. Πρβλ. Andrea Giovanni Noto, «Le “nazioni sorelle”. Affinità, diversità e influenze reciproche nel Risorgimento di Italia e Grecia», στο G. Altarozzi, C. Sigmirean (επιμ.), Il Risorgimento italiano e i movimenti nazionali in Europa. Dal modello italiano alla realtà dell’Europa centro-orientale, Edizioni Nuova Cultura, Roma 2013, σσ. 43-68.
[80] http://listedmonuments.culture.gr/fek.php?ID_FEKYA=1191225891&v17=.
[81] Ο Δήμος Αθηναίων λ.χ. έδωσε τιμητικά το όνομα του Santarosa σε μία από τις οδούς στο κέντρο της πόλης, όπου παλαιότερα στεγάζονταν τα δικαστήρια. Το ίδιο συνέβη σε μία σειρά από άλλους δήμους της χώρας.
[82] Βλ. επί παραδείγματι τις παράλληλες εκδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν ομοίως το 1925 στην Ελλάδα και την Ιταλία εις μνήμην του Santarosa. Δύο έτη αργότερα διεξήχθησαν ανάλογες εορταστικές εκδηλώσεις στη Ζάκυνθο επί τη εκατονταετηρίδι του θανάτου του ελληνοϊταλού ποιητή Ugo Foscolo. Βλ. σχετικά Σωκράτης Β. Κουγέας, Λόγος εκφωνηθείς κατ’ εντολήν της Πανεπ. Συγκλήτου εν τῃ μεγάλῃ αιθούσῃ των τελετών του Πανεπιστημίου την 10ην Μαΐου 1925 εις μνήμην του Ιταλού Φιλέλληνος Κόμητος Σανταρόζα επί τῃ εκατονταετηρίδι του εν Σφακτηρίᾳ θανάτου αυτού, Πανεπιστήμιο Αθηνών, Αθήνα 1925˙ Δημήτρης Φιλιππής, Ελλάδα-Ιταλία 1919/20-1940 και η εμπλοκή της Ισπανίας, Διδ. διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο / Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Αθήνα 2005, σσ. 175-180.

https://www.eefshp.org/to-imerologio-tis-poliorkias-toy-nayarinoy-toy-giacinto-provana-di-collegno-1824-25/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου