Ένα συναρπαστικό άρθρο για τη μεσαιωνική Χαλκίδα του Πανεπιστημιακού Pierre A. MacKay, που μεταφράστηκε αποκλειστικά για το square και παρουσιάζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά.
Εισαγωγικό σημείωμα του μεταφραστή:
Στα πλαίσια των αφιερωμάτων στην ιστορία της μεσαιωνικής καστροπολιτείας του Negroponte, το (ηλεκτρονικό πλέον) περιοδικό Square.gr, μου ζήτησε να μεταφράσω (pro bono φυσικά), το άρθρο «New Light on Negropont» του Αμερικανού καθηγητή Pierre A. MacKay το οποίο παρουσιάστηκε στο 2ο Μεσογειακό Συνέδριο Θαλάσσιας Ιστορίας, που έγινε στις πόλεις Messina και Taormina της Ιταλίας, κατά το χρονικό διάστημα 4-7 Μαΐου 2006.
Αφού ξεπέρασα την αρχική έκπληξη που μου δημιούργησε το γεγονός ότι στην άλλη άκρη του κόσμου υπάρχει ένας καθηγητής στο Τμήμα Κλασικών Σπουδών του Πανεπιστημίου της Ουάσιγκτον, στα επιστημονικά ενδιαφέροντα του οποίου εμπίπτει η ιστορία της πόλης μας, δέχτηκα να προσπαθήσω, αφού όμως λάβω προηγουμένως την άδεια της μετάφρασης από τον ίδιο τον καθηγητή.
Η τεχνολογία αλλά και η «αμερικάνικη φιλοσοφία» του κ. MacKay, κατέστησε όχι μόνο εύκολη, αλλά και ευχάριστη την επικοινωνία μαζί του. Έτσι, αφού μου παραχώρησε με χαρά την άδεια να μεταφράσω το άρθρο του, αξιοποιήσαμε τα πλεονεκτήματα της τεχνολογίας και του «επίπεδου κόσμου μας» και σύντομα η προσπάθεια ολοκληρώθηκε. Παρά το ότι η μετάφραση ελέγχθηκε και εγκρίθηκε από τον ίδιο τον συγγραφέα, πρέπει να επισημανθεί ότι τυχόν λάθη και παρανοήσεις οφείλονται αποκλειστικά σε μένα και για το λόγο αυτό παρακαλώ για την κατανόησή σας.
Η μεθοδολογία της μετάφρασης που ακολουθήθηκε είναι αυτή της λέξης προς λέξη μετάφραση πλην κάποιων σημείων τα οποία απαιτούσαν μια πιο νοηματική προσέγγιση για να γίνουν κατανοητά. Περαιτέρω συμφωνήσαμε να μην επιβαρύνουμε το κείμενο με υποσημειώσεις καθώς αν και θα ήταν χρήσιμες για τον μη ειδικό αναγνώστη με δεδομένο ότι το παρόν άρθρο παρουσιάστηκε σε ακροατήριο ειδικών επί του θέματος, πιθανώς θα εγκυμονούσαν κινδύνους αλλοίωσης του νοήματος και των απόψεων του συγγραφέα. Έτσι οι λατινογενείς όροι (όπως η Burgesia) και κάποια σημαντικά ονόματα (όπως ο Camocio αλλά και οι «dalle Carceri») μολονότι αντιλαμβανόμαστε ότι προκαλούν κάποια αμηχανία, παρατίθενται χωρίς επιπλέον αποσαφηνιστικά στοιχεία -αν και ο κ. MacKay έδωσε ορισμένες διευκρινήσεις-, προκειμένου να διασωθεί η αυθεντική άποψη όπως αυτή διατυπώθηκε στο αρχικό κείμενο.
Η κατά παράδοση «Οικία Βαΐλου» ή «Loggia» (διοικητήριο) κατά τη σύγχρονη ιστορική έρευνα, στα δυτικά της σημερινής Αγίας Παρασκευής.
Νέο φως στο Νεγροπόντε
Pierre A. MacKay – Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον.
Γύρω στο 1895, μια συμμαχία κοντόφθαλμων εθνικιστών και εργολάβων μεγιστάνων αποφάσισε να εξαλείψει κάθε αναγνωρίσιμο ίχνος από το μεσαιωνικό Νεγροπόντε, εκτός από μία εκκλησία στο νότιο κεντρικό τμήμα του, η οποία προστατεύτηκε επειδή είχε γίνει η έδρα του επισκόπου της Χαλκίδας.
Απέναντι από τη δυτική όψη του ναού, ένα σύγχρονο κτίριο, απροσδιόριστης λειτουργίας, επίσης κατάφερε να γλιτώσει. Η ριζική εξάλειψη όλων των άλλων μνημείων ήταν διπλά «αποτελεσματική», καθώς δεν λήφθηκαν επίσημες φωτογραφίες και σχέδια, ενώ δεν καταγράφηκαν ούτε επίσημες περιγραφές της μεσαιωνικής καστροπολιτείας.
Οι όποιες προσπάθειες έγιναν κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα για να ξαναβρεί η πόλη την χαμένη της ιστορία βασίστηκαν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου σε συμπεράσματα από έγγραφα που ήταν συχνά αβέβαιης αξιοπιστίας, καθώς επίσης και σε δυσχερώς εκτιμώμενες τοπικές παραδόσεις. Ακόμα και τα ελάχιστα εναπομείναντα μεσαιωνικά κτίρια δεν έχουν πλήρως αποσαφηνισμένο καθεστώς. Για την εκκλησία, έχει δηλωθεί ότι είναι μια πρώιμη βυζαντινή βασιλική με ξύλινη στέγη, και το απέναντι κτίριο είναι ακόμα γνωστό, ανεπισήμως, ως το «Σπίτι του Βάϊλου».
Η κύρια πηγή για την περιγραφή των ενετικών οχυρώσεων που διαθέτουμε, είναι ένα μάλλον προπαγανδιστικό κείμενο γραμμένο μετά την οθωμανική κατάληψη και την λεηλασία της πόλης στις 12 Ιουλίου 1470, η οποία υιοθετήθηκε ως η κύρια πρωτογενής πηγή μαζί με τις φανταστικές και συχνά αντιφατικές απόψεις και οπτικές που εκδίδει και επανεκδίδει ο Fr. Vincenzo Coronelli στα τέλη του 17ου αιώνα.
Είναι πλέον δυνατό, να αντληθούν περισσότερες χρήσιμες πληροφορίες. Το σχέδιο του 16ου αιώνα της πόλης από τον Camocio, το οποίο γνωστοποίησε ο ταξιδιωτικός συγγραφέας Jan Morris, παρέχει μια αξιόπιστη ταυτοποίηση των κύριων χαρακτηριστικών του συστήματος άμυνας και του γενικού σχεδιαγράμματος της πόλης. Το 2001 επέστησα την προσοχή του David Jacoby σε αυτόν τον χάρτη, τον οποίο και ενσωμάτωσε στο άρθρο του, «Η κατοχύρωση της Βενετσιάνικης κυριαρχίας στην πόλη του Νεγκροπόντε (1205 – 1390)», στο έργο «Βυζάντιο, Βενετία και ο Φραγκο – Ελληνικός κόσμος (XIII-XV αιώνας)» Βενετία: Ινστιτούτο Ελληνικών, Βυζαντινών και μετά-Βυζαντινών Σπουδών της Βενετίας 2000.
Η δυτική όψη –κύρια είσοδος- της σημερινής Αγίας Παρασκευής όπως ήταν το 1905.
Το άρθρο του Jacoby συγκέντρωσε τα πιο σημαντικά έγγραφα που απεικονίζουν την ανάπτυξη του Ενετικού Νεγροπόντε, και μέχρι το 2004, ήμουν σε θέση να οικοδομήσω πάνω σε αυτήν τη βάση και να προσδιορίσω τη μεσαιωνική εκκλησία, τώρα αφιερωμένη στην Αγία Παρασκευή, σαν τη Δομινικανή εκκλησία της Παναγίας και του Αγίου Δομίνικου.
Τα αρχαιολογικά στοιχεία που αποκαλύφτηκαν από τον Νικόλαο Δεληνικόλα, διευθυντή διατήρησης και αποκατάστασης της εκκλησίας (και επίσης του Οσίου Λουκά και του Δαφνίου), επιβεβαίωσαν τα έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, που δείχνουν ότι όλα τα σωζόμενα τμήματα της βασικής κατασκευής της εκκλησίας χρονολογούνται από τον 13ο αιώνα ή και αργότερα. Μαζί με αυτές τις δομικές αποδείξεις ο κ. Δεληνικόλας παρουσίασε επίσης τις πρώτες λεπτομερείς φωτογραφίες των γλυπτών στολιδιών που στολίζουν τη μεγάλη αψίδα θριάμβου στο ανατολικό άκρο του κυρίως ναού. Δύο φιγούρες λαξευμένες στην αρχή του τόξου αντιπροσωπεύουν τον Άγιο Δομίνικο στα αριστερά, και τον Άγιο Πέτρο, μάρτυρα της Βερόνα στα δεξιά.
Η αναγνώριση της Δομινικανής εκκλησίας έχει μεγάλη σημασία, δεδομένου ότι χρησιμεύει ως τοπογραφικό ορόσημο για αρκετά από τα έγγραφα που μελετώνται από τον David Jacoby. Χρησιμοποιώντας αυτό το στοιχείο, το σχέδιο του Camocio και ένα ή δύο άλλους προσφάτως δημοσιευμένους χάρτες καθώς και έγγραφα, είναι τώρα δυνατόν να αρχίσει η ανάπλαση του μεσαιωνικού Νεγροπόντε με αρκετά σταθερά σημεία αναφοράς, τα περισσότερα από τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα στον Johannes Koder στην εκτεταμένη μελέτη του για την πόλη το 1974, κατά την περίοδο των ερευνών του οποίου, δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου δεδομένες τοπογραφικές θέσεις, εκτός από τον ίδιο τον πορθμό του Ευρίπου και τον μικρό ελώδη όρμο στο νότιο άκρο της πόλης, τον γνωστό ως «Bourkos».
Σε αυτή την σπάνια φωτογραφία (τμήμα πανοραμικής) διακρίνονται: Αριστερά η τάφρος της Χαλκίδας. Αριστερά πάνω η «Porta di Cristo», ο προμαχώνας και η πετρόχτιστη γέφυρα της. Κάτω αριστερά η «Porta del Tempio», με τον αντίστοιχο προμαχώνα και τη πετρόχτιστη γέφυρα της.
Η ύπαρξη, μάλλον, παρά η ακριβής τοποθεσία, των δύο μεσαιωνικών πυλών στο τείχος έγινε κατανοητή, και επιβεβαιώθηκε η υπόθεση ότι μια από αυτές, η «Porta di Cristo» (Πύλη του Χριστού), βρισκόταν στο υψηλό σημείο του εδάφους που οδηγούσε έξω στον κεντρικό δρόμο προς τα ανατολικά της πόλης. Ωστόσο η χωροθέτηση της δεύτερης πύλης, της «Porta del Tempio» (Πύλης του Ναού), ήταν εσφαλμένη και αυτό έγινε εξαιτίας του προπαγανδιστικού εγγράφου που προαναφέρθηκε «Perdita di Negroponte, scritta per Frate Iacopo dalla Castellana» (Ο χαμός του Νεγκρεπόντε γραμμένο από τον Αδελφό Ιάκωβο από την Castellana), ο οποίος ισχυρίστηκε ότι ήταν παρών κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, αλλά πιθανότατα βασίστηκε εξ ολοκλήρου σε διηγήσεις από αναμνήσεις άλλων ανθρώπων και κατά πάσα πιθανότητα δεν είχε επισκεφτεί ποτέ το Νεγροπόντε.
Από το σχέδιο του Camocio γνωρίζουμε ότι η «Porta del Tempio» ήταν η πύλη που ήταν γνωστή και ως «Κάτω Πόρτα», κοντά στη βορεινή γωνία των τειχών, και πολύ κοντά στη βορεινή ακτή του Ευβοϊκού καναλιού. Μετά το 1470, όταν το Νεγροπόντε έγινε η έδρα της Διοίκησης του Αρχιπελάγους, η «Porta del Tempio» αποτέλεσε τη σημαντικότερη πύλη, ίσως ακόμα σημαντικότερη και από την πύλη στη γέφυρα του Ευρίπου, και είναι πιθανό ότι η σπουδαιότητά της παρέμεινε η ίδια ακόμα και την εποχή της επικυριαρχίας των Ενετών επειδή ήταν κοντά στο κεντρικό τελωνείο της αποβάθρας. Η διαστρεβλωμένη άποψη του Castellana για το Νεγροπόντε δεν μας παρέχει καμία ένδειξη για την ύπαρξη αυτής της πύλης.
Διαχρονικός χάρτης Νεγροπόντε από την Ενετοκρατία έως και τον 19ο αιώνα, πάνω στο σύγχρονο της Χαλκίδας. Βασισμένος στο αυθεντικό πολεοδομικό διάγραμμα του 1840.
Οι θέσεις τόσο της «Porta del Tempio» όσο και την «Porta di Cristo» μπορεί να καθοριστούν ακόμα και σε σχέση με το σύγχρονο οδικό δίκτυο λόγω της ανακάλυψης ενός πολεοδομικού σχεδίου ανανέωσης της πόλης του 1840, το οποίο δείχνει το πλήρες σύστημα των τειχών. Οι ανασκαφές για την κατασκευή θεμελίων σύγχρονων πολεοδομικών συγκροτημάτων το 1972 αποκάλυψαν δύο ξεχωριστά μικρά τμήματα των μεσαιωνικών τειχών και τις βάσεις για την ανασυρόμενη γέφυρα που οδηγούσε έξω από τα τείχη δια μέσου της «Porta di Cristo», μαζί με ένα άλλο τμήμα το οποίο μας επέτρεψε να εντοπίσουμε με ακρίβεια τις θέσεις και των δύο μεσαιωνικών πυλών, συγκρίνοντας το χάρτη του 1840 με έναν σύγχρονο οδικό χάρτη.
Το 2004, πληροφορήθηκα από κατοίκους της Χαλκίδας ότι απομεινάρια της «Porta del Tempio» είχαν αποκαλυφθεί στη μέση της Λεωφόρου Βενιζέλου, αλλά δεν κατέστη για μένα δυνατό να βρω κάποια αρχαιολογική έκθεση ή αναφορά σχετική με αυτό το γεγονός.
Περαιτέρω μπορούμε να είμαστε αρκετά σίγουροι για την ακριβή τοποθεσία της «Portello del Patriarcado», μιας μικρότερης δηλαδή πλαϊνής πόρτας στον ανατολικό τοίχο, περίπου στη μέση της απόστασης μεταξύ της «Porta di Cristo» και του Βούρκου. Είναι πολύ πιθανό να υπάρχουν σημαντικά απομεινάρια αυτής της δομής, αλλά δεν έχουν εξερευνηθεί, δεδομένου ότι βρίσκονται εντός των τειχών των στρατιωτικών εγκαταστάσεων οι οποίες εγκαταστάσεις καλύπτουν το ένα τέταρτο της συνολικής περιοχής που κάλυπτε η μεσαιωνική οχυρωμένη πόλη. Αυτή η μικρή πλαϊνή πόρτα είχε εσφαλμένα αναγνωριστεί κατά τη διάρκεια του εικοστού αιώνα ως η «Porta del Tempio». Ο χάρτης του Camocio επισημαίνει ότι (η συγκεκριμένη πόρτα) είχε μετατραπεί σε πυριτιδαποθήκη του μεσαιωνικού πυροβολικού ακόμη και πριν από την εποχή της πολιορκίας.
Στο εσωτερικό της πόλης, η μόνο βέβαιη ταυτοποίηση είναι αυτή της Δομινικανής εκκλησίας της Παναγίας και του Αγίου Δομίνικου. Το σύγχρονο κτίριο στα δυτικά της, έχει μελετηθεί εξαντλητικά από τον Νικόλαο Δεληνικόλα, ο οποίος υποστηρίζει πειστικά ότι η ημερομηνία κατασκευής και το σχήμα του κτιρίου υποδεικνύουν ότι πρόκειται για την «Loggia» της Ενετικής πολιτείας του Νεγροπόντε, που αναφέρεται στο χρονικό της πολιορκίας του, ως ο τόπος εκτέλεσης του αρχηγού των μισθοφόρων, Tomaso Schiavo διότι υπήρχαν υποψίες σε βάρος του για ύπουλη και προδοτική επικοινωνία με τους Οθωμανούς.
Η υπόγεια δεξαμενή κάτω από την πλατεία Πεσόντων Οπλιτών.
Στο κέντρο της πόλης, ακριβώς βόρεια από το ένα και μοναδικό τζαμί που διασώζεται από την Οθωμανική περίοδο, υπάρχει μια μεγάλη υπόγεια δεξαμενή η οποία πρέπει να τροφοδοτούνταν από υπόγειο αγωγό που ερχόταν από το λόφο του Veli Baba, γνωστό ακόμα και σήμερα με το όνομα «Δεξαμενή». Η δεξαμενή αυτή, την οποία συντόμως επισκέφτηκα χάρη στην ευγενή καλοσύνη της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Χαλκίδας, μοιάζει με Οθωμανική κατασκευή και είναι πιθανώς κατασκευασμένη στα 1623-1624 οπότε χτίστηκε και το υδραγωγείο.
Ένα ερειπωμένο σπίτι (ΣτΜ: οικία Παίδων) λίγο νοτιότερα από την γέφυρα πάνω από τον Εύριπο θεωρείται προς το παρόν ως Οθωμανικό στην καταγωγή, αλλά θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι και Ενετικό. Ο Οθωμανός ταξιδιώτης, Evliya Celebi, σημείωνε το 1668 ότι ένα μεγάλο μέρος των οικημάτων στο Νεγροπόντε είχαν διατηρηθεί από την εποχή των Ενετών, και αυτό το συγκεκριμένο κτίριο ήταν σε μια περιοχή πέρα από το εύρος βολής των κανονιών της πολιορκίας που διέλυσαν ένα μεγάλο μέρος του βόρειου και νοτιοανατολικού τμήματος της πόλης.
Δεν υπάρχει καμία φυσική απόδειξη που να μας οδηγεί πέρα από αυτό το σημείο, αλλά μια σειρά από θέσεις μέσα στη μεσαιωνική πόλη μπορούν να προσδιοριστούν χρησιμοποιώντας το σχέδιο Camocio και το χάρτη του 1840, σε συνδυασμό με μερικές φωτογραφίες που ελήφθησαν μάλλον ως αναμνηστικές και όχι φυσικά ως ιστορικές αποδείξεις.
Τμήμα πανοραμικής φωτογραφίας του Κάστρου της Χαλκίδας από τη συλλογή Μ. Γ. Τσαγκάρη. Χρονολογείται μεταξύ 1884-1890.
Είναι εις γνώση μου, τρεις πανοραμικές φωτογραφίες οι οποίες λήφθηκαν από το λόφο του Καρά Μπαμπά στη Βοιωτική πλευρά, αν και μόνο μια από αυτές φαίνεται να έχει δημοσιευθεί και δυστυχώς, από κατοπτρική εικόνα στην πρώτη της εκτύπωση. Υπάρχουν επίσης τρεις καλές απόψεις της οχύρωσης του Βούρκου οι οποίες ελήφθησαν ακριβώς πριν ξεκινήσει η καταστροφή. Με τη βοήθεια αυτών μπορούμε να αποκτήσουμε μια ιδέα των Ενετικών αμυντικών έργων, την τελευταία δεκαετία πριν από την Οθωμανική πολιορκία.
Ο Giovan-Maria Angiolello, ο οποίος έγραψε τη μόνη γνήσια αφήγηση από αυτόπτη μάρτυρα της πολιορκίας, από τις πρώτες αψιμαχίες μέχρι το τέλος της μάχης αναφέρεται σε τρία οχυρωματικά έργα γνωστά ως «Rivellino», τα οποία στην κανονική χρήση του όρου, σημαίνουν οχυρώματα έξω από τα τείχη και από την απέναντι πλευρά της τάφρου που περιβάλλει τα τείχη. Πριν από το 1687, δεν υπάρχει κανένα ίχνος παρόμοιας κατασκευής και μέχρι τη δημοσίευση του χάρτη το 1840 αυτή η πτυχή της αφήγησης του Angiolello αποτελούσε ένα μυστήριο. Σε αυτόν το χάρτη, καθίσταται σαφές ότι η «Rivellino del Tempio» (οχυρωματική κατασκευή του ναού), η «Rivellino il Stretto» (οχυρωματική κατασκευή του στενού) και η «Rivellino del Burchio» (οχυρωματική κατασκευή του Βούρκου) είναι ημι-ανεξάρτητα οχυρωματικά έργα χτισμένα μέσα από τα τείχη, σχεδιασμένα για να αποτελούν πλατφόρμες στήριξης για κανόνια πάρα πολύ βαριά για να τοποθετηθούν στα εξωτερικά τείχη ή στους κλασικούς πύργους των κάστρων. Το «Rivellino del Burchio» είναι δε, ορατό σε τρεις φωτογραφίες της Χαλκίδας προ του 1895. Το «Rivellino del Tempio» είναι στο αντίθετο άκρο της πόλης, στην ακτή του βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, και το «Rivellino il Stretto» μπορεί να προσδιοριστεί με την μέθοδο του αποκλεισμού των άλλων δύο. O Evliya Celebi, περιγράφει αυτά τα οχυρά το 1668.
Ο «Rivellino del Burchio» (Προμαχώνας του Βούρκου) όπως αυτός σωζόταν έως και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Δύο μνημεία από αυτά που αναφέρονται παραπάνω έχουν ταυτιστεί με μια περιοχή που είναι γνωστή ως «il Tempio» (ο ναός). Κατά το παρελθόν έγιναν προσπάθειες να συσχετιστεί το όνομα «il Tempio», με τον καθεδρικό ναό του Νεγροπόντε, με το λατινικό Πατριαρχείο και με την εκκλησία που πλέον έχει αναγνωριστεί ως η Δομινικανή εκκλησία της Παναγίας και του Αγίου Δομίνικου, πλην όμως δεν είναι κανένα από αυτά. Η περιοχή «Il Tempio» ονομάστηκε έτσι από τους Αυγουστίνους Μοναχούς του «Ναού του Κυρίου» στα Ιεροσόλυμα, στους οποίους είχε ανατεθεί η λειτουργία της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου δυνάμει της επιστολής του Πάπα Ινοκέντιου του τρίτου (Innocent III) το 1208. Ακριβώς όπως και στην πόλη «Acre» του Ισραήλ, οι μοναχοί του Αυγουστίνου, έδωσαν το όνομα του ναού («Τρούλος της Πέτρας» στην ακρόπολη της Ιερουσαλήμ) στη γειτονιά τους και αυτή η αναγνώριση μας δίνει επίσης τη θέση της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, η οποία αποτελεί ορόσημο σε μια δυο αναφορές για τον προσδιορισμό των ορίων της πόλης.
Ο χάρτης του Camocio δείχνει ότι ο καθεδρικός ναός και η γύρω περιοχή, του «Vescovado» (παλάτι του Αρχιεπισκόπου), βρίσκεται στο βόρειο τρίτο της πόλης και με τη μέθοδο του αποκλεισμού φαίνεται ότι ήταν στο ανατολικό ήμισυ της εν λόγω περιοχής. Ακόμη και όταν οι Ενετοί κατείχαν το συνολικό δυτικό μισό του Νεγροπόντε, κατά τη δεύτερη δεκαετία του δεκάτου τετάρτου αιώνα, ο καθεδρικός ναός δεν φαίνεται να ήταν υπό τον έλεγχό τους.
Πλέον έχουμε αρκετά σταθερά σημεία σχετικά με το σχέδιο της πόλης για να ξεκινήσουμε να αναγνωρίσουμε σημεία περισσότερο προβληματικά, με την έννοια ότι πρόκειται για τα σημεία εκείνα της μεσαιωνικής πόλης για τα οποία δεν έχουμε άμεσες αποδείξεις της ύπαρξής τους, δηλαδή ονόματα ή αρχαιολογικά ευρήματα. Η θέση που μας ενδιαφέρει περισσότερο σε αυτό το συνέδριο είναι, φυσικά, ο αρχικός οικισμός των Βενετών, (Burgesia) από την οποία επεκτάθηκαν καταλαμβάνοντας τελικά ολόκληρη την πόλη. Εξαίρεση αποτέλεσαν κάποιες ιδιοκτησίες που αποκτήθηκαν μέσω της επιγαμίας με τις τοπικές οικογένειες, οι οποίες όμως ήταν επισφαλείς, δεδομένου ότι αποδοκιμάζονταν έντονα από τους Βυζαντινούς.
Στα 1203 οι Ενετοί δεν κατείχαν τίποτα στο Νεγροπόντε και η ιδιοκτησία τους δεν φαίνεται να έχει διαφοροποιηθεί πολύ περισσότερο το 1205. Η κατάστασή τους, η ασφάλειά τους και η ευημερία τους ήταν εξαρτημένη από την εκκλησία του Αγίου Μάρκου, την οποία οι αυτοκράτορες είχαν παραχωρήσει στους Ενετούς για να τη χρησιμοποιούν και μάλιστα αποκλειστικά, χωρίς ποτέ ωστόσο να θεωρούν ότι αποσπάστηκε από τη Βυζαντινή εκκλησιαστική δικαιοδοσία. Συνέχιζε να αποτελεί μέρος της οικουμενικής χριστιανικής εκκλησίας. Οι διαφωνίες μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινουπόλεως ήταν σοβαρές, αλλά ακόμα, όχι ανεπανόρθωτες.
Το τζαμί Εμίρ Ζαδέ, όπως σήμερα διασώζεται. Επί Ενετοκρατίας, εκεί βρισκόταν η εκκλησία του Αγίου Μάρκου.
Η εκκλησία του Αγίου Μάρκου, ήταν αυτή που μπορούσε να παράσχει οιονεί τίτλους ιδιοκτησίας για τις λοιπές εγκαταστάσεις που χρειαζόταν ο μικρός ακόμα αριθμός Ενετών που κατοικούσε στο Νεγροπόντε. Η εκκλησία συνέχιζε να αποτελεί τεχνικά μια Βυζαντινή οντότητα και μπορούσε φυσικά να κατέχει ή να μισθώνει ορισμένα περιουσιακά στοιχεία όπως μια αποθήκη, ένα φούρνο, ένα δημόσιο λουτρό και ένα πανδοχείο, χωρίς ποτέ να εγερθεί το ερώτημα της εξωεδαφικής ιδιοκτησίας.
Μέχρι το 1204, και για μερικά χρόνια μετά, η εκκλησία του Αγίου Μάρκου συνέχιζε να υπάγεται στη δικαιοδοσία του επισκόπου του Νεγροπόντε. Όταν, το 1208 οι Ενετοί κατάφεραν να τη θέσουν υπό την εποπτεία του Αγίου Giorgio Maggiore της Βενετίας, αυτή ήταν ίσως η πρώτη και σημαντικότερη αξίωση άμεσης υπαγωγής στον Ενετικό έλεγχο, εδάφους εντός των ορίων της πόλης. Από κει και πέρα, μπορούμε να φανταστούμε ότι ακολούθησε μια γενικότερη πολιτική εξαγορών τόσο από Έλληνες όσο και από Λομβαρδούς, έτσι ώστε μέχρι τα μέσα του αιώνα, πολλές ιδιοκτησίες, ίσως ακόμη και η πλειοψηφία στο δυτικό μισό της πόλης, είχαν ήδη περάσει στα χέρια των Ενετών.
Η εκκλησία του Αγίου Μάρκου ήταν ως εκ τούτου σημαντική, όχι ως προς το μέγεθός ή κάποιο άλλο διακριτικό στοιχείο στο Νεγροπόντε. Ενδέχεται κάλλιστα να ήταν ένα μάλλον ασήμαντο οικοδόμημα, αλλά αποτέλεσε τον βασικό πυρήνα γύρω από τον οποίο ξεκίνησε η Ενετική εδαφική επέκταση. Επειδή γνωρίζουμε σήμερα πολλά περισσότερα για την οργάνωση και τη δομή της πόλης από αυτά που ξέραμε μια δεκαετία πριν, μπορούμε πλέον να προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε το σημείο της Ενετικής εξάπλωσης εξαλείφοντας τις περιοχές όπου δεν μπορούσε να βρίσκεται. Έτσι λοιπόν δεν ήταν στην περιοχή του Ναού και δεν ήταν στην περιοχή του παλατιού του Αρχιεπισκόπου, οι οποίες φαίνεται να ήταν απομονωμένες από το νερό.
Οι λεπτομέρειες της πρώτης επίσημης επέκτασης της Ενετικής επιρροής στις συνθήκες της αμοιβαίας υποστήριξης μεταξύ της οικογένειας των «dalle Carceri» και των λοιπών Ενετών το 1256 (οι οποίες τέθηκαν σε επαναδιαπραγμάτευση το 1262), αν και όχι τόσο ευκρινώς όσο θα θέλαμε, καταδεικνύουν ότι το κέντρο της Ενετικής επιρροής, ήταν κάπως προς τα βόρεια, και ότι η επέκταση έγινε προς το νότο. Ήταν επίσης κοντά στο δυτικό τοίχο, έτσι ώστε να παρέχει πρόσβαση στη θάλασσα, αλλά προφανώς δεν ήλεγχε τη γη της πύλης «Porta del Tempio», δεδομένου ότι η περιοχή του Ναού αποδεικνύεται ότι δεν ήταν σε Ενετικά χέρια. Δια της μεθόδου του αποκλεισμού λοιπόν, απομένει μια περιοχή κάπου ανάμεσα στο βόρειο άκρο της πόλης και στη γέφυρα του Ευρίπου. Το σχέδιο του Camocio δείχνει μια σημαντική θαλάσσια πύλη εισόδου εκεί την «La Castagnola». Συνεπώς η Ενετική περιοχή, που ονομαζόταν «Campo San Marco», βρισκόταν πιθανότατα κοντά σε αυτήν την πύλη.
Λεπτομέρεια από χάρτη του Simon Pinargenti (1573) όπου απεικονίζονται η Πύλη «La Castagnola», η προβλήτα «el Sponton» και το Κάστρο του Ευρίπου με δύο πύργους.
Εάν το κτίριο δυτικά της Δομινικανής εκκλησίας της Παναγίας και του Αγίου Δομίνικου επιβεβαιώνεται ως η Ενετική Loggia τότε αυτό υποδηλώνει ότι η Βενετία έσπευσε να τονίσει τη θέση της στις νέες ιδιοκτησίες. Αυτό ωστόσο δεν σημαίνει ότι το εμπορικό κέντρο, η αρχική Burgesia, μετανάστευσε μακριά από τα βόρεια.
Ο Giacomo Rizzardo, σε μια αναφορά του τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας του 1470, προσδιορίζει το βόρειο άκρο της πόλης έξω από τα τείχη, ως την περιοχή του εξωτερικού εμπορίου (Comercio), ενώ και ο χάρτης του Camocio φαίνεται να υποστηρίζει αυτή την περίπτωση καθώς δείχνει μια μεγάλη προβλήτα, με την ονομασία «el Sponton», να εκτείνεται από το στόμα της αμυντικής τάφρου απέναντι από το τείχος της πόλης. Αυτή η περιοχή είναι εύκολα προσβάσιμη στην εισερχόμενη κίνηση από το βόρειο Αιγαίο και πέρα, αλλά δεν αποτελεί ένα ασφαλές λιμάνι σε βάθος χρόνου ενώ αντιθέτως, ο πλατύς κόλπος νοτίως του Ευρίπου αποτελεί ένα τέτοιο ασφαλές καταφύγιο.
Πολεμικές γαλέρες που στέλνονταν από το Ηράκλειο (Candia) για να αγκυροβολήσουν στον Εύριπο, σχεδόν σίγουρά παρέμεναν στον νότιο λιμένα. Η Εμπορική ναυτιλία προερχόταν από τη Βενετία, την Κρήτη αλλά και το Λεβάντε χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν έρχονταν και άλλα πλοία από το βορρά, αλλά τα συνεχόμενα ταξίδια από εκεί μάλλον σπάνιζαν.
Μέχρι το 1470, ο Εύριπος παρείχε ένα κανάλι ναυσιπλοΐας κοντά στην στεριά, κάτω από την πλαγιά του λόφου που σήμερα είναι γνωστός ως «Καράμπαμπας». Αυτό το κανάλι αποτελούσε την μοναδική διαδρομή για όλα τα μεγέθη της ναυτιλίας, αλλά απαιτούσε τη συνεχή προσοχή των ναυτικών προκειμένου να αποφύγουν τις προσχώσεις και τις ξέρες. Μετά το 1470, οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν την διαδρομή αυτή, και έχτισαν μια γέφυρα η οποία επέτρεπε το διάπλου μόνο μικρών καϊκιών.
Το στενό το οποίο τώρα χρησιμοποιείται ήταν πολύ μικρό, τρικυμιώδες και επικίνδυνο για κάθε είδους πλοίο, μέχρι που έγινε η διαπλάτυνσή του το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα από τον Kilic Ali Pasa, αλλά και πάλι αποτελούσε ένα εξαιρετικά στενό πέρασμα για μια γαλέρα στα 1687, όταν ο Jacob Spon και o George Wheler επισκέφτηκαν το σημείο. Τα κουπιά μιας γαλέρας έπρεπε οπωσδήποτε να αφαιρεθούν προκειμένου το σκαρί του πλοίου να μπορέσει να περάσει. Η σοβαρή διαπλάτυνση του στενού ξεκίνησε μόλις τον 18ο αιώνα. Το προηγούμενο διάστημα, οι Οθωμανοί είτε δεν μπορούσαν να πλοηγήσουν μεγάλες γαλέρες μπρος και πίσω μεταξύ του νότιου και του βόρειου λιμανιού του Νεγροπόντε, είτε μπορούσαν να το κάνουν αλλά με μεγάλη δυσκολία.
Ένας χάρτης που σχεδιάστηκε από έναν πραγματικό παρατηρητή σε κάποιο χρονικό σημείο κοντά στα 1700, απεικονίζει τους δυο στρογγυλούς Ενετικούς πύργους, των οποίων οι βάσεις μπορούν να ιδωθούν ακόμα και σήμερα σε κάθε πλευρά της μοντέρνας συρταρωτής γέφυρας. Σε αυτό το σχέδιο, οι πύργοι δείχνουν εγκαταλελειμμένοι και σχεδόν άχρηστοι. Το μεγάλο κάστρο (Castello) με τους τέσσερις πύργους που βλέπει κανείς στη μεγάλη πλειοψηφία των χαρτών μετά την εποχή του Camocio, αποτελεί ολοκληρωτικά αποκύημα της φαντασίας του ίδιου του Camocio. Ποτέ δεν υπήρχαν περισσότεροι από δυο στρογγυλοί πύργοι χτισμένοι από τους Ενετούς. Πλαισίωναν τη δυτική πύλη και άντεξαν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα οπότε και κατεδαφίστηκαν μαζί με ολόκληρο το υπόλοιπο μεσαιωνικό Νεγροπόντε, στην εκστρατεία της καταστροφής του στις αρχές του 20ου αιώνα.
https://square.gr/new-light-on-negropont/4396
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου