O φασισμός ήταν ακόμα παρών, αλλά κρυμμένος στο κουκούλι του. Σκεφτόμουν ότι έξω η ζωή ήταν ωραία, ότι δεν είχε χάσει την ομορφιά της και θα ήταν κρίμα να βουλιάξω τώρα». Αυτά έγραφε ο Πρίμο Λέβι στα βιβλία του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» και «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν».
«Σκοντάψτε πάνω τους. Σκοντάψτε, για να γυρίσετε πίσω. Να κοιτάξτε. Μόνο κοιτώντας πίσω πάει κάποιος μπροστά». Αυτά έλεγε ο δάσκαλος στους μαθητές, χτες, στο λιμάνι, στην πιο σιωπηλή γιορτή που βρέθηκα. Ήταν η τοποθέτηση πέντε Λίθων Μνήμης στο σημείο όπου κάποιοι συμπολίτες μας έπαιρναν τον δρόμο της κόλασης.
Ελάχιστοι επέστρεψαν. Και, καταπώς ταιριάζει σε μια σιωπηλή γιορτή, ας δοθεί σε έναν από αυτούς ο λόγος. Οι υπόλοιποι, ας σωπάσουν. Ή, καλύτερα, ας σκοντάψουν.
«Λίγοι είναι οι άνθρωποι που ξέρουν να βαδίσουν προς το θάνατο με αξιοπρέπεια, και συχνά αυτοί που δεν το περιμένεις. Λίγοι ξέρουν να σιωπούν και να σέβονται τη σιωπή των άλλων. […] Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρι, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο. […] Ένα κομμάτι της ύπαρξής μας κατοικεί στην ψυχή των υπάρξεων που μας περιβάλλουν. Και γι’ αυτό δεν είναι ανθρώπινη εμπειρία όταν βλέπεις μπροστά σου τον άνθρωπο να μεταβάλλεται σε αντικείμενο. […] Όταν έγραφα το βιβλίο, το 1946, ο ναζισμός και ο φασισμός έμοιαζαν να μην έχουν πρόσωπο: σαν να είχαν επιστρέψει στο πουθενά, σαν να είχαν διαλυθεί όπως ένα άσχημο όνειρο, σωστά και δίκαια, έτσι όπως εξαφανίζονται τα φαντάσματα με το λάλημα του πετεινού. Πώς θα μπορούσα να τρέφω μνησικακία, να επιθυμώ εκδίκηση εναντίον ενός πλήθους φαντασμάτων; Όμως, λίγο αργότερα, στην Ευρώπη και στην Ιταλία, αντιληφθήκαμε ότι επρόκειτο για μια απλή αυταπάτη: ο φασισμός ήταν ακόμα παρών, αλλά κρυμμένος στο κουκούλι του. Σκεφτόμουν ότι έξω η ζωή ήταν ωραία, ότι δεν είχε χάσει την ομορφιά της και θα ήταν κρίμα να βουλιάξω τώρα».
Αυτά έγραφε ο Πρίμο Λέβι στα βιβλία του «Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος» και «Αυτοί που βούλιαξαν και αυτοί που σώθηκαν».
Ο Πρίμο Λέβι, αν και σώθηκε, βούλιαξε, 43 χρόνια μετά τη μεταφορά του στο Άουσβιτς –αυτοκτόνησε στο σπίτι του στο Τορίνο στις 11 Απριλίου 1987.
Πριν βουλιάξει, σημείωσε, ίσως προφητικά: «Ναι, είμαστε σκλάβοι, στερημένοι κάθε δικαίωμα, εκτεθειμένοι σε κάθε προσβολή, αντιμετωπίζουμε βέβαιο θάνατο, αλλά μας έχει απομείνει ένα δικαίωμα και πρέπει να το υπερασπιστούμε με σθένος, γιατί είναι το τελευταίο: το δικαίωμα να αρνηθούμε τη συγκατάθεσή μας. […] Ποιο κομμάτι του στρατοπεδικού κόσμου έχει πεθάνει και δεν θα επιστρέψει ξανά, όπως η δουλεία και ο κώδικας της μονομαχίας; Ποιο έχει επιστρέψει ή επιστρέφει; Τι μπορούμε να πράξουμε ώστε σε αυτόν τον κόσμο που αφθονούν οι απειλές, τουλάχιστον η απειλή αυτή να ματαιωθεί; […] Ο καλύτερος τρόπος για να αμυνθείς εναντίον της εισβολής ενοχλητικών αναμνήσεων είναι να αποτρέψεις την είσοδό τους, να απλώσεις ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα κατά μήκος των συνόρων. Είναι πιο εύκολο να εμποδίσεις την είσοδο παρά να ελευθερωθείς μετά την εγγραφή της στη μνήμη. […] Δεν είναι εύκολο ούτε ευχάριστο να βυθομετρήσουμε αυτή την άβυσσο μοχθηρίας, αλλά πιστεύω ότι πρέπει να το κάνουμε, γιατί ό,τι έγινε δυνατόν να διαπραχθεί στο παρελθόν μπορεί να επιχειρηθεί ξανά στο μέλλον, μπορεί να εμπλέξει εμάς τους ίδιους ή τα παιδιά μας. Δοκιμάζουμε τον πειρασμό να αποστρέψουμε το πρόσωπο και να απομακρύνουμε τη σκέψη: πρέπει να αντιταχθούμε στον πειρασμό».
Και ως υπόμνηση: «Οι ενοχλητικές αλήθειες έχουν δύσκολο δρόμο».
Σημ. Η πιο σιωπηλή γιορτή που βρέθηκα ήταν διακόσια μέτρα από το πιο φθηνό δημοτικό πάρκιγκ της πόλης μου, η αρχή του δρόμου της κόλασης. Εξακολουθεί να είναι. Αν κάνω λάθος, συγχωρέστε με.
Δημήτρης Τσιχλάκης
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου