Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2016

Η αρπαγή της Σταματίας

Δέκα χρόνια μετά, η Μαρία ταξίδευε για την Ιταλία με πληρωμένα ναύλα. Στα τόσα χρόνια που είχε να δει την κόρη της, έβαζε τον εαυτό της να τη σκέφτεται πολλές φορές τη μέρα γιατί δεν είχε ούτε φωτογραφία.

Ηταν Τετάρτη η μέρα που οι Ιταλοί κατέβηκαν στο νησί. Τους ξύπνησαν ξένα περπατήματα και μια λαλιά αλλιώτικη. Της το είχαν πει της Μαρίας πως ο πόλεμος ήταν κοντά. Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί ότι θα έμπαινε μες στα σπίτια τους. Ξύπνησε πρώτα τα αγόρια. Τα δυο που ήταν σπίτι. Ο μεγάλος ταξίδευε μαζί με τον Δημητρό τον άντρα της. Ξύπνησε μετά και τα τρία κορίτσια. Οι μικρές αγκαλιάστηκαν και κατέβηκαν όπως όπως.
Η Σταματία, η μεγαλύτερη, που είχε κλείσει τα 14, κι ένιωθε πως ήταν πια γυναίκα, έπλεξε σφιχτά τη μακριά πλεξούδα της και έβαλε το καθημερινό φουστάνι, σαν πανοπλία που προστάτευε το νεανικό της κορμί.
Οι Ιταλοί συγκέντρωσαν όλο το χωριό στην πλατεία. Η Μαρία μάζεψε τα παιδιά της γύρω από τη μακριά φούστα της. Ευχήθηκε να ’χε περισσότερα χέρια για να τα κρατά όλα γερά κοντά της.
Ενας Ιταλός, δυο μέτρα άντρας, με όμορφο παρουσιαστικό, τους μίλησε στα ελληνικά. Τους είπε πως όλα θα πάνε καλά, αρκεί να είναι ήσυχοι και να μην κρύβουν αντιστασιακούς στα σπίτια τους. Τους είπε επίσης πως θα επιτάξουν το σπίτι του παπα-Αλέξανδρου. Χλόμιασε η Μαρία. «Θα μείνουν δίπλα μας, οι διαόλοι», σκέφτηκε.
Να ήταν κάποιο ένστικτο, αυτό που το λένε μητρικό; Από την πρώτη στιγμή που είδε αυτόν τον Ιταλό, ένιωσε πως θα είχε μπελάδες.
Οταν ο Ιταλός έφυγε από το νησί δεν πήρε μόνο τις λίρες. Εκλεψε και τη Σταματία με τη χρυσαφιά κοτσίδα. Τρελάθηκε από τον πόνο η Μαρία.
Εκλαιγε τη μεγάλη της κόρη σε κάθε γωνιά του λιμανιού. Σαν γύρισε ο Δημητρός απ’ τα καράβια, βρήκε τη γυναίκα του γερασμένη και τόσο λυπημένη που δεν ήξερε τι να κάνει. Εβαλε να ψάξουν, να ρωτήσουν για τον Ιταλό, αλλά κανείς δεν ήξερε τίποτα.
Εφυγαν οι Ιταλοί. Κι η Μαρία ορκιζόταν πως δεν θα σταματούσε ποτέ να ψάχνει για τη Σταματία. Μα να που μια μέρα τη φώναξαν από το τηλεγραφείο: «Εχεις είδηση, κυρά».
Πήγαν και περίμεναν να τους διαβάσει ο ταχυδρόμος, που ήξερε γράμματα, το τηλεγράφημα από την Ιταλία: «Η θυγατέρα σας Σταματία είναι καλά. Παντρευτήκαμε. Σας αγαπάει. Φλωρεντία. Αλεσάντρο Μ. Τέλος».
Δέκα χρόνια μετά, η Μαρία ταξίδευε για την Ιταλία με πληρωμένα ναύλα. Στα τόσα χρόνια που είχε να δει την κόρη της, έβαζε τον εαυτό της να τη σκέφτεται πολλές φορές τη μέρα γιατί δεν είχε ούτε φωτογραφία.
Κάθε μέρα πιο πολύ απ’ τη δική της λύπη σκεφτόταν τη λύπη της Σταματίας. «Πόσο θα ’χει μεγαλώσει; Εκανε μια κόρη, της έγραψε, που την ονόμασε Μαρία!!!».
Οταν έφτασε στο λιμάνι, της έγνεφε ένα ζευγάρι καθώς εκείνη κατέβαινε τη μεγάλη σκάλα του βαποριού.
Η γυναίκα έπεσε στην αγκαλιά της, φωνάζοντάς τη «μάνα... μάμα». Γύρεψε η Μαρία τα μάτια της κοπελιάς και βρήκε στο βάθος τους τη χαμένη της κόρη.
Κοίταξε και τον Ιταλό που στεκόταν πίσω της και όλη η πίκρα που βάσταγε της βγήκε μ’ ένα ουρλιαχτό κι έναν δυνατό πόνο στο στομάχι. Αμίλητος εκείνος στεκόταν αλύγιστος, σαν η Μαρία χτυπούσε με τις γροθιές της το στήθος του, κλαίγοντας.
Τρεις μέρες έκατσε δίπλα στην κόρη της και την εγγονή της. Η Μαρία κατάλαβε πως η Σταματία είχε ακολουθήσει με τη θέλησή της τον Αλεσάντρο. Τον ερωτεύτηκε τρελά. Αυτό δεν μπορούσε να το δεχτεί. Ηταν προδοσία, απέναντι στην οικογένεια και την πατρίδα.
Ο πόνος των τόσων χρόνων τη λύγισε, την καταρράκωσε τόσο πολύ, που παρά τα κανακέματα του Ιταλού γαμπρού, δεν μπόρεσε να τον κοιτάξει στα μάτια μία φορά. Ηξερε πως το μίσος της γι’ αυτόν θα ανάβλυζε από τα έγκατα της καρδιάς της.
Εκείνα τα μετεμφυλιακά χρόνια, της ήταν δύσκολο να χωνέψει τα νέα δεδομένα. Κατά βάθος ήθελε να φέρει την κόρη της πίσω στην Ελλάδα.
Εκείνο το μεσημέρι, από ό,τι μάθαμε, έβρεχε πολύ στην πόλη της Φλωρεντίας. Ο Αρνος είχε φουσκώσει κι η Μαρία κοίταζε τα ορμητικά νερά του και σκεφτόταν πώς να γινόταν να την έπαιρναν κι αυτή μαζί και να την έβγαζαν στη Σκιάθο.
Κι έτσι, χαρακωμένη από τα σημάδια του πολέμου, την πήραν τα νερά. Επεσε με τη θέλησή της ή παραπάτησε; Κανείς δεν έμαθε ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου