Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Tasso Torquato: Eπικός Ερωτικός Ρομαντικός




 Ο Τορκουάτο Τάσσο (Torquato Tasso, 11 Μάρτη 1544 - 25 Απρίλη 1595) ήταν αναγεννησιακός Ιταλός ποιητής του 16ου αι. που ενέπνευσε τον Γκαίτε να γράψει το ομώνυμο δράμα του θεματοποιώντας τραγικά την αντίφαση ανάμεσα στη ζωή και στη τέχνη..
Έμεινε γνωστός για το επικό ποίημα Απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ που δημοσίευσε το 1581 που αναφέρεται στη μεγάλη μάχη μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων στο τέλος της 1ης Σταυροφορίας, κατά τη πολιορκία της Ιερουσαλήμ το 1099. Ως τις αρχές του 19ου αι., το έργο ήταν απ' τα δημοφιλεστερα στην Ευρώπη και θεωρείται όψιμο έργο της ιταλικής Αναγέννησης και 1ο δείγμα ύφους μπαρόκ στη λογοτεχνία. Αργότερα, το 1593, έγραψε μεταξύ άλλων και το μικρότερης αξίας Κατακτημένη Ιερουσαλήμ. Γεννήθηκε στο Σορρέντο, σπούδασε φιλοσοφία και νομικά στη Πάντοβα, έκοψε νωρίς όμως τις σπουδές του κι αφοσιώθηκε στη ποίηση. Έζησε αρκετά χρόνια στην αυλή του δούκα της Φερράρα Αλφόνσο Β', όπου συνέθεσε και το επικό ποίημα Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ (1580). Υπέφερε από ψυχικές διαταραχές και νοσηλεύθηκε επί έτη έγκλειστος σε νοσοκομείο και πέθανε λίγες μέρες προτού να στεφθεί από τον Πάπα στο λόφο του Καπιτωλίου ως ο βασιλιάς των ποιητών. Το έργο του μεταφράστηκε ευρέως και ήτανε δημοφιλές μέχρι και τις αρχές του 20ού αι., και γενικά ο Τάσσο παρέμεινε ένας από τους πιο ευρέως διαδεδομένους ποιητές στην Ευρώπη.
      Ήτανε γιος του Bernardo Tasso, ευγενή του Μπέργκαμο κι επικολυρικού ποιητή με μεγάλη φήμη στην εποχή του, και η μητέρα του Porzia de Rossi, ευγενής επίσης, που γεννήθηκε στη Νάπολη με καταγωγή από τη Τοσκάνη. Ο πατέρας του ήτανε για πολλά χρόνια γραμματέας στην υπηρεσία του Ferrante Sanseverino, πρίγκιπα του Salerno κι η μητέρα του στενά συνδεδεμένη με τις πιο επιφανείς οικογένειες της Νάπολι. Όταν ο πρίγκιπας του Σαλέρνο ήρθε σε σύγκρουση με την ισπανική κυβέρνηση της Νάπολι, και στη συνέχεια καθαιρέθηκε και στερήθηκε από τα κληρονομικά του φέουδα, ο Μπερνάρντο μοιράστηκε τη μοίρα του προστάτη του. Ανακηρύχθηκε επαναστάτης στο κράτος, μαζί με το γιο του κι η περιουσία του αφαιρέθηκε. Αυτά συνέβησαν κατά τη παιδική ηλικία του Τορκουάτο. Το 1552 ζούσε με τη μητέρα του και τη μοναδική του αδελφή Cornelia στη Νάπολη, ακολουθώντας την εκπαίδευσή του υπό τους Ιησουίτες, οι οποίοι είχανε πρόσφατα ανοίξει σχολείο εκεί. Η προφανέστατη διάνοιά του και το θρησκευτκό του θάρρος προκάλεσαν αμέσως γενικό θαυμασμό. Στα  8 του ήταν ήδη διάσημος.



      Λίγο μετά την ημερομηνία αυτή του επετράπη να παρευρεθεί στον πατέρα του, ο οποίος κατοικούσε έπειτα σε μεγάλη φτώχεια και χωρίς κατοχή στην εξορία στη Ρώμη. Τα νέα τονε πρόφτασαν εκεί το 1556 ότι η μητέρα του είχε πεθάνει ξαφνικά και μυστηριωδώς στη Νάπολη. Ο σύζυγός της ήτανε πεπεπεισμένος ότι είχε δηλητηριαστεί από τον αδελφό της με σκοπό να πάρει τον έλεγχο της περιουσίας της. Πράγμα που στη συνέχεια κι έγινε μιας κι η περιουσία της Πόρτσια δεν πήγε ποτέ στον γιο της κι η κόρη της Cornelia ξενοπαντρεύτηκε με την υποκίνηση των συγγενών της. Ο πατέρας ήτανε ποιητής κι επαγγελματίας λόγιος κι έτσι όταν του προσφέρθηκε μια θέση στην αυλή του Ουρμπίνο το 1557, την αποδέχτηκε ευχαρίστως.
      Ο Torquato, ένας όμορφος και λαμπρός νεαρός, έγινε σύντροφος στον αθλητισμό και στις σπουδές του Francesco Maria della Rovere, κληρονόμου του δούκα του Urbino. Στο Urbino που ήτανε κοινωνία καλλιεργημένων ανδρών, ακολούθησε τις αισθητικές και λογοτεχνικές σπουδές που ήτανε τότε στη μόδα. Ο Μπερνάρντο διαβάζει το ποίημά του L'Amadigi στη δούκισσα και τις κυρίες της αυλής ή συζητά για τα πλεονεκτήματα του Όμηρου και του Βιργίλιου, του Τρίσινο και του Αριόστο με τους βιβλιοθηκονόμους και τους γραμματείς του δούκα. Ο Torquato μεγάλωσε σε μια ατμόσφαιρα εκλεπτυσμένης πολυτέλειας και κάπως παιδαγωγικής κριτικής, οι οποίες έδωσαν μόνιμο τόνο στο χαρακτήρα του.
      Στη Βενετία, όπου ο πατέρας του πήγε να επιτηρήσει την εκτύπωση του δικού του επικού, Λ' Αμαντίγκι (1560), αυτές οι επιρροές συνεχίστηκαν. Βρήκε τον εαυτό του και το θαύμα ενός διακεκριμένου λογοτεχνικού κύκλου. Αλλά ο Bernardo είχε υποφέρει στη δική του καρριέρα τόσο σοβαρά από την εξάρτησή του από τις Μούσες και τους ευγενείς, που τώρα αποφάσισε ένα κερδοφόρο επάγγελμα για το γιο του. Ο Torquato απεστάλη στη Πάντοβα για νομικές σπουδές. Αντί όμως εκείνος να αφοσιωθεί στα νομικά, έστρεψε όλη του τη προσοχή στη φιλοσοφία και τη ποίηση. Πριν από το τέλος του 1562, είχε δημιουργήσει ένα επικό ποίημα με 7 κάντος που το τιτλοφόρησε Rinaldo, το οποίο είχε στόχο να συνδυάσει τη κανονικότητα του Βιργιλίου με τα άσματα του ρομαντικού έπους. Στην επίτευξη αυτού του στόχου, και σε όλες τις δευτερεύουσες ιδιότητες του στυλ και του χειρισμού, ο Rinaldo του επέδειξε αξιοσημείωτη πρωτοτυπία, αν κι άλλα τμήματα φαίνονται ημιτελή και προδίδουνε μια βιασύνη με την οποία συντάχθηκε το ποίημα. Παρ 'όλα αυτά, ο συγγραφέας του αναγνωρίστηκε ως ο πιο ελπιδοφόρος νεαρός ποιητής της εποχής του. Ο κολακευμένος πατέρας επέτρεψε την εκτύπωση του ποιήματος και μετά από σύντομη περίοδο μελέτης στη Μπολώνια, συμφώνησε με την είσοδο του γιου του στην υπηρεσία του Καρδινάλου Luigi d' Este. Ακόμη και πριν από κείνη την ημερομηνία, ο νεαρός Τάσο ήτανε συχνός επισκέπτης στο κτήμα του Este στη Ferrara, όπου το 1561 συναντήθηκε με την Lucrezia Bendidio, μία από τις κυρίες της αυλής της Eleanora d' Este και την ερωτεύτηκε. Επίσης το 1563 φλερτάρισε και με τη Laura Peperara και μια και στο μεταξύ είχανε γίνει κι οι 2 γνωστές και διάσημες τραγουδίστριες, φέρεται να φλερτάριζε ταυτόχρονα και με τις 2.



      Από το 1565, η ζωή του επικεντρώθηκε στο κάστρο της Ferrara, σκηνικό μεγάλης δόξας αλλά και πολλών αργότερα σκληρών δεινών. Μετά τη δημοσίευση του Rinaldo είχεν εκφράσει τις απόψεις του για το έπος σε μερικές διδασκαλίες για τη τέχνη της ποίησης, που συγκροτηθήκανε σε μια ξεχωριστή θεωρία και του προσδώσανε πρόσθετη αίγλη ως φιλοσοφικού κριτικού. Τα επόμενα 5 χρόνια φαίνεται να ήτανε τα πιο ευτυχισμένα από τη ζωή του, αν κι ο θάνατος του πατέρα του το 1569, προκάλεσε στην ευαίσθητη του φύση βαθύ πόνο. Ο νεαρός, όμορφος, ευγενικός, κύριος κι εξοικειωμένος με τη κοινωνία των μεγάλων, έχοντας διδαχτεί από επιφανείς κι έχοντας δημοσιευμένα έργα σε στίχους και πεζογραφία, έγινε το είδωλο της πιο λαμπρής αυλής στην Ιταλία. Τα 1α 2 βιβλία των 500 ερωτικών καντος του απευθύνονταν στη Lucrezia Bendidio και τη Laura Peverara. Οι πριγκήπισσες Lucrezia κι Eleonora d' Este, όντας ανύπαντρες κι ηλικιωμένες, για περίπου 10 έτη τονε πήραν υπό τη προστασία τους. Είχε γίνει δεκτός στη μεγάλη τους κοινωνία. Οφείλει πολλά στη καλωσύνη και των 2 αδελφών. Το 1570 ταξίδεψε στο Παρίσι με τον Καρδινάλιο.
      Η ειλικρίνειά του και μια ορισμένη συνήθης διαταραχή της ψυχικής του ισορροπίας, προκάλεσαν έριδα με τον προστάτη του. Έφυγε από τη Γαλλία τον επόμενο χρόνο και βρέθηκε στην αυλή του Δούκα Αλφόνσο Β' 'της Φερράρα, τον αδελφό του Καρδινάλου. Τα σημαντικώτερα γεγονότα της βιογραφίας του Tasso κατά τα επόμενα 4 χρόνια είναι η ολοκλήρωση του Αμύντα το 1573 και της Απελευθερώμενης Ιερουσαλήμ το 1574. Ο Αμύντας είναι ένα ποιμενικό δράμα πολύ απλής ομορφιάς αλλά κι εξαιρετικής λυρικής γοητείας. Εμφανίστηκε τη στιγμή που η μουσική, υπό την επιρροή των συνθετών όπως οι Palestrina, Monteverdi, Marenzio κι άλλοι, έγινε η κυρίαρχη τέχνη της Ιταλίας. Οι στίχοι με τη μελωδία κι η αισθησιακή μελαγχολία του Αμύντα ταιριάζουν ακριβώς κι ερμηνεύουνε το πνεύμα της εποχής του. Η επιρροή της, στην όπερα και στη καντάτα, έγινε αισθητή για πάνω από 2 διαδοχικούς αιώνες. Παίχτηκε με αυλούς σε ένα νησάκι του ποταμού Πο όπου ο δούκας είχε το Κήπο Των Απολαύσεων (Giardino di delizie), τυπώθηκε 1η φορά από τον Aldo Manuzio στη Βενετία το Γενάρη του 1581. Τυπώθηκε μια κροατική μετάφραση από τον ποιητή Dominko Zlatarić, Ljubmir, pripovijest pastijerska 1 έτος μετά το πρωτότυπο, επίσης στη Βενετία.



      Το Gerusalemme Liberata κατέχει το μεγαλύτερο χώρο στην ιστορία της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας κι είναι ένα σημαντικότατο έργο. Ωστόσο, οι επιβλητικές ιδιότητες αυτού του επικού ποιήματος, εκείνες που αποκαλύψανε την ατομικότητα του Τάσο και που το κατέταξαν αμέσως στα κλασικά που αγαπήθηκαν από τους ανθρώπους όχι λιγότερο από πολιτισμικά πρόσωπα, είναι παρόμοιες με τις λυρικές χάρες του Αμύντα. Όπως και στο Rinaldo, είχε στόχο να αναζωογονήσει το ιταλικό επικό ύφος διατηρώντας την αυστηρή ενότητα της πλοκής και την αυξανόμενη ποιητική φήμη. Επέλεξε το Βιργίλιο για το μοντέλο του, πήρε τη 1η Σταυροφορία σαν όχημα-θέμα, έριξε το θρήσκευμα στη σύλληψή του για τον ήρωα, Godfrey. Αλλά η φυσική του κλίση ήτανε πιότερο προς το ρομαντισμό.
    Όπως και στο Rinaldo, στόλισε το Gerusalemme με μια σειρά από ρομαντικά επεισόδια, τα οποία έχουν αποδειχθεί πιο δημοφιλή και με μεγαλύτερη επιρροή από το κύριο θέμα. Έτσι, ενώ ο κεντρικός ήρωάς του είναι ο Godfrey of Bouillon (Goffredo), ηγέτης της 1ης σταυροφορίας κι η κορύφωση του έπους είναι η απελευθέρωση της ιερής πόλης. Αλλά ο Goffredo του Tasso, ο οποίος είναι ένα μείγμα του ευσεβούς Αινεία και του Τριτσεντινού καθολικισμού του Βιργίλιου, δεν είναι ο πραγματικός ήρωας του επικού. Αντ 'αυτού, ο αναγνώστης προσελκύεται από τις ιστορίες του Ruggiero, του φλογερού και παθιασμένου Rinaldo, του μελαγχολικού και παρορμητικού Tancredi, καθώς κι από τους ιππείς Saracens με τους οποίους συγκρούονται με έρωτα και πόλεμο.
      Η δράση του επικού αναδεικνύει 3 ιστορίες αλληλεπίδρασης μεταξύ ευγενών όμορφων παγανιστών γυναικών κι αυτών των Σταυροφόρων. Η Armida, μια πανέμορφη μάγισσα, στέλνεται από την αντίπαλη γερουσία για να σπείρει την έριδα στο χριστιανικό στρατόπεδο. Αντίθετα, αλλάζει ή ίδια και βαπτίζεται στην αληθινή πίστη με τη λατρεία της για έναν ιππότη σταυροφόρο και κλείνει τη σκηνή με φράση της Παναγίας στα χείλη της. Η Clorinda, μια γενναία γυναίκα πολεμιστής, "ντύνεται" σαν Marfisa του Ariosto, μονομαχεί με τον αφοσιωμένο εραστή της και δέχεται το βάπτισμα στα χέρια του καθώς πεθαίνει. Τέλος, η Erminia, ερωτευμένη απελπισμένα με τον Tancredi, αναζητά καταφύγιο στη καλύβα των βοσκών.
      Αυτές είναι ιστορίες-στηρίγματα στη προσοχή του αναγνώστη, ενώ οι μάχες, θρησκευτικές τελετές, διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις, και στρατιές εκστρατείας είναι λιγότερο εμπεπλεγμένα. Το μεγάλο εύρημα του Tasso ως καλλιτέχνης ήταν η ποίηση του συναισθήματος. Το συναίσθημα, όχι το συναισθηματικό, δίνει αξία σε αυτό που είναι αθάνατο στο έργο. Ήταν ένα καινούργιο πράγμα τον 16ο αι., κάτι σύμφωνο με ένα αυξανόμενο συναίσθημα για τη γυναίκα και με την ανερχόμενη τέχνη της μουσικής. Αυτό το συναίσθημα, εκλεπτυσμένο, ευγενές, φυσικό, βουτηγμένο σε μελαγχολία, εξαιρετικά χαριτωμένο, παθητικά αγγιγμένο αποπνέεται καθ 'όλη τη διάρκεια των κάντος του, βρίσκει μερικήν έκφραση στο χαλαρό ρυθμό του μελαγχολικού στίχου του και διατηρεί την ιδανική ζωή των σαγηνευτικών ηρωίδων των οποίων ονόματα βρεθήκανε να ειναι στα στόματα όλων των νοικοκυριών σε όλάκερη την Ευρώπη κατά το 17ο και 18ο αι..



      Το έπος ολοκληρώθηκε όταν ο Tasso ήτανε 31 ετών. και μόλις έκλεισε τελειωμένα τα χειρόγραφά του, το καλλίτερο μέρος της ζωής του τελείωσε, το καλλίτερο έργο του είχεν ήδη επιτευχθεί. Τα προβλήματα όμως αμέσως μετά άρχισαν να συγκεντρώνονται γύρω του. Αντί να έχει το θάρρος να υπακούσει στο ένστικτό του και να δημοσιεύσει το έργο όπως το είχε συλλάβει, έδρασε εντελώς παράλογα κι αυτό προφανώς αποδιδεται στην υπερβολική σιγουριά αλλά και στον ήδη υποβόσκωντα παρανοϊκό του χαρακτήρα. Το ποίημα στάλθηκε σε χειρόγραφο σε μια μεγάλη επιτροπή εξέχοντων λογοτεχνών, όπου εξέφραζε τη θέλησή του να κριθεί εξαντλώντας την αυστηρότητά τους καθώς και να υιοθετήσει τυχόν προτάσεις των, αν κι όπου δεν ταιριάζανε στις δικές του απόψεις. Το αποτέλεσμα ήταν ότι καθένας από αυτούς τους ειλικρινείς φίλους, ενώ εξέφραζε γενικά υψηλό θαυμασμό για το έπος, έλαβε κάποιες εξαιρέσεις από τη πλοκή του, τον τίτλο του, τον ηθικό του τόνο, τα επεισόδια ή τη δική του αφήγηση, λεπτομερώς. Κάποιος επιθυμούσε να είναι πιο τακτικά κλασσικά. άλλος ήθελε περισσότερο ρομαντισμό. Κάποιος υπαινίχθηκε ότι η Ιερά Εξέταση δεν θα ανέχεται τον υπερφυσικό στοιχείο τους. άλλος απαίτησε την εκτομή των πιο γοητευτικών περασμάτων του, στον έρωτα της Armida, της Clorinda και της Erminia -πράγματα δηλαδή που έτσι γίνονταν έτσι γίνονται κι έτσι θα γίνονται πάντα. Έπρεπε να υπερασπιστεί τον εαυτό του ενάντια σε όλες αυτές τις αντιρρήσειςή το καλλίτερο: να τους ευχαριστήσει για την ευγένεια και τη προθυμία τους να βοηθήσουν κι από κει και πέρα να προχωρήσει στη τύπωση αγνοώντας τους παντελώς., καθώς εκείνος είχε στηριχθεί στις θεωρίες που είχε πολλάκις εκφράσει περί της τέχνης του ως κριτικός, έστω και κάπως απερίσκεπτα.
      Οι αυτοεπιλεγέντες κριτές δεν ήταν άνθρωποι που παραδέχθηκαν αυτό που το κοινό δέχτηκε από τότε ως αδιαμφισβήτητο. Ένιωσαν αόριστα ότι ένα μεγάλο κι όμορφο ρομαντικό ποίημα ήταν ενσωματωμένο σε ένα θαμπό κι όχι πολύ σωστό έπος. Στην αγωνία τους πρότειναν ένα σωρό, αλλά το σωστό ήταν να δημοσιεύσει το έπος όπως ήτανε και χωρίς περαιτέρω αμφισβήτηση. Ο Tasso, που καθώς φαίνεται είχε χαλαρώσει πολύ με τις μελέτες, τη σιγουριά και φυσικά τη... συναρπαστική ζωή της αυλής και την εξαντλητική λογοτεχνική του παραγωγή, τώρα έμοιαζε σχεδόν τρελλός από ανησυχία. Η ψυχοσωματική του υγεία άρχισε να τονε προδίδει. Παραπονιότανε για πονοκεφάλους, υπέφερε από ερεθισμό και πυρετούς κι ήθελε να εγκαταλείψει τη Φερράρα. Το έπος βρισκόταν ακόμα σα χειρόγραφο πάνω σε ένα ράφι. Άρχισε διαπραγματεύσεις με την αυλή της Φλωρεντίας για ανταλλαγή υπηρεσιών. Αυτό ενόχλησε το δούκα της Ferrara. Ο Αλφόνσο δεν έβλεπε τίποτα περισσότερο από το ότι ο αυλικός του και μάλιστα ο πιο διάσημος, να θέλει να τον εγκαταλείψει για το αντίπαλο δουκάτο. Επιπλέον, ο Alfonso ήτανε παντρεμένος με γαλλίδα πριγκήπισσα Καλβινίστρια κι έτσι ανησύχησε δίκαια στο ν' ανταγωνιστεί τις πιο ορθόδοξες δυνάμεις στην Ιταλία, που ήτανε συγκεντρωμένες στη Φλωρεντία και τη Ρώμη. Ο Αλόνσο σκέφτηκε, επιπλέον, ότι, αν επέτρεπε στην Τάσο να πάει, οι Medici θα είχανε την πολυπόθητη προσέγγιση στο ήδη πασίγνωστον έπος. Ως εκ τούτου, προέταξε με χιούμορ αλλά και σθεναρά του ποιητή, τις αντιρρήσεις του ως προς το να τον αφήσει και πως δεν υπήρχαν ουσιαστικοί λόγοι να δικαιολογούν στο να εγκαταλείψη τη Ferrara. Εν τω μεταξύ, στα έτη 1575-7, η υγεία του Tasso χειροτερεύει. Η ζήλεια των αυλικών κίνησε τα πρώτα νήματα, ώστε να φερθούνε τόσον άσχημα και να τονε προσβάλλουνε κι η ευερέθιστη κι ήδη κλονισμένη ιδιοσυγκρασία του κάνανε τα υπόλοιπα, ώστε να τονε καταστήσουν ένα εύκολο θύμα τους.


              Δια χειρός ΝτελακρουάΟ Τάσσο στο νοσοκομείο

      Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1570, ο Tasso ανέπτυξε μανία καταδιώξεως που οδήγησε σε θρύλους για τον ανήσυχο, μισότρελλο και παρεξηγημένο συγγραφέα. Αναλώθηκε στις σκέψεις πως τονε πρόδωσαν όλοι και κλονίσανε την εμπιστοσύνη του, φανταζόταν ότι είχε καταδικαστεί από την Ιερά Εξέταση και φοβότανε καθημερινά με αποτέλεσμα να αυτοδηλητηριάζεται συνεχώς. Τα λογοτεχνικά και πολιτικά γεγονότα που τον περιβάλλουνε συνεισέφεραν στην αναστάτωση και τη ψυχική του ηρεμία, και κλιμακωτά απέκτησε τρομερόν άγχος και  προβλήματα κοινωνικής ένταξης.
      Το φθινόπωρο του 1576 και το καλοκαίρι του 1577 προέβη σε παλαβές ενέργειες και μάλιστα παρουσία της πριγκήπισσας έβγαλε μαχαίρι σε κάποιον υπηρέτη. Για τη κίνησή του αυτή συνελήφθη. αλλά ο δούκας τον απελευθέρωσε και τον πήρε για αλλαγή περιβάλλοντος στο κάστρο του.της Villa Belriguardo. Αυτό που συνέβη εκεί δεν είναι γνωστό. Κάποιοι βιογράφοι υπολόγισαν ότι έρχεται στο φως μια σχέση με τη Leonora d' Este κι ότι η Τάσο συμφώνησε να προσποιηθεί την τρέλα για να καλύψει τη τιμή της, αλλά γι' αυτό δεν υπάρχει καμμία απόδειξη. Είναι μόνο βέβαιο ότι από κει εισήχθη σε φραγκισκανικό μοναστήρι στη Φερράρα, με σκοπό να αναλάβει στην υγεία του. Εκεί ο φόβος να δολοφονηθεί από το δούκα του έγινε μανία στο μυαλό του. Δραπέτευσε τέλη Ιουλίου, μεταμφιεσμένος σε χωρικό και πήγε με τα πόδια στην αδερφή του στο Σορέντο. Συμπερασματικά θα πούμε πως μετά τις αρχές του 1575, έπεσε θύμα ψυχικής ασθένειας, η οποία, χωρίς να φτάνει στη πραγματική παραφροσύνη, τον έκανε αλλοπροσαλλο κι απαράδεκτο, τόσο μάλιστα λωστε να ανησυχούν οι προστάτες του.
      Δεν υπάρχει καμία απολύτως απόδειξη για τον μεταγενέστερο ρομαντικό μύθο ότι αυτή η κατάσταση των πραγμάτων οφειλόταν σε ένα συντριπτικό πάθος για την Leonora. Ο δούκας, σε αντίθεση με την εικόνα του ως τύραννος, έδειξε μεγάλη ανεκτικότητα. Αν κι ήταν ένας άκαμπτος κι ασυμβίβαστος άνθρωπος, όπως εγωιστικός, όπως και κάθε άρχοντας της εποχής του, στον Τάσσο δεν ήταν ποτέ σκληρός, ανυπόμονος ίσως, αλλά οχι και το τέρας αγριότητας όπως απεικονίστηκε αργότερα. Η ακόλουθη ιστορία της σχέσης του με τον ποιητή επιβεβαιώνει αυτή την άποψη. Ενώ με την αδερφή του στο Σορέντο, ο Τάσσο ήλπιζε για τη Φερράρα. Ο δούκας δε μπορούσε να αναπνεύσει ελεύθερα έξω από τον στενό του κύκλο. Έγραψε λοιπόν ταπεινά ζητώντας του Τάσσο να γυρίσει πίσω. Ο Αλφόνσο έδωσε τη συγκατάθεσή του, υπό την προϋπόθεση ότι ο Τάσσο θα συμφωνούσε να υποβληθεί σε ιατρική περίθαλψη για τη μελαγχολία του. Όταν επέστρεψε, και μιλήσαν με ειλικρίνεια. τότε και κάτω από αυτές τις συνθήκες, ήτανε πάλι καλοδεχούμενος στο παλιό του στέκι. Όλα θα μπορούσαν να έχουνε πάει καλά αν η παλιά του κακή ψυχολογογική κατάσταση δεν είχεν αναβιώσει. Επακολούθησαν σκηνές τσακωμών, ανακατωσούρας ύβρεις, καχυποψίας, πληγωμενης περηφάνειας και ματαιοδοξίας και φυσικά βίαιες εκρήξεις θυμού.
      Το καλοκαίρι του 1578 έφυγε και πάλι. ταξίδεψε σε Μάντοβα, Πάντοβα, Βενετία, Ουρμπίνο, Λομβαρδία. Το Σεπτέμβρη έφτασε στις πύλες του Τορίνο με τα πόδια κι ήταν ευδιάθετος διασκεδάζοντας με τον Εμμανουήλ Φιλιμπέρ, Δούκα της Σαβοΐας. Όπου κι αν πήγαινε, περιπλανώμενος σα χαμένος, επισκέπτης του κόσμου, απαντούσε αναγνώριση και τιμές, λόγω του επιφανούς ονόματος που είχεν αποκτήσει. Μεγάλοι και τρανοί ανοίξανε τα σπίτια τους με χαρά, εν μέρει με συμπόνοια, εν μέρει με θαυμασμό στη μεγαλοφυία αλλά και στα παθήματά του.  Όμως, σύντομα χαλούσε αυτή την εικόνα ενώ έδρεπε τη καλωσύνη της με κολακείες και τη νοσηρή πονηρία του. Φάνηκε, επιπλέον, ότι η ζωή του ήτανε πια μη ανεκτή έξω από τη Φερράρα. Ως εκ τούτου, ξεκίνησε και πάλι τις διαπραγματεύσεις με το δούκα. και το Φλεβάρη του 1579 έφτασε και πάλι στο κάστρο.



      Ο Αλφόνσο ήταν έτοιμος να συνάψει τον 3ο του γάμο, αυτή τη φορά με μια πριγκίπισσα του κάστρου της Μόντσα. Δεν είχε παιδιά, κι αν δεν είχε κληρονόμο, υπήρχε η πιθανότητα ότι το κράτος του θα έπεφτε, -όπως κι έγινε στη πραγματικότητα- τελικά, στην Αγία Έδρα. Οι γαμήλιες ετοιμασίες για τη γιορτή, τη παραμονή της οποίας έφτασε ο Τάσσο, δεν ήταν επομένως ευκαιρία μεγάλης χαράς για τους ηλικιωμένους μελλόνυμφους. Ως μια ελπίδα που είχε πεθάνει, έπρεπε να παντρευτεί μια 3η σύζυγο. αλλά η καρδιά του δεν ήταν αφοσιωμένη κι οι προσδοκίες του ήτανε πια απομακρυσμένες.
      Ο Τάσσο, ταλαιπωρούμενος πάντα από τις δικές του στεναχώριες και με τη δική του αίσθηση αξιοπρέπειας, δεν έλαβε υπόψη του τα προβλήματα του Δούκα. Έτσι άρχισε πάλι να συμπεριφέρεται σαν τρελός κι εκδιώχθηκε πριν τη τελετή στο ησυχαστήριο (ψυχιατρείο) της Αγίας Άννας. Αυτό συνέβη τον Μάρτη του 1579 κι εκεί έμεινε μέχρι τον Ιούλιο του 1586. Η μακροχρόνια υποτέλεια του Δούκα Αλφόνσο προς τη μεγαλοφυια του είχεν επιτέλους σπασει και μάλιστα πιστεύοντας πλέον στα σίγουρα πως ο Τάσσο ήτανε τρελλός, ένιωθε πως η Αγία Άννα ήταν το ασφαλέστερο μέρος γι' αυτόν -αλλά και για τους γύρω του.
     Μετά τους πρώτους μήνες της έγκλεισής του, όπου είχε λάβει ευρύχωρα διαμερίσματα, δεχότανε τις επισκέψεις φίλων και γενικά έδειχνε πως όλα πήγαιναν μια χαρά καθώς ανταποκρινότανε σε όλα αυτά άνετα και χαλαρά. Οι επιστολές που γράφει από την Αγία Άννα στους πρίγκιπες της Ιταλίας, για να αναθέρμανση σχέσεων και στους ανθρώπους με τη μεγαλύτερη φήμη στον κόσμο της τέχνης και της μάθησης, αποτελούνε τη πιο πολύτιμη πηγή πληροφοριών, για τα τεκταινόμενα αλλά και για την ιδιοσυγκρασία του. Είναι χαρακτηριστικό το ότι μίλησε με σεβασμό, ακόμα και με αγάπη, για το Δούκα.



     Κάποιοι κριτικοί προσπάθησαν να του χρεώσουν ότι υποκριτικά φιλούσε το χέρι που τον είχε τιμωρήσει, με σκοπό να απελευθερωθεί από τη φυλακή, αλλά κανείς που 'χει εξετάσει αμερόληπτα ολόκληρο το πλήθος και τον τόνο των επιστολών του θα υιοθετήσει αυτή τη γνώμη. Αυτό που προκύπτει ξεκάθαρα από αυτές είναι πως εργάστηκε κάτω από μια σοβαρή ψυχική ασθένεια κι ότι το συνειδητοποίησε. Εν τω μεταξύ, ασχολήθηκε με τον όποιο ελεύθερο χρόνο του, με άφθονες συνθέσεις. Η πυκνότητα των διαλόγων του για τις φιλοσοφικές και δεοντολογικές διαλέξεις του, που είναι πολύ σημαντική, στοιχειοθετήθηκε κι ανήκει στα χρόνια φυλάκισής του στην Αγία Άννα. Εκτός από περιστασιακές ωδές ή σονέττα -μερικά γραμμένα κατόπιν παραγγελίας, άλλα εμπνευσμένα από την έντονη αίσθηση του πόνου κι ως εκ τούτου οδυνηρά - παραμέλησε τελείως τη ποίηση. Κατά το έτος 1580, άκουσε ότι μέρος του Γερουσαλήμ δημοσιεύονταν χωρίς την άδειά του και χωρίς τις διορθώσεις του. Τον επόμενο χρόνο, ολόκληρο το ποίημα δόθηκε στον κόσμο, και στους επόμενους έξι μήνες επτά εκδόσεις που εκδόθηκαν από τον Τύπο.
      Ο κρατούμενος της Αγίας Άννας δεν είχε κανέναν έλεγχο και καμμιάν επιρροή στους φύλακές του. κι από το αριστούργημα που τον έθεσε στο επίπεδο του Πετράρχη και του Αριόστο δεν απέκτησε ποτέ χρηματικό κέρδος. Ένας αντίπαλος ποιητής στην αυλή της Ferrara ανέλαβε να αναθεωρήσει και να επεξεργαστεί τους στίχους του το 1582. Αυτός ήταν ο Battista Guarini κι ο Τάσσο, από το κελί του, έπρεπε να επιτρέψει να συλλεχθούνε και να μεταφερθούν ωδές και σονέττα, ποίηματα προσωπικά, αισθηματικά, επιστολές και περιστασιακά μηνύματα φιλοφρόνησης, χωρίς να χαθεί απολύτως τίποτα εξ αυτών.
     Λίγα χρόνια αργότερα, το 1585, 2 Φλαμανδοί κριτικοί της Ακαδημίας της Crusca κηρύξανε πόλεμο ενάντια στην Ιερουσαλήμ. Το φόρτωσανε προσβολές, οι οποίες τώρα φαίνονται σε κείνους που τις διαβάζουνε στα διάφορα φυλλάδιά τους, απλές παρωδίες κριτικής. Ωστόσο, ο Τάσσο αισθάνθηκε υποχρεωμένος ν' απαντήσει. και το 'κανε με μια μετριοπάθεια και λεπτομερή προσοχή κι εμβρίθεια, πράγμα που αποδεικνύει ότι δεν ήταν μόνο σε πλήρη επίγνωση των ικανοτήτων του και της λογικής του, αλλά κι ένας κύριος με ευγενικούς τρόπους  επίσης. Ο άνθρωπος, όπως κι ο Hamlet, ήτανε διαστρεβλωμένος από τη κακή συμπεριφορά στις διάφορες φάσεις και περιστάσεις του, ήτανε τότε και νεαρός στην ηλικία. Εγκεφαλικά άρρωστος ήταν αναμφισβήτητα, και δικαίως ο δούκας της Ferrara φρόντισε για τη θεραπεία που υπέστη. Στη φυλακή αυτός ο ίδος έρριξε τον εαυτό του με το πάθος, με τις πονηρίες του και που δεν  μπορούσε να ζήσει ήρεμα κι απλά, γευόμενος την απίστευτη και μεγάλη δόξα που τόσο νωρίς κι άξια απέκτησε.



     Αυτό που παρέμεινε, άθικτο από την ασθένεια και χωρίς να τον εγκαταλείπει ποτέ, έδειχνε μια γλυκειά αν και κάπως χονδροειδής ανθρωπιά. Το πιο παράξενο πράγμα για τη ζωή του στη φυλακή είναι ότι προσπαθούσε πάντα να τοποθετήσει τους δύο ανιψιούς του, τους γιους της αδελφής του Cornelia, στην αυλή. Ένας από αυτούς κατάφερε να εισέλθει στο Γκούλιλιμο Α', Δούκα της Μάντοβα, ο άλλος στον Οττάβιο Φαρνές, Δούκα της Πάρμα. Το 1586 έφυγε από την Αγία Άννα ύστερα από πρόσκληση του Vincenzo Gonzaga, πρίγκιπα της Μόντοα. Ακολούθησε τον νεαρό συνοδό στη πόλη, έμεινε για λίγο λεύτερος κι εν μέσω εορταστικών εκδηλώσεων κι απολαύσεεων, αφού έλαβε μιαν υπέροχη και θερμή υποδοχή από τη πατρική πόλη του, το Μπέργκαμο, επεξεργάστηκεν αργότερα και τη τραγωδία του 1573, Galealto Re di Norvegia σ' ένα κλασσικό δράμα με τίτλο Torrismondo. Αλλά μόνο λίγους μήνες κράτησε αυτή του ευτυχής νηφαλιότητα και πριν έρθει η 1η έκρηξη. Ο Vincenzo Gonzaga, δεν είχε πολύ χρόνο κι είχε και κατι προβλήματα με τον πατέρα του κι έτσι δεν είχε πολύ χρόνο να νοιαστεί για τις διασκεδάσεις του φιλοξενούμενου ποιητή. Ο Τάσο αισθάνθηκε παραμελημένος.
     Το φθινόπωρο του 1587 ταξίδεψε από τη Μπολώνια και το Loreto στη Ρώμη κι ανέβηκε εκεί με έναν παλιό φίλο, τον Scipione Gonzaga, τώρα πατριάρχη της Ιερουσαλήμ. Την επόμενη χρονιά περιπλανιότανε στη Νάπολι, όπου έγραψε διάφορα θρησκευτικά ποιήματα, συμπεριλαμβανομένου του Monte Oliveto. Το 1589 επέστρεψε στη Ρώμη κι ανέλαβε πάλι τις τρέλλες του και στον πατριάρχη της Ιερουσαλήμ. Οι υπηρέτες τονε βρήκαν ανυπόφορους και τον έδιωξαν έξω από τις πύλες. Αρρώστησε και κατέπεσε ξανά και πήγε σε νοσοκομείο. Ο πατριάρχης το 1590 τονε παρέλαβε και πάλι. Αλλά το ανήσυχο πνεύμα του τον οδήγησε στη Φλωρεντία. Μετά στη Ρώμη για άλλη μια φορά, στη συνέχεια στη Μάντοβα, μετά πάλι Φλωρεντία, ξανά στη Ρώμη, στη Νάπολι έπειτα για λίγο, ύστερα πάλι Ρώμη, ξανά Νάπολι -αυτό είναι το κουρασμένο ρεκόρ των μετακινήσεών του μεταξύ των ετώ 1590-4. Έζησε μια πραγματική Οδύσσεια της ασθένειας, της ένδειας και της κακοτυχίας. Για κείνον τίποτα δεν ήτανε καλό. Είχε τα παλάτια τους πρίγκιπες, τους καρδιναλίους, πατριάρχες και πάπες, με ανοιχτές τις αγκάλες τους πάντα σε αυτόν. Ωστόσο δεν εύρισκε μήτε χαρά μήτε καλό, μήτε ανάπαυση.



      Η υγεία του χειροτεύρευε κι η μεγαλοφυία έφθινε ζοφερά. Το 1592, δημοσίευσε μια αναθεωρημένη έκδοση του Gerusalemme, Gerusalemme Conquistata (Ιεαρουσαλήμ Κυριευμένη). Όλα όσα κάνανε το ποίημα του γοητευτικό κι ώριμο, σβήστηκαν άσπλαχνα. Η έκδοση έγινε πιο παιδαγωγική, τα ρομαντικά και μαγικά επεισόδια κόπηκαν, τα κορυφαία στοιχεία του πονήματος μετετράπησαν σε μια θαμπο-ρητορική φλυαρία. Στη διάρκεια της ίδιας χρονιάς, έν ακόμα όχι σπουδαίο ποίημά του, που ονομάστηκε Le Sette Giornate, είδε το φως. Είναι μοναδικό που μόλις σ' αυτά τα χρόνια, όταν η ψυχική διαταραχή, η σωματική αδυναμία κι η νοητική αποσύνθεση του νου και της έμπνευσης ήτανε σ' αυτή τη κατάσταση καταστροφής κι έδειχνε πως θα ρίξει τον Tasso στη λήθη, κι όμως το φινάλε του ήτανε κι έδειχνε ευτυχισμένο με τις φωτεινότερες ακτίνες ελπίδας. Ο πάπας Κλήμης VIII ανέβηκε στη παπική έδρα το 1592. Αυτός κι ο ανιψιός του, ο καρδινάλιος Αλντομπραντί του Σαν Τζιόρτζιο, αποφάσισαν να γίνουνε φίλοι του ποιητή. Το 1594 τονε προσκαλέσανε στη Ρώμη. Εκεί επρόκειτο να παραλάβει το δάφνινο στέμμα των ποιητών, όπως κι ο Πετράρχης, στο Καπιτώλιο, από τον ίδιο τον Πάπα Κλήμη VIII.
     Ο Τάσσο, καταπονημένος από τη κατάσταση της υγείας του, έφτασε στη Ρώμη το Νοέμβρη. Η τελετή της στέψης του αναβλήθηκε επειδή ο καρδινάλιος Αλλομπραντίνο είχε αρρωστήσει, αλλά ο πάπας του χορήγησε μια σύνταξη κι ο πρίγκιπας Avellino, ο οποίος κατείχε το μητρικό κτήμα του, συμφώνησε να εκταμιεύσει ένα μέρος των απαιτήσεών του με τη καταβολή ενός ετήσιου τέλους ενοικίου. Σε καμμία περίπτωση δεν του θύμιζε την Αγια Άννα ετούτος ο νέος ουρανός που του χαμογελούσε. Οι παπικές τιμές κι οι περιποιήσεις αλλά και χρήματα ήτανε τώρα στη διάθεσή του. Ωστόσο, η τύχη αυτή έφτασε πολύ αργά. Πριν προλάβει να φορέσει το στέμμα του ποιητή των ποιητών ή κάποιο χρηματικό κομμάτι από τη σύνταξη και το επίδομα, ανέβηκε στο μοναστήρι του Sant'Onofrio, μια βροχερή μέρα τη 1η Απρίλη 1595. Βλέποντας το φορείο του καρδιναλίου με το οποίο κατέφθαε εκεί, περνώντας από τον απότομο λόφο του Τρεστέβερι, οι μοναχοί ήρθανε στη πόρτα για να τον υποδεχτούνε και να τονε χαιρετήσουν. Από το φορείο όμως βγήκε ο Τάσσο κι είπε στους έκπληκτους μοναχούς ότι είχε έρθει να πεθάνει μαζί τους.



      Η ασθένεια που ταλαιπώρησε τον Tasso τώρα πιστεύεται πως ήτανε μάλλον διπολική διαταραχή. Οι θρύλοι τον περιγράφουνε περιπλανώμενο στους δρόμους της Ρώμης μισότρελλο, πεπεισμένο ότι διώκεται. Μετά από τη μακροχρόνια έγκλεισή του στο άσυλο της Αγίας Άννας στη Ferrara, ήτανε σε θέση να επαναλάβει τη γραφή του και τη τέχνη του, αν και ποτέ δεν ανέκτησε πλήρως τας φρένας. Πέθανε στο Sant'Onofrio τον Απρίλη του 1595. Ήτανε μόλις 51 ετών και τα τελευταία 20 χρόνια της ύπαρξής του ήτανε πρακτικά και καλλιτεχνικά ανικανοποίητα.

      Επιδράσεις στους μεταγενέστερους: Η λυρική ποίησή του μπορεί να είχε κάποια επιρροή στη πρόσφατη Αναγέννηση της Γαλλίας στους Desportes και Ronsard (τους οποίους συνάντησε στο Παρίσι). Σχεδόν σίγουρα επηρέασε πολλούς Ελισσαβετιανούς, όπως ο Sir Philip Sidney, ο Abraham Fraunce και ο Samuel Daniel. Ο Claudio Monteverdi συνέθεσε τον μουσικό ερωτικό κομμάτι Tancredi e Clorinda με το κείμενο του Gerusalemme Liberata, canto XII. Επίσης, συνέθεσε μουσική πάνω σε μερικές από τις Rime του, ιδιαίτερα τα μαδριγαλια. Οι Giaches de Wert και Carlo Gesualdo da Venosa βάλανε μουσική επίσς σε πολλές απ' αυτές, αλλά κι από τη Gerusalemme του. Ο Γερμανός συγγραφέας Johann Wolfgang von Goethe έγραψε ένα έργο, το Torquato Tasso, το 1790, στο οποίο διερευνά τους αγώνες του καλλιτέχνη. Επίσης, συνέθεσε ένα κάντο, το Rinaldo, εμπνευσμένο από το Canto XVI της Ιερουσαλήμ που παραδόθηκε κι αργότερα συνετέθη σκηνοθετήθηκε και παρουσιάστηκε από τον Johannes Brahms.
     Ο Giacomo Leopardi έγραψε το Dialogo di Torquato Tasso e del suo Genio familiare (Operet morale, 1824), ένα πεζό για τη μακρά παραμονή του στην Αγία Άννα. Το κύριο θέμα είναι η σύγκριση μεταξύ πόνου και πλήξης, που εκφράζεται σε διάλογο μεταξύ Tasso και Genius ή φάντασμα, που λέγεται ότι τον επισκέπτεται στη μοναξιά του. Ανάμεσα στις πολυάριθμες όπερες που παραδοθηκαν και βασίζονται στην Ιερουσαλήμ είναι και τα έργα των Lully, Alessandro Scarlatti, Vivaldi, Handel, Haydn, Salieri, Cherubini, Christoph Willibald Gluck, Rossini και Dvořák. Μια πειραματική σύγχρονη όπερα για το θέμα, από την Judith Weir, μεταφέρει τη σκηνή στο σύγχρονο Ιράκ. Τόσο ο Edmund Spenser όσο κι ο John Milton επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το έργο του Tasso. Το ποίημα του Λόρδου Βύρωνα The Lament of Tasso αφηγείται τη ζωή του στο νοσοκομείο της Αγίας Άννας. Ο Ιταλός συνθέτης Gaetano Donizetti έγραψε μια όπερα για το θέμα με τίτλο Torquato Tasso (1833) κι ενσωμάτωσε μερικά από τα γραπτά του ποιητή στο λιμπρέτο.
     Το ποίημα της Felicia Hemans το Coronation of Tasso καταγράφει το θάνατο του ποιητή αμέσως πριν από την επιδιωκόμενη στέψη του.
Ο Franz Liszt συνέθεσε ένα συμφωνικό ποίημα, Tasso, Lamento e Trionfo, για τη μνήμη της εκατονταετηρίδας της γέννησης του Γκαίτε.
Οι καλλιτέχνες ζωγράφοι που εμπνέονται τόσο από την Ιερουσαλήμ όσο κι από τον Aminta είναι πάμπολλοι και είναι οι: Tintoretto, Carracci, Guercino, Pietro da Cortona, Domenichino, Cigoli, Van DyckPoussin, Claude Lorrain, TiepoloBoucherFragonard, Hayez και Delacroix.

      Ματιά στα έργα του: Το Rime, σχεδόν 2.000 στίχοι σε 9 βιβλία, γράφτηκαν μεταξύ 1567 και 1593, επηρεασμένοι από το Canzoniere του Petrarch. Το Galealto re di Norvegia (1573-4) είναι μια ημιτελής τραγωδία, η οποία αργότερα τελείωσε με νέο τίτλο: Re Torrismondo (1587). Είναι επηρεασμένη από τις τραγωδίες του Σοφοκλή και Σενέκα και μιλά για την ιστορία της πριγκίπισσας Αλβίδα της Νορβηγίας, η οποία εξαναγκάστηκε να παντρευτεί το βασιλιά Torrismondo, ενώ ήταν ερωτευμένη κι αφιερωμένη στο φίλο της παιδικής ηλικίας, το βασιλιά Germondo της Σουηδίας. Dialoghi (Διάλογοι), που γράφτηκαν μεταξύ 1578-94. Αυτά τα 28 κείμενα ασχολούνται με ζητήματα από την ηθική (αγάπη, αρετή, ευγένεια) στα κοσμικά (μάσκες, παιχνίδι, δικαστικό ύφος, ομορφιά). Μερικές φορές αγγίζει σημαντικά θέματα της εποχής του, όπως η θρησκεία έναντι της πνευματικής ελευθερίας. Χριστιανισμός εναντίον του Ισλάμ στο Λεπάντο. Το Discorsi del poema eroico, που δημοσιεύθηκε το 1594, είναι το κύριο κείμενο για τη ποιητική του Tasso. Πιθανότατα γράφτηκε τα χρόνια όπου εργαζότανε παράλληλα και στο Gerusalemme Liberata. Άλλα έργα του: Ρινάλδο & Αρμίντα (1562, ιπποτικό ποίημα), Αμύντας (1573, ποιμενικό δράμα), Κατακτημένη Ιερουσαλήμ (1593, έπος).
    Στη διάρκεια της Αναγέννησης, η 1η (ελλειπής) μετάφραση της Ιερουσαλήμ παραδόθηκε από τον Richard Carew (1594). Μια πλήρης εκδοχή του Edward Fairfax εμφανίστηκε κάτω από τον τίτλο Godfrey of Bouillon το 1600. Η έκδοση του John Hoole με τα Ηρωικά Ζευγάρια ακολούθησε το 1772 κι ο Jeremiah Holmes, με το  Wiffen's το 1821. Υπήρχαν αρκετές εκδόσεις του 20ου και του 21ου αιώνα, από τον Anthony Esolen (2000) κι από τον Max Wickert, που δημοσιεύθηκε από τον Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης (2009) ως Η Απελευθέρωση της ΙερουσαλήμAminta, και τα πρώτα ποιήματα αγάπης του, ως ποιήματα αγάπης για τη Lucrezia Bendidio, από τον Max Wickert. Νέα Υόρκη: Italica Press, 2011 κι ως Rhymes of Love, από την Maria Pastore Passaro (Οττάβα: Legas, 2011). Αρκετοί από τους "διάλογους", "Torrismondo", και μερικά από τα μετέπειτα θρησκευτικά έργα του έχουν επίσης εκδοθεί στα αγγλικά.

     Βραβεύσεις-Τιμές:  Στο Μπέργκαμο τη γενέτειρά του υπάρχει μνημείο με ένα του σονέττο καθώς και στο Sorrento. Υπάρχουνε δρόμοι που έχουνε πάρει τ' όνομά τους απ' αυτόν σχεδόν σε κάθε μεγάλη ιταλική πόλη, κυρίως στο Μπέργκαμο, στο Posillipo (Νάπολι), στη Ρώμη, στο Τορίνο, στο Παλέρμο και στη Κατάνια, καθώς και στο Παλό Άλτο της Καλιφόρνια.

     "Τον αγαπώ κι είμαι πρόθυμη να τον αγαπώ για καιρό, γιατί η εντύπωση αυτής της αγάπης στη ψυχή μου είναι πολύ δυνατή κι είναι αδύνατο να σβήσει ύστερα από λίγο... Ονομάζω το αίσθημά αυτό μου αγάπη κι όχι απλά έρωτα, διότι καλύπτει τα πάντα σκεπάζοντάς τα. Δεν ήξερα πριν, επειδή δεν είχα αισθανθεί ακόμη μέσα μου καμμία από αυτές τις σεξουαλικές ορέξεις, ότι αν δεν αγαπήσεις δυνατά δεν ξυπνάνε γενικά, ούτε καν όταν βρισκόμασταν στο κρεβάτι μαζί. Αλλά τώρα αντιλαμβάνομαι σαφώς ότι ήμουνα, και δεν είμαι απλά φίλη, αλλά μια ειλικρινής ερωμένη, γιατί αισθάνομαι τρομερό πόνο όχι μόνον επειδή δεν ανταποκρίνεται στην αγάπη μου αλλά κι επειδή δεν μπορώ να μιλήσω μαζί του με αυτή την ελευθερία που ήμουνα συνηθισμένη πριν -και δίχως του, πονώ πάρα πολύ".

                       Giovanna Dall' Orto  -->  Torquato Tasso




                              Αποσπάσματα Από Έργα Του

Υπέροχες Νύμφες,
αδελφές του ποταμού Πο,
κι εσείς του γρασιδιού
κι εσεις εκεί όπου σκάει
το κύμα της θαλάσσης,
κι εσείς που ζείτε στις πηγές,
ψηλά στους λόφους...

Rime d 'amore (Rhymes of Love)

Αυτή είναι πραγματικά η χρυσή εποχή:
μόνο χρυσός και χρυσές νίκες βασιλεύουν.

Η αγάπη πού 'ναι υπηρέτρα του χρυσού
είν' ό,τι πιο φριχτό, το μεγαλύτερο,
το πιο αποτρόπαιον τέρας:
δημιουργήθηκε στη γη
ή μες στα κύματα της θάλασσας.
Ο κόσμος μεγαλώνει
και γερνάει
και μαραίνεται...
Τώρα δεν έμαθες ακόμα τη Γυναίκα;
Φεύγει, και φεύγοντας θα θέλει να πιαστεί.
Αρνείται, μα στην άρνησή της να αχθεί.
Μάχεται, μα στη μάχη της θέλει να νικηθεί!
Ω, μια τέτοια ευγενική προσφώνηση
αυτός ο ανόητος έχει βρει,
υπενθυμίζοντάς μου τα νιάτα μου,
των απολαύσεων του παρελθόντος
και των σημερινών δεινών!
Η νιογέννητη αγάπη έχει μικρά φτερά. \
Μπορούν ελάχιστα,
κρατήστε τα πάνω σας κλειστά
και μη τα απλώνετε να πετάξετε.
Έρωτα, άστους άλλους να διαβάζουνε
Τις Σοφιστείες του Σωκράτη,
Ενώ εγώ σε δύο ωραία μάτια
θα καταλάβω αυτή τη τέχνη.
Ω Dafne, εσύ έχασες
κι αλήθεια, είναι κρίμα,
που αρνήθηκες το βέλος μου.
Η συστολή συγκρατεί
το χλωμόν έρωτα,
μ' αδύναμο 'ναι χαλινάρι
για τη πανίσχυρην αγάπη.

      Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι η αρχή του τρίτου άσματος του επικού ποιήματος του Τάσσο, το οποίο αποτελείται από είκοσι άσματα που υπερβαίνουν συνολικά τους 15.000 στίχους. Θέμα του είναι η 1η Σταυροφορία κι η κατάκτηση της Ιερουσαλήμ (1099). Με το έργο αυτό, που ακολουθεί σε γενικές γραμμές τα κλασσικά πρότυπα του Ομήρου και του Βιργιλίου, ο ποιητής προσπαθεί να πραγματευθεί έν ιστορικό θέμα, το οποίο, ωστόσο, διανθίζει με ερωτικές ιστορίες και με τη περιγραφή μαγικών γεγονότων. Η ιστορική ύλη κι η δομή του ποιήματος του προσφέρουν ένα όχήμα ικανό να εκφράσει τον πλούτο και το πάθος του συναισθηματικού του κόσμου κι ανταποκρίνονται στο γούστο και στις πολιτισμικές κατευθύνσεις της εποχής του, αντανακλώντας τη λογοτεχνική παράδοση της Αναγέννησης.
      Περιγράφει τα συναισθήματα που νιώσαν οι σταυροφόροι, όταν αντικρύσανε την Ιερουσαλήμ και την προετοιμασία των Αράβων για την υπεράσπιση της πόλης. Αρχηγός των σταυροφόρων είναι ο Γοδεφρείδος ντε Μπουγιόν, δούκας της Κάτω Λωρραίνης, ενώ βασιλιάς της Ιερουσαλήμ είναι ο Αλαντίν. Στη πραγματικότητα, την εποχή που διαδραματίστηκαν τα ιστορικά γεγονότα δεν υπήρχε βασιλιάς στην Ιερουσαλήμ αλλά μόνον εμίρης, που λεγότανε Ντουκάτ και διοικούσε τη πόλη για λογαριασμό του χαλίφη της Αιγύπτου.
          Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ

Άσμα 3ο

Με τες δροσιές επρόβαινε η αυγή χαριτωμένη
με μύρια της παράδεισος λουλούδια στολισμένη,
όταν μέσ’ στο στρατόπεδο, π’ άγρυπνο ετοιμαζότουν
βοή κι αρμάτων ταραχή γύρω παντού απλωνότουν.
Και μόλις όλο της αυγής εφάνηκε τ’ αστέρι
οι σάλπιγγες χαρούμενες αντήχησαν στ’ αέρι.
Ο πολεμάρχος με γλυκούς τρόπους τους οδηγάει,
πότε τους βάνει χαλινό, πότε τους ακλουθάει.

Έργο πλιο δύσκολο, παρά κανείς να σταματήσει
το κύμα που σηκώνεται το βράχο να χτυπήσει,
ή στον βοριά ν’ αντισταθεί που τα βουνά κλονίζει,
και τα καράβια σύσσωμα στη θάλασσα βυθίζει.
Δεν θέλει την ολόθερμην ορμή τους να βαστάξει,
αλλ’ ενωμένοι να προβούν και με πολέμια τάξη.
Έχει καθένας τους φτερά στα πόδια, στην καρδία.
Τον κόπο δεν αισθάνονται κι εμπρός πετούν με βία·
κι όταν με αχτίνες φλογερές ο ήλιος ανεβαίνει
και τους αγρούς ανάβοντας χόρτα και ανθούς ξεραίνει,
ιδού την Ιερουσαλήμ ξανοίγουν εμπροστά τους,
ιδού στην Ιερουσαλήμ στρέφουν τα βλέμματά τους.
Την χαιρετούν ολόχαροι, με πόθο την κοιτάζουν
και μύρια στόματα μεμιάς «Ιερουσαλήμ» φωνάζουν.

Έτσι κι οι ναύτες, που στεριές αγνώριστες γυρεύουν
και μέσα σε άγρια σκοτεινά πέλαγα ταξιδεύουν,
παλεύοντας με το βοριά και τη θαλασσοζάλη,
αν ξάφνω ο τόπος που ζητούν αγνάντια τους προβάλει,
τον χαιρετούν, όλοι σ’ αυτόν με την καρδιά πετιώνται,
και πλιο τες έρημες νυχτιές τους κόπους δε θυμώνται.
Αλλ’ η χαρά που έλαμψε στων Χριστιανών τα στήθη
αγάλια αγάλια εσβήστηκε κι άλλο αίσθημα εγεννήθη,
αγάπης, φόβου, σεβασμού, που τες καρδιές νικάει,
και πλέον κανείς τα βλέμματα να υψώσει δεν τολμάει
όπου για μας ένας Θεός έγινε μέγα θύμα
κι εθάφτη και ολοζώντανος εβγήκε από το μνήμα.

Στεναγμοί, λόγια θλιβερά και παραπονεμένα,
σημεία χαράς και δέησες, και δάκρυα πικραμένα
γύρω παντού σηκώνονται και δυνατά βουίζουν,
σαν όταν μέσα στα κλαδιά οι άνεμοι σφυρίζουν,
ή όταν βράχους κι έρημες ακρογιαλιές χτυπάει
η θάλασσα κι αφρίζοντας βραχνόφωνα βογγάει.
Γυμνοί τα πόδια προχωρούν όλοι μικροί μεγάλοι,
τα ολόχρυσα στολίσματα βγάνουν απ’ το κεφάλι,
και απ’ τες καρδιές τ’ ακάθαρτα πάθη που τες μολύνουν,
τες αμαρτίες ομολογούν και πικρά δάκρυα χύνουν.

«Το χώμα που το αίμα σου έβρεξε να φιλήσω,
Χριστέ μου, και με κλάματα θερμά να το ποτίσω·
τι στέκεις, παγωμένη μου καρδιά, κι εσείς τι αργείτε,
μάτια μου κακορίζικα, δυο βρύσες να γενείτε;
Συντρίψου, αχάριστη καρδιά, στο κρίμα βυθισμένη,
η κλάψα απαρηγόρητη κι αιώνια σε προσμένει».

Αλλ’ ο σκοπός, οπού ψηλά βρισκόμενος εθώρει
κι εξάνοιγε τες λαγκαδιές τριγύρου και τα όρη,
βλέπει μακριάθε φοβερή μαυρίλα να σιμώνει
σα σύγνεφο που μέσα του φωτιές και λάμψες χώνει·
έπειτα τ’ άρματα, θωρεί οπού το φως φλογίζει,
και τέλος άμετρους πεζούς κι άλογα ξεχωρίζει.
Κι ευθύς φωνάζει: «Ασκώνεται πολλή μαυρίλα πέρα,
ω, πώς απλώνεται γοργά και λάμπει στον αέρα!
Να, μας επλάκωσαν εχθροί, φθάνουν. Ετοιμασθείτε,
αδράξετ’ όλοι τ’ άρματα, στους τοίχους ανεβείτε».

Σέρνει βαρύτερη φωνή και λέει: «Καιρός δε μένει,
συμμαζωχθείτε γλήγορα, τρέξετε αρματωμένοι.
Να, έφθασαν· ο κορνιαχτός απλώνει, πλησιάζει
και σαν κατάχνια τρομερή τον ουρανό σκεπάζει».
Γέροι, γυναίκες, και παιδιά που δύναμη δεν έχουν,
για να σωθούν ολότρεμοι μεσ' στα τζαμιά τους τρέχουν·
οι άνδρες όλοι τ’ άρματα φουχτώνουν, και πηγαίνουν,
πολλοί στες πύλες, και πολλοί στους τοίχους ανεβαίνουν·
ο βασιλέας ακούραστος τρέχει παντού, θαρρύνει,
πολεμιστάδες και αρχηγούς, τες προσταγές του δίνει.
Και αφού τα πάντα επρόβλεψε σε ψηλό πύργο ανέβη,
που σε δυο πύλες μεταξύ τη χώρα προστατεύει,
όθεν στη μέση του στρατού βρισκόμενος εθώρει
από μακριά τες λαγκαδιές, τα πλάγια και τα όρη. ...
(...)
         μτφρ. Ιούλιος Τυπάλδος  (1814-1883)
CANTO I

Τις ιερές στρατιές και το θεϊκό ιππότη,
που του Χριστού τον ιερό τάφο λευτέρωσε,
θα ψάλλω: Την αντοχή, τη προνοητικότητα του.
Κι υπέφερε πολλά στον ιερό κι ένδοξο αυτόν αγώνα.
Μάταια εναντίον του η κόλαση αντιτάχθηκε
προβαλλοντας σφοδρά τη δύναμή της, επί γης.
Μάτην οχτροί και Τούρκοι πάνοπλοι προβάλλαν λυσσαλέα:
Οι άντρες του θεριά στις μάχες και στο αντάρτικο,
κι αυτός, όντας υπήρξε στην ειρήνη ταπεινός,
γι' αυτό και τον ευλόγησε ο Ουρανός.

Ω ουράνια Μούσα, τους ξεθωριασμένους στίχους μου,
στόλισε με της άνοιξης λουλούδια, να μιλήσουν,
και στέψε τους μ' αθάνατες αχτίδες αστεριών,
όπως μιλάν στρατιές ψηλά, αγγέλων φωτεινών.
Δώσε μου έμπνευση το πνεύμα ξάνοιξε, τη σκέψη μ' άπλω'
ο στίχος μου να ζήσει και συμπάθα με, ω! θεία!
αν μπλέκω μάγισσες και ξόρκια στην αλήθεια.
Πιάσε το χέρι μου, μαζί μου γράψε για βοήθεια.
Δεν θέλω άλλον από τον δικό σου έπαινο, κανένα..
Ξέρετε ο κόσμος περιλαμβάνει έξοχα πράγματα,
για τους ερωτευμένους, γλυκειά ποίηση θ' ανθίσει,
και σαν ώριμη αλήθεια βγει με ρίμα απαλή,
θα τη λατρέψει και ο πιο απρόθυμος ακόμα.
Όταν μικρά παιδάκια αρρωσταίναμε
βάζανε μέλι οι γονιοί στο πικρό γιατρικό,
και πίναμε ξεγελασμένα, κι αν πίκρα, τη ξεχνούσαμε
μετά σαν υγιέστατα συνεχίζαμε και ζούσαμε.
Ω Έρωτα, ω θαύμα, νιογέννητη αγάπη, νιόθρεφτη
τώρα βογγώ, πρωταθλήτης αρματωμένος μ' αιχμαλώτισε.
Τώρα σαν έγινες αχρείος ποταπός
σκλάβος γιομάτος αλυσίδες στο κορμί
δεν είναι και πολύ κακό αυτό καθώς,
είναι απλά μια δίκαιη και Θεϊκιά ποινή.
Ο φόβος της άρρωστιας υπερβαίνει
το ίδιο το κακό που μας τρομάζει.
Γιατί έτσι, οι σημερινές πίκρες διπλά
μας ενοχλούν, παρά οι μελλούμενες.
CANTO II
Σε κακό βασιλιά χειρότερος ο σύμβουλος.
Ήταν όμορφη και δίκαιη,
ήταν ειλικρινής και ντροπαλός,
την αγάπησε πολύ, ήλπισε λίγο,
κι όλη αυτή η πεθυμιά του: τζίφος.
Για ό,τι τα πιο παραμελημένα,
τα πιο περίεργα, αποδεικνύουν,
έτσι την ομορφιά τη βοηθά
η φύση, ο ουρανός κι ο έρως.
Τα βάσανά μου απάλυνε
γλυκά, με την απόλαυση
του να μπορούσα να 'χω,
το στήθος σου στο στέρνο μου:
Θα μπορούσε να πάρει μονομιάς
το υπόδουλό μου πνεύμα.
Δε με τρομάζει τ' Αψηλό
δε περφρονώ το Ταπεινό.
H πιθανότητα στην αβεβαιότητα είν' δίκοπο μαχαίρι:
χαμογελάει στην αρχή μα κρύβεται στο τέλος.
Φυλάξτε τη τιμή σας, μη την υποτιμήσετε
προσέξατε καλά αυτά που σκέφτεστε να διορθώσετε.
H τύχη παίζει ανάμεσα στα δυο:
Είτε καλό, είτε κακό μαντάτο λάβεις
καθώς οι πτήσεις οι ψηλές
έχουν κοντά και τους γκρεμούς.
Λεύτερα συναισθήματα, με λόγια απλά.
Πεθαίνουμε χωρίς φθόνο στους ζωντανούς
Πεθαίνουμε λοιπόν με την εκδίκησή μας.
Όποιος δεν θέλει την Ειρήνη
θα 'ναι γιομάτος Πόλεμο.
Τώρα η νύχτα άπλωσε το πλουμισμένο θόλο της,
καλεί τον κάθε ανήσυχο οφθαλμό να κοιμηθεί,
σε τρυφερό γρασίδι που πλαγιάσανε τ' αγρίμια.
Τα ψάρια βούλιαξαν σ' αθόρυβους βυθούς,
δεν ηχεί πλέον φιδιού σύριγμα νη δράκου η κραξιά,
δεν κελαδούνε πια πουλιά κι η Φιλομέν δεν κλαίει,
μόνον οι μυστικές μελωδικές φωνές των ξωτικών
λεν νανουρίσματα απαλά στο κόσμο να 'συχάσει.
Το μώβινο πρωί ασκώθη απ' το κρεββάτι της
το πορφυρό, και ντύθηκε στα κόκκινα,
μ' άλικα ρόδα στόλισε τις χρυσαφιές της μπούκλες,
αυτά που φρεσκανθίσανε στους κήπους της Εδέμ.


http://www.peri-grafis.net/ergo.php?id=1325

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου