Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

Ρωμαιοκαθολικά μοναστικά Τάγματα στο Νεγροπόντε (Χαλκίδα)

Ελληνική Ιστορία και Προϊστορία - Greek History and Prehistory ...


1-Πλάκα-από-όψη-ψευδοσαρκοφάγου.-Λατινικός-σταυρός-με-τρίφυλλη-απόληξη-κεραιών,-πλαισιωμένος-από-ελικοειδείς-βλαστούς
Πλάκα από όψη ψευδοσαρκοφάγου. Λατινικός σταυρός με τρίφυλλη απόληξη κεραιών, πλαισιωμένος από ελικοειδείς βλαστούς. Β’ μισό 14ου αι. Εκτίθεται στο μουσείο του προμαχώνα στο κάστρο του Καράμπαμπα (μόνιμη έκθεση μεσαιωνικών γλυπτών). Φωτογραφία: Βάγιας Κατσός.

3-Πορτρέτο-του-γενναιόδωρου-κόμη-της-Σαβοΐας,-Αμεντέο-ΣΤ’
Πορτρέτο του γενναιόδωρου κόμη της Σαβοΐας, Αμεντέο ΣΤ’, ο οποίος στα 1366 προσέφερε σε τρεις Ρωμαιοκαθολικές μονές του Νεγροπόντε το ποσό των τριών φλορινιών σε έκαστη από αυτές.


του Γιώργου Λόη

Αποδείξεις της παρουσίας των θρησκευτικών Ταγμάτων της Καθολικής Εκκλησίας στο μεσαιωνικό Νεγροπόντε (Χαλκίδα) μέσα από τα αρχεία του Βατικανού και άλλες ιστορικές πηγές.

Η εγκατάσταση των Λατίνων μοναχών στην Ανατολή


Από τις απαρχές της Λατινικής κατάκτησης της Ελληνικής επικράτειας, μετά την επονείδιστη άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους και τους Βενετσιάνους τον Απρίλιο του 1204, κατά την διάρκεια της αποκλίνουσας Δ’ Σταυροφορίας, διεσπάρησαν στις κυριευμένες περιοχές διάφοροι Ρωμαιοκαθολικοί ιερωμένοι, συμμετέχοντας στα τυχοδιωκτικά σταυροφορικά στρατεύματα.

Στη συντριπτική τους πλειοψηφία ανήκαν στα επιμέρους μοναστικά Τάγματα της Δυτικής εκκλησίας και κύριο μέλημα τους ήταν η διάδοση του Καθολικού δόγματος στους Ορθόδοξους κατοίκους. Σχεδόν αμέσως άρχισαν να οικειοποιούνται τις υπάρχουσες Ελληνικές μονές και να ιδρύουν σε αυτές δικά τους εκκλησιαστικά ιδρύματα. Η δραστηριότητα τους εντάθηκε ύστερα από την δεύτερη σύνοδο της Ραβέννικα[1] τον Μάιο του 1210 και κορυφώθηκε περί το 1225. Άλλωστε, ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ (1198 – 1216) ενθάρρυνε την περαιτέρω εγκατάσταση των Λατίνων μοναχών στην Ανατολή, στα πλαίσια της γενικότερης πολιτικής για το οριστικό τέλος του Χριστιανικού σχίσματος, με την ένωση των δύο Εκκλησιών υπό την σκέπη του Ρωμαιοκαθολικισμού.

4-Σχεδιαστικές-απεικονίσεις-Φραγκισκανού-αδελφού-και-μοναχής-της-«Αγίας-Κλάρας»

Σχεδιαστικές απεικονίσεις Φραγκισκανού αδελφού και μοναχής της «Αγίας Κλάρας», του γυναικείου κλάδου του Φραγκισκανικού Τάγματος. Η αμφίεση τους ήταν ταυτόσημη και στους μεσαιωνικούς χρόνους).


Η Φραγκισκανική αδελφότητα του Νεγροπόντε


Από όλα τα Λατινικά θρησκευτικά τάγματα, οι Φραγκισκανοί μοναχοί, οργανωμένοι από το 1209, φαίνεται ότι είχαν καταφέρει να αποκτήσουν τα πιο σταθερά ερείσματα στην Φραγκοκρατούμενη Ελλάδα και συχνά είχαν σημαντική επιρροή στην θρησκευτική, πολιτική και κοινωνική ζωή, τόσο στον Λατινικό όσο και στον Ελληνικό πληθυσμό.
ipernity: Negroponte (Chalkis) - by Demetrius Chryssikos

Οι αποκαλούμενοι και ως «Μινωρίτες ή Ελάσσονες» αδερφοί (Ordo Fratum Minorum ή Conventual Friars) ήρθαν στη Ρωμανία το 1216. Περί το 1263 η Ελληνική επικράτεια εντάχθηκε αρχικά σαν τμήμα της Φραγκισκανικής μείζονος περιφέρειας των Αγίων Τόπων. Η θρησκευτική επαρχία της Ρωμανίας όπως ονομάστηκε περιλάμβανε σχεδόν όλα τα κατακτηθέντα εδάφη της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης και ήταν διαιρεμένη σε τρεις τομείς. Ο ένας από αυτούς ήταν ο τομέας του Νεγροπόντε, που αποτελούνταν από την Εύβοια και την Κρήτη, ενώ ενδεχομένως να ανήκαν σε αυτόν και τα νησιά του Αιγαίου πελάγους. Εξαιτίας της δεδομένης ονοματοθεσίας, είναι πολύ πιθανόν η μονή του Αγίου Φραγκίσκου στην μεσαιωνική πόλη της Χαλκίδας να ήταν και το παλαιότερο εκκλησιαστικό ίδρυμα του Φραγκισκανικού Τάγματος. Η τοποθεσία του συγκεκριμένου μοναστηριού έχει πλέον ταυτοποιηθεί με βάση τις εικονογραφήσεις και τα κείμενα των περιηγητών. Βρίσκονταν στην εγγύτερη περιοχή της σημερινής μητροπολιτικής εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, ίσως και στην ίδια ακριβώς θέση (βλ. αναλυτικά εδώ).

Η Φραγκισκανική αδελφότητα του Νεγροπόντε μνημονεύεται μόλις σε ελάχιστες πηγές πριν από τον 15ο αιώνα. Ο Βυζαντινός ιστορικός Παχυμέρης (1242 – 1310) αναφέρει ότι οι μοναχοί της μαζί με κάποιους αξιωματούχους της Εύβοιας, συνέλαβαν τον Ορθόδοξο Πατριάρχη Αλεξανδρείας Αθανάσιο, όταν αυτός επισκέφτηκε την νήσο στα 1308 και τον απείλησαν πως θα τον κάψουν δεμένο σε πάσσαλο για την άρνηση του να ασπαστεί το Καθολικό δόγμα. Δεν είναι γνωστή η κατάληξη αυτού του περιστατικού, για το οποίο έχουν διατυπωθεί αρκετές αμφιβολίες ως προς την αυθεντικότητα του. Μία από τις δύο επόμενες αναφορές χρονικά έχει ήδη παρουσιαστεί σε σχετικό άρθρο για την ανδρική μονή του Αγίου Φραγκίσκου στο ηλεκτρονικό περιοδικό Square.gr, αλλά κρίνεται σκόπιμο να παρατεθεί και εδώ για λόγους συνέχειας.

Η μονή του Αγίου Φραγκίσκου κατατάσσονταν ανάμεσα στα πλουσιότερα μοναστήρια της Λατινοκρατούμενης Ελλάδας


Στις 2 Αυγούστου 1366 ο κόμης της Σαβοΐας Αμεντέο ΣΤ’ (Amedeo VI, 1343 – 1383) διέρχεται από το Negroponte κατά την διεξαγωγή της λεγόμενης «Βαλκανικής Σταυροφορίας» και κατά τις συνήθειες του έκανε μία δωρεά τριών φλορινιών στη μονή[2].

Λίγο αργότερα, το 1395, ο Ιταλός συμβολαιογράφος (notario), Νικόλαος ντε Μαρτόνι (Nicolao di Martoni), φθάνει στην πρωτεύουσα της Εύβοιας και μεταξύ άλλων καταγράφει στο ημερολόγιο του ορισμένες σημαντικές πληροφορίες για το υπόψη εκκλησιαστικό ίδρυμα. Το περιγράφει σαν ένα ωραίο και μεγάλο καθολικό μοναστήρι, στο οποίο οι μοναχοί ζούσανε εξ’ ιδίων πόρων. Όπως εκμυστηρεύτηκε ο ηγούμενος στον Ιταλό νοτάριο, το μοναστήρι αποκόμιζε έσοδα 1.000 δουκάτα κάθε χρόνο, ένα σεβαστό ποσό που υποδηλώνει πως ήταν πολύ εύπορο. Για να προσλάβουμε μία συγκριτική εικόνα, είναι ενδεικτικό ότι το 1391 ο ετήσιος μισθός του δημόσιου ιατρού της Χαλκίδας αυξήθηκε από 60 σε 100 δουκάτα και το 1395 οι δυο διοικητές των βαλλιστροφόρων έπαιρναν μισθό έξι δουκάτα τον μήνα. Με βάση την μαρτυρία του Ιταλού νοτάριου, συμπεραίνεται ότι η μονή του Αγίου Φραγκίσκου κατατάσσονταν ανάμεσα στα πλουσιότερα μοναστήρια της Λατινοκρατούμενης Ελλάδας στα τέλη του 14ου αιώνα. Ωστόσο, η ευμάρεια της μοναστικής κοινότητας δεν φαίνεται να ευχαριστούσε τους πολίτες του Νεγροπόντε.

Στα 1450 οι ευγενείς της πόλης υπέβαλλαν αίτημα στην κυβέρνηση της Βενετίας, με το οποίο ζητούσαν την αντικατάσταση των «Μινωριτών» μοναχών του Αγίου Φραγκίσκου με μία αδελφότητα από ένα άλλο κλάδο του θρησκευτικού τάγματος, των αποκαλούμενων «Διακριτικών» μοναχών (Observant friars). Η Γαληνότατη Δημοκρατία συναίνεσε ζητώντας την έγκριση του Πάπα Νικόλαου Ε’ (1447 – 1455) για να προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες. Αν και η έκβαση της υπόθεσης παραμένει άγνωστη, εντούτοις παρόμοιες παρακλήσεις αντικατάστασης μοναχών σε μερικά Φραγκισκανικά μοναστήρια στον Ελληνικό χώρο, έτυχαν θετικής ανταπόκρισης από τον Ποντίφικα εκείνη την περίοδο, φανερώνοντας την δημοφιλία των «Διακριτικών» μοναχών στους Λατίνους της Ανατολής.
Νέο φως στο Νεγροπόντε

Η Ρωμαιοκαθολική μονή της Αγίας Κλάρας


Οι τελευταίες γραπτές αναφορές για την μονή του Αγίου Φραγκίσκου του Νεγροπόντε, γίνονται από τους χρονικογράφους της πολιορκίας της πόλης από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή το καλοκαίρι του 1470.

Σε αυτή την τοποθεσία έστησε την σκηνή του ο νεαρός γιός του σουλτάνου, Μουράτ πασάς. Μετά την επακόλουθη άλωση της καστροπολιτείας, η Φραγκισκανική αδελφότητα που πιθανότατα είχε κλειστεί πίσω από τα τείχη της, έπαψε να υφίσταται και το μοναστήρι ίσως να μετατράπηκε σε μουσουλμανικό τέμενος ή πιο ενδεδειγμένα να καταστράφηκε ολοσχερώς από τους μαινόμενους Τούρκους. Βέβαια, σαν κτίσμα απεικονίζεται στις μεταγενέστερες χαλκογραφίες, όπως σε αυτή του Καμότσιο (Giovanni Francesco Camocio) το 1571 – 1573, όμως κατά την εκτίμηση του γράφοντος, τα έργα αυτά αποτελούν περισσότερο μία ρομαντική ανάμνηση του φημισμένου Βενετσιάνικου Νεγροπόντε και των περιχώρων του στα μέσα του 15ου αιώνα και σε καμία περίπτωση δεν αποτυπώνουν την πολεοδομική κατάσταση της περιοχής στην πρώιμη Τουρκοκρατία.

Από τον Νικόλαο ντε Μαρτόνι λαμβάνουμε για πρώτη φορά την πληροφορία ότι σε κοντινή απόσταση από τον Άγιο Φραγκίσκο υπήρχε και άλλη μία Ρωμαιοκαθολική μονή, αφιερωμένη στο όνομα της Αγίας Κλάρας (Santa Chiara ή Clara). Επρόκειτο για ένα εκκλησιαστικό ίδρυμα, που ανήκε στον γυναικείο κλάδο του τάγματος των Φραγκισκανών, στις λεγόμενες «Φτωχές Κλάρες» (Poor Clares)», που είχε συγκροτηθεί το 1212. Έτσι λοιπόν μπορούμε να προβούμε στην βάσιμη εικασία ότι η Αγία Κλάρα του Νεγροπόντε θεμελιώθηκε περίπου το ίδιο χρονικό διάστημα με τον Άγιο Φραγκίσκο, δηλαδή γύρω στο 1216 ή τουλάχιστον λίγες δεκαετίες αργότερα. Πάντως, το γυναικείο μοναστήρι αναφέρεται για πρώτη φορά στα 1318, από τον Φραγκισκανό επίσκοπο της Κάφφα (Caffa) στην Κριμαία, Ιερώνυμο Καταλάνο (Hieronymus Catalano), ο οποίος ζήτησε και έλαβε την άδεια από τον Πάπα Ιωάννη ΚΒ’ (1316 – 1334) να μετακινήσει την αδερφή του Άγκνες Μαλσίντα (Agnes Malsinta) από την Αγία Κλάρα στην γυναικεία μονή του Περπιγκνάν (Perpignan) στην νότια Γαλλία. Πράγματι, ο Πάπας έστειλε μία επιστολή στον τοπικό επίσκοπο δίνοντας του εντολή να υποδεχτεί την Άγκνες και να βοηθήσει στην εγκατάσταση της.

1-O-χάρτης-του-Giovanni-Francesco-Camocio-Πρωτότυπος-τίτλος-Città-di-Negroponte-Χρονολογία-έκδοσης-1574-Συλλογή-Βιβλιοθήκης-Ιδρύματος-Αικατερίνης-Λασκαρίδη

Που βρισκόταν η μονή της Αγίας Κλάρας


Στα 1366 ο αδρός κόμης της Σαβοΐας Αμεντέο ΣΤ’ δώρισε 3 φλορίνια στην αδελφότητα της Αγίας Κλάρας, όπως έκανε και στο κοντινό μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.

Από τις τοπογραφικές ενδείξεις των χαλκογραφιών και από την μαρτυρία του Μαρτόνι, εξάγεται το ασφαλές συμπέρασμα ότι η γυναικεία Φραγκισκανική μονή και βρίσκονταν στην ευρύτερη περιοχή της σημερινής Σουβάλας, καθώς εμφανίζεται σε παραθαλάσσια θέση. Σύμφωνα δε με τα χρονικά της αλώσεως του Negroponte, ο Μωάμεθ Β’ έστησε την σκηνή του στην Αγία Κλάρα που απείχε μισό μίλι (805 μέτρα) από τα τείχη της πόλης. Αν χρησιμοποιήσουμε ως γνώμονα αυτό το αριθμητικό δεδομένο και χαράξουμε μία νοητή γραμμή από το λεγόμενο «Στρογγυλό», όπου αποτελεί την βάση του βορειοανατολικού γωνιακού πύργου του Νεγροπόντε, προς την παραλία της Σουβάλας, τότε περίπου στα 710 μέτρα σε ευθεία συναντάμε την μικρή εκκλησία της Παναγίας της Οδηγήτριας, δίπλα ακριβώς από την ανατολική παραλία του κολπίσκου. Η μέτρηση αυτή προσεγγίζει την προαναφερόμενη απόσταση του μισού μιλίου της Αγίας Κλάρας από τις οχυρώσεις της μεσαιωνικής καστροπολιτείας. Άρα λοιπόν, μπορούμε βάσιμα να υποθέσουμε ότι η γυναικεία Ρωμαιοκαθολική μονή βρίσκονταν σε αυτή ακριβώς την τοποθεσία και ο σύγχρονος ναός της.

Κατά την πολιορκία του Νεγροπόντε, μπροστά από την Αγία Κλάρα, τάχθηκε μία Οθωμανική πυροβολαρχία από πέντε βομβάρδες, που έβαλλαν προς το οχύρωμα του «Ριβελλίνο del Tempio» και στην ομώνυμη πύλη. Μετά την πτώση της πόλης, ο σουλτάνος είχε απαγορέψει στα στρατεύματα του να φυγαδέψουν λαθραία κάποιον από τους Χριστιανούς κατοίκους. Όταν δε αντιλήφθηκε μερικούς από τους στρατιώτες του να πασχίζουν να κρύψουν γύρω στους 400 ανθρώπους, διέταξε να τους μεταφέρουν όλους στον καταυλισμό του, πίσω από την μονή της Αγίας Κλάρας και εκεί σφαγιάστηκαν μέχρις ενός. Στα χρόνια της ζοφερής Τουρκικής κατοχής, το γυναικείο μοναστήρι μάλλον είχε ακριβώς την ίδια θλιβερή τύχη με αυτό του Αγίου Φραγκίσκου, καθώς δεν έχουμε καμία άλλη γραπτή πληροφορία.

Οι Δομινικανοί μοναχοί του Νεγροπόντε


Ένα άλλο θρησκευτικό Τάγμα που διέθετε ένα εκκλησιαστικό οίκο στο Negroponte, ήταν των Δομινικανών μοναχών (Dominican Order ή Ordo Praedicatorum), ιδρυμένο το 1215.

Τα μέλη του υπήρξαν εξαιρετικά δραστήρια στην Λατινοκρατούμενη Ελλάδα, έχοντας δημιουργήσει ένα δικό τους δίκτυο μοναστηριών με απόφαση της Γενικής Συνόδου τους το 1228, υπό μορφή θρησκευτικής περιφέρειας. Σύμφωνα με τις αποχρώσες ενδείξεις, μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης από τον Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγο το 1261, οι μοναχοί του Τάγματος που εκτοπίστηκαν από εκεί κατέληξαν στην πρωτεύουσα της Εύβοιας, όπου ίδρυσαν την μονή του Αγίου Δομίνικου (St Domenego). Σε αυτό συνηγορεί το γεγονός ότι η πρώτη καταγραφή για αυτό παρουσιάζεται το 1262, γνωστοποιώντας πως εκεί ήταν η κατοικία ενός εξόριστου ηγουμένου, του Ελληνικής καταγωγής, Σίμωνα από την Κωνσταντινούπολη. Ίσως μάλιστα, σταδιακά να έγινε η πιο σημαντική μονή του Τάγματος στον Ελληνικό χώρο. Διέθετε μία σπουδαία βιβλιοθήκη και συνεισέφερε στις ακαδημαϊκές ενασχολήσεις των Δομινικανών της Ελλάδας. Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι ένας μοναχός της αδελφότητας, ο μοναχός Αντρέα Ντότο, με την βοήθεια και άλλων συναδέλφων του από το «scriptorium» της μονής[3], μετέφρασε στα Λατινικά το έργο «Θησαυρός Αληθινής Πίστεως (Thesaurus Veritatis Fidei»), το οποίο δημοσιεύτηκε και στάλθηκε στον Πάπα Ιωάννη ΚΒ’, περί την δεκαετία του 1320. Η πρωτότυπη εργασία είχε συγγραφεί στην Ελληνική γλώσσα από τον Μπονακόρσο (Bonaccorso) εκ της Μπολόνια, έναν από τους πρώτους Δομινικανούς μοναχούς και λόγιους της θρησκευτικής περιφέρειας της Ελλάδος.
5-Λεπτομέρεια-από-την-χαλκογραφία-του-Καμότσιο-«Citta-di-Negroponte»

Λεπτομέρεια από την χαλκογραφία του Καμότσιο «Citta di Negroponte», όπου απεικονίζονται συμβατικά οι καθολικοί ναοί των μονών του Άγιου Φραγκίσκου και της Αγίας Κλάρας στα βορειοδυτικά περίχωρα της μεσαιωνικής Χαλκίδας (Borgo). Πηγή: «Χαρακτικά της Εύβοιας. Συλλογή Γιάννη Κ. Καράκωστα, Ε.Ε.Σ., Αθήνα 1999».


Το τέλος της μοναστικής αδελφότητας του Αγίου Δομίνικου στο Negroponte


Στα 1334, η Γενική Σύνοδος του Τάγματος διόρισε τον ηγούμενο της Αγίου Δομίνικου του Νεγροπόντε γενικό τοποτηρητή (Vicar) της περιφέρειας, μέχρι την άφιξη του νεοδιορισμένου περιφερειακού προϊστάμενου Φραγκίσκου ντε Τουσκανέλλα (Francisco de Tuscanella).

Ανάμεσα στις πιο επιφανείς προσωπικότητες που επισκέφτηκαν την μονή, συγκαταλέγεται ο μοναχός Βεντουρίνο Λαουρέντζι (Venturino Laurentzi) από το Μπέργκαμο, ο οποίος συμμετείχε στην Σταυροφορική εκστρατεία και πολιορκία της Τουρκοκρατούμενης Σμύρνης, όπου και απεβίωσε το 1346, καθώς και ο γνωστός μας πιά κόμης της Σαβοΐας Αμεντέο ΣΤ’, που προσέφερε επίσης τρία φλορίνια στην ενοικούσα αδελφότητα το 1366.
Λίγο μετέπειτα, στα 1372, ένα από τα μέλη του μοναστηριού ανήλθε στο εκκλησιαστικό αξίωμα του περιφερειακού προϊστάμενου του Τάγματος στην Ελλάδα, μία τοποθέτηση που αποτελούσε ιδιαίτερη τιμή για τους Δομινικανούς μοναχούς του Νεγροπόντε. Ωστόσο, στα 1468 η Γενική Σύνοδος τιμώρησε με φυλάκιση τον μοναχό Πέτρο, ο οποίος μαζί με κάποιο Τζιάννι Παρούσκο (Gianni Parusco) είχαν συνωμοτήσει και επιτεθεί εναντίον του τότε Δομινικανού περιφερειακού προϊστάμενου της Ελλάδας. Το τέλος της μοναστικής αδελφότητας του Αγίου Δομίνικου στο Negroponte, επήλθε μοιραία με την πτώση της πόλης στα χέρια των Τούρκων το 1470.

Η ακριβής τοποθεσία της μονής υπήρξε από την φύση της προβληματική, καθώς οι ερευνητές στηρίζονταν στις αινιγματικές απεικονίσεις των χαλκογραφιών, όπου ο ναός με την ονομασία «San Domenego» φαίνονταν σε κεντρικό σημείο της καστροπολιτείας. Όμως, ο πρόσφατα εκλιπών καθηγητής Pierre A. MacKay (+15/6/2015) διατύπωσε μία αρκούντως ελκυστική πρόταση. Ο αείμνηστος ακαδημαϊκός υποστήριξε στην μελέτη του «Νέο Φως στο Νεγροπόντε» (βλ. εδώ) πως ο υπόψη μεσαιωνικός ναός ανταποκρίνεται  με την θέση της εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, τόσο χωροταξικά όσο και λόγω της ανεύρεσης κάποιων ανάγλυφων μορφών Δυτικών Αγίων, οι οποίοι φέρονται να σχετίζονται με τους Δομινικανούς μοναχούς. Αναμένοντας λοιπόν, την παράθεση επαρκών αντεπιχειρημάτων οφείλουμε να ασπαστούμε την γνώμη του Pierre A. MacKay.

6-μοναχοί-του-Τάγματος-των-Δομινικανών-και-δεξιά-Φραγκισκανοί-μοναχοί

Οι μυστηριώδεις «Σταυροφόροι» μοναχοί


Ένα από τα λιγότερο γνωστά μοναστικά Τάγματα που εγκαταστάθηκαν στο Νεγροπόντε υπήρξαν οι μυστηριώδεις «Σταυροφόροι» μοναχοί (Crociferi ή Ordo Cruciferorum), οι οποίοι διατηρούσαν ένα ξενώνα στην πόλη, όπως σημειώνει επιγραμματικά ο διαπρεπής Άγγλος ιστορικός William Miller.

Η πρώτη θρησκευτική κοινότητα συστήθηκε στην Ιταλία στα μέσα του 12ου αιώνα και δραστηριοποιήθηκε έντονα στην Βενετία, αποτελώντας τον προάγγελο των «Επαιτικών» Ταγμάτων. Ασχολούνταν κυρίως με την οργάνωση νοσοκομείων και αναλάμβαναν φιλανθρωπικές εργασίες. Στην Εύβοια κατέφτασαν από τα πρώτα χρόνια της Λατινικής κατάκτησης, ίσως λίγο μετά το 1209, και ίδρυσαν ένα εκκλησιαστικό οίκο και νοσοκομείο στο Νεγροπόντε με την επωνυμία «Beata Μaria Cruciferorum». Πάντως, αντίθετα από ότι θα περίμενε κανείς, ο θεμελιώδης κανόνας τους δεν ήταν η περίθαλψη και νοσηλεία των ασθενών, αλλά κυρίως η φιλοξενία φτωχών ανθρώπων και άπορων διερχομένων ταξιδιωτών.

Η πρώτη καταγραφή για τους «Σταυροφόρους» μοναχούς του Νεγροπόντε γίνεται στα 1225, σε μία έδικτο του Πάπα Ονώριου Γ’ (1216 – 1227), με την οποία επικυρώνει σε αυτούς την κατοχή ενός αδιευκρίνιστου χωριού αποκαλούμενο «Grippigadia», την εκκλησία του Αγίου Αγγέλου στην Θεσσαλονίκη και ένα νησί με την ονομασία «Lineio (Ίος;)», προκειμένου να αποκτήσουν επαρκείς χρηματοδοτικές πηγές για να αναγείρουν ένα νοσοκομείο. Ο ευκτήριος οίκος τους μνημονεύεται και σε ένα διάταγμα του επόμενου Ποντίφικα Γρηγορίου Θ’ (1227 – 1241), που εξέδωσε στα 1228 πιστοποιώντας τα ιδρύματα και τα προνόμια του Τάγματος. Έκτοτε δεν γίνεται καμία άλλη αναφορά στις Παπικές βούλες μέχρι τα μέσα του 15ου αιώνα, όταν η Ευβοϊκή «Beata Maria Cruciferorum» εμπλέκεται σε μία αρκετά ενδιαφέρουσα υπόθεση.

Γύρω στο 1440, ο Πάπας Ευγένιος Δ’ (1431 – 1447) ζήτησε από τους ευγενείς άρχοντες του Negroponte να τον βοηθήσουν να επαναφέρει τον οίκο και το ξενώνα – νοσοκομείο των «Σταυροφόρων» μοναχών στην κανονική του λειτουργία. Τα προβλήματα φαίνεται να είχαν αρχίσει πριν από την δική του θητεία, καθώς η επιστολή του παραπέμπει σε μία αντίστοιχη προγενέστερη του Πάπα Μαρτίνου Ε’ (1417 – 1431). Σε αυτή δηλώνει ότι σε κάποιο απροσδιόριστο χρόνο ο διευθυντής του οίκου Βαρθολομαίος, το οποίο κατονομάζονταν ως μονή της «Beata Maria Cruciferorum» και του ξενώνα – νοσοκομείου, που πλέον έφερε την επωνυμία «St Laurence», είχε παραιτηθεί αφήνοντας το ίδρυμα με ελλιπέστατη αδελφότητα και ανενεργή την νοσοκομειακή εγκατάσταση. Καθώς δεν υπήρχαν άλλοι «Σταυροφόροι» μοναχοί στην νήσο, ο γενικός αρχηγός του Τάγματος είχε αναλάβει εκ του μακρόθεν προσωρινά τον έλεγχο του οίκου. Ο ίδιος αλλά και οι ευγενείς του Negroponte θεωρώντας σημαντική την λειτουργία του, παρακάλεσαν τον Πάπα Μαρτίνο να διορίσει ένα Δομινικανό ονομαζόμενο Τζιάννι Μονζόνο (Gianni Monzono) στην θέση του ηγουμένου. Για την δεδομένη στιγμή ήταν η πλέον ενδεδειγμένη επιλογή, επειδή ο Μονζόνο γνώριζε λίγα Ελληνικά, όπως μετά τον διορισμό του αρνήθηκε να διαμείνει στην μονή των «Σταυροφόρων» και λέγεται ότι ζούσε απρεπώς σαν αγύρτης. Έτσι, περί το 1440, οι ευγενείς επανήλθαν με νέο αίτημα τους, αυτή την φορά προς τον Πάπα Ευγένιο ζητώντας την απομάκρυνση του Μονζόνο και την αντικατάσταση του με ένα Φραγκισκανό καθηγητή, τον Βενετσιάνικης καταγωγής Τζιάννι Κορμπόλντο (Gianni Corboldo), ο οποίος θεωρήθηκε ο ιδανικότερος υποψήφιος, αφού είχε μεγαλώσει στο Νεγροπόντε και μιλούσε άπταιστα Ελληνικά και Λατινικά. Ο Ποντίφικας συμφώνησε να μεταθέσει τον τελευταίο στο Τάγμα των «Σταυροφόρων» μοναχών και να τον χρίσει ηγούμενο, με την προϋπόθεση να εγκαταβίωνε μέσα στην μονή, ενώ στην αντίθετη περίπτωση θα επέστρεφε στο Τάγμα των Φραγκισκανών και θα έχανε την θέση του.

Ωστόσο, λίγο αργότερα κατέφθασε στο Νεγροπόντε ένας νεαρός ηλικίας δεκαπέντε ετών με το όνομα Πιέτρο Αντρέα Μοροζίνι (Pietro Andrea Morosini), προερχόμενος από την Βενετία και αυτοσυστήθηκε σαν κληρικός της συνοικίας Castello της Ιταλικής πόλης των καναλιών, διακηρύσσοντας ότι του ανήκε δικαιωματικά ο μοναστικός οίκος και ο ξενώνας – νοσοκομείο. Ο μάλλον αυθαίρετος ισχυρισμός του ήρθε να προστεθεί σε μία περίεργη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί γύρω από την διεύθυνση του συγκεκριμένου οίκου. Ο Μονζόνο λίγο πριν τον θάνατο του είχε καταθέσει έφεση προς τον Πάπα Ευγένιο Δ’ για τους λόγους της αποπομπής του και είχε αθωωθεί. Έτσι, αυτόματα ο διορισμός του υφιστάμενου ηγούμενου Κορμπόλντο καθίστατο παράνομος. Τότε ο Βενετσιάνος Ποντίφικας προχώρησε σε μία εσπευσμένη και απρόσμενη ενέργεια. Στα 1443 ανακάλεσε τον Κορμπόλντο και στην θέση του τοποθέτησε τον συμπατριώτη του νεαρό Μοροζίνι. Τον επόμενο χρόνο ο παραμερισμένος ηγούμενος υπέβαλε σχετική προσφυγή προς την Παπική έδρα και ο Ευγένιος Δ’ ανέθεσε την υπόθεση στον καρδινάλιο Βερνάρδο της Νάρνια (Bernard de Narnia), ο οποίος μερολήπτησε υπέρ του και τον επαναδιόρισε. Ταυτόχρονα, διέταξε τον Μοροζίνι να αποκαταστήσει τα χρηματικά ποσά που είχε δαπανήσει από τις προσόδους της μονής των «Σταυροφόρων» μοναχών του Νεγροπόντε. Αυτή την φορά ήταν η σειρά του Μοροζίνι να προσφύγει στον Πάπα. Η διένεξη έλαβε διαστάσεις, καθώς οι δύο διάδικοι κατηγορούσαν ο ένας τον άλλο ότι είχαν καταχραστεί τα πενιχρά εισοδήματα του μοναστηριακού ιδρύματος, που δεν ξεπερνούσαν τα 90 φλορίνια και πως είχαν πουλήσει ακόμα και τις κλίνες του ξενώνα – νοσοκομείου για δικό τους χρηματικό όφελος. Στα 1445, ο Πάπας Ευγένιος Δ’ εξέδωσε το τελικό του διάταγμα δικαιώνοντας τον Μοροζίνι και αποκαθιστώντας τον στην θέση του ηγουμένου, αναφέροντας ότι ο Κορμπόλντο είχε κερδίσει την προηγούμενη υπόθεση λέγοντας ψέματα. Η απόφαση του στηρίχτηκε αποκλειστικά στο αμφίβολο επιχείρημα ότι ο Μοροζίνι προέρχονταν από εύπορη οικογένεια και δεν είχε ανάγκη να πουλήσει τις κλίνες για μπορέσει να επιβιώσει. Μέσα από αυτό το νοσηρό κλίμα, φανερώνεται ότι ο νεαρός ιερωμένος έχαιρε της εύνοιας του Ποντίφικα, λόγω της αριστοκρατικής καταγωγής του και της Βενετσιάνικης προέλευσης του.

Σύνοψης: τα έξι μοναστικά Ρωμαιοκαθολικά Τάγματα που δραστηριοποιήθηκαν στο Νεγροπόντε


Το μοναστήρι των «Σταυροφόρων» μοναχών του Νεγροπόντε εμφανίζεται χρονικά για τελευταία φορά στα 1460, στην αλληλογραφία του Πάπα Πίου Β’ (1458 – 1464).

Εκείνο το διάστημα φαίνεται πως είχε ανακάμψει, καθώς ζητήθηκε από τον ηγούμενο του να μεσολαβήσει σε μία υπόθεση μεταξύ του Λατίνου Αρχιεπισκόπου των Αθηνών και ορισμένων Ελλήνων μοναχών, οι οποίοι τον κατηγορούσαν ότι είχε καταπατήσει τις μονές τους. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην Παπική επιστολή καταγράφεται με την επωνυμία «Beata Μaria Cruciferorum di Ordo Hospitalis Johannis Hierosolyminati». Αυτή η επέκταση της ονομασίας υποδηλώνει ύστερα από την φιλονικία του Κορμπόλντο και του Μοροζίνι, η κατάσταση του εκκλησιαστικού ιδρύματος δεν βελτιώθηκε και αφού δεν υπήρχαν άλλοι «Σταυροφόροι» μοναχοί στο Negroponte, αποδόθηκε στο μοναστικό ιπποτικό Τάγμα του Αγίου Ιωάννη. Στα χέρια των δραστήριων Ιωαννιτών ιπποτών η μονή κατέστη και πάλι ενεργή και μάλλον αρκετά πλούσια. Ωστόσο, η παρουσία του υπόψη στρατιωτικού Τάγματος στο Νεγροπόντε έμελλε να είναι πολύ σύντομη και χάθηκε μέσα στην Τουρκική λαίλαπα το 1470. Δυστυχώς, η τοποθεσία της μονής «Beata Μaria Cruciferorum» είναι παντελώς αδύνατον να προσδιοριστεί στον πολεοδομικό ιστό της σύγχρονης πόλης της Χαλκίδας, καθώς δεν παρέχεται καμία απολύτως τοπογραφική πληροφορία στις εικονογραφήσεις και στις γραπτές πηγές.

Από τα πρώτα χρόνια της Λατινικής κατάκτησης εγκαταστάθηκε στο Νεγροπόντε μία ομάδα μοναχών προερχόμενων από την Παλαιστίνη, που αποκαλούνταν «Αδερφοί του Ναού (Fratelli del Tempio)», ένα παρακλάδι του θρησκευτικού Τάγματος των λεγόμενων «Κανονίτων (Canons Regular)». Σε μία επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ’ προς τον ηγούμενο της συγκεκριμένης αδελφότητας το 1209, μεταξύ άλλων εκκλησιαστικών ιδρυμάτων στον Ελλαδικό χώρο, αναφέρεται ότι κατείχαν την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Negroponte. Ωστόσο, η δραστηριότητα και η διάρκεια της παρουσίας των «Αδερφών του Ναού» στην πόλη του Ευρίπου, εξακολουθεί να παραμένει μία σκοτεινή σελίδα. Ποιος ήταν αυτός ο μεσαιωνικός ναός του Αγίου Νικολάου; Μήπως βρίσκονταν στην θέση του σημερινού ομώνυμου ναού, έξω από τα τείχη της καστροπολιτείας, ο οποίος ενδεχομένως διατηρεί την διαχρονική συνέχεια της ονομασίας του; Το πιο πιθανό είναι να βρίσκονταν εντός των τειχών και ειδικότερα στην βορειοανατολική γωνία της μεσαιωνικής πόλης, εκεί όπου ανοίγονταν η πύλη «del Tempio», η οποία έλαβε το όνομα της από την προσωνυμία της αδελφότητας. Άλλωστε η εξήγηση αυτή είναι λίαν συμβατή με τα κείμενα των χρονικογράφων της άλωσης και τα αντίστοιχα επιγραφικά δεδομένα των χαλκογραφιών.

Συνοψίζοντας λοιπόν, τα μοναστικά Ρωμαιοκαθολικά Τάγματα που δραστηριοποιήθηκαν στο Νεγροπόντε είναι έξι. Οι Φραγκισκανοί μοναχοί και ο γυναικείος κλάδος τους, οι «Φτωχές Κλάρες», οι Δομινικανοί, οι Σταυροφόροι» μοναχοί, οι Ιωαννίτες ιππότες και οι «Αδελφοί του Ναού». Σίγουρα, η παρουσία τους είχε μεγάλη απήχηση στους κατοίκους της περιοχής στα χρόνια του θρησκόληπτου μεσαίωνα και επηρέαζαν τα κοινωνικά δρώμενα εξυπηρετώντας τους σκοπούς των Λατίνων κατακτητών της Εύβοιας, με τον θρησκευτικό προσηλυτισμό του γηγενούς πληθυσμού. Η δε ανάμνηση τους διατηρείται ζωντανή μέσα από τις απεικονίσεις των μεσαιωνικών εκκλησιών του Αγίου Φραγκίσκου, της Αγίας Κλάρας και του Αγίου Δομίνικου στις παλαιές χαλκογραφίες της μεσαιωνικής πόλης, αποτελώντας ένα αναπόσπαστο κεφάλαιο στην ιστορία της.Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204 – 1566)», Ουίλλιαμ Μίλλερ.
Παραπομπές

[1] Ραβέννικα: Μεσαιωνική πόλη που βρίσκονταν χτισμένη στην κοιλάδα του ποταμού Σπερχειού, κοντά στην Λαμία, πλην όμως η ακριβής θέση της παραμένει περιέργως αταύτιστη. Το 1204 με την συνθήκη διανομής η πόλη υπήχθη στον βασιλιά της Θεσσαλονίκης, Βονιφάτιο Μομφερατικό και έπειτα αποδόθηκε από αυτόν στο μοναστικό Τάγμα των Ναϊτών ιπποτών. Σύμφωνα με τον Παπαρρηγόπουλο, η Ραβένικα βρίσκονταν σε μία κοιλάδα περί τις Θερμοπύλες. Κατά την δεύτερη σύνοδο της Ραβέννικα ρυθμίστηκαν τα εκκλησιαστικά ζητήματα των Λατινικών ηγεμονιών της Ελλάδας.

[2] Ο κόμης Αμαντέο τέθηκε επικεφαλής μιάς Σταυροφορικής εκστρατείας στα 1366 – 1367 για βοηθήσει τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ιωάννη Ε’ Παλαιολόγο (1332 – 1391) στον αγώνα του εναντίον των Τούρκων.

[3] Το «scriptorium» ήταν το μοναστηριακό συγγραφικό εργαστήριο, όπου οι μοναχοί – γραφείς συνέτασσαν, αντέγραφαν και εικονογραφούσαν εκκλησιαστικά χειρόγραφα.

8-Λεπτομέρεια-από-τον-χάρτη-του-Simon-Pinargenti-του-1573-«Cita-di-Negroponte»

Λεπτομέρεια από τον χάρτη του Simon Pinargenti του 1573 «Cita di Negroponte», όπου απεικονίζεται συμβατικά ο καθολικός ναός του Αγίου Δομίνικου σε μικρή απόσταση από τα δυτικά θαλάσσια τείχη της μεσαιωνικής πόλης

https://square.gr/romaiokatholika-monastika-tagmata-sto-negroponte/11066

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου