Η επίσκεψη του Πάπα Φραγκίσκου στη Λέσβο με την ιδιότητα του αρχηγού κράτους, κατόπιν πρόσκλησης του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλου, αποτελεί αφορμή για να γίνει μια αναφορά στην ιστορία και υπόσταση του Βατικανού, τη σχέση αλλά και τη και διαφορά του με την Αγία Έδρα, καθώς και την διπλωματική οργάνωση του.
Η ιστορία και η κρατική υπόσταση του Βατικανού
Η ιστορία και η κρατική υπόσταση του Βατικανού
Το Βατικανό είναι ανεξάρτητο κράτος, και αποτελεί συνέχεια του παπικού κράτους του Μεσαίωνα. Ιδρύθηκε στις 11 Φεβρουαρίου 1929 με τη Συνθήκη του Λατερανού. Αποτελεί το μικρότερο ανεξάρτητο κράτος της υφηλίου, ως προς την έκταση του ή οποία ανέρχεται σε 0,44 τ.χλμ., ο δε πληθυσμός του είναι λιγότερος από 1000 άτομα.
Το Παπικό ή Ποντιφικό κράτος, ιδρυθέν ως «κοσμική» κυριαρχία των Παπών, με κέντρο και πρωτεύουσα τη Ρώμη, υπήρξε κράτος της κεντρικής Ιταλίας, έχοντας δημιουργηθεί μέσα στον 8ο αιώνα, αν και δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί με απόλυτη ιστορική ακρίβεια η απαρχή του.
Η κοσμική εξουσία των Παπών οφείλεται κυρίως στην πρωτεύουσα θέση που κατέλαβαν με τον καιρό στη Δυτική Εκκλησία. Στην αρχή ο τίτλος του Πάπα δεν παρείχε κανένα πρωτείο. Λόγω όμως του γεγονότος ότι η Ρώμη ήταν πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας, ο εδρεύων σ΄ αυτήν επίσκοπος προσλάμβανε αυτοδίκαια πρωτεύουσα θέση μεταξύ των άλλων επισκόπων. Το πρωτείο αυτό ενισχύθηκε και από την παράδοση ότι οι Πάπες ήταν διάδοχοι του Αποστόλου Πέτρου, που ο θρύλος ήθελε να έχει μεταβεί στη Ρώμη και να έχει μαρτυρήσει εκεί.
Οι Πάπες στον κοσμικό ρόλο τους κυβέρνησαν ένα μέρος της ιταλικής χερσονήσου για περισσότερο από χίλια έτη μέχρι και το μέσο του 19ου αιώνα, όταν προσαρτήθηκαν τα περισσότερα από τα παπικά εδάφη στο νέο ενωμένο βασίλειο της Ιταλίας. Το 1870, τα εδάφη του Πάπα μειώθηκαν περαιτέρω όταν ενσωματώθηκε στο ιταλικό κράτος και η Ρώμη. Ακολούθησε ο λεγόμενος «Νόμος των Εγγυήσεων», τον Μάιο του 1871, των ενοποιηθέντων κρατών της ιταλικής χερσονήσου που αναγνώριζε την κυριότητα της Καθολικής Εκκλησίας στην εδαφική περιοχή του Βατικανού. Όμως, ο νόμος όμως αυτός δεν ικανοποίησε την Εκκλησία και ο Πάπας Πίος ο 9ος έθεσε τον εαυτό του υπό διωγμό.
Οι διαφωνίες, από τη μια, μεταξύ του ίδιου και των τεσσάρων Παπών που ακολούθησαν και, από την άλλη, του νεοπαγούς ιταλικού κράτους, επιλύθηκαν το 1929 με τις τρεις Λατερανές Συνθήκες. Με τις Συνθήκες εκείνες που συνήφθησαν μεταξύ του Πάπα Πίου του 11ου και του καθεστώτος Μουσολίνι, ιδρύθηκε το μικροσκοπικό ανεξάρτητο κράτος με το όνομα «Κράτος της πόλεως του Βατικανού» και χορηγήθηκε επίσημα στον ρωμαιοκαθολικισμό μια ειδική θέση στην Ιταλία. Το ιταλικό κράτος κατέβαλε στο Βατικανό 750.000.000 ιταλ. λίρες σε μετρητά και ένα δις. ιταλ. λίρες σε δάνειο ως αποζημίωση για την κατάληψη των εδαφών του Ποντιφικού κράτους και παράλληλα ο Πάπας ανεγνώρισε το Βασίλειο της Ιταλίας, με την Ρώμη πρωτεύουσα αυτού, παραιτούμενος του λοιπού επί παντός δικαιώματος και διεκδίκησης των άλλοτε ποντιφικών εδαφών. Πενήντα πέντε χρόνια μετά, το 1984 , ένα κονκορδάτο (θρησκευτική συνθήκη) μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Ιταλίας τροποποίησε ορισμένες από τις προηγούμενες διατάξεις των Συνθηκών, συμπεριλαμβανομένης της πρωτοκαθεδρίας του ρωμαιοκαθολικισμού ως ιταλικής κρατικής θρησκείας. Να σημειωθεί ότι την εποχή εκείνη Πάπας ήταν ο Ιωάννης Παύλος ο 2ος και πρωθυπουργός της Ιταλίας, επικεφαλής κυβέρνησης συνεργασίας, ήταν ο σοσιαλιστής Μπετίνο Κράξι.
Η διαφορά από την Αγία Έδρα
Στο Βατικανό εδρεύει η Αγία Έδρα, που αποτελεί το πνευματικό και διοικητικό κέντρο της Καθολικής Εκκλησίας. Να σημειωθεί ότι η η Αγία Έδρα αναφέρεται συχνά –λανθασμένα- ως «το Βατικανό», καθώς δεν αποτελεί ίδια οντότητα με το Κράτος της Πόλης του Βατικανού. Αυτό, όπως προαναφέρεται, υφίσταται μόλις από το 1929, ενώ η Αγία Έδρα, ανάγεται στις πρώτες Χριστιανικές εποχές, ως επισκοπική δικαιοδοσία της Καθολικής Εκκλησίας. Το δε πρωτείο της Ρώμης καθιστά τον επίσκοπο της, δηλαδή τον Πάπα, παγκόσμιο ηγέτη της εκκλησίας.
Η επισκοπική έδρα της Ρώμης έχει αναγνωριστεί ως κυρίαρχη οντότητα από την μεσαιωνική περίοδο. Όμως και στους νεώτερους χρόνους, η Αγία Έδρα συνέχισε να αναγνωρίζεται στην κρατική πρακτική και στα γραπτά των νομικών μελετητών, ως υποκείμενο του δημόσιου διεθνούς δικαίου, με δικαιώματα και καθήκοντα ανάλογα εκείνων των κυρίαρχων κρατών. Αν και η Αγία Έδρα, ως διακριτή από το Κράτος της Πόλης του Βατικανού, δεν διαθέτει –ή εκπληρώνει μόνον οριακά- τα βασικά κριτήρια κρατικής υπόστασης που θέτει το διεθνές δίκαιο (να υπάρχει μόνιμος πληθυσμός, ορισμένο έδαφος, σταθερή κυβέρνηση και η δυνατότητα σύναψης ολοκληρωμένων πολιτικοοικονομικών σχέσεων με άλλα κράτη) η κατοχή πλήρους νομικής προσωπικότητας φαίνεται από το γεγονός ότι διατηρεί διπλωματικές σχέσεις με περίπου 180 χώρες και ότι είναι κράτος-μέλος σε διάφορες διακυβερνητικές διεθνείς οργανώσεις.
Η διπλωματία
Διπλωματικά, η Αγία Έδρα δρα και ομιλεί για το σύνολο της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Και όπως προαναφέρεται, αυτή αναγνωρίζεται από άλλα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου ως κυρίαρχη οντότητα, με επικεφαλής τον Πάπα, με την οποία μπορούν να διατηρούνται διπλωματικές σχέσεις.
Η Αγία έδρα διατηρεί επίσημες διπλωματικές σχέσεις με 180 κυρίαρχα κράτη και επίσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση και σειρά διεθνών οργανισμών.
Επομένως, οι πρεσβευτές άλλων χωρών διαπιστεύονται επίσημα όχι στο Κράτος της Πόλης του Βατικανού αλλά στην «Αγία Έδρα», και οι παπικοί αντιπρόσωποι σε κράτη και διεθνείς οργανισμούς αναγνωρίζονται ως αντιπρόσωποι της Αγίας Έδρας και όχι του Κράτους της Πόλης του Βατικανού. Εξήντα εννέα από τις χώρες που έχουν σχέσεις με την Αγία Έδρα διαθέτουν διπλωματικές αποστολές σ’ αυτήν, στη Ρώμη.
Η επιρροή της Αγίας Έδρας σε θέματα εξωτερικής πολιτικής – όπως και πολλών Παπών – υπήρξε διαχρονικά σημαντική. Η δε Καθολική Εκκλησία, ως ένα παγκόσμιο σώμα με περίπου 1,2 δις μέλη, διαθέτει τελικά την παλαιότερη διπλωματική υπηρεσία στον κόσμο, η οποία συνεργάζεται και με ένα τεράστιο δίκτυο οργανώσεων ανθρωπιστικής βοήθειας. Έτσι, η ηγεσία της Καθολικής Εκκλησίας, αναμφισβήτητα, είναι σε θέση να διαμορφώσει και να πλαισιώσει μια εξωτερική πολιτική με έναν τρόπο που λίγοι άλλοι κοσμικοί θεσμοί μπορούν. Επικεφαλής αυτής της δραστηριότητας βρίσκεται κάθε φορά ένας αρχιεπίσκοπος, γραμματέας του κράτους, υπεύθυνος του τομέα των σχέσεων με τα κράτη (που ενεργεί ως υπουργός εξωτερικών της Αγίας Έδρας), και ο οποίος συνεργάζεται με τον Καρδινάλιο Γραμματέα του Κράτους, (το αντίστοιχο του πρωθυπουργού στην Αγία Έδρα) και φυσικά τον ίδιο τον Πάπα.
Μεγάλο μέρος της διπλωματίας της Αγίας Έδρας γίνεται μέσω των επισήμων ταξιδιών που διενεργούν οι Πάπες σε επιλεγμένες περιοχές του πλανήτη και τα οποία είναι συχνά. Ο Πάπας Φραγκίσκος μόνον μέσα στο 2015 έκανε 5 τέτοια μεγάλα ταξίδια που κάλυψαν σειρά από χώρες στην αμερικανική ήπειρο, την Ασία και την Ευρώπη. Φέτος έχει προηγηθεί, το Φεβρουάριο ένα μεγάλο ταξίδι στο Μεξικό.
Έχει δε πρόσθετο ενδιαφέρον ότι κατά τη διάρκεια των μετακινήσεων του Ποντίφικα γι’ αυτό το ταξίδι κανονίστηκε στις 12 Φεβρουαρίου συνάντηση του με τον Πατριάρχη της Μόσχας Αλέξιο, στο αεροδρόμιο της Αβάνας στην Κούβα! Επρόκειτο για μια ενδιάμεση στάση σε ταξίδι που πραγματοποιούσε και ο Αλέξιος στη Λ.Αμερική! Κατά τη διάρκεια αυτής της συνάντησης, που ήταν η πρώτη Πάπα με Ρώσο πατριάρχη μετά το Μεγάλο Σχίσμα του 1054, διεξήχθησαν δίωρες συνομιλίες και υπεγράφη κοινή δήλωση.
Επίσης, πριν ένα περίπου χρόνο, ανήμερα του Πάσχα των Ορθοδόξων, σε μια άλλη έκφανση της παπικής διπλωματίας, είχε επιφέρει ρήξη μεταξύ της Αγίας Έδρας και της Τουρκίας η πρώτη δημόσια αναφορά προκαθημένου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας στην γενοκτονία των Αρμενίων…
Του Πολυδεύκη Παπαδόπουλου
Ert.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου