Παρασκευή 26 Μαΐου 2017

Το γκράφιτι φεύγει από τους δρόμους και μπαίνει στα μουσεία

18221552_1308930409176749_5879236027333730405_n

Από αυτόν τον μήνα και μέχρι τον Οκτώβριο, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Macro της Ρώμης ανοίγει τις πόρτες του... στον δρόμο, με την έκθεση Cross the Streets, η οποία επιχειρεί να τοποθετήσει στις ιστορικές του διαστάσεις το φαινόμενο γκράφιτι

Ισιδώρα Παπαδρακάκη

Για πρώτη φορά στη Ρώμη, μια υποκουλτούρα εισέρχεται στον μουσειακό χώρο. Πιο συγκεκριμένα, θα την χαρακτήριζα εναλλακτική παρά «υπό», διότι ζούμε σε μια εποχή όπου το όνομα Banksy -ο γνωστός άγνωστος βρετανός καλλιτέχνης του δρόμου- είναι πλέον γνωστό τοις πάσι, και οι τιμές του -το έργο Keep It Spotless έφτασε τα δύο εκατομμύρια δολάρια σε δημοπρασία- σχεδόν εκμηδενίζουν τον πρωταρχικό σκοπό του γκράφιτι, δηλαδή την υπονόμευση του κατεστημένου. Ο ίδιος ο Banksy, ο οποίος στο παρελθόν έχει σπονσοράρει εκθέσεις του ώστε να μην υπάρχει εισιτήριο, έχει δηλώσει με χαρακτηριστική ειρωνεία «Δεν νομίζω ότι οφείλει κανείς να ξοδεύει λεφτά για να δει γκράφιτι, παρά μόνο για να τα ξεφορτωθεί».

Ο επιμελητής της έκθεσης Paolo von Vacano υποστηρίζει στον κατάλογο ότι «Η επανάσταση ξεκινά όταν ο δρόμος εισβάλλει στο μουσείο, όταν το μουσείο μεταμορφώνεται σε δρόμο – εκείνοι που επιζούν του πεζοδρομίου, κυριαρχούν στον κόσμο». Υπερβολή; Ίσως, δεδομένου ότι το κοινό των μουσείων είναι ως επί το πλείστον προνομιούχο, καλλιεργημένο, «συστημικό». Παρ’ όλα αυτά όμως, παραμένει ο μόνος χώρος ο οποίος μπορεί να φιλοξενήσει μια συνολική ματιά στο γκράφιτι, όχι μόνο ως φαινόμενο καλλιτεχνικό αλλά ως κοινωνικό, ιστορικό και πολιτικό -ή υπερπολιτικό- κίνημα με αναμφισβήτητη επιρροή στην καθημερινότητα και την οπτική μας κουλτούρα.

Να μην ξεχνάμε ότι το είδος γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη ως μέσο εδαφικής οριοθέτησης συμμοριών, των λεγόμενων «taggers», την δεκαετία του ᾽70, οπότε κι ο Νόρμαν Μέιλερ πρωτοχρησιμοποίησε σε σύγχρονο πλαίσιο τον -ιταλικής προέλευσης, από το «graffiato» (γρατζουνισμένο)- όρο γκράφιτι. Η σχέση με τους πρωτεργάτες της μουσικής χιπ χοπ, ή το σκειτμπόρντιγκ, του προσδίδει μια γοητεία αντιστασιακή, αναρχική, αντικαταναλωτική, με έντονο συλλογικό χαρακτήρα, χωρίς όρια και ταμπέλες.

Αλλωστε, αν κοιτάξουμε την ιστορία της Τέχνης, τα όρια μεταξύ υψηλής και χαμηλής τέχνης πάντοτε ήταν κόκκινο πανί για την πρωτοπορία, από τα επαναστατικά για την εποχή τους έργα των Γάλλων ιμπρεσιονιστών (έναντι του ακαδημαϊκού ρεαλισμού), μέχρι αυτά του κυβισμού (έναντι της παραστατικής ζωγραφικής), για να αποθεωθεί η κατάργηση κάθε συνόρου με την ανατρεπτική, κωμική εισβολή της ποπ αρτ στο κατεστημένο της αμερικανικής τέχνης, κοντά πενήντα χρόνια πριν. Εξ ου και στην προκειμένη έκθεση περιλαμβάνονται φωτογραφίες, φιλμ, υπερρεαλιστικές εκφάνσεις της ποπ, όλες οι μορφές δηλαδή αστικής έκφρασης με αντίκτυπο στη συλλογική μας φαντασία.

Μπαίνοντας στο χώρο -ιδιαίτερα συμβατού νοηματικά, δεδομένου ότι το Macro ήταν πρώην εργοστάσιο της μπύρας Peroni– συνειδητοποιεί κανείς ότι το μουσείο τελεί υπό κατάληψη: όλες οι αίθουσες είναι πλήρεις γκράφιτι ή καμβάδων όπου οι καλλιτέχνες έχουν μεταφέρει το έργο τους, αφαιρώντας, είναι αλήθεια, τη «βρώμικη», σκληρή αφή του. Η κλίμακα δεν απογοητεύει όμως, με τεράστιους τοίχους μεταμορφωμένους σε σύνθημα, από τον Ιταλό Brus, σε oλόγραφη μεμβράνη στένσιλ, από τον Γερμανό Daim, σε προσωπογραφίες αγνώστων -μα και κάπως οικείων- ατόμων, από την εξαιρετική Aμερικανίδα Swoon. Ταπεινά αντικείμενα δρόμου, όπως πινακίδες σήμανσης, εκτίθενται πλάι στις σκαλωσιές που χρησιμοποιήθηκαν για τη δημιουργία πολλών από τα έργα. Γνώριμες, τετριμμένες εικόνες, μας θυμίζουν πως η τέχνη της τοιχογραφίας ανέκαθεν εξέφραζε μια ζωτική ανθρώπινη ανάγκη.

Για την ακρίβεια, από αρχαιότατα χρόνια, ασκούσαμε το δικαίωμα να εκφραζόμαστε πάνω σε τοίχους σπηλαίων, αργότερα, να σκαλίζουμε ονόματα πάνω σε ιερά μάρμαρα, να απεικονίζουμε παραβατικές, απαγορευμένες εικόνες ελεύθερα, με ανωνυμία. Αυτή η ανάγκη για επικοινωνία πέρα από κοινωνικές νόρμες, δίνει στα γκράφιτι τη μεγαλύτερη δύναμη: o λόγος αποζητά απεγνωσμένα την αναγνώριση, την ταύτιση, το ξάφνιασμα.

Γι’ αυτό η ενότητα η σχετική με την ιστορία των γκράφιτι στην Ιταλία είναι και η πιο ενδιαφέρουσα. Εδώ ήταν που το 1979 η γκαλερί Medusa τόλμησε να παρουσιάσει την πρώτη σχετική έκθεση εκτός Αμερικής, τοποθετώντας την πόλη στο προσκήνιο του κινήματος και ανάγοντάς την σε «πρωτεύουσα του συνθήματος». Βλέπουμε σπάνια, χαμένα επί τεσσαρακονταετίας, έργα των αμερικανών βετεράνων Lee Quinones και Fab 5 Freddy, που ανοίγουν παράθυρο στην τότε επικαιρότητα (όχι τόσο διαφορετικής από το σήμερα), καθώς και ένα αφιέρωμα στα καλυμμένα από σπρέι τρένα της Ρώμης, μοναδικής πόλης στον κόσμο όπου δεν σβήνονται τα γκράφιτι, αλλά διατηρούνται για είκοσι, τριάντα χρόνια ως μαρτυρία εποχής.

Η πρόσφατη αναστήλωση του Κολοσσαίου αποκάλυψε μυριάδες αρχαίες επιγραφές του γνωστού τύπου «Ημουν κι εγώ εδώ»! Αν πάτε μια βόλτα προς τις γειτονιές Οstiense ή Τiburtina θ᾽ ανακαλύψετε την άλλη πλευρά της πόλης, πέρα από τις αναστηλωμένες αρχαιότητες και τα palazza: κάτω από γέφυρες, πάνω σε άχρωμες πολυκατοικίες, η Ρώμη ξεδιπλώνει μια διαφορετική ομορφιά με τα γκράφιτί της. Δεν είναι τυχαίο πως εδώ δραστηριοποιείται μια κολεκτίβα νέων ποιητών, οι δημοφιλείς στα σόσιαλ μίντια «Poeti der Trullo» , που γράφουν στίχους σε τοίχους υποβαθμισμένων συνοικιών.

Τo γκράφιτι, όσο ωμό και να᾽ ναι, στην πόλη αυτή εμπεριέχει ποίηση.

Η έκθεση λοιπόν μας ταξιδεύει στο χρωματισμένο, αλλά και σκοτεινό, σύμπαν γνώριμων μορφών, όπως ο Keith Haring (τα προκλητικά, το 1984, έργα του στο Palazzo delle Esposizione σβήστηκαν για πολιτικούς λόγους), ή ο Shephard Fairey (δημιουργός του εικονικού πόστερ Hope του Ομπάμα), αλλά και αγνώστων, όπως ο WK Interact, που στήνει μια δεκατετράμετρη μεταφουτουριστική εγκατάσταση, ή ο Invader, που «κατέλαβε» την πόλη το 2010, και που εδώ παρουσιάζει τα μεγάλα του, εμπνευσμένα από video games, μωσαϊκά. Ανάμεσά τους, έργα του Chaz Bojorquez -πρωτοπόρου της καλλιγραφικής απεικόνισης και του τατουάζ-, του Diamond, διάσημου για το Αρ Νουβό στυλ του, και της εμπνευσμένης από τα Anime, Koralie.

Μήπως όμως όλη αυτή η δημιουργία κατά παραγγελία αποδυναμώνει το μήνυμα; Σίγουρα, έπειτα από λίγο νιώθεις πως έχει εξαντληθεί το νόημα, πως όλα μοιάζουν ίδια, και είναι γεγονός ότι αν αφαιρεθεί το αστικό περιβάλλον, χάνεται κι η απροσδόκητη, επιδιωκόμενη αίσθηση γροθιάς στο στομάχι. Η μουσειοποίηση του γκράφιτι πάει κόντρα στη νεανική, ως επί το πλείστον, ανάγκη για έκφραση εκτός συστήματος. Το πρόβλημα είναι γνώριμο: όποτε η αβανγκάρντ γινόταν αγαπημένο παιδί των ελίτ, έχανε και την απαξιωτική της υπόσταση. Σε μια εποχή όπου το αντεργκράουντ έχει εισβάλει στη διαφήμιση, στη μόδα, στον κινηματογράφο και στην μουσική βιομηχανία, φαίνεται πως πριν ακόμα προλάβει να σοκάρει, έχει αφομοιωθεί από τα πλήθη.

Επειδή όμως κανείς και τίποτα δεν ξεφεύγει της παγκοσμιοποίησης, γι’ αυτό είναι σημαντικό να προβάλλεται, όπως στο Macro, η πηγαία ιδιαιτερότητα της ανεξάρτητης σκηνής. Οχι για να ειπωθεί κάτι νέο, αλλά για να προβληματιστούμε λίγο για τη σημασία αυτών που βλέπουμε και προσπερνάμε καθημερινά ως βανδαλιστικές μουτζούρες. Ειδικά στην Ελλάδα, εν μέσω κρίσης, ανθίζουν τα ευφυή γκράφιτι, προκαλώντας με εναλλακτικό τρόπο τη ματιά μας. Είναι θέμα οπτικής το αν θα τα αφομοιώσουμε ως τέχνη, ή όχι, αλλά δεν παύουν να καταφέρνουν, για να παραφράσουμε τον συγγραφέα της Μπελ Επόκ Robert Musil, «στρώμα με στρώμα, ν᾽ απογυμνώνουν τη ζωή».

Δείτε όλες τις εικόνες εδώ:
http://www.protagon.gr/epikairotita/44341416352-44341416352

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου