"Bacciamo le mani" (φιλάμε τα χέρια) είναι μια έκφραση δεκαετιών που αφορά το πατροπαράδοτο χειροφίλημα των μαφιόζων στο "νονό", μια κίνηση που υποδηλώνει σεβασμό και παντοτινή υποταγή.
Δέκα λεπτά πριν το ρολόι της Piazza Settangeli χτυπήσει οκτώ φορές, δυο cross μοτοσικλέτες μπήκαν με ασυνήθιστα μεγάλη ταχύτητα στη via D'Ossuna, στη συνοικία της Zisa στο Palermo. Δυο πυροβολισμοί που «ακούστηκαν σαν στρακαστρούκες» όπως είπαν οι περίοικοι και ένας ηλικιωμένος ποδηλατιστής αιμόφυρτος στην άσφαλτο. Ο νεκρός είναι ο 67χρονος Giuseppe Dainotti, Boss της Cosa Nostra.
Το συμβάν αντιμετωπίζεται από την τοπική κοινωνία σαν μέρος της καθημερινότητας, η Σικελία έχει μάθει να ζει με ξεκαθαρίσματα λογαριασμών, πυροβολισμούς, μαχαιρώματα και μαυροντυμένες χήρες. Η Σικελία γνωρίζει καλύτερα απ’ όλους πως είναι να ζεις με τη μαφία, με το «δικό μας πράγμα», την Cosa Nostra, έναν όρο αδόκιμο και άγνωστο μέχρι το 1984 όταν ο Tommaso Buscetta τον πρωτοχρησιμοποίησε στην ανάκρισή του από τον εμβληματικό Ανώτατο Δικαστικό Giovanni Falcone.
Το πρώτο επίσημο έγγραφο που παραπέμπει σε «συμμορίες του εγκλήματος» για να περιγράψει τις αδελφότητες που εμπλέκονται σε εγκληματικές δραστηριότητες χρονολογείται από το μακρινό 1837. Τότε κανείς δεν είχε δώσει σημασία, μέχρι που το 1863 το λαϊκό δράμα “I mafiusi di la Vicaria” του Giuseppe Rizzotto το έκανε... viral για να περιγράψει τη διάρθρωση των «ενδιάμεσων» μεταξύ της φεουδαρχίας και των αγροτών σε καιρούς που το χρήμα προέκυπτε κυρίως από τη γεωργική παραγωγή.
Έτσι οργανώθηκε μια τάξη χωρισμένη σε «αδελφότητες» που εκτελούσε καθήκοντα επιβολής, προστασίας και παρακολούθησης και έλαβε κατά τόπους ονομασίες: ’Ndrangheta στην Καλαβρία, Camorra στη Νάπολη, Sacra Corona Unita στην Απουλία, Cosa Nostra στη Σικελία.
H Cosa Nostra θεμελιώνεται σε ένα κυψελωτό σύστημα σχέσεων που βασίζεται στον εκφοβισμό και τη βία που ασκείται από τους «μύστες» της και επαναπροσδιόρισε το κατά συρροή έγκλημα και κυρίως τις μαφιόζικες μεθόδους στις ανθρωποκτονίες.
Η δολοφονία αυξάνει το «κύρος» του μέλους, εκεί αποδεικνύεται η αξία του «μύστη» και τίθενται οι προϋποθέσεις αναρρίχησής του στη σκάλα της ιεραρχίας και δευτερευόντως η εδαφική κυριαρχία και ο έλεγχος της περιοχής που δραστηριοποιείται η «οικογένεια». Κατ’ αυτόν τον τρόπο προέκυψαν άλλωστε και τα ονόματα-τοπωνύμια (όρα Corleone, Trapani κλπ) που εν τέλει λογοδοτούσαν στην «πρωτεύουσα» της cosa nostra, το Palermo, τη μοναδική πόλη με πολλές φαμίλιες διαχωρισμένες σε χωρία: Brancaccio, Porta Nuova, corso dei Mille, Mondello, κάθε οικογένεια δομημένη βάσει ενός μεταβλητού αριθμού «ανδρών τιμής», οργανωμένων με ιεραρχικά κριτήρια.
Οι απλοί στρατιώτες, οι «ομαδάρχες» (συνήθως αρχηγοί υποομάδων των 10-12 ατόμων), οι σύμβουλοι (consiglieri), οι υπαρχηγοί, οι αρχηγοί της γειτονιάς, του χωριού, της περιοχής, ο επαρχιακός εκπρόσωπος, ο περιφερειακός «αντιπρόσωπος», ο αρχισύμβουλος (consigliere del capo) και στο τέλος ο capo, ο αρχηγός ή boss.
Το σύστημα είναι όσο απλό φαίνεται, πρόκειται επί της ουσίας για μια πυραμίδα που στη βάση της έχει τους αναλώσιμους και όσο ανεβαίνει τα «δυνατά χαρτιά», μέχρι τον συνήθως σεβάσμιο και υπερήλικα αρχηγό.
O boss με τη σειρά του συμμετέχει στο υψίστης τιμής συμβούλιο των ομολόγων του από όλες τις περιοχές/νομούς όπου λαμβάνει χώρα η υλοποίηση των μεγάλων εγκλημάτων, οι ειδικοί και επικίνδυνοι εκβιασμοί, οι ληστείες μετά φόνου (που εκτελούνται ως έσχατη λύση εάν τα προηγούμενα «μέτρα» δεν έχουν αποδώσει) και χαράσσεται η πολιτική της οργάνωσης.
Δεν υπάρχει σημαντική απόφαση χωρίς προέγκριση από το συγκεκριμένο άτυπο συμβούλιο των boss και όποιος παραβαίνει τους όρους εκτελείται. Τόσο απλά. Η δομή και τα στάδια είναι συγκεκριμένα, μοιάζουν με πολλούς ομόκεντρους κύκλους οι οποίοι καταλήγουν στο εν λόγω στρογγυλό τραπέζι του συμβουλίου των αρχηγών.
Υπάρχουν οι «θυγατρικές», ο εσωτερικός πυρήνας δηλαδή του άτυπου «ενδοεταιρικού» συστήματος, οι πάντοτε υπερχρήσιμοι «εξωτερικοί συνεργάτες» που είναι «φίλοι» δικηγόροι, πολιτικοί, δημόσιοι λειτουργοί, άνθρωποι σε καίριες θέσεις, επιχειρηματίες, σύμβουλοι που εγγυώνται την ομαλή λειτουργία της οργάνωσης, για τη νομιμοποίηση εσόδων, την πολύτιμη οικονομική ανακύκλωση, τη νομική κάλυψη, τον «εξευγενισμό» όλων των παράνομων δραστηριοτήτων και τέλος υπάρχουν οι επικίνδυνοι «υποστηρικτές», οι άνθρωποι που είτε ανέχονται αυτό το όζον εγκληματικό περιβάλλον είτε δια της πλαγίας το συνεπικουρούν.
Αυτοί είναι οι άνθρωποι που γιγάντωσαν τη μαφία στην Ιταλία και τις ΗΠΑ, οι περιστασιακοί τύποι που ανέχονται ένα καθεστώς εκατονταετίας και όταν πρέπει γυρνούν το κεφάλι από την άλλη πλευρά ή προτιμούν να μην αντικρύζουν/αντιμετωπίζουν το πρόβλημα και εκούσια νομιμοποίησαν ένα φαινόμενο που πλέον έχει λάβει βαθύτατες κοινωνικοπολιτικές διαστάσεις. Ίσως η ακριβότερη και πιο ένοχη σιωπή στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Σήμερα εκτιμάται ότι η Cosa Nostra αριθμεί 5 χιλιάδες μέλη «θυγατρικών», 20 χιλιάδες «εξωτερικούς συνεργάτες» και έναν απροσδιόριστο αριθμό «υποστηρικτών». Εκτείνεται πέρα από την Ιταλία, στις ΗΠΑ, τον Καναδά, τη Γερμανία, την Ελβετία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, τη Ρωσία, παντού. «Βαπτίζονται» ολοένα και περισσότερα μέλη, με τον πατροπαράδοτο τρόπο, με έναν «συμβολισμό» που κρατάει εικοσαετίες, την punciuta.
Ο νεοφερμένος αφού έχει συστηθεί προηγουμένως από τον άνθρωπο που «εγγυάται» γι’ αυτόν, στέκεται μπροστά στον αρχηγό που αναγνώσκει τους κώδικες τιμής και κατόπιν με ένα αγκάθι από πικρό σιτσιλιάνικο πορτοκάλι, του τρυπά το δείκτη. Σε κάποιες περιοχές, τη στιγμή που ο βαπτιζόμενος επαναλαμβάνει τον όρκο, καίγεται και μια μικρή εικόνα - η λεγόμενη santina - και με τις στάχτες της καλύπτεται η μικρή πληγή στο δάχτυλο.
Όλο το παραπάνω τελετουργικό λαμβάνει χαρακτήρα ιεροτελεστίας, υποκρύπτει μια απίθανη ιερουργία η οποία στα μάτια του νέου μέλους φαντάζει ως μέγιστη τιμή. Η βάπτιση είναι η πρώτη επαφή με τον κόσμο της cosa nostra και το νεοεισερχόμενο μέλος γνωρίζει εκ των προτέρων ότι η είσοδος δεν έχει έξοδο. Άπαξ και σε αποδέχτηκε η φαμίλια, απαγκιστρώνεσαι μόνο νεκρός.
Το νέο μέλος πια είναι αφοσιωμένο ψυχή τε και σώματι στην «οικογένεια». Αυτός είναι ο όρος που χρησιμοποιείται μεταξύ των μελών, διότι η μαφία δημιουργήθηκε για να εξυπηρετεί ευγενείς σκοπούς, δεν έχει το «συμμορίτικο» της 'ndrangheta ή της camorra. Αυτό είναι το αφήγημα της cosa nostra, ότι προστατεύει τους αδύναμους, αποκαθιστά την αδικία, πολεμά το σύστημα, προάγει ηθικές αξίες, την αλληλεγγύη, την οικογένεια, την τιμή.
Σε αυτή την πολύ λεπτή γραμμή κινήθηκε άλλωστε και η διασημότερη ταινία που ασχολήθηκε με το θέμα της μαφίας, το έπος του Coppola, ο «Νονός» που επί της ουσίας έχει διαμορφώσει μια θετικής απόχρωσης άποψη στο ευρύ κοινό.
Στην ταινία υπάρχουν κώδικες τιμής οι οποίοι δεν ισχύουν σε καμία περίπτωση, όπως λόγου χάρη η άτυπη συμφωνία για προστασία γυναικών και ανήλικων παιδιών είναι ένας μύθος που έχει πάψει να ισχύει μετά από συγκλονιστικές υποθέσεις όπως η σφαγή της Portella della Ginestra, όπου έχασαν τη ζωή τους πλήθος γυναικών και παιδιών ή ο φόνος του μικρού Giuseppe Di Matteo, δολοφονημένου και διαλυμένου σε οξύ μόλις σε ηλικία 13 ετών.
Εάν υπήρχε κάποια επίφαση αξιών και «δημοκρατίας», χάθηκε σε εκείνες τις δολοφονίες, είχε ήδη χαθεί για τους γνωρίζοντες από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, όταν για 11 χρόνια η Σικελία και η Ιταλία έζησαν τη θηριωδία του πρώτου «εμφυλίου» της μαφίας, ενός πολέμου δίχως έλεος με ιστορικά γεγονότα, όπως η επίθεση Ciaculli το ’63 όπου εκρηκτικός μηχανισμός σε αυτοκίνητο στοίχισε τη ζωή σε επτά άνδρες των carabinieri και πυροδότησε αλυσιδωτές αντιδράσεις από τη συντεταγμένη πολιτεία.
H τριανδρία
Εκείνη την περίοδο ακριβώς έγινε και η ανακατανομή εξουσιών της μαφίας, συντελέστηκε η λεγόμενη «αναδιάρθρωση» των κατά τόπους οργανώσεων και προέκυψε το πυραμιδοειδές σχήμα που επικρατεί μέχρι σήμερα. Οι δολοφονίες και τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών έφεραν στην επιφάνεια τρία πρόσωπα: Gaetano Badalamenti, Stefano Bontade και τελευταίος ο Luciano Liggio, που αναρριχήθηκε στην εξουσία σκοτώνοντας μέρα μεσημέρι τον Michele Navarra στο Corleone.
Η συγκεκριμένη τριανδρία επαναχαράσσει πολιτική και επαναπροσδιορίζει της δραστηριότητες της cosa nostra, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον στις απαγωγές με λύτρα, στο λαθρεμπόριο καπνικών προϊόντων και στο εμπόριο ναρκωτικών κάθε είδους.
Τουλάχιστον για μια δεκαετία όλες οι δραστηριότητες και οι αποφάσεις λαμβάνονται από αυτούς τους τρεις ανθρώπους, διότι το παλιό σύστημα καταπολεμάται με κάθε μέσο από τις Αρχές, για την ακρίβεια είναι η πρώτη φορά στα χρονικά που οι Αρχές ασχολούνται επισταμένως με το μεγάλο πρόβλημα του συνδικάτου του εγκλήματος.
Οι χωριάτες του Corleone
Η «κανονικότητα» επιστρέφει στους κόλπους της οργάνωσης περί τα τέλη της δεκαετίας του ’70 και θα χρειαστεί να εισέλθουμε στη δεκαετία του ’80 για να ταραχθούν εκ νέου τα φαινομενικά λιμνάζοντα ύδατα. Τότε κάνουν το «πραξικόπημα», οι επονομαζόμενοι «χωριάτες» του Corleone: Salvatore Riina, Bernardo Provenzano και Leoluca Bagarella εξαπολύουν μια άνευ προηγουμένου βίαιη επίθεση στις οικογένειες του Palermo, υποχρεώνοντας την πλειοψηφία αυτών στην εξορία.
Τα έργα και οι ημέρες των corleonesi και του Bernardo Provenzano έχουν αναλυθεί διεξοδικά, γεγονός είναι ότι μιλάμε για υποθέσεις που κόστισαν τη ζωή σε πάνω από χίλια μέλη της μαφίας, ξεκαθαρίσματα λογαριασμών τεράστιας φρικαλεότητας και το λεγόμενο δεύτερο «εμφύλιο».
Προκύπτει μια μυστικοπαθής οργάνωση με συμβούλια άκρως προστατευμένα υπό το φόβο δολοφονικών επιθέσεων και αντιποίνων. Ο Toto Riina φοβάται περισσότερο τους άλλοτε συνεργάτες του παρά τις Αρχές, ο Provenzano εξαφανίζεται για να μην δολοφονηθεί, ο Bagarella εκτελεί της αποφάσεις της cupola μόνο κατόπιν ενδελεχούς ανάλυσης των σχεδίων.
Όσοι γλύτωσαν από το μακελειό, έχουν ήδη σκύψει το κεφάλι, φοβούνται – τρέμουν είναι το πιο σωστό – όχι για τη ζωή τους, αλλά για τα παιδιά τους, τους γονείς τους, όλους τους συγγενείς και φίλους. Είναι τέτοια η κατάσταση που το τίμημα για οποιονδήποτε παραβαίνει εντολές ή αντιτίθεται στη νέα τάξη πραγμάτων, είναι να δει να πεθαίνουν όσοι σχετίζονται έστω και λίγο μαζί του και κατόπιν να πεθάνει και ο ίδιος με τον πιο φρικαλέο τρόπο που μπορεί να φανταστεί.
Η διείσδυση των corleonesi σε όλα τα κλιμάκια και τις βαθμίδες της εξουσίας, δημιουργεί εν τέλει μια κατάσταση μη διαχειρίσιμη, στο διεφθαρμένο Palermo του εκλεκτού Δημάρχου Vito Ciancimino, γίνοντα απίθανα πράγματα.
Η cosa nostra πια ελέγχει ολόκληρο το δίκτυο αποχέτευσης και απορριμμάτων της Σικελίας, τα δημόσια και τα δημοτικά έργα, δεν οικοδομείται ούτε κοτέτσι χωρίς την έγκρισή της. Ξεκινούν οι πρώτοι ψίθυροι για άμεσες σχέσεις της με την πολιτική, για «αγαστή συνεργασία» με την πλευρά των χριστιανοδημοκρατών του Giulio Andreotti, του Ιταλού Πρωθυπουργού που κατηγορήθηκε όσο κανείς άλλος στην ιστορία του ιταλικού έθνους για σχέσεις με το οργανωμένο έγκλημα και τη μαφία.
Η νότια Ιταλία αναστενάζει, όλοι γνωρίζουν τι συμβαίνει, αλλά το κράτος κοιτάζει αμέριμνο προς διαφορετικές κατευθύνσεις, αρνείται να καταπολεμήσει το οργανωμένο έγκλημα κι όταν αδιάφθοροι Δικαστές ή αστυνομικοί Διευθυντές το αποτολμούν, δολοφονούνται βάναυσα και φρικαλέα για παραδειγματισμό.
Η τακτική της εξαφάνισης
Οι βόμβες στη Φλωρεντία, τη Ρώμη, το Μιλάνο, «κοινοποιούν» το πρόβλημα σε ολόκληρη τη χώρα, οι δολοφονίες του Lima, του Ignazio Salvo και κυρίως των δικαστικών λειτουργών Falcone και Borsellino, κάνουν το ποτήρι να ξεχειλίσει, η κοινωνία για πρώτη φορά στα χρονικά συντάσσεται ενάντια στο οργανωμένο έγκλημα, η λαϊκή οργή είναι καθολική, ακόμη και οι ελάχιστοι πολίτες που θεωρούσαν την Cosa Nostra κάτι σαν πολέμιο του συστήματος πλέον βρίσκονται απέναντι και αποζητούν δικαιοσύνη. Είναι ο κύριος λόγος που ο Binnu u tratturi δίνει εντολή για παύση πυρός και αλλαγή πλεύσης, θέτοντας νέες σταθερές.
Ο στόχος είναι να περιοριστούν οι ζημίες, να ελαχιστοποιηθούν οι παράπλευρες απώλειες, να επανέλθει η «αδιαφορία» από το κοινό που πρέπει με κάθε τρόπο να ξαναγυρίσει στην εποχή που η μαφία ήταν αν όχι αποδεκτή, κάτι σαν θεσμός και αναγκαίο κακό. Διατάσσεται η στρατηγική της εξαφάνισης, η cosa nostra πρέπει να δράσει σαν stealth υποβρύχιο επιστρέφοντας σε πρακτικές του παρελθόντος με εκσυγχρονιστικό μανδύα.
Οι βασικοί άξονες του σχεδίου είναι η χρήση βίας ως ύστατη λύση, η «διαπραγμάτευση» με τις Αρχές και όχι η σύγκρουση, η αναζήτηση κοινωνικής συναίνεσης με μετριασμό των εκβιασμών και φτηνότερες τιμές (!) στην προστασία, η εσωτερική αναδιοργάνωση βασισμένη στις αρχές της εμπιστευτικότητας και της εχεμύθειας και κυρίως η στροφή στο τοπικό και όχι στο εθνικό επίπεδο.
Ο στόχος είναι ο προφανής, όλοι να αποκομίζουν και από ένα κομμάτι της πίττας, να δοθεί όμως η προτεραιότητα στους ημέτερους, το «άνοιγμα» σε στενωπούς όπως η Ρώμη και το Μιλάνο, αυξάνει αυτόματα και τους κινδύνους.
Σε εσωτερικό επίπεδο, προκύπτει το εναλλακτικό σχέδιο προστασίας κρατουμένων και οικογενειακών μελών, κάθε «συνεργαζόμενος» ή πρώην εξωτερικός συνεργάτης πρέπει να αισθανθεί προστατευμένος και να του παρέχεται ορδή δικηγόρων, να λαμβάνει κανονικά το μερίδιό του κι ας είναι – προσωρινά – στη φυλακή.
Όλα εξακολουθούν να λειτουργούν, όλα συνεχίζουν, απλώς μακριά από φώτα, δημοσιότητα και κοινωνική κατακραυγή. Είναι η πιο επικίνδυνη διείσδυση της μαφίας στον κοινωνικό ιστό, η cosa nostra φοράει πλέον ακριβό κοστούμι και δρα εκμεταλλευόμενη την τεχνολογία και τις αδυναμίες των ανθρώπων.
Η cosa nostra εκμεταλλεύεται την αχίλλειο πτέρνα του κάθε ανθρώπου, την απληστία του, τα πάθη του, τα καλά κρυμμένα μυστικά του. Το κάνει «με τρόπο», με τη βία να κάνει την εμφάνισή της μόνον σε περίπτωση που το υποκείμενο δεν συμμορφώνεται στις υποδείξεις. Συν τοις άλλοις κηρύσσεται ανακωχή και με τις κατατρεγμένες (εναπομείνασες) φαμίλιες του Palermo, επικρατεί μια γενική καταστολή και συλλήβδην προκύπτει μια νέα τάξη πραγμάτων, η «αστική μαφία» των «ευγενών».
Εγκληματίες όπως ο Provenzano είναι καλά κρυμμένοι και αθόρυβοι, η cosa nostra γίνεται ύπουλη, αόρατη, «αστική». Σύμφωνα με ανεπίσημες στατιστικές της αστυνομίας, η cosa nostra είναι παρούσα σε όλες τις επαρχίες της Σικελίας, με εξαίρεση τη Ragusa, όπου κυριαρχεί η «Stidda», με περίπου 6 χιλιάδες μέλη.
Η δύναμη της μαφίας βρίσκεται στην εκπληκτική ικανότητά της να προσαρμόζεται στις νέες συνθήκες, επιβιώνει μετά από περιόδους απίστευτων σφαγών και μακελειών, επωφελείται από την παγκοσμιοποίηση των αγορών, διαφοροποιεί τους τομείς της δραστηριότητάς της, ανακτά εδάφη, συγχωνεύει συμφέροντα και επεκτείνει το εμπόριο και σε νόμιμες οδούς.
Πλέον οι Αρχές έχουν να αντιμετωπίσουν μια ιδιότυπη οικονομική μαφία που έχει διεισδύσει σε πολυεθνικές, κρατικές δομές, ελεύθερους επαγγελματίες, σε γραφεία και τελευταίους ορόφους κτηρίων. Έχει μολύνει κάθε τομέα της κοινωνίας, η συσσώρευση πλούτου είναι εντυπωσιακή, νομιμοποιούνται δισεκατομμύρια, υπάρχουν αμέτρητοι λογαριασμοί σε off shore, εκατομμύρια ακίνητα «συμφερόντων» της cosa nostra, ένα απίστευτο pattern επανεπένδυσης και εκμετάλλευσης της χρηματοπιστωτικής αγοράς.
Όλα ελέγχονται από μια αόρατη σέχτα ευγενών, ανθρώπους πολύ μακριά από τα πρότυπα του Riina, του Liggio, του Provenzano. Πλέον υπάρχουν οι εντολείς και το εκτελεστικό προσωπικό, οι μπράβοι και οι δολοφόνοι είναι αναλώσιμα εκτελεστικά όργανα που δεν έχουν ιδέα ποιος τους διέταξε να προβούν στην εκάστοτε εγκληματική ενέργεια.
Χρησιμοποιούνται κώδικες που δεν βάζει ο ανθρώπινος νους, ακόμα και post, status ή φωτογραφίες στα κοινωνικά δίκτυα, πίσω από μια ανάρτηση με proxy μπορεί να κρύβεται η εντολή μιας δολοφονίας που θα φανεί σαν ατύχημα. Επιχειρηματίες, τραπεζίτες, έμποροι, ελεύθεροι επαγγελματίες, δικαστικοί, όλοι είναι δυνάμει συνεργαζόμενοι ακόμη και εν αγνοία τους.
Όπως ανέφερε και ένας Ιταλός Υπουργός πρόσφατα και με την κρίση να μαστίζει τη γείτονα, «με τη μαφία είναι αναγκαίο να συνθηκολογήσεις, τρώει ψωμί πολύς κόσμος». Η παραδοχή είναι σοκαριστική αλλά εμπεριέχει ψήγματα αλήθειας, ειδικά στους καιρούς του εθνολαϊκισμού και των hoaxes, η ανάγκη για επιβολή δια της βίας έχει πάψει να υπάρχει, αρκεί το «πιλοτάρισμα».
Η επιστροφή στον τοπικισμό έχει επαναφέρει την κοινωνική ανοχή (αν όχι συναίνεση), εκεί που το κράτος δεν επιλαμβάνεται διότι δεν διαθέτει είτε τη βούληση είτε τους πόρους, επανήλθε η omertà ως περίπου φυσικό επακόλουθο ενός μείγματος φόβου, προστασίας, ξενοφοβίας, ρατσισμού, εγκαθιδρύθηκε η πεποίθηση της υπόδειξης ενόχων που ανήκουν στην προβεβλημένη εξουσία, ο κόσμος είναι θυμωμένος με όλους.
Ο Buscetta εντελώς κυνικά στην κατάθεσή του στην αντιτρομοκρατική, δήλωσε ότι οι Γερουσιαστές και οι Βουλευτές που ελέγχει η cosa nostra πρέπει να ψηφίζουν τους νόμους εναντίον της μαφίας, για να προστατεύεται η λειτουργία της «καλής» μαφίας, δηλαδή του «δικού μας πράγματος», της «δικής μας υπόθεσης» που πλέον συμπλέει με το κράτος, βρίσκεται με το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω. Οι ισορροπίες είναι πάρα πολύ λεπτές, ο ποινικός κώδικας a la carte, οι νόμοι έχουν τεχνηέντως ή μη «κενά» που επιτρέπουν μια κατάσταση «τόσο όσο».
Κανείς δεν θυμάται πλέον το μακελειό στην Portella di Ginestra τον Απρίλιο του 1948 με τους 12 νεκρούς και τους 47 βαριά τραυματίες, οι απανωτές δολοφονίες πολιτικών προσώπων όπως ο Cesare Teranova (1979), Gaetano Costa και Piersanti Mattarella (1980), Pio La Torre και Carlo Alberto Dalla Chiesa (1982), Rocco Chinnici (1983), Salvo Lima (1992) είναι απλώς ιστορικά στοιχεία.
Επίδραση και αίσθηση προκαλεί ακόμα η δολοφονία των Giovanni Falcone και Paolo Borsellino, των μοναδικών ίσως ανθρώπων που προκάλεσαν κοινωνική κατακραυγή και ευαισθητοποίησαν ένα κοινό σε χειμερία νάρκη δεκαετιών.
Έκτοτε όμως και με τον «εκσυγχρονισμό» ante portas, το θέμα της cosa nostra μπορεί να είναι μόνον αντικείμενο άρθρων και αφιερωμάτων στο διαδίκτυο και να δίνει τροφή για βιβλία, ταινίες, σενάρια, τηλεοπτικές σειρές. Γιατί η μαφία είναι (και) δική μας υπόθεση.
(Φωτογραφίες: AP Images/ Andrew Medichini, Alessandro Fucarini, Luca Bruno)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου