«Αυτή που
την είχαν γυρίσει πίσω»
18 01 2019
ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ:
Τον μήνα που
απογαλακτίστηκα, οι δυο οικογένειες μοιράστηκαν τη ζωή μου στα λόγια, χωρίς
συγκεκριμένες συμφωνίες, χωρίς να αναρωτηθούν πόσο ακριβά θα πλήρωνα την
αοριστία τους. [σ. 58] / Με το πέρασμα του χρόνου έχασα ακόμα κι εκείνη τη
συγκεχυμένη ιδέα μου περί κανονικότητας και σήμερα στ’ αλήθεια αγνοώ τι τόπος
είναι μια μητέρα. […] Είναι ένα ανυποχώρητο κενό που γνωρίζω ότι υπάρχει αλλά
δεν το προσπερνώ. Ένα κενό που σε ζαλίζει αν κοιτάξεις μέσα του. [σ. 134]
Με μια
βαλίτσα στο χέρι, η Αρμινούτα αναγκάζεται να επιστρέψει στην βιολογική της
οικογένεια. Χρεωμένοι την είχαν δώσει, πέμπτο παιδί σε μια ξαδέρφη που ήθελε
μωρό και κοριτσάκι, αλλιώς δεν θα ξυπνούσε η αγάπη μέσα της. Ορφανή από δυο
μητέρες εν ζωή, η πρώτη να την έχει εγκαταλείψει με το γάλα της ακόμα στη
γλώσσα της και η άλλη να την δώσει πίσω στα δεκατρία της, η Αρμινούτα
αισθάνεται «ένα παιδί αποχωρισμών, απατηλών ή αποσιωπημένων συγγενειών,
αποστάσεων». Εκείνος που νόμιζε για πατέρα της την παραδίδει και φεύγει· κι
όταν αργότερα επιστρέψει αυτή με σκίρτημα χαράς τρέχει στην πόρτα, για να
διαπιστώσει ότι απλά είχε ξεχάσει να της δώσει ένα κουτί παγωτό βανίλια, την
αγαπημένη της γεύση. Το έφαγαν οι άλλοι, εκείνο το απόγευμα του Αυγούστου του
1975.
Μέσα σε
λίγες μέρες μαθαίνει να παλεύει για το φαγητό της, να προσηλώνεται στο πιάτο
της και να το υπερασπίζεται από τα καταδρομικά πιρούνια των άλλων νέων αδελφών.
Κρεβάτι θα μοιράζεται με την μικρή της αδελφή Αντριάνα, με το κεφάλι της μιας
στα πόδια της άλλης. Σ’ ένα σκοτάδι κατοικημένο από χνότα κι εφηβικό ιδρώτα,
πρέπει να συνηθίσει και την υγρή θέρμη από τα ούρα της Αντριάνας, που της
φεύγουν κάθε βράδυ. Ένα σπίτι συνωστισμένο από παιδιά και στο άλλο δωμάτιο μια
γυναίκα που δεν ξέρει πώς να την αποκαλέσει. Μαμά; Η λέξη φώλιαζε στο λαιμό της
και δεν αναπήδησε ποτέ από κει μέσα. Όταν θέλει να της μιλήσει της τραβούσε την
προσοχή με διάφορους τρόπους.
Από τα
αδέλφια της ο Τζουζέπε είναι ακόμα μωρό κι ο Σέρτζιο είναι διαρκώς εναντίον της
– «εσύ ζήτησες πίσω τούτη τη σαλεμένη;» – αλλά ο δεκαοκτάχρονος Βιντσέντζο της
δίνει κάποια σημασία. Η πρώτη τους κοινή εμπειρία στο λούνα παρκ της μένει
αξέχαστη. Το κορίτσι δεν είχε ξαναζήσει από κοντά την βία, αλλά ο πατέρας
σφαλιαρίζει τα παιδιά σε κάθε παράπτωμα. Ο Βιντσέντζο έχει τάσεις φυγής, συχνά
ακολουθεί τους πλανόδιους τσιγγάνους του λούνα παρκ ως άλλα χωριά κι επιστρέφει
μέρες μετά, με όλες τις συνέπειες.
Όσο
διαφορετική κι αν είναι, αρχίζει να δένεται με την Αντριάνα, που ανυπομονεί να
γνωρίσει την πόλη της και να δει για πρώτη φορά την θάλασσα. Αρχίζει το δέσιμο
με την Αντριάνα και οι πρώτες υποσχέσεις. Στο νέο σπίτι προσαρμόζεται σ’ έναν
άλλο τρόπο καθημερινότητας. Δεν πετιέται τίποτα, τα πάντα ξαναμπαίνουν στο
τσουκάλι. Όταν την ρωτάνε οτιδήποτε, κανείς δεν ακούει τις απαντήσεις της. Όταν
καταφτάνει ως δώρο μια κουκέτα και καινούργια στρώματα με παραβάν, τα αγόρια το
χρησιμοποιούν να τις τρομάζουν. Άμαθη στις άμυνες, δέχεται τις επιθέσεις
ανήμπορη και θυμωμένη.
Η Αρμινούτα
δεν παύει να αναρωτιέται για τον λόγο που δεν την κράτησε παραπάνω εκείνη που
νόμιζε ως μητέρα της. Τις τελευταίες μέρες καθόταν στο κρεβάτι και δεν είχε καν
την δύναμη να μαγειρέψει. Ήταν τόσο άρρωστη που δεν ήθελε να την στενοχωρήσει;
Έμαθε ότι δεν μπορεί να την έχει κοντά της όταν την ζήτησε πίσω η αληθινή της
μητέρα; Μια επιστολή της μένει αναπάντητη, ακόμα κι όταν επιχειρεί να της
τραβήξει την προσοχή: Στο ίδιο δωμάτιο κοιμούνται και τ’ αγόρια που είναι πάνω
από δεκαπέντε κι αυτό δεν νομίζω ότι θα σου άρεσε. Δεν ξέρω τι μπορεί να συμβεί
εδώ μέσα. Εσύ που πας κάθε Κυριακή στην εκκλησία, που διδάσκεις στο κατηχητικό
της ενορίας, δεν μπορείς να μ’ αφήσεις σ’ αυτή την κατάσταση.
Φαίνεται πως
όλες οι γέφυρες με το παρελθόν έχουν γκρεμιστεί· ακόμα και η νεαρή θεία Λίντια
που της έκανε συντροφιά σπαράζοντας στα ερωτικά τραγούδια του ραδιοφώνου ή
χορεύοντας σέικ στην τραπεζαρία με μάτια κλειστά και σκαρφιζόταν και μια
ιστορία για κάθε σπόνδυλο της μικρής. Όταν έφυγε να δουλέψει σε μεγαλύτερα
πολυκαταστήματα έστελνε καρτ ποστάλ με τα μνημεία της πόλης, «μετά μάλλον
τελείωσαν». Όταν επέστρεψε το καλοκαίρι μιλούσε με ψεύτικη βόρεια προφορά κι η
Αρμινούτα ντράπηκε για κείνη κι άρχισε να σκοτώνει την νοσταλγία της.
Κάποτε
αποφασίζει να πάει στην παραθαλάσσια πόλη να την ψάξει. Παίρνει μαζί της την
Αντριάνα, ιδανική πρόφαση για την μακρινή βόλτα, αν και στο σπίτι κανείς δεν
ενδιαφέρεται για την απουσία των άλλων. Ο ναυαγοσώστης άνοιγε τις ομπρέλες όχι
όμως και την αγαπημένη της θέση, λες και ήξερε ότι δεν θα είχε νόημα. Ακόμα και
λαθρόβια πια της παραλίας που την είχε μεγαλώσει, μπαίνει στη θάλασσα με τον
Βιντσέντζο και ξεχνούν ποιοι είναι. Αργότερα θα της χαρίσει μια καρδιά –
κόσμημα, πιθανώς κλεμμένη, που θα διασώσει ως σήμερα κι ας μην την φόρεσε ποτέ.
Κάθε φορά όμως που τον βλέπει να έρχεται, ένας εσωτερικός σπασμός στα σωθικά
της κι ένα λίγωμα στην κοιλιά της. Απέφευγε να μείνει μόνη μαζί του και με
βαριά καρδιά αγνοούσα τα παρακλητικά του σφυρίγματα από την αποθήκη, μέχρι να
επιστρέψει οργισμένος στο κρεβάτι του. Αργότερα, σε κάποιο νυχτερινό άγγιγμα,
«μετέωροι στο χείλος του ανεπανόρθωτου», θα γράψει: Δεν ήμασταν μαθημένοι να
είμαστε αδέρφια, κατά βάθος δεν το πιστεύαμε καν.
Η μοναχική
κατόπτευση του σπιτιού της είχε αποβεί άκαρπη αλλά η Αρμινούτα κάθε τόσο
πηγαίνει να επισκεφτεί την καλύτερη φίλη της, Πατρίτσια, τον έσχατο σύνδεσμο με
την κλεμμένη της ζωή. Στις σύντομες φιλοξενίες βρίσκει λίγη παρηγοριά, προτού
το λεπτό στρώμα της αγωνίας έρθει πάντα συνεπές το επόμενο πρωινό. Κι ύστερα το πρώτο χαστούκι από την μάνα της,
η αδόκητη πτήση του Βιντσέντζο, ένα ποτήρι νερό με γεύση αίματος, ένα παγωμένο
σπίτι, η οριστική παραίτηση της μάνας του αχαλίνωτου γιου, το ψωμί πάντα
χθεσινό από τον φούρνο για να είναι πιο φτηνό, τα γλυκά μάτια στον παντοπώλη
για ένα καρότο, όπως οι πρώτες μέρες του μικρού Τζουζέππε στο σχολείο κι
αργότερα στο ίδρυμα, ένα «διαφορετικό» παιδί που δεν έπαψε να πηγαίνει να το
βλέπει, ένα παιδί που φρόντιζε να της χαρίζει ένα φυλλαράκι όποτε έπεφτε κάποιο
κοντά τους.
Στο ίδιο
σχολείο γίνεται «αυτή που όταν ήταν μικρή την ήθελε για κόρη της μια μακρινή
τους συγγενής, τώρα όμως που έγινε κοτζάμ δεσποινίς την επέστρεψαν στους
ακαμάτηδες». Σύντομα γοητεύεται από την δασκάλα και τις πτήσεις των χεριών της
στον αέρα που συνοδεύουν τα λόγια της. Η δασκάλα διακρίνει και τις ντροπαλές,
με την κίνηση των χειλιών, απαντήσεις της κι αυτή είναι η αρχή μιας
ενθαρρυντικής σχέσης, σε αντίθεση με την μάνα της, που παραπονιέται για το
ρεύμα που χαλάει με το διάβασμά της. Αλλά η μελετηρή ζωή της έχει ήδη αρχίσει.
Η μητέρα της
θάλασσας φρόντιζε μέσω της μητέρας του χωριού να φτάνει στα χέρια της
Αρμινούτας ένα μικρό πόσο. Εκείνη περίμενε τα κέρματα μόνο και μόνο για την
αίσθηση της θέρμης του χεριού της, θαρρείς και τις είχε αγγίξει η ίδια. Αλλά
είναι τα έστω και ύποπτα χαρτονομίσματα του Βιντσέντζο που εκστασιάζουν την
μικρή Αντριάνα: Με ξάφνιασε η έκστασή της. Εκείνος ο πόθος στα μάτια της στη
θέα των χαρτονομισμάτων. Εγώ δεν είχα γνωρίσει κανένα είδος πίνας στη ζωή μου
και τώρα ζούσα σαν ξένη ανάμεσα στους πεινασμένους. Το προνόμιο που κουβαλούσα
από την προηγούμενη ζωή μου με ξεχώριζε, με απομόνωνε από την οικογένεια. Ήμουν
η Αρμινούτα, αυτή που την είχαν γυρίσει πίσω. Μιλούσα μια άλλη γλώσσα και δεν
ήξερα πλέον πού ανήκα. Ζήλευα τις συμμαθήτριές μου στο χωριό, ακόμα και την
Αντριάνα, που γνώριζαν με βεβαιότητα τις μητέρες τους. [σ. 127]
Η Αρμινούτα
δεν παύει να κάνει σενάρια για την επιστροφή της – αν και πότε θα την πάρουν
πίσω, αν όλα έγιναν για να μην την στενοχωρήσουν. Καθώς θριαμβεύει στο σχολείο
αναρωτιέται αν η μητέρα της θα χαιρόταν όταν μάθαινε τους καλούς βαθμούς. Σε
μια από τις συγκινησιακές περιγραφές, η μικρή γιορτάζει μόνη της τα γενέθλιά
της στην υπόγεια αποθήκη του σπιτιού. Αγοράζει μια μιλφέιγ από το μοναδικό
ζαχαροπλαστείο του χωριού, ζητάει κι ένα κεράκι, κι αφού δεν της το χρεώνουν,
κι αυτό θεωρεί ως το δώρο της. Σιγοτραγουδά το τραγουδάκι στα σκοτεινά,
χειροκροτεί, σβήνει το κεράκι και χαίρεται το γλυκό της.
Σύντομα θα
αποχαιρετήσει και την δεύτερη – πρώτη αυτή οικογένεια για το λύκειο στην πόλη:
αποχωρισμός από την Αντριάνα, ένοικος σ’ ένα νέο σπίτι, σε μια άλλη οικογένεια,
όπου, τουλάχιστον η κυρία Μπίτσε εκεί δεν της προσφέρθηκε ως υποκατάστατο, μόνο
αρκέστηκε να την περιβάλλει με στοργή. Τα Σαββατοκύριακα που επιστρέφει στο
«σπίτι» της, η μητέρα της συμπεριφέρεται σα να έχει λείψει μόνο πέντε λεπτά,
ενώ η Αντριάνα αισθάνεται προδομένη.
Όμως είναι
αυτή η Αντριάνα που θα παραμείνει πολύτιμη αδελφή της Αρμινούτας, «τόσο μόνες
και τόσο κοντά», που θα της διδάξει την αντοχή και που στο μαζί θα βρουν
αργότερα την σωτηρία. Λίγο πιο πριν, η Αρμινούτα μόνη της θα πάρει όλη την
δύναμη για την Μεγάλη Συνάντηση με εκείνη που νόμιζε ως μητέρα. Δυνατή από την
αδικία, εξαντλημένη από μια διαρκή εσωτερική θερμοκρασία θα διεκδικήσει της
απαντήσεις που της αξίζουν, προτού η ίδια η ζωή της δώσει την τελευταία κι
οριστική. Όπως λέγεται κάποια στιγμή: Δεν φταις εσύ αν λες την αλήθεια. Η
αλήθεια φταίει που είναι λάθος.
Πώς καταφέρνει
η συγγραφέας να γράψει ένα τόσο σαγηνευτικό βιβλίο; Ίσως επειδή κατέχει την
τέχνη της αφήγησης και την πλέκει με ακαριαίες φράσεις (απλών κατά τα άλλα
λέξεων) που όμως κρύβουν η καθεμιά τους ολόκληρες καταστάσεις. Η νεαρή της
πρωταγωνίστρια δεν εκμαιεύει ούτε εκβιάζει λεπτό την συγκίνηση. Όσο κι αν είναι
φαρμακωμένη από εκείνο που θεωρεί σκληρή συμπεριφορά, η απορία, η αίσθηση της
αδικίας κι η ανάγκη των απαντήσεων απλώς εκφέρονται με τον πιο απλό κι έξυπνο
τρόπο. Ίσως γι’ αυτό κόβουν βαθιά. Αυτή η ιστορία ενηλικίωσης είναι ταυτόχρονα
και μια διαρκώς ανοιχτό υπόμνημα πως η παιδικότητα χάνεται ολοένα και σε πιο
μικρές ηλικίες. Τίποτα δεν περισσεύει εδώ, ακόμα κι οι μικρές λεπτομέρειες της
ζωής· αντίθετα, φορτίζουν κι αυτές μια διαρκώς ζεστή διήγηση. Έχω την αίσθηση
πως ένα τέτοιο βιβλίο μπορεί να διαβαστεί κι από αναγνώστες στην ηλικία της
Αρμινούτας.
Εκδ. Ίκαρος,
2018, μτφ: Δήμητρα Δότση, 216 σελ. [L’ Arminuta, 2017]
Στις εικόνες
έργα των: José Jorge Oramas, Rick Beerhorst, Cynda Luclaire, Kathrin Honesta,
Felice Casorati, Louis Treserras, Sora Ceballos-Lopez.
ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου