Τον 18ο αιώνα η αστική τάξη, έχοντας συνειδητοποιήσει ότι, αντίθετα με τον δυναμισμό και την οικονομική ισχύ που ήδη διέθετε, ήταν υποχρεωμένη να ενεργεί στο πλαίσιο παλιών και ιστορικά ξεπερασμένων θεσμών (πολιτικών, νομικών και οικονομικών), έθεσε με ένταση το αίτημα για μεταρρύθμιση ολόκληρου του συστήματος.
Ο 18ος αιώνας επρόκειτο λοιπόν να χαρακτηριστεί από τις διαδικασίες εκείνες που θα επιβεβαίωναν την αστική τάξη ως κυρίαρχη κοινωνικά και πολιτικά ομάδα, διαδικασίες που θα έφταναν στην πλήρη έκφρασή τους με τη Γαλλική Επανάσταση και θα απασχολούσαν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και τον επόμενο αιώνα. Στο παρόν κεφάλαιο θα εξετάσουμε αφενός τις αξίες της αστικής τάξης, όπως αυτές αντανακλώνται με σαφήνεια στο κίνημα που ονομάστηκε Διαφωτισμός, και αφετέρου την εφαρμογή τους στην πράξη μέσα από τις μεταρρυθμίσεις που εφάρμοσαν απόλυτοι, αλλά «φωτισμένοι» ηγεμόνες από τα μέσα του λεγόμενου αιώνα των «Φώτων» και μετά, εστιάζοντας τόσο στο ευρωπαϊκό πλαίσιο όσο και στο ιταλικό παράδειγμα. 7.1 Ο Διαφωτισμός στην Ευρώπη Από τις πρώτες δεκαετίες του 18ου αιώνα η ευρωπαϊκή διανόηση «αφιερώθηκε» στον Διαφωτισμό, ένα κίνημα κατά βάση πολιτιστικό και πολιτικό που έχει τις ρίζες και τις φιλοσοφικές αναφορές του στην Αγγλία του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα, βρήκε ωστόσο γόνιμο έδαφος να αναπτυχθεί στη Γαλλία του 18ου αιώνα, απ’ όπου διαδόθηκε σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Το κίνημα αυτό, εντοπισμένο χρονικά ανάμεσα στο τέλος των θρησκευτικών πολέμων του 17ου αιώνα και την έναρξη της Γαλλικής Επανάστασης, γεννήθηκε στη συγκυρία: α) των ευοίωνων για την οικονομία προοπτικών για όσες χώρες είχαν εισέλθει δυναμικά στο αποικιοκρατικό παιχνίδι, β) μιας ευρείας δημογραφικής ανάπτυξης σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, γ) των κατακτήσεων της επιστημονικής επανάστασης, ιδίως όσων αφορούσαν τις επιστήμες της φύσης, και δ) εξελίξεων με χαρακτηριστικά κοινωνικά και πολιτικά, όπως η «ένδοξη επανάσταση» στην Αγγλία (1688). Αν στις δυναμικές αυτές διαδικασίες προσθέσουμε και τον απαρχαιωμένο χαρακτήρα των θεσμών που καθόριζαν τους όρους λειτουργίας της πολιτικής, της διοίκησης, του πολιτισμού και της θρησκείας, έχουμε μια συνολική εικόνα των όρων ανάπτυξης του κινήματος των «Φώτων». Το κύριο διαφοροποιητικό στοιχείο του κινήματος αυτού από άλλα προγενέστερα ήταν η σταθερή πίστη στη δύναμη της λογικής ως οδηγό για την πρόοδο και τη «δημόσια ευτυχία». Η εφαρμογή του επιστημονικού ορθολογισμού αξιοποιήθηκε ως εργαλείο για την κριτική προσέγγιση κάθε πλευράς της πραγματικότητας με τρόπο που θα «φώτιζε» τον νου των ανθρώπων και θα τους απάλλασσε από δεσμεύσεις, άγνοια, προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες. Με την ανάδειξη της σπουδαιότητας του ορθού λόγου και της επιστήμης νοηματοδοτήθηκαν εκ νέου μια σειρά από αξίες και θέσεις και δόθηκε προτεραιότητα στην εμπειρική μέθοδο, στην άρνηση της παράδοσης, στον αγνωστικισμό ως στάση απέναντι στις πραγματικότητες που δεν συλλαμβάνει κανείς με τις αισθήσεις του κ.ά. Φτάνουμε έτσι στο δεύτερο κύριο διαφοροποιητικό γνώρισμα του Διαφωτισμού, τις πρακτικές εφαρμογές του. Εκκινώντας από το πολιτιστικό και το πολιτικό, το νέο κίνημα έδινε διεξόδους σε πεδία όπως το κοινωνικό, το οικονομικό, αλλά και το θρησκευτικό. Υποσχόταν μετασχηματισμούς δραστικούς για τις κοινωνικές δομές, τα πολιτειακά συστήματα και, εντέλει, την καθημερινότητα των ανθρώπων, μέσα όμως από τη σύγκρουση με τους δύο κύριους πολιτικούς και κοινωνικούς θεσμούς, την αριστοκρατία και την Εκκλησία. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό στοιχείο του Διαφωτισμού υπήρξε ο υποκειμενικός του χαρακτήρας και η εσωτερίκευση της πραγματικότητας, που θα επέτρεπε τη συνύπαρξη ιδεών ανατρεπτικών με τον πιετισμό, τον γιανσενισμό, τον μεθοδισμό και άλλα θρησκευτικά κινήματα που αρνούνταν τον δογματισμό και τις τελετουργίες και υποστήριζαν μια πιο εσωτερική πνευματική ζωή. Τα παραπάνω γενικά χαρακτηριστικά της δέσμης των ιδεών που ταξινομήθηκαν σε ό,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε Διαφωτισμό απηχούν ένα κίνημα πολύπλευρο με αφετηρίες φιλοσοφικές ή άλλες, το οποίο εκπροσωπούσε ποικίλες τάσεις, εξέφραζε, όμως, κατά κύριο λόγο τις απαιτήσεις των αστών, μιας κοινωνικής ομάδας η οποία, παρά τον δυναμισμό της, δεν διέθετε πολιτική ισχύ. Η συνεξέταση των διαφόρων συμβολών στη συγκρότηση του Διαφωτισμού απολήγει σε μια ποικιλία προτάσεων με χαρακτηριστικά άλλοτε ενιαία και ομοιογενή και άλλοτε ακόμη και αντιφατικά. Στα γνωρίσματα που «ενοποιούν» τις θέσεις του Διαφωτισμού συμπεριλαμβάνονται: 100 • η υπεροχή της λογικής ως βασικού εργαλείου, απαλλαγμένου από προκαταλήψεις, για την κριτική προσέγγιση της πραγματικότητας και την οργάνωση της ατομικής και συλλογικής ζωής, με σκοπό την ανθρώπινη ευτυχία, • η σταθερή κριτική στους πολιτικούς και θρησκευτικούς θεσμούς, στην αυθεντία και στην παράδοση, • η σταθερή αισιοδοξία και βεβαιότητα στην πρόοδο, που προκύπτει από την αξιοποίηση της λογικής, του πολιτισμού και της επιστήμης, • ο αγώνας για ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, • η κοινωνική χρησιμότητα, ιδωμένη ως ο κύριος σκοπός της δραστηριότητας κάθε ατόμου, • μια νέα σύλληψη για τον διανοούμενο, πρόσωπο-κλειδί των ευρωπαϊκών κοινωνιών, ο οποίος θα ταυτίζεται στο εξής όχι τόσο με τον φιλόσοφο όσο με ένα δημόσιο πρόσωπο, λ.χ. με έναν δημοσιολόγο ή δημοσιογράφο που ζει από την τέχνη του, απαλλαγμένος κατά συνέπεια από τις δεσμεύσεις που δημιουργούσε στο παρελθόν η εξάρτηση από τους μαικήνες ή τους ηγεμόνες. Σε ό,τι αφορά τις διαφοροποιήσεις στις προτάσεις των Διαφωτιστών, είναι δυσκολότερο να επιχειρηθεί εδώ μια σύνθεση. Αρκεί μόνο να σημειώσουμε το εύρος των πολιτικών θεωριών γύρω από τις μεταρρυθμίσεις, που κινούνταν από τη μετριοπάθεια των διαφόρων ηγεμόνων μέχρι τον ριζοσπαστικό εξισωτισμό των διανοουμένων. Ένα άλλο πεδίο μεγάλων αντιθέσεων ήταν το θρησκευτικό. Οι νέες ιδέες αντιμετώπιζαν κατά κανόνα την Εκκλησία ως πηγή προλήψεων, δεισιδαιμονιών και αμάθειας και αρνούνταν τα δόγματα και τα λειτουργικά τυπικά, δίνοντας στον Διαφωτισμό έναν χαρακτήρα λαϊκό. Υπήρξαν, ωστόσο, συμβολές που έφτασαν ακόμη και στην αθεΐα. Διαφορετικές ήταν επίσης οι συλλήψεις για το κράτος (το αγγλικό κοινοβουλευτικό μοντέλο, η άμεση δημοκρατία, η φωτισμένη δεσποτεία κ.λπ.). Στο πεδίο της οικονομίας υπήρξε καταρχήν μια απόρριψη οικονομικών θεωριών του παρελθόντος, που επικαλούνταν την αναγκαιότητα της κρατικής παρέμβασης στην οικονομική ζωή. Στη θέση τους προτάθηκε ο οικονομικός φιλελευθερισμός, που πρέσβευε την πλήρη αυτονόμηση της οικονομικής δραστηριότητας και την άρνηση οποιασδήποτε παρέμβασης του κράτους. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η ευημερία των εθνών θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο μέσα από την οικονομία της αγοράς, που καθορίζει την πορεία των τιμών βάσει του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης. 7.1.1 Ο Διαφωτισμός στην Ιταλία Η Ιταλία συμμετείχε σε αυτό το κίνημα με σημαντικούς εκπροσώπους της, που βρίσκονταν σε σταθερή επαφή με την ευρωπαϊκή πολιτιστική παραγωγή και επιδίωκαν τη διασύνδεση των κοινωνιών τους με τις κυριότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις. Εκκινούσαν, ωστόσο, οι Ιταλοί από διαφορετικό σημείο και με μια βασική παραδοχή: ότι οι νέες ιδέες αφενός εισάγονταν στην Ιταλία από ξένες χώρες, και αφετέρου είχαν παραχθεί σε κοινωνίες με διαφορετική, ανώτερη κοινωνική ανάπτυξη, συνιστώντας προϊόντα ενός πιο εξελιγμένου αστικού πολιτισμού, στοιχείο το οποίο η Ιταλία διέθετε μόνο εν μέρει. Όπως υποστηρίζει ο Giorgio Candeloro (1978), η συνεισφορά της Ιταλίας στον ευρωπαϊκό πολιτισμό μετά την ύστερη φάση της Αναγέννησης και την περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης υπήρξε αρκετά περιορισμένη. Η μειωμένη επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας, η παρακμή της Ισπανίας, κατόχου ενός μεγάλου τμήματος της Ιταλικής Χερσονήσου, η τεχνολογική υστέρηση των Ιταλών μετά την Αναγέννηση και οι αυστηροί έλεγχοι στη διακίνηση των ιδεών και στην καινοτομία στις καθολικές χώρες εξηγούν σε μεγάλο βαθμό τη μειονεκτική θέση των Ιταλών στη σύγκρισή τους μ’ εκείνα τα έθνη που είχαν εξελιχθεί πολιτικά (Αγγλία, Γαλλία) και πολιτιστικά. Και αν στον 18ο αιώνα η χερσόνησος εξακολούθησε να εξάγει ακόμη καλλιτέχνες, κυρίως μουσικούς ή διπλωμάτες, τούτο δεν κατέληγε στη διάδοση του ιταλικού πολιτισμού αλλά, αντίθετα, στην γνωριμία των Ιταλών με τα επιτεύγματα της Δυτικής Ευρώπης. Γενικά, η εισαγωγή στην Ιταλία των ιδεών του Διαφωτισμού και η ευρεία διακίνησή τους στις τοπικές ελίτ, έστω και με τους παραπάνω όρους, έγιναν εφικτές χάρη σε παράγοντες όπως: α) η προεργασία που είχε γίνει με την ανάπτυξη των φυσικών επιστημών στους χρόνους της Αναγέννησης και της επιστημονικής επανάστασης, στο πλαίσιο, βεβαίως, των αυστηρών ελέγχων που χαρακτηρίζουν την περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης, β) η διάδοση της γαλλικής κουλτούρας, γ) η συγκρότηση στην χερσόνησο ενεργών μηχανισμών καλλιέργειας και μετάδοσης των νέων ιδεών, όπως λ.χ. η Μασονία, και δ) το μεταρρυθμιστικό πνεύμα που επικράτησε σε διάφορα κράτη της Ιταλικής Χερσονήσου μετά τα μέσα του 18ου αιώνα. Οι νέες ιδέες, οι επιπτώσεις τους στην καθημερινότητα και η διάδοση του πολιτιστικού αποτυπώματος του Διαφωτισμού στη Γαλλία ή την Αγγλία απασχόλησαν συστηματικά τους κύκλους των Ιταλών διανοουμένων. 101 Τα κυριότερα κανάλια μετάδοσης αυτών των ειδήσεων ήταν τα βιβλία, δημοσιευμένα στο πρωτότυπο, εφόσον ήταν ξενόγλωσσα, ή μεταφρασμένα από Ιταλούς, τα λογοτεχνικά περιοδικά που άρχισαν να κυκλοφορούν και στην Ιταλία από τα τέλη του 17ου αι. ακολουθώντας το γαλλικό ή αγγλικό πρότυπο, τα ταξίδια λογίων και συγγραφέων στην Ιταλία ή Ιταλών στη Γαλλία κ.ά. Η επίδρασή τους, ωστόσο, δεν ξεπέρασε κάποια συγκεκριμένα όρια. Και τούτο, τόσο γιατί η διάδοση των νέων ιδεών βρήκε αντιστάσεις στην παραδοσιακή ιταλική κουλτούρα που, όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει ο Candeloro (1978), νοιαζόταν περισσότερο για μια επιδεικτική ευρυμάθεια λογοτεχνικού-ρητορικού χαρακτήρα και λιγότερο για τα σύγχρονα προβλήματα, επικαλούμενη μονότονα την πολιτιστική υπεροχή των Ιταλών που όμως αφορούσε προγενέστερες περιόδους, όσο και γιατί η Ιταλία κοινωνικά εξελισσόταν με τρόπο διαφορετικό από εκείνον των πιο προηγμένων κρατών της Ευρώπης. Όταν μιλάμε λοιπόν για εκπροσώπηση του Διαφωτισμού στην Ιταλία, αναφερόμαστε σε μια μικρή μερίδα ανθρώπων με κοσμοπολίτικες επιρροές, που, αντίθετα με ό,τι συνέβαινε στη Δυτική Ευρώπη, προέρχονταν κατά βάση από τους κύκλους της προοδευτικής αριστοκρατίας και της Εκκλησίας. Όλοι αυτοί οι διανοητές δραστηριοποιήθηκαν ενεργά από τα μέσα περίπου του 18ου αι. κ.εξ., αξιοποιώντας τον ελεύθερο χώρο που τους είχαν παραχωρήσει οι λεγόμενοι «φωτισμένοι» ηγεμόνες, εκείνοι δηλαδή που επέτρεψαν τη διείσδυση των νεών ιδεών στις επικράτειές τους, εφαρμόζοντας κάποιες από αυτές στην πράξη. Τον ρόλο της «προετοιμασίας» για την υποδοχή του ιταλικού Διαφωτισμού τον ανέλαβαν μια σειρά από πρόσωπα που έδρασαν στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 18ου αι.: ο Σιπιόνε Μαφφέι, ο Λουντοβίκο Αντόνιο Μουρατόρι, ο Τζαμπαττίστα Βίκο, ο Πιέτρο Τζαννόνε κ.ά. Ο Μαφφέι, μέλος μιας οικογένειας από τη Μόντενα που ανήκε στην αριστοκρατία του ξίφους, με το έργο του Η επιστήμη της Ιπποσύνης (La scienza cavalleresca) (1710) αμφισβήτησε τον ηθικό κώδικα των ευγενών, προτείνοντας την εκ νέου νομιμοποίηση των προνομίων μέσα από τη σύνδεσή τους με συγκεκριμένες ικανότητες και γνώσεις. Στις πρωτοβουλίες του εντάσσεται και η ίδρυση του Giornale de’ letterati d’Italia, που μεταξύ 1714 και 1717 είχε περίπου 2.000 συνδρομητές. Το περιοδικό αυτό λειτούργησε ως μέσο διάδοσης των νέων ιδεών, καθώς στις σελίδες του φιλοξενήθηκαν αναφορές στα σημαντικότερα από τα βιβλία που κυκλοφόρησαν στην Ιταλία και στο εξωτερικό. Επιχείρησε, επίσης, να ιδρύσει στην Πάδοβα ένα κέντρο για την πρόοδο της γνώσης, πρόταση για την οποία η βενετική γερουσία δεν επέδειξε κάποιο ενδιαφέρον. Ο Μουρατόρι από τη Μόντενα (1672-1750) χειροτονήθηκε ιερέας το 1695 και εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος αρχικά στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη και κατόπιν, για πενήντα περίπου χρόνια, στην Αυλή της Μόντενας. Έχοντας, επιπλέον, την ευθύνη της οργάνωσης των αρχείων της πόλης, δημοσίευσε μεγάλο αριθμό αρχειακών εγγράφων για την ιταλική, μεσαιωνική κυρίως, ιστορία, στην οποία είχε προσδώσει έναν χαρακτήρα ενοποίησης του υπό εξέταση χώρου, αντίληψη πρωτοποριακή τόσο για την εποχή στην οποία έγραψε όσο και για την περίοδο που εξέτασε. Συνολικά, ασχολήθηκε με πλήθος αντικειμένων στα οποία περιλαμβάνονται η οικονομία, η πολιτική, αλλά και η ιστορική έρευνα, στην ανανέωση της οποίας συνέβαλε σημαντικά με το έργο του. Στην πολιτική, υποστήριξε την υλοποίηση μετριοπαθών μεταρρυθμίσεων τόσο στην κοινωνία όσο και στο κράτος. Η σημαντικότερη συμβολή του, ωστόσο, θεωρείται η επινόηση του λεγόμενου «πεφωτισμένου καθολικισμού», που συνίστατο σε μια σκληρή κριτική εναντίον των προλήψεων και των υπερβολών που χαρακτήριζαν τη λατρεία και το θρησκευτικό τελετουργικό. Ο Βίκο (1668-1744), η αξία του έργου του οποίου εκτιμήθηκε περισσότερο την περίοδο του Ρομαντισμού παρά στα χρόνια του, υπήρξε πολυσχιδής προσωπικότητα. Καθηγητής Φιλοσοφίας και Ρητορικής στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, ασχολήθηκε συστηματικά με την Ιστορία και τους Κλασικούς. Στο έργο του Νέα Επιστήμη (Scienza nuova) (1725) πρότεινε μια νέα επιστημονική μέθοδο, τη Νέα Φιλοσοφία, που θα επέτρεπε τη σύγκλιση της παραδοσιακής ιστορίας με τις συστηματικές κοινωνικές επιστήμες με σκοπό τη συγκρότηση μιας νέας επιστήμης. Για τούτο αναγνωρίζεται ως πρόδρομος της ιστορίας, αλλά και κοινωνικών επιστημών όπως της κοινωνιολογίας και της ανθρωπολογίας. Ο Πιέτρο Τζαννόνε (1676-1748), νομικός από την Απουλία, με το έργο του Πολιτική Ιστορία του Βασιλείου της Νάπολης (Istoria civile del regno di Napoli), το 1723, έπιασε το νήμα από εκεί που το είχε αφήσει ο Πάολο Σάρπι, απορρίπτοντας την κοσμική κυριαρχία των παπών και υποστηρίζοντας την προοπτική ενίσχυσης του ελέγχου που ασκούσε το κράτος επί των «εθνικών» εκκλησιών. Η αντίδραση της Εκκλησίας θα του στοίχιζε όμως μια σειρά από διώξεις και στερήσεις της ελευθερίας του, καθώς και την αναγκαστική μετακίνησή του στη Βενετία. Στη χαρτογράφηση του ιταλικού Διαφωτισμού γίνονται εύκολα διακριτά δύο φωτεινά σημεία: αφενός η Νάπολη και αφετέρου το Μιλάνο, χωρίς βέβαια να λείπουν και άλλα κέντρα με μικρότερη συμβολή. Οι διανοούμενοι σε αυτές τις δύο πόλεις ασχολήθηκαν κυρίως με τα πεδία του Δικαίου και της Οικονομίας. 102 Ειδικότερα στη Νάπολη οι εκεί εκπρόσωποι του Διαφωτισμού ανέπτυξαν θέματα που αφορούσαν τις σχέσεις του Κράτους με την Εκκλησία, αλλά και την οικονομική πολιτική. Ο Αντόνιο Τζενοβέζι (1713-1769), ακροατής των πανεπιστημιακών παραδόσεων του Βίκο, λογίζεται ως ο κύριος εκπρόσωπος του Διαφωτισμού στη νότια Ιταλία και εμπνευστής μιας ολόκληρης γενιάς διαφωτιστών. Από το 1754 κατείχε την έδρα «Εμπορίου και Μηχανικής» στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, την πρώτη ουσιαστικά, πανεπιστημιακή έδρα Οικονομικών στην Ευρώπη. Επηρεασμένος από τις θεωρίες του Τζων Λοκ, δίδαξε Πολιτική Οικονομία, υποστηρίζοντας την ανάγκη υιοθέτησης μεταρρυθμίσεων που θα καταργούσαν τα προνόμια των βαρόνων και τις παρεμβάσεις του κλήρου. Με το έργο του Μαθήματα Εμπορίου (Lezioni di Commercio) πρότεινε την ενίσχυση της βιοτεχνίας και της γεωργίας ως οχημάτων για τον εκσυγχρονισμό του βασιλείου. Υποστήριξε επίσης την ανάγκη σχηματισμού μιας ζώνης ελεύθερου εμπορίου στην Ιταλική Χερσόνησο, με την κατάργηση των τελωνειακών δασμών που επιβάλλονταν στις διακινήσεις από κράτος σε κράτος. Σε ανάλογο πνεύμα κινήθηκε και ο Φερντινάντο Γκαλιάνι (1728-87) από το Αμπρούτσο (Κιέτι), γνωστός για το οξύ πνεύμα του. Έζησε αρκετά χρόνια στο Παρίσι ως γραμματέας της εκεί πρεσβείας του Βασιλείου της Νάπολης. Στο έργο του Περί Νομίσματος (Della Moneta) (1751) διατύπωσε οξυδερκείς παρατηρήσεις γύρω από τη θεωρία της αξίας και τη νομισματική κυκλοφορία, καθώς και τη θέση του για την υπεροχή της γεωργίας επί του εμπορίου. Παρόλο που υποστήριξε την ελευθερία του εμπορίου, τάχθηκε εναντίον των φιλελεύθερων υπερβολών που διατύπωναν οι φυσιοκράτες. Μεγάλη επίδραση στην Ιταλία και την Ευρώπη είχε το έργο του Γκαετάνο Φιλαντζέρι (1752-88) Η Επιστήμη της Νομοθεσίας (Scienza della legislazione), με το οποίο εισηγήθηκε την κωδικοποίηση των νόμων και μια μεταρρύθμιση του ποινικού κώδικα που θα περιόριζε τις αυθαιρεσίες των φεουδαρχών και θα έθετε τις βάσεις για μια αναδιοργάνωση της κοινωνίας στη βάση του ορθού λόγου. Στο δεύτερο μεγάλο κέντρο του ιταλικού Διαφωτισμού, το Μιλάνο, τα ζητήματα που απασχόλησαν τους διανοουμένους σχετίζονταν με το Δίκαιο και την Οικονομία. Ο σημαντικότερος πυρήνας των νέων ιδεών συγκροτήθηκε γύρω από το περιοδικό Il Caffè (1782-97), που εξέδιδε ο Πιέτρο Βέρρι (1728-89) και φιλοξενούσε ζωηρές συζητήσεις γύρω από την οικονομία, την πολιτική κ.ά. Συνεργάτες του περιοδικού υπήρξαν ορισμένοι από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μιλανέζικου Διαφωτισμού. Ένας από αυτούς ήταν ο Τσέζαρε Μπεκκαρία (1738-1794), το έργο του οποίου Περί Αδικημάτων και Ποινών (Dei delitti e delle pene, 1764) άσκησε μεγάλη επιρροή τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, όπου κυκλοφόρησαν πολυάριθμες εκδόσεις του. Στο έργο αυτό ο Μπεκκαρία ανέλυσε το νομοθετικό σύστημα, προτείνοντας την κατάργηση των βασανιστηρίων και της θανατικής ποινής και την ενίσχυση της πρόληψης του εγκλήματος μέσα από μια αποτελεσματική μεταρρύθμιση της ποινικής διαδικασίας, που προέβλεπε, μεταξύ των άλλων, και τη διαφάνεια στη δικαστική διαδικασία. Πέρα από εφημερίδες και περιοδικά όπως το Il Caffè, ένα σημαντικό κανάλι για τη διάχυση των νέων ιδεών και την προβολή των μεταρρυθμιστικών επιτευγμάτων υπήρξε η Μασονία, που διαδόθηκε στην Ευρώπη στις δεκαετίες του 1720 και 1730 κ.εξ. Βασισμένοι στο τυπικό των ελευθεροτεκτόνων της Αγγλίας, οι Ιταλοί μασόνοι ίδρυσαν λέσχες στις οποίες συνυπήρχαν ευγενείς και αστοί. Κίνημα με χαρακτήρα φιλανθρωπικό και φιλοσοφικό, παρά τις επιμέρους «πειθαρχίες» και τάσεις που επικράτησαν από χώρα σε χώρα, η Μασονία υποστήριξε με σθένος τις ιδέες του Διαφωτισμού και ειδικότερα την κοινωνική ισότητα, την αλληλοϋποστήριξη ανάμεσα στα μέλη της, την πολιτική και θρησκευτική ανοχή και ένα πνεύμα κοσμοπολίτικο που επέτρεπε τη συζήτηση θεμάτων οικουμενικού χαρακτήρα 7.2 Οι Μεταρρυθμίσεις του 18ου αιώνα 7.2.1 Το ευρωπαϊκό πλαίσιο Τα κύρια αιτήματα των διαφωτιστών φιλοσόφων και, παράλληλα, οι στόχοι της κριτικής τους (η Εκκλησία, τα προνόμια της αριστοκρατίας, οι θεσμοί του Παλαιού Καθεστώτος) από τα μέσα του 18ου αι. κ.εξ. βρήκαν απήχηση και σε ορισμένους από τους ηγεμόνες, που, ακριβώς εξαιτίας της ειδικής σχέσης τους με τον Διαφωτισμό, θα αποκαλούνται στο εξής «πεφωτισμένοι». Σε αυτή την κατηγορία εντάσσονται πρόσωπα όπως ο Φρειδερίκος Β΄ της Πρωσίας, η Μαρία Θηρεσία της Αυστρίας και ο γιος της Ιωσήφ Β΄, αλλά και η Μεγάλη Αικατερίνη της Ρωσίας, οι οποίοι εισήγαγαν μια σειρά από μεταρρυθμίσεις για ζητήματα όπως οι σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, ο περιορισμός των προνομίων των ευγενών και του κλήρου, οι ατομικές και συλλογικές ελευθερίες, η οργάνωση της οικονομίας κ.ά. Αντίθετα με τα παραπάνω, οι μεταρρυθμιστικές πολιτικές δεν πέτυχαν στη Γαλλία, εξαιτίας της δυναμικής αντίδρασης των αριστοκρατών, ανοίγοντας, ουσιαστικά, τον δρόμο 103 για τη Γαλλική Επανάσταση. Τη θετική στάση που τήρησαν ορισμένοι από τους ηγεμόνες απέναντι στις νέες ιδέες την υπαγόρευσε εν πολλοίς και η ταύτιση των δικών τους συμφερόντων με τις αλλαγές που υποστήριζε ο Διαφωτισμός στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Έτσι, η σύγκρουση των αστών με την αριστοκρατία και τον κλήρο ενίσχυσε τον απόλυτο χαρακτήρα της μοναρχίας, πράγμα που συνέβη στην Πρωσία και τη Ρωσία, ενώ η βελτίωση των όρων εντός των οποίων πραγματοποιούνταν οι οικονομικές δραστηριότητες οδήγησε στην αύξηση των κρατικών εσόδων. Ανεξάρτητα από τα διαφορετικά κίνητρα καθενός από τους «πεφωτισμένους» ηγεμόνες, η συμβολή τους στην προώθηση των ιδεών του Διαφωτισμού υπήρξε καθοριστική για την ανανέωση των ευρωπαϊκών κοινωνιών και τη βελτίωση των όρων λειτουργίας της κρατικής μηχανής. Συγκεφαλαιωτικά, οι παρεμβάσεις των «πεφωτισμένων» ηγεμόνων καταγράφονται ως εξής: • Έδωσαν το κύριο βάρος των προσπαθειών τους στη μεταβολή των όρων συμμετοχής στην πολιτική και κοινωνική ζωή, αφενός με τον περιορισμό των προνομίων των αριστοκρατών και του κλήρου, και αφετέρου με την αποδέσμευση των πολιτικών δικαιωμάτων από κοινωνική θέση ή οικογενειακή προέλευση. • Προώθησαν μεταρρυθμίσεις στη λειτουργία της κρατικής γραφειοκρατίας με ενοποιήσεις διοικητικών υπηρεσιών και αναδιοργάνωση του φορολογικού μηχανισμού. • Ειδικότερα στην Οικονομία, οι αλλαγές που επιχείρησαν υπάκουαν στις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού. Οι αυξημένες ανάγκες του εμπορίου διευκόλυναν, μεταξύ των άλλων, την άρση των εμποδίων για τη συμμετοχή διαφόρων κοινωνικών ομάδων στις επιχειρηματικές δραστηριότητες και τον περιορισμό της φορολόγησης στη διακίνηση εμπορευμάτων με τη θεσμοθέτηση λιμανιών ελεύθερων από τελωνειακούς δασμούς (porto franco). • Στη γεωργία ο στόχος του εκσυγχρονισμού των καλλιεργητικών μεθόδων θα επιτυγχανόταν με την ενθάρρυνση της εισαγωγής νέων τεχνικών για εντατική καλλιέργεια, με την κατάργηση των δεσμεύσεων που περιόριζαν την απόδοση και την εμπορευματοποίηση της γεωργικής παραγωγής και με προσπάθειες αναδιανομής της αγροτικής ιδιοκτησίας. • Στο πεδίο του Δικαίου παρήχθησαν μια σειρά από κωδικοποιήσεις νόμων που επεξεργάστηκαν το νομοθετικό υλικό που είχε παραδοθεί από τον Μεσαίωνα. Χάρη στη διάδοση μιας νέας αντίληψης για τη σχέση Δικαίου-Κοινωνίας και τη φύση των ποινών, που βασίστηκε εν πολλοίς στην επίδραση του έργου του Τσέζαρε Μπεκκαρία, Περί Αδικημάτων και Ποινών, καταργήθηκε η θανατική ποινή, απαγορεύτηκαν τα βασανιστήρια, έγινε διαφανής η δικαστική διαδικασία κ.ά. • Ο έλεγχος της Εκκλησίας αποτέλεσε κύριο αντικείμενο των «πεφωτισμένων» ηγεμόνων και πεδίο απόλυτης σύμπλευσης με τους διανοουμένους. Στόχος τους ήταν ο περιορισμός της διοικητικής ανεξαρτησίας που απολάμβανε η Εκκλησία και η πλήρης ένταξή της στον μηχανισμό της κρατικής γραφειοκρατίας. Για τον σκοπό αυτόν καταργήθηκε το Δικαστήριο της Ιεράς Εξέτασης, καθώς και τα κυριότερα από τα εκκλησιαστικά προνόμια, όπως το δικαίωμα των εκκλησιαστικών να κρίνονται από ξεχωριστό, μη κρατικό, δικαστήριο, αλλά και το άσυλο που απολάμβαναν όσοι κατέφευγαν σε εκκλησιαστικό χώρο για να αποφύγουν τη Δικαιοσύνη. • Στην κατεύθυνση του περιορισμού της διοικητικής ανεξαρτησίας της Εκκλησίας κινούνταν, επίσης, μέτρα όπως η υποχρεωτική έγκριση που έδιναν οι κυβερνήσεις (με τα περίφημα placet και exequatur) στους διορισμούς των εκκλησιαστικών αξιωματούχων, που πραγματοποιούσε ο ποντίφικας. • H πιο επεισοδιακή στιγμή στις ταραγμένες σχέσεις ανάμεσα στην Εκκλησία και το Κράτος υπήρξε ο κοινός αγώνας ηγεμόνων και διαφωτιστών εναντίον του τάγματος των Ιησουιτών, που ταυτιζόταν στη συλλογική συνείδηση με τον παραδοσιακό καθολικισμό της Αντιμεταρρύθμισης. Η δράση των Ιησουιτών προκαλούσε, εξάλλου, έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της διαρκούς ανάμειξής τους στην πολιτική, της σχεδόν προνομιακής δραστηριοποίησής τους στην οργάνωση και τη λειτουργία σχολείων και πανεπιστημίων κ.ά. • Μετά τα μέσα του 18ου αι. άρχισε σταδιακά η απαγόρευση της λειτουργίας του τάγματος των Ιησουιτών. Η Πορτογαλία, η Γαλλία, η Ισπανία, το Βασίλειο της Νάπολης και η Ελβετία ήταν μερικά από τα κράτη που εφάρμοσαν αυτή την απόφαση, αναγκάζοντας, ουσιαστικά, τον πάπα Κλήμη ΙΔ΄ να προβεί το 1773 στην επίσημη κατάργησή του. Οι προσπάθειες για την αναβάθμιση και τον «εκδημοκρατισμό» της εκπαιδευτικής διαδικασίας στηρίχτηκαν σε μεγάλο βαθμό στην αξιοποίηση των δημευθέντων ακινήτων των ιησουίτικων μοναστηριών, όπου ιδρύθηκαν σχολεία, βιβλιοθήκες, επιστημονικές εταιρείες κ.ά. 104 Εικόνα 7.1 Μέρος της εικονογράφησης του βιβλίου του Τσέζαρε Μπεκκαρία (1766). Dei delitti e delle pene. Χάρλεμ, δημοσιευμένο στο https://commons.wikimedia.org/wiki/File%3ABeccaria_-_Dei_delitti_e_delle_pene_-_6043967_A.jpg (Σεπτέμβριος 2015). 7.2.2 Οι Μεταρρυθμίσεις στην Ιταλία Στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων ξεχώρισαν «πεφωτισμένοι» ηγεμόνες κρατών όπως η Πρωσία, η Ρωσία, η Δανία και η Σουηδία, και σε μικρότερο βαθμό η Ισπανία και η Πορτογαλία. Ιδιαίτερα επιτυχημένες υπήρξαν οι παρεμβάσεις στην Αψβουργική Αυτοκρατορία στα χρόνια του Ιωσήφ Β΄ (1780-90), γιου της Μαρίας Θηρεσίας. Η διοικητική εξάρτηση μέρους της Ιταλίας από τους Αψβούργους και η σταθερή επαφή των Ιταλών με τη γαλλική κουλτούρα διευκόλυναν τη διάδοση των μεταρρυθμίσεων και στην Ιταλία. Ένας γενικός απολογισμός δείχνει, ωστόσο, ότι, πέρα από τις άμεσες κτήσεις των Αυστριακών, στην υπόλοιπη Ιταλία οι μεταρρυθμίσεις είχαν χαρακτήρα αποσπασματικό. Αναλυτικότερα: Στο Δουκάτο του Μιλάνου, κτήση των Αψβούργων, αρχικά η Μαρία Θηρεσία (1740-80) και κατόπιν ο Ιωσήφ Β΄ (1780-90) προώθησαν το σύνολο των αλλαγών που εφαρμόστηκαν και στα υπόλοιπα κράτη, τα οποία ανήκαν, κληρονομικώ δικαιώματι, στον Οίκο της Αυστρίας. Στις προσπάθειες αυτές οι Αυστριακοί πλαισιώθηκαν από έναν κύκλο μιλανέζων λογίων και ανθρώπων της διοίκησης, όπως λ.χ. ο Πιέτρο Βέρρι, που συνδύαζε και τις δύο αυτές ιδιότητες. Σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο περιορίστηκαν οι εξουσίες θεσμών που εκπροσωπούσαν παραδοσιακά την τοπική αριστοκρατία, όπως π.χ. η γερουσία του Μιλάνου, καθώς και προνόμια των ευγενών, όπως τα δικαιώματα είσπραξης δημόσιων προσόδων (regalìe). Ανάμεσα στο 1749 και το 1759 πραγματοποιήθηκε γενική απογραφή της ακίνητης περιουσίας με ευθύνη του Πομπέο Νέρι. Ακολούθησε η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος με την κατάργηση των φοροαπαλλαγών που απολάμβαναν ο κλήρος και οι ευγενείς. Η αύξηση του κόστους κατοχής και χρήσης της γης ευνόησε μακροπρόθεσμα τα μέλη της ανερχόμενης αστικής τάξης, που θα αποκτούσαν με αγορά μέρος των κτημάτων που θα εγκατέλειπαν οι άλλοτε προνομιούχοι γαιοκτήμονες. Οι νέοι ιδιοκτήτες γης και κάποια μέλη της προοδευτικής αριστοκρατίας εισήγαγαν νέες καλλιεργητικές μεθόδους και πραγματοποίησαν μια σειρά από εγγειοβελτιωτικά έργα, αυξάνοντας την απόδοση της γης, αλλά και τα δικά τους κέρδη. Σημαντικά 105 κίνητρα για επενδύσεις στη γεωργία προέκυψαν από τη φορολόγηση της γης βάσει της απόδοσής της κατά τη στιγμή της κατάρτισης του κτηματολογίου, ανεξάρτητα από μελλοντικές εγγειοβελτιώσεις που θα μπορούσαν, ενδεχομένως, να αυξήσουν την αγροτική παραγωγή. Αντίθετα, πιθανή εγκατάλειψη της γης από τους ιδιοκτήτες της δεν τους απάλλασσε από την καταβολή του προϋπολογισμένου φόρου. Με αυτούς τους όρους άρχισε να διαδίδεται και στη Λομβαρδία η αγροτική καπιταλιστική επιχείρηση. Ταυτόχρονα, το κράτος απέκτησε ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του για τη φορολόγηση των πολιτών, ενώ οι γαιοκτήμονες επιβεβαίωσαν την ισχύ των τίτλων ιδιοκτησίας που κατείχαν. Η υιοθέτηση των αρχών του οικονομικού φιλελευθερισμού απελευθέρωσε, επίσης, τόσο τις βιοτεχνικές δραστηριότητες, κυρίως την υφαντουργία λινών και μάλλινων, όσο και το εμπόριο σιτηρών (1776, 1786). Η σύγκρουση με την Εκκλησία έφερε, τέλος, την κατάργηση της Ιεράς Εξέτασης και της λογοκρισίας, αλλά και την εκδίωξη των ιησουιτών, στις μονές των οποίων στεγάστηκαν δημόσια σχολεία. Η απόφαση αυτή εξυπηρετούσε δύο κύριες πολιτικές: από τη μια αφαιρούσε από τους εκκλησιαστικούς το μονοπώλιο της μόρφωσης και από την άλλη ικανοποιούσε την ανάγκη οργάνωσης ενός εκπαιδευτικού συστήματος προσαρμοσμένου στις οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που βρίσκονταν σε εξέλιξη. Ανάλογες μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν και στο Μεγάλο Δουκάτο της Τοσκάνης από τον Φραγκίσκο Β΄ της Λωραίνης (1738-65), σύζυγο της Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας, και ειδικότερα από τον δευτερότοκο γιο του Πιέτρο Λεοπόλντο Α΄ (1765-90), αδελφό του αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ Β΄, τον οποίο και διαδέχτηκε το 1790. Πέρα από τις παρεμβάσεις στον ρόλο της Εκκλησίας, με τον καθορισμό ορίων στις σχέσεις της με το κράτος και μέτρα όπως η κατάργηση μοναστηριών, το πρωτοποριακό στοιχείο εδώ ήταν η εισαγωγή το 1787 του ποινικού κώδικα (Codice leopoldino). Ο κώδικας αυτός αποδέχτηκε για πρώτη φορά σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τις ιδέες του Τσέζαρε Μπεκκαρία, καταργώντας τα βασανιστήρια και τη θανατική ποινή, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα του κατηγορουμένου για υπεράσπιση του εαυτού του και, καθιστώντας υποχρεωτική τη δημοσιοποίηση των δικαστικών αποφάσεων με το σκεπτικό τους. Καταργήθηκαν, επιπλέον, ορισμένοι αναχρονιστικοί θεσμοί όπως τα πρωτοτόκια (maggiorascato). Το τελευταίο αυτό μέτρο ικανοποιούσε και ένα από τα σχέδια του Πιέτρο Λεοπόλντο Α΄, την αναδιανομή της γαιοκτησίας που θα οδηγούσε στη συγκρότηση μιας νέας τάξης γαιοκτημόνων μέσω της πώλησης ή ενοικίασης μικρών αγροτεμαχίων, στόχος που ανταποκρινόταν στις αρχές του οικονομικού φιλελευθερισμού. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνταν, επίσης, αποφάσεις όπως η σύνταξη κτηματολογίων, η εισαγωγή ενός φόρου αναλογικού για όλους τους γαιοκτήμονες, η απαλλοτρίωση μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας, η κατάργηση των συντεχνιών (1770), η απελευθέρωση του εμπορίου σιτηρών (1767, 1775), η υλοποίηση αρδευτικών έργων και άλλων εγγειοβελτιώσεων (Βαλ ντι Κιάνα, Μαρέμμα) κ.ά. Οι μεταρρυθμίσεις των μεγάλων δουκών της Τοσκάνης, που απέβλεπαν κυρίως σε πρακτικά ζητήματα, μπόρεσαν να στηριχτούν σ’ ένα δυναμικό αστικό στρώμα που περιλάμβανε και αρκετούς διανοουμένους (Τζούλιο Ρουτσελλάι, Πομπέο Νέρι, Φραντσέσκο Μαρία Τσάννι). Όμως από το 1790 κ.εξ., με την άνοδο στον θρόνο του Φερδινάνδου Γ΄ (1790-1801), οι ρυθμοί του μεταρρυθμιστικού προγράμματος επιβραδύνθηκαν σημαντικά, λόγω του φόβου που είχε προκαλέσει το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης. Στο Βασίλειο της Νάπολης, παρά την πλούσια δημόσια συζήτηση, στην οποία συμμετείχαν ιδιαίτερα αξιόλογοι διανοητές-υποστηρικτές των ιδεών του Διαφωτισμού, η μεταρρυθμιστική πολιτική του πρώτου από τους βουρβόνους βασιλείς, του Καρόλου (1734-59), και κατόπιν (όταν εκείνος έγινε βασιλιάς της Ισπανίας με το όνομα Κάρολος Γ΄) του υπουργού του Μπερνάρντο Τανούτσι, επικεντρώθηκε στις σχέσεις Εκκλησίας-Κράτους και ειδικότερα στη διασφάλιση των κρατικών συμφερόντων από τα προνόμια της Εκκλησίας. Η δεύτερη σημαντική μεταρρύθμιση εδώ ήταν η σύνταξη κτηματολογίου βάσει των δηλώσεων των ίδιων των γαιοκτημόνων και όχι των μετρήσεων που θα εκτελούσαν εμπειρογνώμονες. Πραγματοποιήθηκαν, εξάλλου, εγγειοβελτιωτικά έργα σε περιοχές που υπέφεραν από την ελονοσία, δημόσια έργα όπως τα Βασιλικά Ανάκτορα της Νάπολης ή η μεγαλοπρεπής βασιλική έπαυλη στην Καζέρτα, αλλά και εργασίες ανασκαφής στην Πομπηία και στο Ερκολάνο. Δεν προχώρησαν, ωστόσο, μεταρρυθμίσεις σε άλλα πεδία, όπως η κατάργηση των φοροαπαλλαγών και άλλων προνομίων των ευγενών, η αναμόρφωση του φορολογικού συστήματος ή ο κατακερματισμός των φέουδων που θα διευκόλυνε τη συγκρότηση μιας τάξης μικρών και μεσαίων ιδιοκτητών και μιας ομάδας αστών εμπόρων. Η έλλειψη αποτελέσματος σε αυτά τα πεδία συνδεόταν με την έντονη αντίδραση της εξαιρετικά ισχυρής ναπολιτάνικης αριστοκρατίας. 106 Εικόνα 7.2 Προσωπογραφία του Πιέτρο Λεοπόλντο Α΄, μεγάλου δούκα της Τοσκάνης (στα αριστερά), με τον μεγαλύτερο αδελφό του Ιωσήφ Β΄, αυτοκράτορα της Αυστρίας, δημοσιευμένη στο https://commons.wikimedia.org/wiki/ File%3APompeo_Batoni_002.jpg (Σεπτέμβριος 2015). Έτσι, οι βαρόνοι της νότιας Ιταλίας θα συνέχιζαν να κατέχουν τεράστιες εκτάσεις γης, χωρίς να δείχνουν κάποιο ενδιαφέρον για τη βελτίωση της απόδοσής της, στερώντας τη γεωργική παραγωγή από την προοπτική μιας ανάπτυξης καπιταλιστικού χαρακτήρα. Σε αυτές τις περιοχές οι εμπορικές και ναυτικές δραστηριότητες αφορούσαν μια εξαιρετικά μικρή μερίδα ανθρώπων, πράγμα που ίσχυε και στην περίπτωση της βιομηχανίας. Έλειψε, λοιπόν, μια ισχυρή αστική τάξη, οικονομικά ενεργή και ικανή να υποστηρίξει τη δραστηριότητα του βασιλιά. Έλειψαν, εν τέλει, στο Βασίλειο της Νάπολης όλες εκείνες οι αντικειμενικές ιστορικές συνθήκες που θα επέτρεπαν την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων ενός πεφωτισμένου ηγεμόνα. Η αντικατάσταση του Καρόλου Γ΄ από τον Φερδινάνδο Δ΄ (1759-1806) επιβράδυνε δραματικά το ούτως ή άλλως αδύναμο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα του προκατόχου του, παρά τις πιέσεις υπέρ των μεταρρυθμίσεων από τη σύζυγό του Μαρία Καρολίνα, διατηρώντας για το βασίλειό του μια εικόνα που θα έδειχνε ολοένα και πιο αναχρονιστική σε μια Ιταλία που είχε ήδη αρχίσει να αλλάζει. Εξίσου αδύναμο ήταν το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα στη Σικελία στα χρόνια του αντιβασιλιά Καράτσολο, για λόγους παραπλήσιους μ’ εκείνους που ίσχυαν στο Βασίλειο της Νάπολης (δυναμική αντίδραση της φεουδαλικής αριστοκρατίας). Στα υπόλοιπα κράτη της χερσονήσου οι ηγεμόνες γενικά δεν ανταποκρίθηκαν στις εκκλήσεις των αστών και οι λίγες μεταρρυθμίσεις υλοποιήθηκαν εκτός του πλαισίου της φωτισμένης απολυταρχίας. Αναλυτικότερα, το Βασίλειο της Σαρδηνίας, παρά την ζωηρή παρουσία του στην ιταλική και ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή, επιβεβαίωσε την προσήλωσή του στην παραδοσιακή απολυταρχία, αποφεύγοντας πολιτικές αποφάσεις που θα άλλαζαν τις κοινωνικές ισορροπίες. Εντούτοις, στο πρώτο μισό του 18ου αιώνα ενισχύθηκε η διοικητική δομή του κράτους και ξεκίνησε η απογραφή της ακίνητης περιουσίας, που ολοκληρώθηκε το 1731. Η επόμενη σημαντική μεταρρύθμιση θα έπρεπε να περιμένει σαράντα χρόνια. Το 1771, με πρωτοβουλία του βασιλιά Κάρλο Εμανουέλε Γ΄ (1759-76), καταργήθηκαν τα φεουδαλικά δικαιώματα στη Σαβοΐα, απόφαση που συνδέθηκε με την καταβολή αποζημίωσης προς το κράτος. Στο Δουκάτο της Μόντενας οι δούκες Φραγκίσκος Γ΄ (1737-80) και Έρκολε Ρινάλντο Γ΄ (1780-96) υιοθέτησαν το αυστριακό μοντέλο, εστιάζοντας κυρίως σε αλλαγές στο πεδίο της δημόσιας εκπαίδευσης. Στο Δουκάτο της Πάρμας-Πιατσέντσας εφαρμόστηκαν σχετικά περιορισμένες μεταρρυθμίσεις από τον δούκα Φίλιππο τον Βουρβόνων, αδελφό του Καρόλου Γ΄ της Νάπολης, που στηρίχτηκε, μέχρι την απομάκρυνσή του το 1771, στο έργο ενός από τους υπουργούς του, του Γάλλου Ντι Τυγιώ. Χάρη σε πρωτοβουλίες του 107 τελευταίου, τη διετία 1767-69 υπήρξε πρόοδος στη οριοθέτηση των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους. Οι δημοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας έμειναν έξω από το μεταρρυθμιστικό κίνημα, παρά τα αιτήματα της ισχυρής αστικής τους τάξης, κατά βάση εμπορικής, χωρίς τούτο να σημαίνει ότι, ειδικά στη Βενετία, ο Διαφωτισμός δεν άφησε τα ίχνη του. Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Piero Del Negro (1986), στη Γαληνότατη Δημοκρατία παρατηρείται το φαινόμενο του «Διαφωτισμού χωρίς μεταρρυθμίσεις». Εκτός των μεταρρυθμίσεων έμεινε και το Παπικό Κράτος, με την εξαίρεση ορισμένων πρωτοβουλιών των παπών, που δεν εντάσσονταν οργανικά σε κάποιο συνολικό πρόγραμμα δράσεων, όπως π.χ. η σύνταξη κτηματολογίου, με πρωτοβουλία του Πίου ΣΤ΄, η απελευθέρωση του εμπορίου σιτηρών, η ρύθμιση της κατασκευαστικής δραστηριότητας ή οι αποστραγγίσεις ελών. Πέρα από την κρίση, πολιτική και οικονομική, που βίωνε το Κράτος της Εκκλησίας εξαιτίας του αντικληρικαλισμού που σάρωνε ολόκληρη την Ευρώπη και συρρίκνωνε τις χρηματικές ροές που κατευθύνονταν προς τα παπικά ταμεία, έλειψε κι εδώ μια ισχυρή αστική τάξη που θα λειτουργούσε ως κεντρικός μοχλός για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη, πραγματικότητα παραπλήσια μ’ εκείνη που βίωνε το Βασίλειο της Νάπολης. Εικόνα 7.3 Ο πάπας Πίος ΣΤ΄ (1717-99). Έργο του Giovanni Domenico Porta (γύρω στο 1766), δημοσιευμένο στο https://commons.wikimedia.org/wiki/File%3APioVI.jpg (Σεπτέμβριος 2015). Επιλογικά Ιδωμένο συνολικά, το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, το οποίο εφάρμοσαν άλλοτε διστακτικά και άλλοτε αποφασιστικότερα οι «πεφωτισμένοι» ηγεμόνες και ολοκληρώθηκε σχεδόν ταυτόχρονα με το ξέσπασμα της Γαλλικής Επανάστασης, αποκαλύπτει μια σειρά από αντιφάσεις σε διάφορα πεδία. Αποκαλύπτει επίσης όρια σαφή και συγκεκριμένα που υποδηλώνουν τον καθοριστικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι μονάρχες στον σχεδιασμό τους. Ενώ λοιπόν από τη μια οι ηγεμόνες συμμάχησαν με την αστική τάξη και τα προοδευτικότερα στοιχεία της ευγένειας για την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεών τους, από την άλλη δεν μπόρεσαν ούτε και επιδίωξαν να συγκρουστούν με τη συντηρητική αριστοκρατία, την οποία ωστόσο εκμεταλλεύτηκαν στρέφοντάς την εναντίον των ριζοσπαστικότερων στοιχείων της αστικής τάξης. Η επιλεκτική στήριξη των αιτημάτων της μιας ή της άλλης πλευράς βασιζόταν στη διαπίστωση ότι η ανανέωση που επιθυμούσε η αστική τάξη θα έφερνε μεταβολές βαθιές στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα, οι οποίες θα έρχονταν, αντικειμενικά, σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των ίδιων των μοναρχών. Έτσι, οι τελευταίοι ενδιαφέρθηκαν για εκείνες κυρίως τις μεταρρυθμίσεις που θα ενίσχυαν την αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού και θα έφερναν περισσότερα φορολογικά έσοδα στα ταμεία του κράτους. Αντίστοιχα, τα αστικά στρώματα είχαν αρχίσει να συνειδητοποιούν ότι μόνο η άμεση συμμετοχή τους στη διοίκηση θα έφερνε ουσιαστικές αλλαγές στην κοινωνία. Ήταν λοιπόν μοιραίο ότι την εποχή των μεταρρυθμίσεων θα τη διαδεχόταν η εποχή των επαναστάσεων. 108 Βιβλιογραφικές αναφορές - Οδηγός για περαιτέρω μελέτη Ago, R. &Vidotto, V. (2005). Storia Moderna, 3η έκδοση. Ρώμη-Μπάρι: Laterza. Berstein, S. & Milza, P. (1997). Ιστορία της Ευρώπης. 1. Μτφρ. Α. Δημητρακόπουλος, 3η έκδοση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια. Burns, E.M. (2006). Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι Χρόνοι. Μτφρ. Τ. Βαρβέρης, Τ. Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο. Candeloro, G. (1978). Storia dell’ Italia Moderna, Ι. Le origini del Risorgimento. Βαρέζε: Feltrinelli. Capra, C. (1978). L’età rivoluzionaria e napoleonica in Italia, 1796-1815. Τορίνο: Loescher. Carpanetto, D.-Ricuperati, G. (1986). L’Italia del Settecento. Crisi, trasformazione, lumi. Ρώμη-Μπάρι: Laterza. Dall’Olio, G. (2004). Storia Moderna. I temi e le fonti. Ρώμη: Carocci. De Bernardi, A. & Guarracino, Sc. (1996). Settecento. Ottocento. Eventi e problemi. Μιλάνο: Bruno Mondadori. De Felice, R. (1965). Italia giacobina. Νάπολη: Esi. Del Negro, P. (1986). Il mito americano nella Venezia del Settecento. Πάδοβα: Liviana. Giardina, Α., Sabbatucci, G. & Vidotto, V. (2002). L’ età moderna, 2. Ρώμη-Μπάρι: Laterza. Gramsci, Α. (1987). Il Risorgimento. Εισαγωγή Λ. Αξελός, μετάφραση Γ. Μαχαίρας. Αθήνα: Στοχαστής. Greco, G. & Rosa, M. (Επιμ.) (1996). Storia degli antichi stati italiani. Ρώμη-Μπάρι: Laterza. Greco, G. (2003). Cronologia dell’Italia Moderna. Νάπολη: Carocci. Hanlon, G. (2000). L’Illuminismo Italiano. Στο idem. Storia dell’ Italia moderna, 1550-1800 (σσ. 469-493). Μπολόνια: il Mulino. Holmes, G. (επιμ.) (2001). The Illustrated Oxford History of Italy. Οξφόρδη-Νέα Υόρκη: Οxford University Press. Milza, P. (2006). Storia d’ Italia. Μιλάνο: Corbaccio. Procacci, G. (2006). Storia degli italiani, 2, 4η έκδοση. Ρώμη-Μπάρι: Laterza. Quazza, G. (1965). L’Italia e l’Europa durante le guerre di Successione (1700-1748). Στο N. Valeri (Επιμ.). Storia d’Italia (Τόμος 2, σσ. 779-936). Τορίνο: UTET. Salvatorelli, L. (1974). Sommario della storia d’Italia. Τορίνο: Einaudi. Tilly, C. (1998). Οι ευρωπαϊκές επαναστάσεις, 1492-1992. Μτφρ. Κ. Θεολόγου. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα. Woolf, St. (1981). Il Risorgimento Italiano. I. Dall’età delle riforme all’Italia napoleonica. Τορίνο: Einaudi. Venturi, Fr. (1969-87). Settecento Riformatore, 1-5. Τορίνο: Einaudi.
https://repository.kallipos.gr/bitstream/11419/3952/7/02_chapter_07.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου