Η Ραβέννα (Ravenna) είναι πόλη και δήμος της Ιταλίας, βρίσκεται στην περιοχή της Εμίλια-Ρομάνια και είναι η έδρα της ομώνυμης επαρχίας.
Yπήρξε πρωτεύουσα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το 402 μέχρι την κατάρρευσή της το 476. Στη συνέχεια έγινε πρωτεύουσα του Βασιλείου των Οστρογότθων μέχρι την κατάληψή του από τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Υστερα η πόλη έγινε πρωτεύουσα του Βυζαντινού Εξαρχάτου της Ραβέννας μέχρι την εισβολή των Φράγκων το 751, μετά την οποία έγινε έδρα του Βασιλείου των Λομβαρδών.Αν και μεσόγεια πόλη, η Ραβέννα συνδέεται με την Αδριατική Θάλασσα με τη Διώρυγα Καντιάνο. Τα παλαιοχριστιανικά της μνημεία αποτελούν Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO.
Η προέλευση της ονομασίας Ravenna είναι ασαφής, αν και πιστεύεται ότι πρόκειται για ετρουσκική ονομασία.[1] Κάποιοι έχουν υποθέσει ότι το "ravenna" σχετίζεται με το "Rasenna" (μεταγενέστερα "Rasna"), τη λέξη που χρησιμοποιούσαν οι Ετρούσκοι για τους ίδιους, αλλά δεν υπάρχει συμφωνία πάνω σ'αυτό.[εκκρεμεί παραπομπή]
Αρχαία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η πρώτη εγκατάσταση στη περιοχή αποδίδεται είτε στους Θεσσαλούς, είτε στους Ετρούσκους και τους Ούμπρι. Στη συνέχεια η περιοχή της κατοικήθηκε και από τους Σήνωνες, ιδιαίτερα η νότια ύπαιθρος της πόλης (που δεν ήταν τμήμα της λιμνοθάλασσας), η Ager Decimanus. Η Ραβέννα αποτελείτο από σπίτια χτισμένα πάνω σε πασσάλους σε μια βαλτώδη λιμνοθάλασσα - όπως και η Βενετίας μερικούς αιώνες αργότερα. Οι Ρωμαίοι την αγνόησαν κατά την κατάκτηση του Δέλτα του Ποταμού Πάδου, αλλά αργότερα την ενέταξαν στη Ρωμαϊκή Δημοκρατία, ως ομόσπονδη πόλη το 89 π.Χ. Το 49 π.Χ. ήταν ο τόπος όπου ο Ιούλιος Καίσαρας συγκέντρωσε τις δυνάμεις του προτού περάσει τον Ρουβίκωνα. Αργότερα, μετά τη νίκη του επί του Μάρκου Αντώνιου ο Αυτοκράτορας Αύγουστος ίδρυσε το στρατιωτικό λιμάνι του Κλάσε. Το λιμάνι αυτό, προστατευόμενο αρχικά από τα δικά του τείχη, ήταν σημαντικός σταθμός του Ρωμαϊκού Αυτοκρατορικού Στόλου. Σήμερα η πόλη είναι μεσόγεια, αλλά η Ραβέννα παρέμεινε σημαντικό λιμάνι στην Αδριατική μέχρι τις αρχές του Μεσαίωνα. Κατά τις γερμανικές εκστρατείες η Τουσνέλντα, χήρα του Αρμίνιου, και ο Μάρμποντ, Βασιλιάς των Μαρκομάνων, φυλακίστηκαν στη Ραβέννα.
Ρωμαϊκή αυτοκρατορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Ραβέννα ευημέρησε πολύ κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Ο Αυτοκράτορας Τραϊανός έχτισε ένα υδραγωγείο μήκους 70 χλμ. στις αρχές του 2ου αιώνα. Το 402 μ.Χ. ο Αυτοκράτορας Ονώριος μετέφερε την πρωτεύουσα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας από το Μιλάνο στη Ραβέννα. Η μεταφορά έγινε εν μέρει για αμυντικούς σκοπούς: η Ραβέννα περιβαλλόταν από έλη και βάλτους και θεωρήθηκε εύκολα υπερασπίσιμη (αν και η πόλη αλώθηκε από αντίπαλες δυνάμεις πολλές φορές στην ιστορία της): είναι επίσης πιθανό ότι η μετακίνηση στη Ραβέννα οφειλόταν στο λιμάνι και τις καλές θαλάσσιες συνδέσεις της πόλης με την Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Εντούτοις το 409 ο Βασιλιάς Αλάριχος Α΄ των Βησιγότθων, απλώς παρέκαμψε τη Ραβέννα και πήγε να λεηλατήσει τη Ρώμη το 410 και συνέλαβε όμηρο τη Γάλα Πλακιδία, κόρη του Αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α΄. Μετά από πολλές περιπέτειες η Γάλα Πλακιδία επέστρεψε στη Ραβέννα με το γιο της, Αυτοκράτορα Βαλεντινιανό Γ΄ και τη βοήθεια του ανιψιού της Θεοδοσίου Β. Η Ραβέννα έζησε μια περίοδο ειρήνης, κατά την οποία η Χριστιανική θρησκεία είχε την εύνοια της αυτοκρατορικής αυλής και η πόλη απέκτησε μερικά από τα γνωστότερα μνημεία της, όπως το Ορθόδοξο Βαπτιστήριο, το ονομαζόμενο Μαυσωλείο της Γάλα Πλακιδία (ποτέ στην πραγματικότητα δεν θάφτηκε εκεί) και τον Άγιο Ιωάννη τον Ευαγγελιστή. Η τελευταία περίοδος του 5ου αιώνα είδε τη διάλυση της Ρωμαϊκής εξουσίας στη δύση και ο τελευταίος αυτοκράτορας της Δύσης εκθρονίστηκε από το στρατηγό Οδόακρο το 476.
Οι Οστρογότθοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Οδόακρος κυβέρνησε ως Βασιλιάς της Ιταλίας για 13 χρόνια, αλλά το 489 ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ζήνων έστειλε τον Οστρογότθο Βασιλιά Θευδέριχο το Μέγα να ανακαταλάβει την Ιταλική χερσόνησο. Αφού έχασε τη Μάχη της Βερόνας ο Οδόακρος αποσύρθηκε στη Ραβέννα, όπου άντεξε μια τρίχρονη πολιορκία από τον Θευδέριχο, μέχρι που η κατάληψη του Ρίμινι στέρησε τη Ραβέννα από τον ανεφοδιασμό της. Ο Θευδέριχος πήρε τη Ραβέννα το 493, πιθανόν να σκότωσε τον Οδόακρο με τα ίδια του τα χέρια και η Ραβέννα έγινε πρωτεύουσα του Οστρογοτθικού Βασιλείου της Ιταλίας. Ο Θευδέριχος, ακολουθώντας τους προκατόχους του, έχτισε επίσης λαμπρά κτίρια μέσα και γύρω από τη Ραβέννα, όπως την ανακτορική εκκλησία Σαντ Απολινάρε Νουόβο, έναν Αρειανικό καθεδρικό (σήμερα Σάντο Σπίριτο) και Βαπτιστήριο και το δικό του Μαυσωλείο λίγο έξω από τα τείχη. Ο Θεοδώριχος και οι οπαδοί του ήταν Αρειανοί Χριστιανοί αλλά συνυπήρχαν ειρηνικά με τους Λατίνους, που ήταν κυρίως Ορθόδοξοι. Οι Ορθόδοξοι επίσκοποι της Ραβέννας πραγματοποίησαν σημαντικά κτιριακά προγράμματα, από τα οποία το μόνο που επιβιώνει είναι η Καπέλα Αρτσιβεσκόβιλε. Ο Θευδέριχος επέτρεψε στους Ρωμαίους πολίτες του βασιλείου να υπόκεινται στο ρωμαϊκό δίκαιο και στο ρωμαϊκό δικαστικό σύστημα. Οι Γότθοι, εν τω μεταξύ, ζούσαν με τους δικούς τους νόμους και έθιμα. Το 519, όταν ο όχλος είχε κατακάψει τις συναγωγές της Ραβέννας, ο Θευδέριχος διέταξε την πόλη να τις ξαναχτίσει με δικά της έξοδα. Ο Θευδέριχος πέθανε το 526 και τον διαδέχτηκε ο νεαρός εγγονός του Αθαλάριχος, υπό την εποπτεία της κόρης του Αμαλασούντα, αλλά το 535 πέθαναν και οι δύο και η γραμμή του Θευδέριχου αντιπροσωπευόταν μόνο από την κόρη της Αμαλασούντα Ματασούντα. Διάφοροι Οστρογότθοι στρατιωτικοί ηγέτες ανέλαβαν το βασίλειο της Ιταλίας αλλά κανείς τους δεν ήταν πετυχημένος όπως ο Θευδέριχος.
Το Εξαρχάτο της Ραβέννας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Στο μεταξύ ο ορθόδοξος Χριστιανός Βυζαντινός Αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ ήταν αντίθετος τόσο με τους Οστρογότθους όσο και με την Αρειανή αίρεση του Χριστιανισμού. Το 535 ο στρατηγός του Βελισάριος εισέβαλε στην Ιταλία και το 540 κατέλαβε τη Ραβέννα. Μετά την κατάκτηση της Ιταλίας το 554 η Ραβέννα έγινε η έδρα της Βυζαντινής κυβέρνησης στην Ιταλία. Από το 540 ως το 600 οι επίσκοποι της Ραβέννας ξεκίνησαν ένα σημαντικό πρόγραμμα ανέγερσης εκκλησιών στη Ραβέννα και μέσα και γύρω από την πόλη-λιμάνι Κλάσε. Μνημεία που σώζονται είναι η Βασιλική του Αγίου Βιταλίου και η Βασιλική του Σαντ Απολινάρε ιν Κλάσε καθώς και ο μερικά σωζώμενος Σαν Μικέλε ιν Αφριτσίσκο.
Μετά τις κατακτήσεις του Βελισάριου για τον Αυτοκράτορα Ιουστινιανό Α΄ τον 6ο αιώνα, η Ραβέννα έγινε η έδρα του Βυζαντινού κυβερνήτη της Ιταλίας, του Έξαρχου, και έγινε γνωστή ως Εξαρχάτο της Ραβέννας. Υπό τη βυζαντινή εξουσία στον αρχιεπίσκοπο της Ραβέννας παραχωρήθηκε προσωρινά από τον αυτοκράτορα αυτοκεφαλία από τη Ρωμαϊκή Εκκλησία το 666, αλλά αυτή γρήγορα ανακλήθηκε. Εντούτοις ο αρχιεπίσκοπος της Ραβέννας είχε τη δεύτερη θέση στην Ιταλία μετά τον Πάπα και έπαιζε σημαντικό ρόλο σε πολλές θεολογικές διαμάχες αυτή την περίοδο.
Μεσαίωνας και Αναγέννηση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οι Λομβαρδοί υπό το Βασιλιά Λιουτπράνδο κατέλαβαν τη Ραβέννα το 712, αλλά αναγκάστηκαν να την επιστρέψουν στους Βυζαντινούς. Όμως το 751 ο Λομβαρδός βασιλιάς Αϊστούλφος κατέλαβε εκ νέου τη Ραβέννα τερματίζοντας έτσι τη Βυζαντινή κυριαρχία στη βόρεια Ιταλία. O Βασιλιάς Πιπίνος της Γαλλίας επιτέθηκε στους Λομβαρδούς κατ'εντολή του Πάπα Στέφανου Β΄. Τότε η Ραβέννα πέρασε βαθμιαία υπό την άμεση εξουσία των παπών, αν και αυτή αμφισβητήθηκε από τους αρχιεπισκόπους διάφορων εποχών. Ο Πάπας Αδριανός Α΄ εξουσιοδότησε τον Καρλομάγνο να πάρει από τη Ραβέννα ό,τι του άρεσε και άγνωστη ποσότητα ρωμαϊκών κιόνων, ψηφιδωτών, αγαλμάτων και άλλων φορητών αντικειμένων μεταφέρθηκαν βόρεια για να εμπλουτίσουν την πρωτεύουσά του Άαχεν. Το 1198, η Ραβέννα ηγήθηκε μιας συμμαχίας πόλεων της Ρομάνια κατά του Αυτοκράτορα και ο Πάπας κατόρθωσε να την υποτάξει. Μετά τον πόλεμο του 1218 η οικογένεια Τραβερσάρι κατόρθωσε να επιβάλει στην πόλη την εξουσία της που κράτησε μέχρι το 1240. Μετά μια σύντομη περίοδο υπό έναν Αυτοκρατορικό κληρικό η Ραβέρνα επιστράφηκε στα Παπικά Κράτη το 1248 και πάλι στους Τραβερσάρι μέχρι που, το 1275, οι Ντα Πολέντα εγκαθίδρυσαν τη μακρόχρονη επικυριαρχία τους. Ένας από τους επιφανέστερους κατοίκους της Ραβέννας αυτή την εποχή ήταν ο εξόριστος ποιητής Δάντης. Ο τελευταίος των Ντα Πολέντα, Οστάσιο Γ΄, εκδιώχθηκε από τη Δημοκρατία της Βενετίας το 1440 και η πόλη προσαρτήθηκε στα Βενετικά εδάφη. Η Ραβέννα κυβερνήθηκε από τη Βενετία μέχρι το 1509, οπότε η περιοχή δέχθηκε εισβολές κατά τους Ιταλικούς πολέμους. Το 1512, κατά τον πόλεμο της Ιερής Συμμαχίας η Ραβέννα λεηλατήθηκε από τους Γάλλους. Μετά την απόσυρση των Βενετών η Ραβέννα κυβερνήθηκε πάλι από αντιπροσώπους του Πάπα ως τμήμα των Παπικών Κρατών. Η πόλη καταστράφηκε από μία τρομακτική πλημμύρα το Μάιο του 1636. Τα επόμενα 300 χρόνια ένα δίκτυο διωρύγων εξέτρεψε γειτονικά ποτάμια και αποστράγγισε γειτονικά έλη, μειώνοντας έτσι την πιθανότητα πλημμυρών και δημιουργώντας μια μεγάλη ζώνη γεωργικής γης γύρω από την πόλη.
Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Εκτός από άλλη μια σύντομη κατοχή από τη Βενετία (1527–1529) η Ραβέννα ήταν τμήμα των Παπικών Κρατών μέχρι το 1796, όταν προσαρτήθηκε στο Γαλλικό προτεκτοράτο της Εντεύθεν των Αλπεων Δημοκρατίας ( Ιταλική Δημοκρατία από το 1802 και Βασίλειο της Ιταλίας από το 1805 ). Επιστράφηκε στα Παπικά Κράτη το 1814. Αφού καταλήφθηκε από στρατεύματα του Πεδεμοντίου το 1859, η Ραβέννα και η γύρω της Ρομάνια αποτέλεσαν τμήμα του νεοενοποιημένου Βασίλειου της Ιταλία το 1861.
Μνημεία και αξιοθέατα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Οκτώ μνημεία της Ραβέννας έχουν ανακηρυχθεί ως Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς από την UNESCO[2]:
- Το Μαυσωλείο της Γάλλας Πλακιδίας (5ος αι.)
- Το Βαπτιστήριο των Ορθοδόξων ή Βαπτιστήριο του Νέωνος (5ος αι.)
- Το Αρχιεπισκοπικό Παρεκκλήσιο (5ος αι.)
- Η Βασιλική του Αγίου Απολλιναρίου του Νέου (5ος αι.)
- Το Μαυσωλείο του Θεοδώριχου (6ος αι.) Το Μαυσωλείο κτίστηκε από τον ίδιο το 520 ως μελλοντικός τάφος του. Τα λείψανά του απομακρύνθηκαν κατά τη Βυζαντινή περίοδο, οπότε το μαυσωλείο μετατράπηκε σε παρεκκλήσιο. Στα τέλη του 19ου αιώνα έγινε αποστράγγιση και απομάκρυνση των προσχώσεων που είχε εναποθέσει γειτονικό ποτάμι, οι οποίες είχαν εν μέρει καλύψει το μαυσωλείο.
- Το Βαπτιστήριο των Αρειανών (6ος αι.)
- Η Βασιλική του Αγίου Βιταλίου (6ος αι.). Η βασιλική του Αγίου Βιταλίου είναι ένα από τα σημαντικότερα παραδείγματα της παλαιοχριστιανικής Βυζαντινής τέχνης και αρχιτεκτονικής στη δυτική Ευρώπη. Η κατασκευή της ξεκίνησε το 527, όταν η Ραβέννα ήταν υπό την εξουσία των Οστρογότθων και ολοκληρώθηκε το 546 επί του Βυζαντινού Εξαρχάτου της Ραβέννας. Είναι περισσότερο γνωστή για τον πλούτο των βυζαντινών ψηφιδωτών της, τα μεγαλύτερα και καλύτερα διατηρημένα εκτός Κωνσταντινούπολης. Η εκκλησία είναι τεράστιας σημασίας για τη Βυζαντινή τέχνη, καθώς είναι η μόνη μεγάλη εκκλησία από την περίοδο του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού Α΄ που σώζεται ουσιαστικά ανέπαφη μέχρι σήμερα. Ακόμη πιστεύεται ότι απεικονίζει το σχέδιο της Αίθουσας Ακροάσεων του Βυζαντινού Αυτοκρατορικού Ανακτόρου (Χρυσοτρίκλινος).
- Η Βασιλική του Αγίου Απολλινάριου στην Κλάση (στο Λιμάνι) (6ος αι.)
https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A1%CE%B1%CE%B2%CE%AD%CE%BD%CE%BD%CE%B1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου