Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

Ένα τραγούδι για το καλοκαίρι του Fabrizio De Andrè (... μέσα στο χειμώνα , λίγο πριν αλλάξει η χρονιά!)


μετάφραση Γιώργος Δ. Μυλωνάς


Με τη γυναίκα σου που έπλενε πιάτα στην κουζίνα 
και δεν καταλάβαινε
με την κόρη σου που δοκίμαζε το νέο της φόρεμα 
και χαμογελούσε

με το ραδιόφωνο που βούιζε
περίεργα πράγματα για τον κόσμο
και την ανάσα του σκύλου σου που κοιμόταν.

Με τους αγίους σου πάντα έτοιμους 
να ευλογήσουν τους κόπους σου για τον επιούσιο
με το ξανθό σου το παιδί 
στο οποίο έκανες δώρο ένα όπλο για τα Χριστούγεννα
που μοιάζει αληθινό,
με το κρεβάτι όπου η γυναίκα σου
ποτέ δεν έμαθε πώς να σου δίνεται
και τα γυαλιά που θα πρέπει σε λίγο να τα αλλάξεις.

Πώς και δεν μπορείς πλέον να πετάξεις;
Γιατί δεν μπορείς πλέον να πετάξεις;

Με τα παράθυρά σου ανοιχτά στο δρόμο 
και τα μάτια κλειστά στους ανθρώπους
με την ηρεμία σου, τη διαύγεια, τη διαρκή ικανοποίηση
την ουρά που κρατάς για εφεδρική
τα νοικιασμένα σου σύννεφα
τα χελιδόνια σου, φύλακες πάνω από την οροφή.

Με τον φραγκισκανισμό σου σε επεισόδια,
 και τη γλυκιά σου συνέπεια
με το καθαρό οξυγόνο και τα κύματα σου να ρυθμίζονται μέσα σε ένα δωμάτιο
με άδεια να μεταδοθούν
και απαγόρευση στα λόγια
και κάθε μέρα άλλη μια μέρα να μετράς.

Πώς και δεν μπορείς πλέον να πετάξεις;
Γιατί δεν μπορείς πλέον να πετάξεις;

Με τους αργούς σου ακριβείς ενθουσιασμούς
νοσταλγώντας μνήμες άλλων εποχών
και μια ωραία κοιμωμένη 
που ξυπνά σε όλα όσα της δίνεις
με τη συλλογή σου
από σύνθετες λέξεις
το τελευταίο σου τραγούδι για το καλοκαίρι.

Με τα χάρτινά σου χέρια 
για να τυλίξεις άλλα κανονικά χέρια
με τον ηλίθιο στον κήπο 
για να μαζέψει τα καλύτερά σου ρόδα
με το κρύο του βουνού
και την απαγόρευση στον ιδρώτα
και τίποτα άλλο που να σε κάνει να ντρέπεσαι.

Γιατί δεν μπορείς πλέον να πετάξεις;
πώς και δεν μπορείς πλέον να πετάξεις;

Canzone per l'estate , di Fabrizio De Andrè

Con tua moglie che lavava i piatti in cucina e non capiva
con tua figlia che provava il suo vestito nuovo e sorrideva
con la radio che ronzava
per il mondo cose strane
e il respiro del tuo cane che dormiva.

Coi tuoi santi sempre pronti a benedire i tuoi sforzi per il pane
con il tuo bambino biondo a cui hai donato una pistola per Natale
che sembra vera,
con il letto in cui tua moglie
non ti ha mai saputo dare
e gli occhiali che tra un po’ dovrai cambiare.
Com’è che non riesci più a volare?
com’è che non riesci più a volare?
com’è che non riesci più a volare?
com’è che non riesci più a volare?
Con le tue finestre aperte sulla strada e gli occhi chiusi sulla gente
con la tua tranquillità, lucidità, soddisfazione permanente
la tua coda di ricambio
le tue nuvole in affitto
le tue rondini di guardia sopra il tetto.
Con il tuo francescanesimo a puntate e la tua dolce consistenza
col tuo ossigeno purgato e le tue onde regolate in una stanza
col permesso di trasmettere
e il divieto di parlare
e ogni giorno un altro giorno da contare.
Com’è che non riesci più a volare?
com’è che non riesci più a volare?
com’è che non riesci più a volare?
com’è che non riesci più a volare?
Con i tuoi entusiasmi lenti precisati da ricordi stagionali
e una bella addormentata che si sveglia a tutto quel che le regali
con il tuo collezionismo
di parole complicate
la tua ultima canzone per l’estate.
Con le tue mani di carta per avvolgere altre mani normali
con l’idiota in giardino ad isolare le tue rose migliori
col tuo freddo di montagna
e il divieto di sudare
e più niente per poterti vergognare.
Com’è che non riesci più a volare?
com’è che non riesci più a volare?
com’è che non riesci più a volare?
com’è che non riesci più a volare?

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου