Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Σύντομος Διάλογος με έναν Βενετό πολίτη, νοσταλγικό βιβλιοπώλη και ενεργό στο πολιτικό προσκήνιο: Τον Giovanni Pelizzatto.

Giovanni Pelizzato


ΣΤΗ ΜΝΉΜΗ ΤΟΥ LUCIO PELIZZATO (1936-2019) | Ένας αυτόχθονας Βενετός, ένας βιβλιοπώλης με πάθος και γνώση για το έντυπο βιβλίο σε μια «ψηφιακή εποχή», 0 Τζοβάννι Πελιτσάτο (Giovanni Pelizzato), είναι ένας πολίτης που διαμέσου της πολιτικής του θέσης προσπαθεί να διασώσει μια πόλη όπου ζει, αλλά η οποία αργοπεθαίνει…

Το κείμενο αυτό ξεκίνησε να γράφεται πριν από αρκετό καιρό· προτού ακόμη ένα βίντεο θα έφερνε στην επικαιρότητα, ή καλύτερα θα επανέφερε, το ζήτημα της ασφάλειας στην πόλη της Βενετίας. Αναφέρομαι προφανώς στο ατύχημα εκείνης της Κυριακής (2 Ιουνίου 2019), που «συγκλόνισε την κοινή γνώμη» και που αναζωπύρωσε τις συζητήσεις για το ζήτημα αυτό.

Το κείμενο αυτό ξεκίνησε να γράφεται πριν ακόμη από τις μεγάλες πλημμύρες των Χριστουγέννων που πέρασαν. Πριν από εκείνη την acqua alta που προκάλεσε σοβαρότατες και πολυδιάστατες ζημιές σε πολλές δημόσιες δομές της πόλης, αλλά και σε ιδιωτικές περιουσίες.
Το κείμενο αυτό, τέλος, ολοκληρώνεται τη στιγμή που η Βενετία ζει την απόλυτη μοναξιά εξαιτίας του νέου ιού που ήρθε να κλονίσει, όχι μόνο την οικονομία της, αλλά και δώσει μια ιδέα για το πόσο άσχημα μπορεί να εξελιχθεί η ερήμωση της πόλης από τους μόνιμους κατοίκους. Ζούμε, δυστυχώς, στην εποχή που για να «αλλάξει κάτι» θα πρέπει να «χαθεί κάτι». Και αυτό είναι δυσάρεστο, απρεπές, ανέντιμο συχνά και τραγικό.
Ζούμε, επίσης, στην εποχή της λήθης: οι λαοί «ξεχνούν», οι άνθρωποι λησμονούν και η συνήθεια της καθημερινότητας επανέρχεται με γοργούς ρυθμούς, ακόμη και έπειτα από παγκόσμιες, ή επιτηδευμένα παγκοσμιοποιημένες, τραγωδίες…
Η Βενετία μοιάζει να έχει κάποιες αναλογίες με την Αθήνα: είναι και οι δύο πόλεις με πλούτο ιστορίας· είναι και οι δύο, πόλεις που αντί να προστατεύουν – ή έστω να αναζητούν την ταυτότητά τους, χάνουν κάθε μέρα κι ένα μέρος αυτής. Συνηθίσαμε στο φαινόμενο όπου ολόκληροι δρόμοι ερημώνουν και παραδίδονται σε άλλες δραστηριότητες, όπου οι γειτονιές αποξενώνονται, τα επαγγέλματα και οι παραδόσεις της πόλης σκιάζονται και φθείρονται από τα φώτα των έντονων επιγραφών ακαλαίσθητων μεγάλων καταστημάτων (τα οποία όλοι μας τελικά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο «στηρίζουμε» αγοραστικά).

Venezia

Francesco Guccini
Francesco Guccini / Giovanni Pietro Alloisio
Στίχοι τραγουδιού © Sony/ATV Music Publishing LLC, BMG Rights
Management
Άλμπουμ: Metropolis
Ημερομηνία κυκλοφορίας: 1981
Σε ελεύθερη απόδοση:
Η Βενετία που πεθαίνει, η Βενετία που βρίσκεται ακουμπισμένη στη θάλασσα· τη γλυκιά εμμονή των τελευταίων θλιμμένων ημερών της, η Βενετία την πουλά στους τουρίστες που αναζητούν ανάμεσα στον κόσμο (1) την Ευρώπη ή την Ανατολή […] που κοιτούν να υψώνεται το βράδυ ο καπνός (το νέφος) – ή ο θυμός – από το Porto Marghera (2) . Η Βενετία είναι ένα ξενοδοχείο, Άγιος Μάρκος θα μπορούσε δίχως άλλο να ονομάζεται και μια pizzeria […] η γόνδολα κοστίζει, η γόνδολα είναι μόνο ένας ωραίος γύρος γιόστρας. Η Βενετία είναι κι ένα όνειρο, από εκείνα που μπορείς να αγοράσεις […] Η Βενετία είναι μια απάτη που γεμίζει το μυαλό με μοιραία πράγματα […] για τον υπόλοιπο κόσμο δεν ξέρεις πια τίποτα, η Βενετία είναι οι άνθρωποι που δεν ενδιαφέρονται για τίποτα…
Οι στίχοι του Ιταλού τραγουδοποιού Francesco Guccini, που αν και περιγράφουν μια Βενετία σαν τη σημερινή (λίγο καλύτερη, ίσως), εκδόθηκαν στον δίσκο Metropolis το 1981. Αρκετά χρόνια πριν, δηλαδή… τότε που η Βενετία ήταν πολύ περισσότερο ανθρώπινη από ότι είναι σήμερα!

Η Βενετία δεν πεθαίνει απλά· η Βενετία, αυτό το μοναδικό μνημείο της παγκόσμιας κληρονομιάς, δολοφονείται αργά και βασανιστικά στον βωμό του κέρδους!

Ο μαζικός τουρισμός των σχεδόν 11 εκατομμυρίων ετησίως (30.000 αφίξεις περίπου την ημέρα) δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα των ανθρώπων που γεννήθηκαν εκεί, των πολιτών της πόλης. Το κόστος της καθημερινής ζωής αυξάνεται ιδιαίτερα λόγω των μεταφορών· το νερό (που είναι και το στοιχείο εκείνο που κάνει τη Βενετία αυτό που είναι) δημιουργεί συνεχώς πρόβλημα στις δομές και οι κατοικίες – που στην πλειονότητά τους είναι αιωνόβια κτήρια – απαιτούν πολύ υψηλά, δυσβάσταχτα σχεδόν, κόστη συντήρησης λόγω της υγρασίας και της φθοράς που προκαλείται από το θαλάσσιο νερό.
Από την άλλη, η ζωή των κατοίκων δυσχεραίνεται και στην καθημερινότητα, ακόμη και σε απλά πράγματα, όπως οι δημόσιες συγκοινωνίες (τα γνωστά vaporetti) που κατακλύζονται από τουρίστες οι οποίοι, συχνά αδιαφορώντας και με ασέβεια δεν αφήνουν χώρο για τους γηγενείς.
Καταστήματα της «γειτονιάς» αρχίζουν να μην υπάρχουν πια· σπάνιο να συναντήσει κανείς έναν τσαγκάρη, έναν μικρό βιοτέχνη· κλείνουν ακόμη και οι φούρνοι, τα οπωροπωλεία. Ο παλιές osterie δεν υπάρχουν πια και σταδιακά, όλοι οι επαγγελματικοί χώροι μετατρέπονται είτε σε απεχθή τουριστικά εστιατόρια (που ουδεμία σχέση έχουν με την ιταλική διατροφή και την κουλτούρα γενικότερα) είτε σε μικρομάγαζα που πωλούν τα ίδια εμπορεύματα (εισαγώμενες μάσκες, μαγνητάκια για το ψυγείο, κάρτ ποστάλ, «απομιμήσεις» murano κλπ).
Παντού συναντά κανείς και πάγκους (η Riva degli Schiavoni είναι πνιγμένη από αυτό το φαινόμενο) που πωλούν κάθε λογής τουριστικό σουβενίρ δίχως απολύτως καμία αισθητική, δίχως σεβασμό απέναντι στα μνημεία που βρίσκονται σε απόσταση λίγων μέτρων και τα οποία κρύβονται από τα μπλουζάκια που γράφουν «I love Venezia».
Στα κανάλια ναυλοχούν γόνδολες υποταγμένες στους τουρίστες και τους προσφέρουν τον ίδιο γύρο (σαν μια γκιόστρα, όπως τραγουδά ο Guccini) λαμβάνοντας ως αντίτιμο αρκετές δεκάδες ή εκατοντάδες ευρώ.
Και σαν να μην έφθαναν όλα τα παραπάνω, η Βενετία «βυθίζεται» και με το βάρος της ανούσιας, ανεγκέφαλης και ακαλαίσθητης μόδας των λουκέτων που «κλειδώνουν» τον έρωτα των ζευγαριών πάνω στις γέφυρες της πόλης. Οι «ερωτευμένοι» ξεχνούν πως η Βενετία είναι στην πραγματικότητα ένα υπαίθριο Μουσείο και όχι μια πόλη που απλά φιλοξενεί μουσεία, ενώ δεν φαίνεται να κατανοούν και τις φθορές που προκαλεί η πράξη τους ακόμη και σε δομικά στοιχεία των γεφυριών.

Αλλά ας γνωρίσουμε τον Giovanni Pelizzato, μέσα από τις δικές του λέξεις. Η συζήτηση που ακολουθεί πραγματοποιήθηκε την ημέρα του καθολικού Πάσχα, στην Ιταλία, σε ένα όμορφο χωριό του Friuli… στην αυλή ενός παλιού σπιτιού, κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο, λίγο πριν από μια όμορφη απογευματινή βόλτα…


Σ: Συνάντησα έναν άνθρωπο παθιασμένο με την Ελλάδα, που είχε διανύσει αρκετούς δρόμους της με τη μηχανή του, που έχει περπατήσει πολλά μονοπάτια και που έχε δει – ίσως – περισσότερα μέρη από όσα έχει δει ο μέσος Έλληνας (όπως συχνά συμβαίνει στους αυτόχθονες). Φίλε Giovanni, ας αρχίσουμε τον διάλογό μας μιλώντας για κάτι που μας συνδέει από παλιά: ήταν, θυμάμαι, γύρω στο 2006 όταν γνωριστήκαμε στο ένα από τα τρία τότε καταστήματα που διέθετε η Toletta. Αλήθεια, θα ήθελες να μας αφηγηθείς την ιστορία της Toletta;

G: Η Toletta έχει σχεδόν 90 χρόνια ιστορίας. Ο Angelo Pelizzato γεννιέται το 1903 και εντάσσεται στα είκοσι του χρόνια περίπου στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ιταλίας (στη χειρότερη στιγμή, διότι εκείνα ακριβώς τα χρόνια ο Φασισμός άρχιζε να εδραιώνεται). Ο Angelo δεν κατάφερε να σπουδάσει· εργαζόταν από την ηλικία των οκτώ ετών. Ήταν αυτοδίδακτος, αλλά είχε διαβάσει αρκετά. Μετακομίζει στο Μιλάνο για να αναζητήσει εργασία κι επιστρέφει στην πόλη του, τη Βενετία, γύρω στο 1929 (στα χρόνια της κρίσης) όπου και παίρνει μια «περίεργη» απόφαση: τα επτακόσια- οκτακόσια βιβλία που είχε στην κατοχή του τα βάζει πάνω σ’ ένα πάγκο – στην Calle della Mandola (κοντά στο Campo Sant’Angelo στο σεξτέριο του San Marco)– κι αρχίζει να τα πουλά. Αγοράζει μεταχειρισμένα βιβλία, πουλά μεταχειρισμένα βιβλία.
Έπειτα από δύο χρόνια ο Angelo αποφασίζει να ανοίξει ένα βιβλιοπωλείο σε μια τοποθεσία της Βενετίας που ονομάζεται Toletta (toła = tavola, δηλαδή ξύλινη επιφάνεια. Συνεπώς toetta – toletta = μικρή ξύλινη επιφάνεια), ακριβώς επειδή σε ένα από τα κοντινά κανάλια λόγω έλλειψης πέτρινης γέφυρας υπήρχε μια ξύλινη επιφάνεια για να μπορούν οι διαβάτες να υπερπηδούν το κανάλι προς την calle που οδηγεί στον San Barnaba και κατ’επέκταση στη γνωστή και θορυβώδη «πλατεία» της Santa Margherita (3) . Μια σύμπτωση, λοιπόν, το ότι ο Angelo Pelizzato, επιχείρησε να εγκαταστήσει την πρώτη του εμπορική δραστηριότητα στο σημείο αυτό. Η Toletta αρχικά απευθυνόταν σε μαθητές και σπουδαστές που αγόραζαν σε εξαιρετικές τιμές κι έπειτα πουλούσαν πάλι στον Angelo τα βιβλία που εκείνος αγόραζε σε επίσης συμφέρουσα τιμή.
Ας σημειωθεί πως η Βενετία τα χρόνια εκείνα είχε τον τριπλάσιο σχεδόν πληθυσμό σε σχέση με σήμερα (4) . Καθιερώνεται, λοιπόν, ως το βιβλιοπωλείο των σχολικών συγγραμμάτων. Ο Angelo είχε δύο γιούς, τον Maurizio και τον Lucio οι οποίοι διαδέχθηκαν τον πατέρα τους στη διάρκεια της δεκαετίας του εξήντα και επεξέτειναν τη δραστηριότητα του πατέρα τους πουλώντας καινούργια βιβλία. Η Toletta, λοιπόν, αποκτά ένα νέο κοινό: τους σημερινούς εξηντάρηδες κι εβδομηντάρηδες. Τη δεκαετία του ενενήντα εντάσσεται στο ανθρώπινο δυναμικό και ο γιός του Maurizio, ο Giovanni Pelizzato και η Toletta μεταμορφώνεται πια σε ένα σύγχρονο βιβλιοπωλείο (ένα κανονικό βιβλιοπωλείο με τα λόγια του Giovanni) το οποίο, ωστόσο, διατηρεί τον χαρακτήρα του: ήταν και παραμένει ακόμη και σήμερα ένα «παλιό» κατάστημα, ένας χώρος που έχει «ζήσει».

Σ: Γεννιέται, λοιπόν, η Toletta, σε μια Βενετία που είναι ακόμη ζωντανή ως πόλη, που δεν έχει αρχίσει να παρουσιάζει τα σύγχρονα σημάδια παρακμής και αποσύνθεσης· τα σημάδια μιας έρημης πόλης παραδομένης στο κέρδος. Μαζί, γεννιέται κι ένας libraio (βιβλιοπώλης) που σήμερα προσπαθεί να επιβιώσει στην εποχή του διαδικτύου, στην εποχή όπου η εύκολη πρόσβαση στην αγορά του βιβλίου (με άμεση, σχεδόν, και ανέξοδη συχνά κατ’ οίκον παράδοση) με εξαιρετικές τιμές προσελκύει ολοένα και περισσότερους «πελάτες».

Όμως ένα βιβλιοπωλείο μπορεί να προσφέρει πολλά περισσότερα τελικά: μπορεί να γίνει ο χώρος στον οποίο οι άνθρωποι θα συναντηθούν, θα χαιρετήσουν ο ένας τον άλλο (ας μην ξεχνάμε πως η Βενετία παραμένει μια πόλη με συνοικίες, με γειτονιές), θα κουβεντιάσουν, θα μιλήσουν μεταξύ τους και δεν θα πληκτρολογήσουν απλά. Όσες φορές πέρασα το κατώφλι της Toletta βρέθηκα σε έναν τέτοιο χώρο.

Θα μπορούσες να μας αναφέρεις ποια είναι η παραγωγή βιβλίων στη Βενετία; Οι Βενετοί γράφουν ακόμη βιβλία; Δημοσιεύουν και διαβάζουν βιβλία; Τι είδους βιβλία διαβάζουν; Τί αγοράζουν; Και δεν αναφέρομαι στον λόγιο – διότι αυτός γνωρίζουμε ακριβώς το είδος που αγοράζει – αλλά στον μέσο Βενετό πολίτη.

G: Έκανες πολλές ερωτήσεις, Σέργιε! Αρχίζω από εκείνη που με εντυπωσίασε περισσότερο, δηλ. για τα διαδικτυακά βιβλιοπωλεία όπου οποιοδήποτε βιβλίο είναι διαθέσιμο, όπου ό,τι ζητάς το βρίσκεις άμεσα και ενδεχομένως με μεγάλη έκπτωση. Τι κάνει, λοιπόν, ένα βιβλιοπωλείο να ξεχωρίζει; Εκείνο που έγραψε ο Ουμπέρτο Έκο σε ένα άρθρο του λίγο καιρό πριν από τον θάνατό του: ας γίνει το βιβλιοπωλείο ένας
τόπος συνάθροισης γιατί το βιβλίο μπορεί κανείς να το βρει και αλλού, όχι μόνο στα βιβλιοπωλεία… Ας πούμε ότι ο κόσμος του βιβλίου εγκαθίσταται σε περισσότερα μέρη. Υπάρχει στο διαδίκτυο, τόσο επειδή βρίσκονται βιβλία με μεγάλη έκπτωση και τα παραδίδουν την επόμενη μέρα ακόμη· και αν κάποιος αναζητήσει ένα ειδικό
βιβλίο, πράγμα που σημαίνει ότι συμφέρει να το αναζητήσει κανείς στο διαδίκτυο και από το άλλο μέρος η ίδια η ανάγνωση στην εποχή της κινητής τηλεφωνίας και των  άλλων ηλεκτρονικών μέσων βρίσκει λιγότερο χώρο απ᾽ ότι παλιότερα, επομένωςυπάρχει ένας άλλος παράγοντας για τον οποίο το βιβλίο υποφέρει.
Ωστόσο, το βιβλιοπωλείο υποφέροντας μπορεί να βελτιωθεί και μπορεί να γίνει ολοένα και πιο πολύ ένας τόπος συνάθροισης όπως έλεγε ο Ουμπέρτο Έκο, ακριβώς επειδή ο κόσμος είναι χαμένος όλο και περισσότερο στον εικονικό χώρο του Facebook, του Instagram. Ο άνθρωποι χάνουν την ανθρώπινη επαφή την οποία βρίσκει κανείς πιθανόν στα bar, στα οινοπωλεία και στις pub· στη Βενετία, σε αυτή την εκπληκτική πόλη όπου δεν υπάρχουν αυτοκίνητα (αν και υπάρχει μόλυνση λόγω της Marghera), οι άνθρωποι περπατούν καθημερινά, συναντιούνται, χαιρετούν ο ένας τον άλλο, μιλούν, ή ανταμώνουν και συνδιαλέγονται ακριβώς στα βιβλιοπωλεία.

Σ: Ξέρεις, από το 2011 που ολοκλήρωσα τις σπουδές μου και άφησα τη Βενετία, αυτή άλλαξε πολύ – και φυσικά δεν οφείλεται στην απουσία μου αυτό! Μοιάζει με μια πόλη που έχει «πουληθεί», διότι σαφώς και δεν έχει ξεπουληθεί· μια πόλη που έχει ολότελα παραδοθεί στο κέρδος που προστάζει ο τουρισμός. Ο ανούσιος τουρισμός· εκείνος της μάζας: των κρουαζιερόπλοιων, των τσάρτερ, των 24-48 ωρών παραμονής που απλά αποσκοπεί στην κατανάλωση κάθε λογής άχρηστου και ευτελούς εμπορεύματος. Ποια η δική σου άποψη που ζεις καθημερινά το φαινόμενο αυτό;

G. Από το τέλος του 19 ου αι. και μέχρι τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, η Βενετία ήταν μια πόλη σημαντική, αλλά είχε χάσει τη σπουδαιότητά της, τον πλούτο του παρελθόντος: δεν ήταν μια πρωτεύουσα, δεν ήταν πια μια μητρόπολη· είχε γίνει μια πόλη ανάμεσα στις άλλες ιταλικές πόλεις: πολύ φτωχή, πολύ δύσκολη. Μετά τον πόλεμο η πόλη διεκδικεί την ανάκαμψή της, ξαναγεννιέται μέσα από επενδύσεις, υπάρχουν οργανισμοί όπως το ίδρυμα Cini και βέβαια, με κάποιο τρόπο βραβεύεται επί Φασισμού αφού εκεί δημιουργείται η Mostra del Cinema. Υπάρχει, επιπλέον, και η Biennale που ανάγεται στις αρχές του 20 ου αι.: υπάρχουν, δηλαδή, εκείνα τα στοιχεία που αναδεικνύουν μια σπουδαία πόλη. Και η δεκαετία του ᾽30 αποτελεί μια χρυσή εποχή της νεότερης Βενετίας. Νέα κάμψη επέφερε, σίγουρα, η μεγάλη πλημύρα (acqua alta) του 1966 κι έπειτα αρχίζει η περίοδος της χαλάρωσης με την εγκατάλειψη της Βενετίας.
Όλοι θέλουν άνετη ζωή, αυτοκίνητο κ.λπ. οπότε η ζωή στη Βενετία, είναι δύσκολη, κουραστική, δεν είναι για όλους, ας σκεφτούμε ότι όποιος έχει ένα μέγαρο να κατοικεί έχει άνετη ζωή, όποιος κατοικεί σε ισόγειο έχει συνεχώς προβλήματα. Έτσι από αυτή την εποχή αρχίζει η τάση για έξοδο προς την ενδοχώρα, κάτι που δεν σταμάτησε ποτέ. Από τη δεκαετία του ᾽50 το ιστορικό κέντρο της Βενετίας χάνει διαρκώς τον πληθυσμό του προς όφελος του γειτονικού Μέστρε που αυξάνει διαρκώς τον πληθυσμό του, αλλά από τη δεκαετία του ᾽70 αρχίζει να χάνει και το Μέστρε γιατί η παγκοσμιοποίηση ωθεί προς άλλες κατευθύνσεις, προς ζώνες με ανετότερη εγκατάσταση κι έτσι όλη η πόλη τόσο η κυρίως Βενετία όσο και το Μέστρε χάνουν πληθυσμό. Τώρα μιλάμε για 30.000 κατοίκους, «βενετούς πολίτες»… ενώ το 1961 είχε 170.000.

Σ. Και οι κάτοικοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους τα οποία μετατράπηκαν σε ξενοδοχεία.

G. Προφανώς! Το τελευταίο τραγικό πρόβλημα είναι ο μαζικός τουρισμός που επιτρέπει στον οποιονδήποτε να πάει οπουδήποτε με εξευτελιστικό κόστος. Είναι το γνωστό σύστημα του Β&Β που επιτρέπει σε όποιον κατέχει μια άνετη (και όχι πάντοτε) κατοικία να διαθέσει κάποιο ή κάποια από τα δωμάτια, έστω κι αν είναι
από παλιά οικογένεια ευγενών! Αλλά αυτή η πρακτική έχει αποτέλεσμα να μη μπορεί κανείς να βρει να νοικιάσει ένα σπίτι και να ενταχθεί στον μόνιμο πληθυσμό.

Σ. Κι εγώ που έζησα στο Λίντο πριν από λίγα χρόνια είδα πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο 2008 και στο 2019. Διαπιστώνω τώρα μια τεράστια εισροή μαζικού τουρισμού, μια τεράστια αύξηση καταστημάτων που πουλούν τα ίδια πράγματα, κινέζους που πουλούν τσάντες, τις ίδιες τσάντες παντού κάθε δέκα, είκοσι μέτρα, κι έπειτα όλα αυτά τα τουριστικά μικροπράγματα που δεν έχουν τίποτε το τοπικό και καμιά αξία αισθητική να πουλιούνται παντού κάθε δέκα μέτρα καθώς και εκείνα τα υποτιθέμενα.

Μουράνο που δεν ξέρει κανείς από πού προέρχονται, αν και βέβαια όλα έρχονται από την Κίνα, γυαλιά, κοσμήματα και όλα τα άλλα.

G. Όλα ψευτοπράγματα, όλα ψεύτικα.

Σ. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να καταφέρει να ζήσει σε αυτή τη Βενετία;

G. Όποιος καταφέρνει να ζήσει εδώ, ζει πολύ άσχημα! Είναι κυρίως άνθρωποι όπως εγώ που την αγαπώ, και οπωσδήποτε προσπαθώ, με όσα μέσα διαθέτω, να τη σώσω από όλο αυτό. Όποιος ζει εδώ, ζει άσχημα ακριβώς γιατι βλέπει ότι δεν υπάρχει μια ισχυρή πολιτική θέληση. Πριν από δέκα χρόνια, όπως αναφέρεις κι εσύ, η κατάσταση άλλαξε με μεγάλη ταχύτητα. Πριν από δέκα χρόνια η ιδέα ήταν καλύτερη. Τώρα η
ιδέα αρχίζει να αλλάζει γιατί ακόμη και όσοι εμπορεύονταν κάποτε προϊόντα μέσης αξίας δεν το κάνουν πια αφού η «οικονομία» έπεσε χαμηλά και με αυτήν την πτώση έφτασε στα όρια. Όπως λες, κάθε δέκα μέτρα μαγαζιά πουλούν τα ίδια πράγματα χείριστης ποιότητας.

Σ. Και προφανώς υπάρχει πίσω από τα μαγαζιά αυτά κάποιος χορηγός γιατί είναι αδύνατο να ζει κάποιος πουλώντας τα ίδια με όλους τους άλλους.

G. Ακριβώς. Γι αυτό πρέπει να πω ότι το πρόβλημα είναι ποιοι τα αγοράζουν κι έρχομαι στην ερώτησή σου. Τί είναι αυτός ο μαζικός τουρισμός;

Σ. Τί εισπράττει ο τουρίστας από τη Βενετία; Τί καταλαβαίνει από αυτή την πόλη;

G. Υπάρχουν λοιπόν όλα αυτά τα ποικίλα ανέκδοτα για εκείνον που φτάνει στη Βενετία στο Πιατσάλε Ρόμα με το αυτοκίνητο και ρωτάει πώς μπορεί να φτάσει στην πλατεία του Αγίου Μάρκου! Για κείνους που έρχονται και σε ρωτάνε πού είναι ο Πύργος της Πίζας. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα του μαζικού τουρισμού: το ότι ο
επισκέπτης της πόλης δεν γνωρίζει τίποτε σχεδόν γι᾽ αυτή ή έχει συγκεχυμένα στο μυαλό του τα διάφορα αξιοθέατα του τόπου που επισκέπτεται. Και επιπλέον ο μαζικός τουρισμός συντελεί ώστε ο άλλος τουρισμός, ας τον πούμε κανονικό, αποθαρρύνεται, γιατί ο επισκέπτης που ενδιαφέρεται πραγματικά κουράζεται.
Εγώ, πολλές φορές σκέφτομαι εάν θα ήθελα να επισκεφθώ μια πόλη σαν τη Βενετία και θα έλεγα όχι! Υπάρχει πολλή σύγχυση και θα προσπαθούσα να βρω στιγμές, εποχές που η πόλη δεν θα είναι ρημαγμένη. Όταν με ρωτάνε πότε να έρθω στη Βενετία, λέω, έλα τον Νοέμβριο, έλα τον Ιανουάριο, ή έστω τον Δεκέμβριο γιατι είναι οι μοναδικές εποχές που η πόλη δεν πολιορκείται από τον τουρισμό. Είναι τεράστια προβλήματα, παγκόσμια, που δημιούργησε κυρίως το αεροπλάνο που μεταφέρει με μικρό κόστος. Και από την άλλη μεριά το πλήθος των εκατομμυρίων αεροπλάνων που οργώνουν τους ουρανούς καίει χιλιάδες τόνους κηροζίνης μολύνοντας την ατμόσφαιρα χωρίς αυτή η μόλυνση να κοστολογείται: κανείς δεν πληρώνει γι᾽ αυτή! Κι αυτό είναι ένα από τα άσχημα της παγκοσμιοποίησης…

Σ. Βλέπω ότι στη Βενετία έχουν κλείσει πολλά καταστήματα παραδοσιακά και στη θέση του φύτρωσαν άλλα που δεν ξέρουν τί πουλάνε και η ανησυχία μου είναι ότι και με όλους τους ξένους που δουλεύουν σε αυτά τα μαγαζιά και οι οποίοι δεν έχουν καταφέρει ούτε ενδιαφέρονται να ενταχθούν στην κοινωνία την τοπική να ενσωματωθούν, να γίνουν βενετσιάνοι και ό,τι σου πουλάνε δεν είναι κάτι βενετσιάνικο μα είναι μια μίμηση ενός βενετσιάνικου αντικειμένου,

G. Συχνά ψεύτικη!

Σ. Και το πουλάνε αποκλειστικά για να κερδίσουν. όποιος έρχεται στη Βενετία να εργαστεί καλοδεχούμενος κατά την άποψή μου, αλλά σου ετοιμάζει το σπριτς χωρίς να έχει την κουλτούρα γι᾽ αυτό που σου ετοιμάζει να σου προσφέρει, ετοιμάζει ένα προϊόν για να στο πουλήσει κι έτσι όλα τα μαγαζιά έχουν συμμορφωθεί σε αυτόν τον τρόπο. Δεν βρίσκεις τα τυπικά μαγαζιά με τα τσικέτι, τις ομπρέτες, τις παλιές πιτσερίες, ενώ τα πάντα δίνονται με ανεβασμένες τιμές

G. Βέβαια! Έχουν γίνει όλα με μέτρο τον τουρίστα που βρίσκεται σε διακοπές και μπορεί να ξοδέψει ή αναγκάζεται να ξοδέψει. Ο βενετσιάνος δυσκολεύεται να πάει σε ένα εστιατόριο γιατί νιώθει ότι γίνεται βάρος, και ο εστιάτορας, ακόμη κι αν είναι βενετσιάνος ο ίδιος, υποφέρει με την παρουσία του βενετσιάνου πελάτη γιατί είναι πιο απαιτητικός, δεν μπορεί να του τιμολογήσει τη «φιλοξενεία» όπως θα έκανε με
έναν ξένο. Φτάσαμε σ᾽ αυτό το ακραίο σημείο που δυστυχώς δεν πάει άλλο. Αν η Βενετία είχε αυτό το επίπεδο τουρισμού αλλά 150.000 κατοίκους τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά, θα ισοσταθμίζονταν. Το πρόβλημα για μας είναι η απουσία γηγενούς πληθυσμού…

Σ. Κι ένας που θέλει να συνεχίσει να ζει στη Βενετία, είτε από πρίσμα, είτε γιατι είναι απλά η πόλη του, βρίσκεται απέναντι στις προσφορές εκατομμυρίων για ένα διαμέρισμα κι αυτό δημιουργεί στον ίδιο μεγάλο δίλημμα και προβληματισμό.

G. Φυσικά… Σου δημιουργεί πρόβλημα γιατί με ένα εκατομμύριο, για παράδειγμα,
μπορείς να αγοράσεις μια κατοικία στο Μέστρε, αλλά και να παραμείνουν αρκετά
χρήματα διαθέσιμα.

Σ. Κι ένα άλλο πρόβλημα είναι τί αφήνουν οι τουρίστες. Γιατί βρομίζουν την πόλη και δεν αφήνουν σπουδαία πράγματα.

G. Όσο περισσότερος μαζικός τουρισμός αποβιβάζεται στην πόλη, τόσο λιγότερα χρήματα ξοδεύονται, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο: ένα παγωτό, ένα μπουκαλάκι νερό, ένα panino ή ένα spritz είναι προϊόντα που παρέχονται συνήθως από εμπόρους που δεν είναι καν Βενετσιάνοι και ούτε ζουν στη Βενετία! Προσφέρονται από εκείνους που τη θεωρούν τόπο εργασίας, που έρχονται το πρωί και φεύγουν το βράδυ και συνεπώς δεν έχουν την ανάλογη με τον γηγενή φροντίδα και αγάπη για την πόλη. Κατά παράδοξο τρόπο εάν όλοι όσοι έχουν μαγαζιά ή δραστηριότητα στη Βενετία ζούσαν στη Βενετία ήδη θα βελτιώναμε το ζήτημα γιατί θα είχαμε ανθρώπους προσεκτικότερους σε όλη τη διάρκεια της ημέρας που δεν θα νοιάζονταν μόνο για το
κέρδος! Και αυτό είναι μεγάλο πρόβλημα για την πόλη.

Σ. Και κατά την άποψή μου αυτός ο μαζικός τουρισμός για τον οποίο κάνεις λόγο φαίνεται και από το γεγονός ότι για παράδειγμα στο Τρεβίζο υπάρχουν άδεια καταστήματα, ενώ στη Βενετία δεν βλέπεις ποτέ άδειο χώρο! Πράγμα που σημαίνει πως το χρήμα κυκλοφορεί πολύ.

G. Ναι, αλλά αυτή η κυκλοφορία περιορίζεται σε πράγματα τουριστικά, ευτελή. Πιστεύω πως εδώ θα έπρεπε να παίζει ρόλο η διακυβέρνηση της πόλης, είτε ο δήμαρχος, είτε η περιφέρεια. Με άλλα λόγια όποιοι οφείλουν να κάμουν έργο…

Σ. Ζούμε σε μια εποχή όπου η πληροφορία μεταφέρεται τόσο άμεσα και σε τόσο μεγάλο όγκο. Ακούμε πολλές συνεντεύξεις πολιτικών – σε τηλεόραση και ραδιόφωνο· διαβάζουμε άλλες τόσες στα έντυπα, στις εφημερίδες, αλλά και στο διαδίκτυο – οι οποίοι παρουσιάζουν ιδανικό προφίλ, όμορφες ιδέες, προσφέρουν λύσεις στα προβλήματα, έχουν θάρρος, πρόθεση και διάθεση να αλλάξουν όσα δεν λειτουργούν σωστά.

Τί σε έκανε να ασχοληθείς ενεργά με την πολιτική; Βλέπεις να υπάρχει πραγματικά μέλλον; Είναι μια μάχη που θα μπορούσε να κερδηθεί – ή έστω να υπάρξει αντίσταση – στην ολοκληρωτική καταστροφή; Πες μας σχετικά γιατί γνωρίζω ότι εκτός από τη διαχείριση του βιβλιοπωλείου, εκτός από την ιδιότητα του παθιασμένου βενετσιάνου και της βενετσιάνικης κουλτούρας, είσαι δραστήριος και στο πολιτικό σκηνικό.

G. Ανήκω στο δημοτικό συμβούλιο, στον χώρο της αντιπολίτευσης, στο κόμμα της κεντροαριστεράς που έχασε τις εκλογές απέναντι στον σημερινό δήμαρχο Λουίτζι Μπρουνάρο ο οποίος είναι επικεφαλής μιας λίστας πολιτών που ανέβηκε στην εξουσία με την υποστήριξη των κομμάτων της δεξιάς, της Λέγκας του Βορρά κ.λπ. Ο Μπρουνάρο, λοιπόν, δεν έκαμε τίποτε από εκείνα που έπρεπε!

Σ. Σου κάνω αυτή την ερώτηση γιατί στην Ελλάδα βρεθήκαμε πρόσφατα σε εκλογική περίοδο όπου όλοι υπόσχονται…

G. ο Δήμαρχος υποσχέθηκε πράγματα όπως το δημοψήφισμα για τον χωρισμό της Βενετίας από το Μέστρε, κάτι για το οποίο είμαι αντίθετος, αλλά αφού το υποσχέθηκε έπρεπε να το κάμει: κι όμως δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Έπειτα, το κύριο θέμα είναι ότι η Βενετία είναι μια πόλη με τα προβλήματα που μόλις περιγράψαμε και είχε ανάγκη από μια πολύ ισχυρή δράση από μέρους της διοίκησης.

Σ. Και μπορούν να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα ή όχι; Άκουσα σχετικά με το εισιτήριο για παράδειγμα που θα απαιτείται για να μπει κανείς στην πόλη…

G. Αυτό είναι τρέλα…Κατά τη γνώμη μου η λύση ως μαγική ενέργεια δεν υπάρχει. Τα κιγκλιδώματα δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Στην πραγματικότητα στο μόνο που χρησιμεύουν είναι να δημιουργούν επιπλέον πρόβλημα. Ο τουρισμός είναι τέτοιος γιατί αυτό είναι που προσφέρει η Βενετία: όταν φτάνεις στη Βενετία βρίσκεσαι μπροστά σε ένα χάος, στο Τρονκέτο, στο Πιατσάλε Ρώμα, όχι μόνο από την άποψη της δημόσιας τάξης, αλλά και από την άποψη της πρόσληψης. Όποιος φτάνει για πρώτη φορά αντιλαμβάνεται μια πόλη άσχημα οργανωμένη, χαοτική, μια πόλη όπου πρέπει να είσαι προσεκτικός απέναντι στα πάντα επειδή σε κοροϊδεύουν, σε ξεγελούν. Όσο βελτιώνεις τα πράγματα τόσο καλύτερα κυκλοφορεί ο κάθε τουρίστας.

Σ. Βλέπω ότι χρησιμοποιείς συχνά το Facebook για να διαφημίσεις την ελάσσονα Βενετία (Venezia Minore) όπως γράφεις. Εκείνο που έχω καταλάβει ζώντας ή επισκεπτόμενος τόσες φορές την πόλη είναι ότι συνυπάρχουν διαφορετικοί κόσμοι. Αυτός ο κόσμος της πόλης το πρωί, ή έστω στη διάρκεια της μέρας, με τους τουρίστες, με όλους εκείνους τους περίεργους και γραφικούς που πουλάνε στους τουρίστες όλα αυτά που αναφέραμε, χάνεται μετά τη δύση του ήλιου! Τότε «ξυπνά» μια άλλη Βενετία, σχεδόν άδεια, ελεύθερη για όποιον θέλει να την απολαύσει, έστω χωρίς ήλιο, αλλά και χωρίς την οχλοβοή και την κούραση. Ποια είναι λοιπόν αυτή η Venezia minore που εσύ προβάλλεις;

G. Λοιπόν, εκείνη που εγώ φωτογραφίζω και προβάλλω στα μέσα μαζικής δικτύωσης είναι η Βενετία της αυγής, η πόλη το χάραμα. Στην πραγματικότητα δεν είναι αλήθεια ότι το βράδυ αδειάζει η Βενετία, αδειάζει από τους τουρίστες που την επισκέπτονται καθημερινά, αλλά υπάρχουν και χιλιάδες τουρίστες που νοικιάζουν Β&Β και μένουν στην πόλη.

Σ. Εννοούσα ότι το βράδυ δεν υπάρχουν μαζικές κινήσεις και επισκέψεις τουριστών και ως εκ τούτου η πόλη ηρεμεί, γαληνεύει (ονομαζόταν, άλλωστε, κάποτε η Γαληνοτάτη).

G. Τώρα θα συμφωνήσω! Ακριβώς έτσι. Ας πούμε πως η πόλη επανέρχεται στους Βενετούς. Τα χαράματα είναι ακόμη περισσότερο βενετσιάνικη, κι εγώ είμαι πολύ πρωινός πάντα, όπως γνωρίζεις! Και το χάραμα, γεύομαι και πάλι τη Βενετία που έβλεπα 40 χρόνια πριν όταν ήμουν μικρός και την ξαναβρίσκω όμοια από αισθητική άποψη, δεν έχει αλλάξει σε τίποτε, τα μέγαρα, τα κανάλια, οι γέφυρες και οι δρόμοι… Αυτή η απόλυτη ομορφιά που για μένα γίνεται ακόμη ομορφότερη (εγώ παίζω με αυτόν τον προσδιορισμό, της ελάσσονος Βενετίας): που δεν είναι πολύ γνωστή. Όποιος την αγαπάει πραγματικά, αλλά και οι ίδιοι οι κάτοικοι, την έχουν επισκεφτεί πολλές φορές: είναι η κρυμμένη Βενετία που ποτέ ο ημερήσιος τουρίστας δεν θα τη δει. Σε εκείνον αρκεί ο Άγιος Μάρκος! Ακόμη και τη Σάντα Μαρια ντει Φράρι ή τη Σαλούτε, σπουδαία μνημεία, δεν τα επισκέπτονται…

Σ. Κλείνοντας, θα έλεγα πως ούτε και τον Αγιο Μάρκο βλέπουν. Βλέπουν την πλατεία και τις εξωτερικές όψεις της εκκλησιάς και των κτηρίων της πλατείας.

G. Πράγματι, βλέπουν αυτά που αναφέρεις, βγάζουν φωτογραφίες και αυτό για εκείνους αρκεί. Σε μας μένει η ελάσσων Βενετία. Η Βενετία της καρδιάς μας, αυτή που βλέπουμε μέσα στην ψυχή μας χωρίς τουρίστες και μας φαίνεται ένα θαύμα, έτσι άδεια, σιωπηλή, χωρίς το συρφετό από τους τουρίστες. Είναι αυτό που αγαπώ, την αποκαλώ ελάσσονα μα στην πραγματικότητα είναι η Βενετία, η μεγάλη και σπουδαία αυτή πόλη και αυτό για εμάς αρκεί.

1. Εννοεί ανάμεσα στους ανθρώπους.
2. Βιομηχανική περιοχή στις ακτές της ενδοχώρας, ορατή από κάποια σημεία της Βενετίας.
3. Σε εισαγωγικά η λέξη διότι στη Βενετία η πλατεία (piazza) είναι μόνο εκείνη του Αγίου Μάρκου. Όλες οι υπόλοιπες «πλατείες» ονομάζονται campi.
4. Η Βενετία (το ιστορικό κέντρο, δηλαδή και όχι ο ευρύτερος Δήμος που περιλαμβάνει και την ενδοχώρα) στην απογραφή του 1871 είχε 128.787 κατοίκους· άγγιξε το υψηλότερο σημείο του διαγράμματος το 1951 με 174.808 ψυχές και από εκεί αρχίζει μια φθίνουσα δημογραφική πορεία στην οποία καταγράφονται μόλις 99.189 κάτοικοι το 1978 και – συνεχίζοντας την καθοδική τάση – 53.976 μόνιμους κατοίκους το 2017 (1 η Νοεμβρίου) σύμφωνα με το Ufficio Statistica Comune Venezia. Ως προς το Μεσαιωνικό παρελθόν της πόλης ο πληθυσμός κυμαινόταν ανάμεσα στις 110.οοο ψυχές το 1300, 85.000 τον επόμενο αιώνα και 102.000 το 1500 σύμφωνα με τον ιστορικό Paolo Malanima.
(http://www.paolomalanima.it/default_file/Italian%20Economy/Urban_Population.pdf).

https://ipolizei.gr/suntomos-dialogos-me-enan-beneto-politi/?fbclid=IwAR05i-eB_yDJK1kV5Lqwio6cudwNWjvWPd5S4XDwqrNlxI0y7vzTRDXUBPI

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου