Ντόπια λουλούδια φόρτωσα στο φτερωμένο το άτιγια να υψωθεί και να σε βρει και να σου τα προσφέρει·γιατ’ είσαι της πατρίδας σου και των πατρίδων όλων,λουλούδια εσέ σού πρέπουνε κι απ’ όλες τις πατρίδες.
Ξεχωριστέ κι απίστευτε και κοσμοξακουσμένε!30Θέλω να πλέξω το δικό σου το στεφάνι μ’ όλατα ευωδιαστά και τα λαμπρά του Λόγου τ’ άνθια, μ’ όλατ’ άνθια του Λόγου τα πυρρά, σα να είναι από τη φλόγακι από το αίμα, μ’ όλα κεια τα βροντερά, και μ’ όλατα στρογγυλά και τα γιομάτα ονόματα, και νά ’ρθω35μ’ αυτά στο πανηγύρι σου, και νά ειμαι σαν Απρίληςπεριβολιού απ’ το Βόσπορο, και σαν του ήλιου γέρμαστη γη την αθηνιώτισσα μια μέρα του Γενάρη.Του Λόγου τ’ άνθια γαλανά, πράσινα, κίτριν’, άσπρα,και νά ειναι σαν το ρούχο σου το κόκκινο, σημάδι40του λυτρωμού και φλάμπουρο της παλικαροσύνης·και νά ειναι σαν το τρίχρωμο μαντίλι του λαιμού σου,και νά ειναι σαν τη βυσσινιά τη σκούφια σου, κορόνατου κεφαλιού σου του ξανθού που αντάμα δείχνει εσέναθεό των πόθων Έρωτα και πολεμόχαρο Άρη.45Του Λόγου τ’ άνθια, αραδιαστά τα ονόματα, ένα, ένα,το ’να με τ’ άλλο, απανωτά, σπρώχνοντας το ’να τ’ άλλο,καθώς βαλμένα ακράταγα χύνονται, ξεχειλίζουνγια τους θεούς τα ονόματα στους ορφικούς τούς ύμνους,τα λόγια για το νικητή στους ύμνους του Διρκαίου.50Τέτοιο στεφάνι εγώ ήθελα να πλέξω και να φέρω,πολεμιστής, ταξιδευτής, προσκυνητής δικός σου,της σκέψης γαριβαλδινός, του στίχου επαναστάτης,στο γιγαντένιο μνήμα σου κι όπου στημένο στέκει,σ’ όποια εκκλησιά, σ’ όποια κορφή, σ’ όποιο δρυμό, σ’ όποιο άστρο,55τραγουδιστής τρανόφωνος εγώ των τρανών όλων,και να σου πω «Πατέρα εσύ, και πλάστη εσύ, σου φέρνωκι εγώ κανίσκι, πάρε το, μην το καταφρονέσεις,μέσα του αστράφτει και βροντά η καρδιά της Ρωμιοσύνης».Με τον Κανάρη αλλάξατε φιλί, σε ξέρ’ η Κρήτη,60και την Ελλάδα βλόγησε το τίμιο το σπαθί σουκι απ’ της ζωής σου τα πλατιά και μέσα κι απ’ τον τάφο·κι ανίσως λίγο πιο νωρίς έσπερν’ εσέναν’ ο ήλιος,πλάι πλάι θα καβαλίκευες με τον Κολοκοτρώνη.Σαν τους δικούς σου η δόξα σου τράβηξε και τους ξένους,65κι από της Μάνης τα γκρεμά κι από τα περιβόλιατων απαλών Εφτάνησων σου αποκριθήκαν και ήρθαν,κι ο ευγενικός της Σφαχτηρίας νεκρός ο Σανταρόζαςσάλεψε αναγαλλιάζοντας μες στο ιερό του μνήμα.—Ξεχωριστέ και απίστευτε και κοσμοξακουσμένε70και χτεσινέ κι απόμακρε και λυτρωτή κουρσάρεκι αντάρτη και πολέμαρχε κι αρματολέ και κλέφτηκαι σαν τους τουρκοφάγους μας διπλόζωε κυβερνήτη,στα ροζωμένα χέρια σου γερά κρατώντας όμοιατο χαλινάρι του άλογου, του τιμονιού το δοιάκι,75του Καραϊσκάκη ψυχογιέ κι αγγόνι του Κατσώνη,παραμυθιόσπαρτε Σεβάχ θαλασσινέ δυο κόσμων·άστραφτες της Αμερικής και βρόνταες της Ευρώπης!
Όμως απ’ όλα τα επικά τα δώρα ετούτα, απ’ όλατα λυρικά στεφάνια αυτά, στοχάζομαι, θα σου είναι80πολύ πιο καλοπρόσδεχτη μια θύμηση· ξυπνάειμέσα μου και γυρίζει με γοργά στα πρώτα χρόνια:Ήμουν παιδί· στο σπίτι μου μπροστά και πέρα, ολούθετη γιόμιζε τη γειτονιά, την έλουζε τη χώρατης άρπας της ιταλικής ο χαϊδεμένος ήχος.85Κι ανοίγανε παράθυρα και σκύβανε κεφάλια,και μέσα στις γαστρούλες τους σειούνταν και χαιρετούσαν,τα φλογερά γαρούφαλα, λιγνόχλωμες και οι βιόλες,κι έλεγες πρόσωπα κι αυτά λαχαριστά πως ήταν,και τα ’λεες του χαιρετισμού δακρυόβρεχτα μαντίλια·90και τα σαρακοφάγωτα του μπαλκονιού σανίδια,καθώς πατούσε η λυγερή με βιας, τριζοβολούσαν·κι από της ξένης μουσικής τη γνωρισμένη γλώσσατο κάθε αφτί ποτίζοταν κι ευφραίνονταν τα πάντα.Κάτου στο δρόμο νά! αρπιστές και αρπίστρες, μαζεμένοι95από τα τετραπέρατα τα ιταλικά, δεν ξέρωποιοί λαλητάδες ζίζικες και ποιά τριζόνια κράχτες,Ναπολιτάνοι αφρόντιστοι, βουνόζωοι Καλαβρέζοι,κοκκινοφόρετα ορφανά με τ’ άνθια, με τα γέλια,κι οι αρπίστρες πλάι, σταυραδερφές της γκαιτικής παιδούλας100του τραγουδιού ψυχόπαιδα, του ριζικού αποπαίδια,της μέρας κοσμογυριστές, της νύχτας πεζοδρόμοι,σα διαβατάρικα πουλιά και σα χελιδονάκια,με τα φτερά του λελεκιού, με τ’ αηδονιού τη γλύκαπροβάλλανε και φεύγανε, και τόσο μόνο στέκαν105όσο να σπείρουν της χαράς το σπόρο στις καρδούλες.Κάτου στο δρόμο οι αρπιστές κι οι αρπίστρες κελαηδούσαν,τα δάχτυλα φιλούσανε τις κόδρες, γοργοσμίγανμε κείνες, και γεννιότουνε το ερωτοπαίδι, ο ήχος.Άρπα μεθύστρα ιταλική, πάντα να ζεις και νά εισαι!110Και το στερνό τραγούδι τους κι ο αποχαιρετισμός τουςξεσπώντας, και θριαμβευτικά, σαν από στόμα Νίκης,ήταν ο ίδιος ο σκοπός κι ένα τραγούδι πάντα:Εβίβα, Γαριβάλδη, εβίβα, Λιμπερτά. —Και η χώραμε χίλια μύρια στόματα, κι απ’ το παιδί ώς το γέρο,115ξανάλεε το τραγούδι σου και το ’κανε δικό τηςκαι το ’σμιγε με το τραχιό παράπονο του κλέφτη,με της αγάπης τους καημούς, με του χορού τους χτύπουςκαι μ’ όλα τ’ ανεβάσματα και με τα κύματα όλατης άγριας ρουμελιώτισσας άπλαστης Αρμονίας.120Εβίβα, Γαριβάλδη, εβίβα, Λιμπερτά! Από τότεκι η φαντασία μου σε κρατά, γιομίζεις την καρδιά μουκι ένα μου δείχνεις όραμα, και δεν καλογνωρίζωκι αν πρέπει να τ’ αγκαλιαστώ, κι αν πρέπει να το διώξω,το μακρινότατο όραμα του κόσμου που δεν έχει125πατρίδες πια, του κόσμου πια που είν’ όλος μια πατρίδακαι που λατρεύει τους λογής και κάθε ορμής προφήτεςανάκατα, αξεχώριστα, κι έξω από κάθε τόποκι έξω από καθεμιά φυλή, κι έξω από κάθε γλώσσα,και μ’ όλα τ’ αναβρυστικά νερά τη δίψα σβήνει,130μα δεν ξεχνά και τις βαθιές πηγές που πια χαθήκαν,κι είν’ η ζωή σαν ουρανός από καρδιά και ειρήνηκι αδερφοσύνη, κι ώς εκεί τ’ άσπρο λιβάνι φέρνειστον Άνθρωπο τον ήρωα, στους Γαριβάλδες όλουςτου λογισμού και του χεριού, τη δέηση τ’ ανθρώπου…135—Και πάντα· Εβίβα, Λιμπερτά, κι εβίβα, Γαριβάλδη!
Της όμορφης πατρίδας σου στα παιδικά όνειρά μου,παράξεν’ από μιας αρχής και παρδαλόφτερα όλα,δυο χάρες, μάνες μου κι αυτές ανάμεσα στις χίλιεςμάνες μου τις λογής λογής, πανάσκημες, πανώριες,140που μ’ αναθρέψων και λογής με μάθαν ιστορίες,της όμορφης πατρίδας σου δυο χάρες μέσα μου είναι:η νεραϊδένια η Βενετιά κι η λεβεντιά η δική σου!
Τον έπαινο άλλοι ας πλέκουνε για σε, και οι πιο μεγάλοι,που πίνουν της Αρέθουσας το θείο νερό και είν’ άξιοι,145άλλοι, πιο νέοι Οράτιοι με νέα χορδή ατσαλένιατη λύρα δυναμώνοντας τη χρυσελεφαντένια.Φλογέρες άλλων ας λαλάν της γέννας σου το θάμααπ’ την αγάπη ενός αρχαίου θεού και μιας νεράιδας,εκεί που οι Άλπες γελαστές προς τη θάλασσα σκύβουν,150εκεί που η γη πιο πράσινη, το κύμα πιο γαλάζιο.Οι τροβατόροι ας τραγουδάν την ώρα του ερχομού σου,όταν η γη σου σκίζοταν και η μάνα σου σερνόταναπό στρατούς και τύραννους και καταπατητάδες·και μπόρα νά! ξολοθρεμού και νά! βροχή ευεργέτρα,155κι ο Γαριβάλδης νικητής κι ελεύτερη η πατρίδα.Του στίχου αφέντες άλλοι ας λεν: «Ήρωα, όπου πατούσες,πρασίνιζε ο ξερόβραχος κι η ανάσταση παντού ηταν!»Τη μυστική σου ανάληψη στον Όλυμπο που σ’ είχανκαλέσει οι πατρικοί θεοί, της γης σου οι ομηρίδες,160εκείνοι ας τηνε τραγουδάν. Της Αουσωνίας ψάλτες,τον ύμνο εσείς υψώστε τον για το γιγάντικο ίσκιο,ανάμεσ’ απ’ τα έλατα, κάθε φορά που ο ήλιοςκαταχνιασμένος φέρνεται στον υψωμό ή στο γέρμα,τον ίσκιο με την κόκκινη πορφύρα, με τα μάτια165τα ουρανικά, με τα ξανθά μαλλιά που κυματίζουν,και το βοσκό που αγνάντια του θαμπώνεται και λέει:«Της Ιταλίας ο ήρωας απάνου απ’ τα βουνά τηςνά τος σκυφτός, νυχτόημερα την Ιταλία φυλάει!»Μα εγώ δεν έχω τίποτε πιο απλό, πιο ταιριασμένο,170πιο γκαρδιακό, απ’ τ’ ανάκρασμα της Ιταλίδας άρπαςστων ταπεινώνε σου αδερφιών τα χέρια τρανεμένωναπ’ την αγάπη σου, ήρωα, κι απ’ τη δική σου δόξα.Μέσ’ απ’ τα πρώτα χρόνια μου νά η θύμηση η χαρίστρατα φέρνει· Εβίβα, Λιμπερτά, κι εβίβα, Γαριβάλδη!
✳
175—Όμορφη, δε χορταίνεσαι, πολυπιθυμημένηκι απ’ όσους σε ξανοίξανε κι απ’ όσους σε χαρήκανκι απ’ όσους, άφταστη χαρά, για σε μακριάθε ακούνε,Μάνα, που τον τραγουδιστή γεννάς και τον τεχνίτη,κι είσαι της φύσης διαλεχτή, της τέχνης θησαυρίστρα,180της λίμνης και της θάλασσας και του βουνού Ιταλία,του Δάντη εσύ υπνοφαντασιά, του Ραφαήλ παρθένα,και πιο πολύ κι ίσαμε ψες του Γκαίτε εσύ η Παιδούλα,η μυστική, η σγουρόμαλλη, κι η μεταξοντυμένη,τις καστανιέτες παίζοντας και τις καρδιές τραβώντας,185μέσα στο δρόμο που περνάν γαληνεμένοι οι Μάιστερ,του τραγουδιού μαστόρισσα και του χορού δασκάλα,πνοή της κιτρολεϊμονιάς, της δάφνης περηφάνια,και της καρδιάς ζεστοκοπιά και της μυρτούλας χάρη.Και τώρα πώς μεγάλωσες! πώς άπλωσες! πώς ήρθες!190Πώς πέταξες ανάστημα! Κι εκεί που δείχνεσαι ίδια,ίδια η Παιδούλα η γκαιτική, πώς άλλαξες! Πώς είσαισαν των Ετρούσκων τη θεά, της Ρώμης τη Μινέρβα,Λατίνα εικόνα αντίφκιαστη της Αθηνάς Εργάνης,με το στημένο της βωμό στον Αβεντίνο λόφο,195π’ όλα τα σκόρπαε τα καλά της προκοπής και σ’ όλους,από το δάσκαλο ποιητή τον ελληνότεχνο, ίσαμε τον εργάτη που σκυφτός τα ταπεινά δουλεύει,μα που φυσά στο έργο του, χοντροκομμένο ας είναι,το στόμα το θαματουργό μιας τέχνης μια ομορφάδα…200—Μα ούτ’ η Παιδούλα η γκαιτική, μήτε η ρωμαία Μινέρβα!Η ευτυχισμένη εσ’ είσαι η γη και η νια και η νιόνυφη είσαι,σκλάβα ώς τα χτες για πούλημα, και σήμερα μεγάληκαι μια, Ιταλία, της Ρώμης σου, του Γαριβάλδη σου είσαι,Δέσποινα, οι Άλπες κάστρα σου, βίγλες τ’ Απέννινά σου!205Σκάφτεις εσύ, στοχάζεσαι, κι εμπρός! μες στο σκοτάδιδεν παίζεις την τυφλόμυγα με των αρχαίων τούς ίσκιους.Και της αρχαίας είπες Ψυχής: «Γίνε οδηγήτρα μου, όχιδρακόντισσα για να με φας!» Μες στ’ άχανο ταξίδιέτσι ο προφήτης ο Ιταλός της Μάντοβας τον κύκνο210πήρε οδηγό του δρόμου του. Κι έτσι σαν τούτον ήβρεςτη Βεατρίκη - Λευτεριά στου δρόμου σου την άκρη.Άρχισες με τον Δάντη σου, στο Γαριβάλδη σου ήρθες.Άμοιαστα της κορόνας σου διαμάντια φέγγουν όμοιαη Φλωρεντία πολύτεχνη κι η ερημική Καπρέρα.
29 του Θεριστή 1907
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου