Ο Γεώργιος Γεμιστός (Κωνσταντινούπολη, 1355 - Μυστράς, 26 Ιουνίου 1452) ήταν Έλληνας φιλόσοφος και μελετητής της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας που επέλεξε για τον εαυτό του το προσωνύμιο Πλήθων, ώστε να θυμίζει το όνομα Πλάτων. Υπήρξε μία από τις κορυφαίες πνευματικές μορφές των ύστερων βυζαντινών χρόνων, καθώς ήταν ένας από τους πρωτοπόρους της αναβίωσης του Πλατωνισμού στη δυτική Ευρώπη, παίζοντας σημαντικό ρόλο στην Αναγέννηση.
Επανεισήγαγε τις σκέψεις του Πλάτωνα στη δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Συνόδου της Φλωρεντίας (1438-1439). Εκεί ο Πλήθων συνάντησε και επηρέασε τον Κόζιμο των Μεδίκων για να ιδρύσει μία νέα πλατωνική ακαδημία (Accademia Platonica), η οποία από το 1459, υπό τον ουμανιστή Μαρσίλιο Φιτσίνο, θα μετέφραζε στα λατινικά όλα τα έργα του Πλάτωνα, τις Ἐννεάδες του Πλωτίνου και διάφορα άλλα νεοπλατωνικά έργα που επί Χριστιαισμού είχαν πέσει στην αφάνεια, μπολιάζοντας με τις ιδέες τους την Αναγέννηση. Ο Πλήθων διακρίθηκε για την ελληνική αυτοσυνειδησία του, κι έγραψε χαρακτηριστικά: "Έλληνες εσμέν το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί".
Ο Γεώργιος Γεμιστός γεννήθηκε ανάμεσα στο 1355 και το 1360 στην Κωνσταντινούπολη[1][2] από εύπορους γονείς. Εικάζεται οτι ηταν ο δεύτερος γιος του αξιωματούχου (πρωτονοτάριου) της Μεγάλης Εκκλησίας Δημήτριου Γεμιστού[3]. Απέκτησε νωρίς κλασική Παιδεία, πιθανώς έχοντας δάσκαλο το Δημήτριο Κυδώνη, και μυήθηκε στην πλατωνική και νεοπλατωνική σκέψη. Χωρίς να γνωρίζουμε το πως και γιατί αποφάσισε παράτολμα περί το 1380 να ταξιδέψει στην Αδριανούπολη, που τότε ήταν πρωτεύουσα του Οθωμανού ηγεμόνα Μουράτ Α΄, κι ήρθε σε επαφή με το πνεύμα της ανεξιθρησκείας, την πολυθεϊα, τον παγανισμό κι άλλες αμφιλεγόμενες ιδέες. Eκεί μαθήτευσε κοντά στον Ελισσαίο (όπως γράφει ο Γεννάδιος Σχολάριος), έναν αγνώστων στοιχείων Εβραίο που φαίνεται πως ήταν οπαδός του Ζωροαστρισμού και του πολυθεϊσμού, κι αργότερα "εκάη ζωντανός" κατά τον ιστορικό Κωνσταντίνο Σάθα χωρίς όμως να αναφέρει πού και πότε. Κοντά του ο Γεμιστός πρέπει να είχε ήδη διαμορφώσει σοβαρές επιφυλάξεις για το παρηκμασμένο πνευματικά και πολιτικά Βυζάντιο, ενώ απέρριψε τη χριστιανική θρησκεία και το συντηρητισμό της[4]. Διαμόρφωσε την άποψη ότι ο κρατικός οργανισμός του Βυζαντίου είναι βαθιά προβληματικός και πως με την αναποτελεσματική εκκλησιαστική διοίκηση, αποτελούσαν τις αιτίες για την αδυναμία της αυτοκρατορίας να αντιδράσει και να ανορθωθεί απέναντι στους Οθωμανούς που χαν κυκλώσει τη βασιλεύουσα και με το νεο τους επιθετικό σουλτάνο Βαγιαζήτ Α' άρχισαν να την πολιουρκούν το 1394.
Στο δεσποτάτο του Μυστρά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Πλήθων επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη και διατύπωσε δημόσια τις ιδέες του, αλλά προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση. Κατηγορούμενος για παγανισμό και πολυθεϊα, φυγαδεύτηκε εσπευσμένα στο Μυστρά μετά το1393[5], όταν έγινε στόχος εκκλησιαστικών κύκλων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που κυνήγησαν και σκότωσαν τον μαθητή του Ιουβενάλιο, και εγκαταστάθηκε με τη βοήθεια του φίλου του, αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου, στο Δεσποτάτο του Μυστρά. Την Πελοπόννησο θεωρούσε πιο ασφαλή και πανάρχαιη δωρική κοιτίδα του Ελληνισμού που ποτέ δεν έπαψε να κατοικείται από Έλληνες. Εκεί ανέλαβε κάποιο ανώτερο διοικητικό αξίωμα (magistratura), πιθανώς δικαστικό. Στο Μυστρά χωρίς τη διαρκή απειλή της αυστηρής εκκλησιαστικής εξουσίας, μελέτησε περισσότερο Πλάτωνα, Πλωτίνο, Ιάμβλιχο, Πορφύριο και Πρόκλο κι ολοκλήρωσε τις αντιλήψεις του, ίδρυσε φιλοσοφική σχολή, δίδαξε και προσπάθησε να υλοποιήσει τις κοινωνικές του απόψεις. Μεταξύ των μαθητών του συγκαταλέγονται οι Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, Γεννάδιος Σχολάριος, Ιωάννης Αργυρόπουλος, Γεώργιος Ερμητιανός, Ισίδωρος του Κιέβου, Δημήτριος Χαλκοκονδύλης, Μιχαήλος Αποστόλης και ο τελευταίος ιστοριογράφος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας Λαόνικος Χαλκοκονδύλης. Οι δεσπότες του Δεσποτάτου, Θεόδωρος Α΄ Παλαιολόγος, Θεόδωρος Β΄ Παλαιολόγος και Κωνσταντίνος ΙΑ΄ Παλαιολόγος, συχνά ζητούσαν την γνώμη του για διάφορα θέματα.
Σε αναλυτικό υπόμνημά του προς τον αυτοκράτορα Μανουήλ Β' Παλαιολόγο το 1416 και σε δεύτερο στο γιο του δεσπότη Θεόδωρο το 1423 διατύπωσε ακόμα μια σειρά από πρωτοποριακές προτάσεις (αναδασμός της γης ώστε ν' ανήκει στους αγρότες, βελτιωση των συνθηκων εργασίας τους, τόνωση της αγροτικής κι όχι μόνο παραγωγής, ενίσχυση του εμπορίου, διοικητική αναδιοργάνωση, πιο ισορροπημένη φορολογία, περισσότερες δαπάνες για παιδεία, εθνικοποίηση του στρατού αντι για ξένους μισθοφόρους, κατάργηση βασανιστηρίων αλλά και κάποιες απάνθρωπες όπως την καύση στην πυρά ομοφυλοφίλων, κτηνοβατών, βιαστών κ.ά.). Για την άμυνα πρότεινε την ανοικοδόμηση του τειχους του Εξαμιλίου κοντά στον Ισθμό από βαρυποινίτες, το τείχος που πριν λίγα χρόνια είχαν καταστρέψει σε επιδρομή τους οι Τούρκοι. Το υπόμνημά του μόνο διαβάστηκε, αλλά ποτέ δεν εφαρμόστηκε.
Το 1428, ο νέος αυτοκράτορας Ιωάννης Η 'Παλαιολόγος που περιόδευε την Πελοπόννησο πηγαίνοντας και στο γάμο του μικρού του αδελφού Κωνσταντίνου ΙΑ', συμβουλεύθηκε τον Πλήθωνα για το φλέγον ζήτημα της εποχής, την Ένωση των δύο Εκκλησιών ώστε ν αντιμετωπιστεί η απειλή τον Οθωμανών. Ο γηραιός φιλόσοφος εκφράστηκε με απαισιοδοξία για την επιτυχία του όλου εγχειρήματος και είχε αποδοκιμάσει την πιθανή αποστολή επισκόπων της Ανατολικής Εκκλησίας στη Δύση για συζητήσεις, ως πράξη ατιμωτική. Το 1433 συνέθεσε κι αφιέρωσε μια "μονωδία" στη δέσποινα Κλεώπα Μαλατέστα που πέθανε πρόωρα, εκφράζοντας τη βαθιά του λύπη.
Για τις υπηρεσίες που πρόσφερε προς τους αυτοκράτορες και τους δεσπότες του Μυστρά, ανταμείφθηκε ιδιαίτερα: "Κατά Νοέμβριον του 1427 Θεόδωρος ο δεσπότης δι' αργυροβούλου έδωκε τιμάριον τω Γεμιστώ τα εν Λακεδαίμονι Κάστρον και χώραν Φαναρίου και Βρύσεως∙ κατά Οκτώβριον του 1428 ο αυτοκράτωρ Ιωάννης επεκύρωσε τω Γεμιστώ δια χρυσοβούλου τ' άνω κτήματα, δι' αργυροβούλου δε Δημήτριος ο Παλαιολόγος επεκύρωσε κατά Ιούλιο του 1450 ταυτά κτήματα τοις υιοίς του Γεμιστού Δημητρίω και Ανδρονίκω" (Κ. Σάθας, απόδοση από το "Acta et Diplomata" του Miklosich, σελ. 175 και 225).
Στη σύνοδο Φερράρας Φλωρεντίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Παρά τις αντιρρήσεις του, πείστηκε σε ηλικία μεγαλύτερη των 80, να μπει στο πλοίο το χειμώνα του 1437/8 για το μακρύ ταξίδι μέσω Βενετίας και πήρε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας, για την ένωση των Εκκλησιών της Ανατολής και της Δύσης. Εκεί συνόδευσε (ως συγκλητικός όπως αναφέρει ο Κων. Σάθας) τον αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγο. Μέλος της αποστολής ήταν επίσης και ο μαθητής του Πλήθωνα, ο ανθρωπιστής λόγιος, μητροπολίτης Νικαίας Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος, κι άλλοι παλιοί μαθητές του στο Μυστρά, όπως ο Ισίδωρος του Κιέβου, που ταξίδεψε σχεδόν ένα χρόνο για τη Σύνοδο ερχόμενος από τη Μόσχα. Κατά τη σχεδόν δίχρονη παραμονή του στην Ιταλία, ο Πλήθων έφερε σε επαφή τους πιο ονομαστούς λόγιους, πνευματικούς ανθρώπους της Δύσης (όπως Γκουαρίνο ντα Βερόνα, Τζιοβάνι Αουρίσπα, Πότζιο Μπρατσολίνι, Λορέντσο Βάλλα, Carlo Aretino και τον ουμανιστή καγκελάριο της Φλωρεντίας Λεονάρντο Μπρούνι) με την κλασική φιλοσοφία και ειδικότερα με τον Πλάτωνα[6]. Μετά από παράκλησή τους, συνέγραψε το «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» (γνωστό στη Δύση ως De Differentiis), για να διευκρινίσει τι από όσα η αριστοτελικά επηρρεασμένη Δύση (λόγω θεολόγων όπως του Θωμά Ακινάτη) συνέχεε σε σχέση με τον Πλάτωνα, όπως για παράδειγμα την κοσμολογική αντίληψη για τη δημιουργία του ουρανού και του χρόνου όπως την καταγράφει ο Πλάτωνας στο έργο του Τίμαιος. Το γραπτό μεταφράστηκε αμέσως στα Λατινικά και προκάλεσε πολλές συζητήσεις κι εντάσεις ανάμεσα στους φίλους των δύο μεγάλων αρχαίων στοχαστών που κράτησαν για δεκαετίες μετά τη Σύνοδο και συνέβαλε στην αποδυνάμωση του Σχολαστικισμού. Η προσωπικότητα, η μόρφωση και η ευγλωττία του Πλήθωνα εντυπωσίασε ιδιαιτέρως τους Ιταλούς ανθρωπιστές και μεταξύ αυτών τον ίδιο ηγεμόνα της Φλωρεντίας Κόζιμο των Μεδίκων. Σε σχέση όμως με το αντικείμενο της Συνόδου για την Ένωση των Εκκλησιών που επιζητούσε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η' Παλαιολόγος, ο Πλήθων πίστευε στην αυτοτέλεια της ελληνικής εκκλησίας και δεν αποδεχόταν τα πρωτεία του Πάπα. Έτσι τάχθηκε με τους ανθενωτικούς των οποίων ηγήθηκε ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος ο Ευγενικός. Όπως γράφει ο Σίλβεστρος Συρόπουλος που διέσωσε τα πρακτικά της Συνόδου, ο Πλήθων αναίρεσε πολλά από τα επιχειρήματα των Λατίνων όπως την εκπόρευση του Αγιου Πνεύματος και εκ του Υιού (Filioque) ως σοφιστείες και συνέβαλε στο να μην υποκύψουν σε ατιμωτικές υποχωρήσεις οι ιεράρχες της Ανατολικής Εκκλησίας γι' αυτό δεν υπέγραψε το τελικό κείμενο. Μάλιστα, σύμφωνα με το έργο του Παναγιώτη Κανελλόπουλου "Γεννήθηκα στο 1402", έφυγε από τη Φλωρεντία μαζί με το Γεννάδιο και το Δημήτριο Παλαιολόγο για Βενετία κι απο κει για το Μυστρά τρεις βδομάδες πριν την πανηγυρική ενωτική θεία Λειτουργία στον καθεδρικό ναό Σαν Μαρία ντελ Φιόρε (6 Ιουλίου 1439) στην οποία ο μαθητής του Βησσαρίων απήγγειλε στα ελληνικά το Πιστεύω προσθέτωντας για πρώτη φορά τη φράση "και εκ του Υιού εκπορευόμενον".
Σύγκρουση με το Γεννάδιο και τελευταία χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο Πλήθων δεν είχε γράψει κανενα βιβλίο μέχρι το 1437. Γι' αυτό, για την απόρριψη του χριστιανισμού, για την υποστήριξη του Πλάτωνα αντί του Αριστοτέλη κι άλλους λόγους κατηγορήθηκε από τον παλιό του μαθητή Γεώργιο Γεννάδιο, τον κατοπινό πρώτο Πατριάρχη επί Τουρκοκρατίας. Ο Γεννάδιος σημειώνει σε επιστολή του προς τη δέσποινα του Μυστρά Θεοδώρα "αυτός δε μηδέν ποτέ εις φιλοσοφίαν μέγα συγγραψάμενος". Η μομφή έφτασε στα αυτιά του Πλήθωνα και φαίνεται οτι τον πείραξε πολύ. Τότε, σε μεγάλη ηλικία συνέγραψε το μεγάλο του έργο Περί Νόμων Συγγραφή. Το έργο έγινε αφορμή για τη δημόσια αντιπαράθεση μέσω επιστολών με το Γεννάδιο που προκάλεσε αίσθηση στους πνευματικούς κύκλους της εποχής. Ο Γεώργιος Σχολάριος απάντησε με το « Υπέρ Αριστοτέλους αντιλήψεων», το οποίο ανταπαντήθηκε από τον Πλήθωνα με το έργο «Περί τας υπέρ Αριστοτέλους Γεωργίου του Σχολαρίου αντιλήψεις», γραμμένο το 1448. Θέση κατά του Πλήθωνα κι υπέρ του Αριστοτέλη έλαβαν δύο λόγιοι που ζούσαν στην Ιταλία, ο Γεώργιος Τραπεζούντιος κι ο Θεόδωρος Γαζής, ενώ τον Πλήθωνα υπερασπίστηκαν ο Βησσαρίων κι ο Μιχαήλος Αποστόλης.
Το 1441 τον επισκέφτηκε στο Μυστρά ένας ονομαστός θαυμαστής, ο Ιταλός λόγιος και φίλος του Βησσαρίωνα που του 'χε πει για το δάσκαλό του, Φραγκίσκος Φίλελφος.
Το 1447 τον επισκέφτηκε ένας ακόμη Ιταλός λόγιος, ο μανιώδης συλλέκτης χειρογράφων Κυριακός Αγκωνίτης[7].
Ο Πλήθων πέθανε υπέργηρος από φυσικά αίτια στη Σπάρτη στις 26 Ιουνίου 1452, ημέρα Δευτέρα, γύρω στη 1 π.μ. όπως προκύπτει από "ενθύμηση" χειρογράφων της Βιβλιοθήκης του Μονάχου που δημοσίευσε ο Σπυρίδων Λάμπρος στο "Νέο Ελληνομνήμονα" το 1910. Λόγω της καθόδου των Οθωμανών που κατέλαβαν το Μυστρά το 1461, οι περισσότεροι μαθητές του, έφυγαν στην Ιταλία. Εκεί πολλοί από αυτούς όπως ο Ιωάννης Αργυρόπουλος, ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης κι ο ήδη από το 1439 καρδινάλιος Βησσαρίων συνέβαλαν σημαντικά στο ρεύμα που ονομάστηκε τελικά Αναγέννηση.
Απέκτησε δύο γιους, το Δημήτριο και τον Ανδρόνικο.
Ο μαθητής του Βησσαρίων, που έμαθε τα δυσάρεστα νέα στην Ιταλία, σε μια επιστολή του προς τους δύο γιούς του Πλήθωνα, αναφέρει για το δάσκαλό του ότι «μετά τον Πλάτωνα, αν εξαιρέσουμε τον Αριστοτέλη, η Ελλάς δεν γέννησε σοφότερο άντρα». Ο ουμανιστής Μαρσίλιο Φιτσίνο τον ονόμασε "δεύτερο Πλάτωνα".
Αρπαγή των λειψάνων του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το 1465 Ιταλοί θαυμαστές του με επικεφαλής τον Σιγισμούνδο Μαλατέστα, συγγενής της δέσποινας Κλεώπας Μαλατέστα που γνώριζε καλά ο Πλήθων, ήρθαν με πλοία στην Λακεδαίμονα, εισέβαλαν στον τουρκοκρατούμενο Μυστρά, έσκαψαν κι έκλεψαν τα οστά του και τα μετέφεραν στο Ναό των Μαλατέστα (Tempio Malatestiano) στο Ρίμινι όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα, «για να βρίσκεται ο μεγάλος διδάσκαλος μεταξύ ελευθέρων ανθρώπων».
Έργο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ένθερμος υπερασπιστής της φυσικής και πολιτισμικής συνέχειας του Ελληνισμού («εσμέν Έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί»), βαθύς γνώστης του πλατωνισμού, συνέθεσε πολλούς ύμνους προς τους αρχαιοελληνικούς θεούς, συγκρότησε τον φιλοσοφικο-λατρευτικό «κύκλο» του Μυστρά.
Το 1438-9 συνέγραψε στη Φλωρεντία το «Περί ων Αριστοτέλης προς Πλάτωνα διαφέρεται» που επηρρέασε σημαντικά τους Ιταλούς λογίους και υπέσκαψε τα θεμέλια του Σχολαστικισμού.
Το έργο "Ζωροαστρείας τε και Πλατωνικών δογμάτων συγκεφαλαίωσις" μάς διασώθηκε από το Βησσαρίωνα.
Προς το τελος της ζωής του το Magnum Opus του «Περί νόμων». Επί του τελευταίου έργου άνοιξε σπουδαία συζήτηση με τον πατριάρχη Γεννάδιο Σχολάριο, ο οποίος υποστήριξε αριστοτελικές απόψεις. Ο Πλήθων αντίθετα συνέρραψε πλατωνικές απόψεις μαζί με άλλες των στωικών (π.χ. Ειμαρμένη), του Ζωροάστρη (π.χ. πολυθεϊσμός) και δικές του, καταλήγοντας σε μια πολιτική και κοινωνική αναδιοργάνωση, από την οποία θα προέκυπτε μια πολιτεία βασισμένη σε μεταρρυθμισμένη εκδοχή του αρχαιοελληνικού πολυθεϊσμού, και στην οποία οι άνθρωποι «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα».
Μετά το θάνατό του, η σύζυγος του δεσπότη του Μυστρά Δημήτριου Παλαιολόγου Θεοδώρα θεώρησε σωστό να παραδώσει το χειρόγραφο «Περί νόμων» στο Γεννάδιο Σχολάριο. Αυτός αφού το διάβασε, δεν το αντέκρουσε, όπως είχε αρχικά πει, αλλά το έκαψε δημόσια, καθώς το θεώρησε «ειδωλολατρικό» και «σατανικό», που περιείχε όπως έγραψε «τα σαπρά των Ελλήνων ληρήματα». Κάλεσε μάλιστα όσους κατέχουν αντίγραφα, να τα καταστρέψουν και αυτά. Παρά ταύτα, έχουν σωθεί από αντιγραφές κάποια αποσπάσματα του έργου αυτού, χαρη σε αντιγραφή του μαθητή του Δημήτρη Ραούλ Καβάκη. Αποσπάσματα παρέθεσε στο έργο του "Γεννήθηκα στο 1402" ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος όταν εκδόθηκε το 1957. Από τα 101 κεφάλαια του σώθηκαν μόλις 15. Δεν διασώθηκαν αυτά για τη μετεμψύχωση("περί αθανασίας ψυχής της ανθρωπίνης") ούτε το "περί της αϊδιότητος (αφθαρσίας, αιωνιότητας) του παντός", αλλά σώθηκαν άλλα όπως
- "περί διαφοράς των περί των μεγίστων ανθρώποις δοξών", όπου αναλύει πως ναι μεν όλοι οι άνθρωποι θέλουν από τη φύση τους να ευτυχήσουν, ο καθένας όμως έχει δικαίωμα να βρει έναν μοναδικό τρόπο. Έτσι και την αρετή, ο καθένας μπορεί να την προσεγγίσει διαφορετικά.
- "περί ηγεμόνων των βελτίστων λόγων", αναζητεί την μέθοδο η οποία θα μας βγάλει από την σύγχιση και θα μας οδηγήσει στην αλήθεια. Η μέθοδος αυτή είναι η αναζήτηση των λόγων των μεγάλων ανδρών του παρελθόντος και αναφέρει όλους τους μεγάλους σοφούς
- "περί τοιν δυοίν εναντίοιν λόγοιν του τε Πρωταγορείου και του Πυρρωνείου", (βασιζόμενο στο έργο του Διογένη Λαέρτιου) , όπου ερευνά το κατά πόσο ο άνθρωπος μπορεί να φτάσει στην (απόλυτη) αλήθεια
- "εσ θεούς τους λογίους ευχή", με μια προσευχή στους θεούς της μόρφωσης
- "κοινά περί θεών δόγματα", όπου αναζητά τη συνισταμένη διαφορετικών θρησκειών
- "περί της των θνητών γενέσεως", για το πώς δημιουργήθηκαν οι άνθρωποι
- περί ειμαρμένης", όπου ισχυρίζεται όπως οι Στωϊκοί οτι όλα γινονται για κάποιο λόγο, τη βούληση του Δία, όλα τελικά βρίσκουν τη θέση τους και κατευθύνονται από τη σοφία του Δία ("Αιτιώτατου"). Ωστόσο, αν κι όλα ειναι προκαθορισμένα, η ελευθερία της βούλησης κάθε ανθρώπου παραμένει κι ο καθένας μας επιλέγει τη ζωή που ζει ("οι θνητοί καν αρχώμενοι, άρχουσι").
- "Επινομίς", με τα συμπεράσματά του, όπως π.χ.ότι ο άνθρωπος είναι σύνθετος και μέσα του διασταυρώνονται δύο είδη «αυτό που είναι ζωώδες και θνητό και αυτό που είναι αθάνατο και συγγενεύει με τους θεούς».
Όσον αφορά τελος στην αθανασία της ψυχής, ο Πλήθωνας προσπαθεί όσο μπορεί να υποστηρίξει τη διδασκαλία για τις συνεχείς, κατά τακτά χρονικά διαστήματα, επανόδους των ψυχών. Επηρρεασμένος από τους Ζωροάστρες έγραψε το χρησμό « Αναζήτησε το μονοπάτι της ψυχής». Πίστευε ότι η ψυχή του ανθρώπου είναι αθάνατη, κατεβαίνει από ψηλά από τον ουρανό και κλείνεται σε θνητό σώμα. Μένει στο θνητό σώμα για κάποιο χρονικό διάστημα και αφού εξοπλίζεται με δύναμη φεύγει πάλι και ανεβαίνει προς τον ουρανό. Με το χρησμό του παρακινεί να ψάξει ο καθένας τον δρόμο απ’ όπου ξεκίνησε η ψυχή του, για να έρθει στο σώμα του, τη σειρά και την τάξη στη ζωή του και έτσι θα αναστηθεί αν ενώσει τον ιερό λόγο με τα έργα.
Επιρροή στη σύγχρονη λογοτεχνία και πολιτισμό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο σπουδαίος ποιητής Κωστής Παλαμάς στον Δωδεκάλογο του Γύφτου ζωντανεύει τη σκηνή της καύσης του βιβλίου και βάζει τους λεγόμενος «εθνικούς» απέναντι στους Χριστιανούς. Ο Γύφτος, δηλ. συνείδηση του ποιητή, επαγγέλεται τη συμφιλίωση των «πολύθεων» με τους Χριστιανούς.
Ο κοσμοκαλόγερος της Σκιάθου, λαϊκός πεζογράφος Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη στη Γυφτοπούλα του γράφει: «Στάδιά τινά μακρὰν τῆς Σπάρτης ἔκειτο τὸ Πληθώνειον ἄντρον, ἐν ᾧ κατῴκει ὁ Γεώργιος Γεμιστός, ὁ μετονομασθεὶς Πλήθων, οὗ τὸ κλέος εὐρὺ τότε ἀνὰ πᾶσαν τὴν Ἑλλάδα.» Και λίγο παρακάτω: «Ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἦτο ὁ ὀψιγενὴς Ἕλλην πλατωνικὸς τοῦ ΙΕ´ αἰῶνος, ὁ ὀνειροπολήσας νὰ ἀρχίσῃ ἐκ νέου κατὰ τὸν χρόνον ἐκεῖνον τὸ ἔργον τοῦ Ἰουλιανοῦ, ὁ μετὰ τὸν Παραβάτην δεύτερος Παραβάτης. Ὁ Γεώργιος Γεμιστὸς ἦτο ἀνὴρ σοφώτατος καὶ πολυμαθέστατος. Ἦτο τόσον ἀνώτερος τοῦ χρόνου καθ᾽ ὃν ἔζη, ὅσον ἡ ἀρχαία ἐποχὴ ἦτο ἀνωτέρα τῆς τότε ἀθλίας ἐποχῆς, καὶ ὅσον ἡ ἀθλία ἐκείνη ἐποχὴ ἦτο οὐχ ἧττον ἀνωτέρα τῆς σήμερον ἀπροσδιορίστου ἐποχῆς.»[8]
Ο Λάκων ποιητής Γιάννης Ρίτσος αναφέρεται στον Πλήθωνα στα ποιήματα Προσχέδια 1954-1960 και στην ενότητα Κυκλική δόξα.
Ο Κρητικός Νίκος Καζαντζάκης στο Ταξιδεύοντας στο Μοριά (γραμμένο το 1937) επισκεπτόμενος τη Λακεδαίμονα συναντά εναν "ίσκιο που τριγύριζε τις πέτρες, με λυτά μαλλιά και ραβδί στο χέρι, ήταν ο Γεώργιος Πλήθωνας με χλωμό πρόσωπο, κουρασμένο αντρείο χέρι. « Είναι η μοίρα μου» είπε, «είμαι από τη γενεά της Κασσάνδρας, βλέπω πρώτος από όλους τον όλεθρο και φωνάζω, μα κανένας δεν ακούει». «Η αυτοκρατορία… οι άρχοντές της δεν είχαν αρχοντικές αρετές, ήταν αγράμματοι, ακόλαστοι, απάνθρωποι, τυραννούσαν το λαό…κι οι καλόγεροι, που αφήνουν τα εγκόσμια για τα ουράνια, κατασκευάζουν εαυτοίς αρχήν και κηφηνώδη έξιν. Τους λέει περιττούς, ακάθαρτους, τεμπέληδες, και ότι Άγιος δεν είναι ο στείρος και απομακρυσμένος απ τους ανθρώπους, αλλά όποιος ζει και δρα μέσα στην κοινωνία και διαιωνίζοντας το γένος του, γίνεται δημιουργός ζωής και αθανασίας»".
Επίσης ο Άγγελος Σικελιανός έγραψε το λυρικό ποίημα "Από τον πρόλογο του Πλήθωνα", όπου υμνεί το Μυστρά, τον Ταύγετο και τη Λακωνία.
Τέλος ο αείμνηστος ακαδημαϊκός Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος έδωσε στην Ελεύθερη Φιλοσοφική Σχολή του, που είχε ιδρύσει στη Μαγούλα Λακωνίας, το όνομα "Ο Πλήθων" προς τιμήν του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου