Ο Μάρκος Μουσούρος (1470, Ηράκλειο – 24 Οκτωβρίου 1517, Ρώμη) ήταν Έλληνας λόγιος, εκδότης, άνθρωπος των γραμμάτων κι ένας από τους σημαντικότερους φιλολόγους της Αναγέννησης για τον οποίο ο Έρασμος, που ήταν μαθητής του, έγραψε: «...άνδρας πολυμαθέστατος και πανεπιστήμων, κλειδοκράτωρ της ελληνικής γλώσσας και θαυμάσιος ειδήμων της λατινικής φωνής...»
Γεννήθηκε στον Χάνδακα (δηλαδή στο Ηράκλειο Κρήτης και όχι στο Ρέθυμνο όπως πιστευόταν παλαιότερα) περί το 1470, σε οικογένεια εύπορου εμπόρου[9]. Σπούδασε την ελληνική γλώσσα στο σχολείο της Αγίας Αικατερίνης του Σινά, στο Χάνδακα. Ο ίδιος αναφέρει ότι είχε δάσκαλο τον ελληνομαθέστατο κληρικό Αριστόβουλο Αποστόλη. Είναι άγνωστο πότε ακριβώς έφτασε στην Ιταλία. Το 1486 πήγε στη Φλωρεντία, όπου σπούδασε δίπλα στον Ιανό Λάσκαρι, διευθυντή τότε της περίφημης Λαυρεντινής Βιβλιοθήκης, μαθαίνοντας γρήγορα λατινικά κι ιταλικά.
Όταν ο Λάσκαρις εστάλη από τον Λαυρέντιο των Μεδίκων στην Ανατολή για την αναζήτηση χειρογράφων (1491-1492) όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, τότε ο Μουσούρος ίσως τον ακολούθησε και βρέθηκε για λίγο στην Κρήτη.
Όταν ο Λάσκαρις εστάλη από τον Λαυρέντιο των Μεδίκων στην Ανατολή για την αναζήτηση χειρογράφων (1491-1492) όπως συνηθιζόταν εκείνη την εποχή, τότε ο Μουσούρος ίσως τον ακολούθησε και βρέθηκε για λίγο στην Κρήτη.
Ο θάνατος του Λαυρεντίου (1492) και η γαλλική εισβολή (1494) φαίνεται ότι ανάγκασαν τον Μουσούρο να φύγει από τη Φλωρεντία και να εγκατασταθεί στη Βενετία. Εκεί γνώρισε μια λαμπρή καριέρα ως καθηγητής ελληνικών και ως βοηθός και επιστημονικός συνεργάτης στο τυπογραφείο του φιλέλληνα λόγιου Άλδου Μανούτιου. Πήγε και πάλι στην Κρήτη πριν από το τέλος του 1495 και γύρισε στη Βενετία πριν τον Σεπτέμβριο του 1497. Το 1500, ύστερα από σύσταση του Μανούτιου, πήγε στο Κάρπι, μια κωμόπολη κοντά στη Φεράρα και δίδαξε ελληνικά και λατινικά στο δούκα Αλμπέρτο Πίο, σύντομα όμως επέστρεψε στη Βενετία, όπου δίδαξε αρκετές φορές στη Νέα Ακαδημία, μια εταιρία που είχε ιδρυθεί εκεί από λόγιους για την προαγωγή των ελληνικών. Εκτιμώντας τις εξαιρετικές του ικανότητες, η Βενετική Γερουσία του απένειμε το 1503 το αξίωμα Publica Graecarum Literarum Officina, δηλαδή του Λογοκριτού επ' αμοιβή για τα ελληνικά βιβλία που εκδίδονταν στη Βενετία και στις κτήσεις της και των οποίων το περιεχόμενο έπρεπε να είναι σύμφωνο με τη θρησκεία και την ηθική. Διατήρησε το αξίωμα αυτό μέχρι το 1516.
Το 1504 διορίστηκε καθηγητής της ελληνικής γλώσσας στη Βενετία και δύο χρόνια αργότερα στην Πάντοβα. Ήταν τόσο δημοφιλής καθηγητής που προσέλκυε μαθητές από πολλές χώρες της Ευρώπης[9]. Το 1509 επέστρεψε, μετά τη γαλλική εισιβολή στην Πάντοβα, στην πρωτεύουσα του Βένετο όπου το 1512, ύστερα από την επανίδρυση της έδρας των ελληνικών, έγινε ξανά καθηγητής. Και πάλι η διδασκαλία ελληνικών του είχε τέτοια απήχηση, που κάποιοι ονόμασαν τότε τη Βενετία "Νεα Αθήνα"[9]. Εκεί συνέχισε τη συνεργασία με τον Άλδο, εκδίδοντας σπουδαία έργα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Όμως το Φλεβάρη του 1515 πέθανε ο αγαπημενος του συνεργάτης κι εκδότης. Το 1516 τον κάλεσε στη Ρώμη ο πάπας Λέων Ι' για να βοηθήσει τον παλιό του δάσκαλο και φίλο Ιανό Λάσκαρι στην οργάνωση του Ελληνικού Γυμνασίου και στη διδασκαλία των ελληνικών σ'αυτό. Στη Ρώμη έγινε και ιερέας και διορίσθηκε από τον πάπα επίσκοπος Ιεράπετρας Κρήτης και αργότερα Μονεμβασίας. Δεν πρόφτασε όμως να πάει εκεί αφού πέθανε, ύστερα από δίμηνη ασθένεια (υδρωπικία σύμφωνα με τον Κων.Σάθα) στις 25 Νοεμβρίου το 1517, μόλις 47 χρονών.
Το έργο του[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Δύο επιγράμματα του Μουσούρου δημοσιεύτηκαν στο ποίημα του Μουσαίου "Τα καθ' Ηρώ και Λέανδρον", που είναι ίσως η πρώτη έκδοση του τυπογραφείου του Άλδου, τυπωμένη πιθανότατα περί το 1495. Από το τυπογραφείο του Άλδου Μανούτιου εκδόθηκαν, το 1497 το Dictionarium graecum copiosissimum με επίγραμμα του Μουσούρου, το 1498, με επιστασία του Έλληνα φιλολόγου, εννέα κωμωδίες του Αριστοφάνη και το 1499, σε δύο τόμους το έργο Έλληνες Επιστολογράφοι, που περιελάμβανε επιστολές που αποδίδονται σε εικοσιέξι κλασικούς και πρώιμους χριστιανούς συγγραφείς. Το 1499 διέκοψε προσωρινά τη συνεργασία με τον Άλδο για να βοηθήσει το νεοϊδρυθέν και βραχύβιο αλλά εξαιρετικό ελληνικό τυπογραφείο της Βενετίας, των συμπατριωτών του Νικολάου Βλαστού και Ζαχαρία Καλλέργη, που εξέδωσε το Μέγα Ετυμολογικόν (1499) με πρόλογο του Μουσούρου, τον Γαληνό (1500) κ.ά. Με τη διάλυση του τυπογραφείου των Βλαστού-Καλλέργη, ο Άλδος αγόρασε τα αποθέματα των εκδόσεών τους και προσέλαβε τους έμπειρους κρητικούς τυπογράφους του, καθώς και τον Ιωάννη Γρηγορόπουλο, παιδικό φίλο του Μουσούρου, ως αρχιδιορθωτή.
Ακολούθησε η έκδοση δεκαεπτά τραγωδιών του Ευριπίδη των οποίων την έκδοση επιμελήθηκε και πάλι ο Μουσούρος (1503-1504). Συνεργάστηκε με τον Δημήτριο Δούκα για την έκδοση του δίτομου έργου των Ελλήνων Ρητόρων (1508-1509), όπου υπάρχει εγκώμιο του Άλδου για τον Μουσούρο που συνδύαζε, όπως γράφει, την ελληνική και λατινική παιδεία. Το 1512 ο Μανούτιος και ο Μουσούρος εξέδωσαν τη γραμματική των ελληνικών του Μανουήλ Χρυσολωρά και τον Σεπτέμβριο του 1513 τον Πίνδαρο (σε πρώτη έκδοση), τον Ισοκράτη (σε δεύτερη) και τις επιστολές του Κικέρωνα. Τον Σεπτέμβριο του 1513 ο Μουσούρος εκδίδει το σημαντικότερο έργο του: τα Άπαντα του Πλάτωνα με αφιέρωση στον πάπα Λέοντα Ι. Το κείμενο, φιλολογικά αποκατεστημένο, δεν ήταν τότε γνωστό στη Δύση παρά μόνο από τη λατινική μετάφραση του M. Ficino. Στο έργο περιλαμβάνεται και Ωδή προς τον Πλάτωνα η οποία περιέχει και έκκληση στον πάπα για σταυροφορία και για ενίσχυση της διδασκαλίας των ελληνικών. Τα επόμενα δύο χρόνια εξέδωσαν έργα του Ησύχιου και του Αθήναιου (1514) και του Θεόκριτου (1515). Το 1515 η Βενετική Γερουσία παρέδωσε στον Μουσούρο και στον Βενετό λόγιο Μπατίστα Ενιάτσιο οχτακόσια χειρόγραφα του Βησσαρίωνα για να τα ταξινομήσουν. Με αυτά τα χειρόγραφα δημιουργήθηκαν τα πρώτα τμήματα της Μαρκιανής βιβλιοθήκης. Την ίδια χρονιά ο Μουσούρος εξέδωσε στη Φλωρεντία, από το τυπογραφείο του Βερνάρδου Τζιούντα, τα Αλιευτικά του Οππιανού και το 1516 δεκαέξι λόγους του Γρηγόριου του Ναζιανζηνού και τον Παυσανία με αφιέρωση στον Ιανό Λάσκαρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου