Πέμπτη 2 Απριλίου 2015

H όπερα: το ιταλικό μουσικό θεατρικό είδος

Η όπερα αποτελεί μουσικό θεατρικό είδος, είναι δηλαδή μουσική σύνθεση που περιλαμβάνει συγχρόνως και σκηνική δράση. Οι διάλογοι των ηθοποιών της όπερας αποδίδονται με τη μορφή τραγουδιού ενώ η θεατρική παράσταση εκτυλίσσεται παρουσία ενός μουσικού συνόλου. Ως είδος θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μουσικά επιτεύγματα του Δυτικού πολιτισμού και παραμένει ένα από τα πιο δημοφιλή μουσικά είδη.

Ο όρος όπερα ειναι ο πληθυντικός του λατινικού opus που σημαίνει το έργο, δηλώνοντας έτσι την ενσωμάτωση στην όπερα πολλών καλλιτεχνικών ειδών όπως η μουσική, τοθέατρο, ο χορός και η σκηνογραφία. Αποδίδεται συχνά στα ελληνικά και ως μελόδραμα, αν και ο όρος αυτός είναι ευρύτερος. Όπερα ονομάζεται επίσης το θέατρο που φιλοξενεί τις παραστάσεις.

Μουσική δομή

Η ποίηση της όπερας ή οι διάλογοι που αναδεικνύουν την πλοκή, αποτελεί το αποκαλούμενο λιμπρέτο (libretto), το οποίο ανάλογα με το είδος της όπερας μπορεί να είναι σοβαρό ή περισσότερο κωμικό. Υπάρχει γενικά διχογνωμία σχετικά με το αν το λιμπρέτο ή η μουσική είναι το σημαντικότερο στοιχείο σε μια όπερα. Η μουσική είναι τις περισσότερες φορές συνεχής και έχει ως απώτερο στόχο τη δραματοποίηση των δρώμενων στη σκηνή.

Είδη τραγουδιού[επεξεργασία κώδικα]


Η παραδοσιακή όπερα αποτελείται από δύο είδη τραγουδιού για την αφήγηση της πλοκής του έργου: το ρετσιτατίβο, το μέρος του διαλόγου που κατά κύριο λόγο προάγει τη δράση και την άρια, όπου μέσω ενός μονολόγου αποκρυσταλλώνεται μια συναισθηματική κατάσταση. Αρκετές φορές έχουμε ντουέτα ή μεγαλύτερα ακόμα φωνητικά σύνολα, χωρίς να λείπουν -αν και είναι σπανιότερα- χορωδιακά μέρη.
Η στερεότυπη δομή μιας πράξης της όπερας υπαγορεύει πως οι βασικοί ήρωες-χαρακτήρες πρέπει να έχουν μια άρια σε κάθε πράξη. Επιπλέον, αποφεύγονται δύο διαδοχικές άριες ίδιου χαρακτήρα ή για τον ίδιο τύπο φωνής, ενώ το ρεπερτόριο των πρωταγωνιστών περιλαμβάνει περισσότερες άριες από το ρεπερτόριο δευτερευόντων χαρακτήρων του έργου.

Φωνές[επεξεργασία κώδικα]

Οι φωνές των τραγουδιστών της όπερας διακρίνονται καταρχήν σε ανδρικές και γυναικείες. Ανάλογα με αυτή την κατηγοριοποίηση διακρίνουμε τους εξής τύπους φωνών:

Τύποι ανδρικών φωνών[επεξεργασία κώδικα]

  • Βαθύφωνος ή μπάσσος (bass) - καλύπτει τις χαμηλότερες νότες
  • Βαρύτονος (baritone) - καλύπτει τις ενδιάμεσες περιοχές
  • Τενόρος (tenor) ή οξύφωνος - καλύπτει τις υψηλότερες νότες
  • Κόντρα-τενόρος (countertenor) - καλύπτει τις υψηλότερες νότες που μπορεί να φτάσει ανδρική φωνή. Επειδή υπάρχουν μόνο λίγοι κοντρα-τενόροι παγκοσμίως, συχνά οι ρόλοι τους ερμηνεύονται από γυναίκες

Τύποι γυναικείων φωνών[επεξεργασία κώδικα]

  • Κοντράλτο (contralto) - καλύπτει τις χαμηλότερες νότες
  • Μεσόφωνος ή μέτσο-σοπράνο (mezzo soprano) - καλύπτει τις ενδιάμεσες περιοχές
  • Υψίφωνος ή σοπράνο (soprano) - καλύπτει τις υψηλότερες νότες
Στους παραπάνω τύπους μπορούν να υπάρχουν και φωνές που ανήκουν σε ενδιάμεσες κατηγορίες.

Ιστορία

Σημαντική προϋπόθεση για την ανάπτυξη του είδους ήταν και η μονωδία. Το είδος αυτό αναπτύχθηκε από τους Ιταλούς συνθέτες στα τέλη του 16ου αιώνα. Η γέννηση της όπερας τοποθετείται γεωγραφικά στην Ιταλία, ωστόσο έγινε τόσο δημοφιλές είδος που σύντομα εξαπλώθηκε και στη Γερμανία, τη Γαλλία, την Αγγλία, την Ισπανία και τη Ρωσία. Το 1637, στη Βενετία, κτίστηκε και το πρώτο θέατρο αποκλειστικά για παραστάσεις όπερας ενώ ακολούθησαν μόνο στην πόλη της Βενετίας επιπλέον 16 ανάλογα θέατρα, ενδεικτικό της απήχησης που είχε το είδος.Το παλαιότερο ιστορικά έργο που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως όπερα χρονολογείται περίπου στα 1597 και είναι η Δάφνη τωνΤζάκοπο Πέρι και Οτάβιο Ρινουτσίνι. Το έργο αυτό αποτέλεσε ουσιαστικά μια προσπάθεια μίμησης του κλασικού αρχαίου ελληνικούδράματος. Η Δάφνη δεν είχε διασωθεί. Ένα μεταγενέστερο έργο του Πέρι, η Ευρυδίκη, αποτελεί το παλαιότερο μουσικό κείμενο (παρτιτούρα) όπερας που διασώζεται έως σήμερα.
Οι πρώτες όπερες χαρακτηρίζονταν ως dramma per musica, δηλάδή το δράμα μέσω μουσικής και το 17ο ή 18ο αιώνα η πλοκή στις περισσότερες όπερες βασιζόταν στημυθολογία ή σε ιστορικά γεγονότα. Η θεματολογία τους ήταν σοβαρή (opera seria) ή ακόμα και κωμική (opera buffa).

Μπαρόκ Όπερα

Η ανάπτυξη της μπαρόκ όπερας συντελέστηκε κυρίως στη Ρώμη και τη Βενετία. Ένα από τα έργα που καθιέρωσαν την όπερα της Ρώμης ήταν το Sant'Alesio του Στέφανο Λάντι, στα 1632. Η παρουσία όμως του Κλάουντιο Μοντεβέρντι ήταν αυτή που βοήθησε την μπαρόκ όπερα να φθάσει στην ακμή της αλλά και να μετατραπεί από είδος ψυχαγωγίας της αριστοκρατίας της εποχής σε περισσότερο "λαϊκό" είδος ευρύτερης απήχησης. Το έργο Ορφέας του Μοντεβέρντι αποτελεί ίσως την παλαιότερη όπερα η οποία εκτελείται και σήμερα.
Η ανάπτυξη της ιταλικής σοβαρής όπερας ξεκίνησε με το έργο του ποιητή Apostolo Zeno (1688-1750) ο οποίος απέκλεισε τα κωμικά επεισόδια και αφαίρεσε από τα λιμπρέτι τις περιττές σκηνές δίνοντας έμφαση στον διδακτικό χαρακτήρα της όπερας. Οι χαρακτήρες των έργων σταδιακά άρχισαν να αποτελούν περισσότερο σύμβολα συγκεκριμένων ηθικών αξιών ή αρετών. Σημαντικό ρόλο στη σταθεροποίηση της μορφής της opera seria διαδραμάτισε και ο Pietro Trapassi (ή Metastasio), τα θέματα του οποίου στηρίζονταν πάνω σε μύθους της αρχαίας Ελλάδας και είχαν ως πρωταρχικό σκοπό την πνευματική και ηθική εξύψωση του ακροατή-θεατή. Μεταξύ των πράξεων μιας σοβαρής όπερας παρεμβαλλόταν συχνά και ένα σύντομο κωμικό ιντερλούδιο που αποσκοπούσε στη χαλάρωση των θεατών μέσω της σάτιρας ή της παρωδίας, μια μορφή διαλείμματος. Η πλοκή στα ιντερλούδια διέφερε συνήθως από αυτή της σοβαρής όπερας και σταδιακά αυτονομήθηκαν σχηματίζοντας έτσι ένα νέο είδος, το ιντερμέδιο (intermezzo), με σημαντική ανάπτυξη κυρίως στηΝάπολη την περίοδο 1710-1730.


Η μεταρρύθμιση στην όπερα

Η δομή της σοβαρής όπερας θεωρήθηκε από αρκετούς Ιταλούς συνθέτες δύσκαμπτη και απόλυτη, γεγονός που τους οδήγησε σε μια σειρά μεταρρυθμίσεων με απώτερο σκοπό να γίνει η όπερα περισσότερο φυσική και ρεαλιστική. Πρώτα δείγματα τροποποιήσεων ήταν νέες μορφές άριας, η χρήση μεγαλύτερων φωνητικών συνόλων και η ενίσχυση του ρόλου της ορχήστρας. Οι σημαντικότεροι συνθέτες της
μεταρρύθμισης στην όπερα ήταν οι Ιταλοί 
Νικολό Τζομμέλλι (1714-1774) και Τομμάζο Τραέτα (1727-1779). Είναι άξιο αναφοράς το γεγονός πως αυτοί οι συνθέτες είχαν εργαστεί και σε γαλλικές βασιλικές αυλές, με αποτέλεσμα οι όπερες τους να διακρίνονται από ένα κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, συνδυάζοντας τη γαλλική με την ιταλική όπερα. Τελικά, ο συνθέτης που καθιέρωσε ένα νέο τύπο όπερας αναμιγνύοντας τη γαλλική με την ιταλική οπερετική παράδοση ήταν ο Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ (1714-1787), γεννημένος στη Βαυαρία και βασιλικός συνθέτης στην αυλή της Βιέννης. Ο Γκλουκ απλοποίησε σημαντικά τη μουσική δομή της όπερας, πρόσθεσε την εισαγωγή ως αναπόσπαστο μέρος του δράματος, χρησιμοποίησε τη χορευτική μουσική της γαλλικής όπερας ενώ σε πολλές από τις δικές του όπερες συνέθεσε μεγάλες ενιαίες σκηνές με ανάμιξη ρετσιτατίβων και αριών. Σημαντικότερα έργα του θεωρούνται ο Ορφέας, το Ορφέας και Ευριδίκη, η Αρμίδα, η Ιφιγένεια εν Αυλίδι και η Ιφιγένεια εν Ταύροις. Η επιρροή του είναι εμφανής και σε μεταγενέστερες όπερες των Λουίτζι Κερουμπίνι (1760-1842), Γκασπάρο Σποντίνι (1774-1851) και Εκτόρ Μπερλιόζ (1803-1869).

Γερμανική όπερα

Στην Γερμανία παρατηρήθηκε η δημιουργία του αποκαλούμενου singspiel, ένα είδος γερμανικής κωμικής όπερας. Σημαντικότερο δείγμα αυτού του είδους αποτελεί κατά γενική ομολογία ο Μαγικός Αυλός (1791) του Μότσαρτ, που τοποθετείται πολύ υψηλά σε ολόκληρη τη γερμανική παράδοση και αποτέλεσε και τη βάση για την ανάπτυξη της γερμανικήςρομαντικής όπερας. Στις αρχές του 19ου αιώνα παρουσιάζεται η μοναδική όπερα του Μπετόβεν (Fidelio) καθώς και οι όπερες των Καρλ Μαρία φον Βέμπερ και Χάινριχ Μάρσνερ, που περιέχουν στοιχεία του γερμανικού singspiel και μελοδράματος, ενώ αποτελούν σημαντικές επιρροές στα έργα του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Οι όπερες του Βάγκνερ στιγμάτισαν το είδος με το μεγαλειώδες ύφος τους και καινοτόμησαν ως προς την ανάμειξη του ρετσιτατίβο και της άριας, ταυτόχρονα με τη διαρκή συνοδεία της ορχήστρας δημιουργώντας την αίσθηση μιας διαρκούς μελωδίας που διακόπτεται σε κεντρικά σημεία της πλοκής.

Η όπερα τον 19ο αιώνα

Πέρα από τη ρομαντική όπερα της Γερμανίας, η ιταλική όπερα, στις αρχές του 19ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την παρουσία συνθετών όπως ο Τζουζέπε Βέρντι, ο Τζοακίνο Ροσσίνι, ο Γκαετάνο Ντονιτσέτι και ο Βιντσέντσο Μπελλίνι. Στην ιταλική όπερα της εποχής αυτής, οι άριες χωρίζονται συνήθως σε δύο μέρη, ένα μέρος αργού ρυθμού που διαδέχεται ένα γρήγορο ρυθμικά μουσικό τμήμα. Ανάμεσα στις σημαντικότερες όπερες αυτής της περιόδους ανήκουν ο Κουρέας της Σεβίλλης (1816), κωμική όπερα του Ροσσίνι, καθώς και αρκετές τραγωδίες του Ντονιτσέττι όπως η Lucia di Lammermoor (1835). Στο δεύτερο μισό του αιώνα κυριαρχεί η μορφή του συνθέτη Τζουζέπε Βέρντι με σημαντικές όπερες όπως το Rigoletto (1851), η Τραβιάτα και η Αΐντα. H τραγική όπερα του Βέρντι Οθέλος (1887) και η κωμική όπερα του Φάλσταφ (1893) περιέχουν λιμπρέτι του Αρρίγκο Μπόιτο βασισμένα σε έργα του Ουίλλιαμ Σαίξπηρ. Στα τέλη του 19ου αιώνα, έκανε την εμφάνισή του και το στυλ όπερας Βερισμός που χαρακτηρίζεται ως ένα συναισθηματικό και ρεαλιστικό μελόδραμα. Το είδος αυτό υπηρέτησε μεταξύ άλλων και ο Τζιάκομο Πουτσίνι, ένας από τους σημαντικότερους διαδόχους του Βέρντι, ειδικότερα με τις όπερες La Boheme (1896) και Tosca (1900).
Στη Γερμανία του 19ου αιώνα ξεχώρισε το έργο του Ρίχαρντ Βάγκνερ.

Η όπερα υπάρχει εδώ και περισσότερα από τετρακόσια χρόνια. Όλα τα είδη των τεχνών ενσωματώνονται ή μπορούν να συμπεριληφθούν στην όπερα. Μουσική, δράμα, χορός, εικαστικές και τόσες άλλες τέχνες αποτελούν μέρος μιας παράστασης. Οι όπερες αντλούν τα θέματά τους από διάφορες πηγές: μυθολογία, ιστορία, παραμύθια, θρύλους, λογοτεχνικά έργα κ.α.. Αρκεί η ιστορία να εμπνεύσει το συνθέτη. Δεν υπάρχει πολιτισμός που να μην έχει όμορφες ιστορίες για το καλό και το κακό, την αγάπη και το μίσος, τη ζωή και το θάνατο. Η μουσική έρχεται να περιγράψει, να ερμηνεύσει να ορίσει όλες αυτές τις ανθρώπινες καταστάσεις. Ο συνδυασμός της μουσικής και του λόγου είναι αυτός που προκαλεί στην όπερα, και γενικά σε όλα τα είδη του μουσικού θεάτρου, τόσο ισχυρά συναισθήματα. 

Η εποχή της Αναγέννησης (τέλος 16ου – αρχές 17ου αιώνα) Η όπερα είναι το αποτέλεσμα της προσπάθειας μιας παρέας μορφωμένων ανθρώπων στα τέλη του 16ου αιώνα να αναβιώσουν την αρχαία ελληνική τραγωδία. Η παρέα αυτή ονομάστηκε Φλωρεντινή Καμεράτα, δηλαδή παρέα της Φλωρεντίας, ή Καμεράτα του Μπάρντι, από το όνομα του ευγενή που οργάνωνε τις συναντήσεις στο αρχοντικό του. Κυρίαρχη μορφή της ομάδας αυτής ήταν ο Βιντσέντζο Γκαλιλέι, φημισμένος συνθέτης και πατέρας του μεγάλου αστρονόμου. Η πρώτη όπερα, που παίχτηκε ποτέ, παρουσιάστηκε στη Μάντοβα το 1607 και δεν ήταν άλλη από τον περίφημο Ορφέα του Κλάουντιο Μοντεβέρντι, έργο που εξακολουθεί να παρουσιάζεται μέχρι σήμερα. Μέσα σε λίγες δεκαετίες η όπερα έγινε μόδα και η ξακουστή πόλη της Βενετίας στα μέσα του 17ου αιώνα είχε αποκτήσει τριάντα λυρικά θέατρα. 

Η εποχή του Μπαρόκ (1600-1750) Με κυρίαρχους συνθέτες τον Γκέοργκ Φρήντριχ Χαίντελ και τον Αντόνιο Βιβάλντι και με θέματα δανεισμένα κυρίως από την ελληνορωμαϊκή μυθολογία αλλά και από το επικό ποίημα Η απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ του Τορκουάτο Τάσσο, η μπαρόκ όπερα άνθησε στις αυλές βασιλιάδων και αριστοκρατών. Οι όπερες εκείνης της εποχής αποτελούνται από πολλές άριες, που ακολουθούν η μία την άλλη. Λίγο μετά το 1750 ο συνθέτης Κρίστοφ Βίλλιμπαλντ Γκλουκ ανανέωσε την όπερα απλουστεύοντας το τραγούδι: αφαιρεσε από τις άριες τα πολλά στολίδια, που δεν άφηναν το κοινό να καταλάβει τα λόγια. Επίσης, έδωσε στην ορχήστρα πιο σημαντικό ρόλο. 

Η Κλασική εποχή (τέλος 18ου - αρχές 19ου αιώνα) 
Στο πνεύματου Διαφωτισμού, λίγο πριν τη Γαλλική Επανάσταση,ο Μότσαρτ συνέβαλε καθοριστικά στη μετεξέλιξη της όπερας σε πιο λαϊκό είδος, γράφοντας έργα που τα παρακολουθούσαν όχι μόνον οι αριστοκράτες αλλά και το ευρύτερο κοινό. Αυτό το πέτυχε συνθέτοντας όπερες στην γλώσσα των συμπολιτών του, δηλαδή στα γερμανικά. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ο Μαγικός αυλός
Την ίδια εποχή σε όλη την Ευρώπη αναπτύχθηκε η κωμική όπερα. Βασικό της χαρακτηριστικό είναι ότι τα κείμενα είναι στη γλώσσα κάθε χώρας – στα ιταλικά, στα γαλλικά, στα αγγλικά, στα ισπανικά, στα γερμανικά - και ότι τα θέματα είναι σύγχρονα με την εποχή, δηλαδή δεν είναι εμπνευσμένα από τη μυθολογία ή την ιστορία. 

Η Ρομαντική περίοδος(1827-1900) Η όπερα Φιντέλιο του Μπετόβεν φαίνεται να είναι το έργο που οδηγεί σε μια νέα εποχή για την λυρική τέχνη. Η έκφραση έντονων προσωπικών συναισθημάτων, ουσιαστικό στοιχείο του Ρομαντισμού, κυριαρχεί και στους Ιταλούς συνθέτες της εποχής: Ροσσίνι, Μπελλίνι και Ντονιτσέττι. Ο πιο φημισμένος όμως συνθέτης της περιόδου αυτής ήταν ο Ιταλός Τζουζέππε Βέρντι. 
Την ίδια εποχή με τον Βέρντι, στη Γερμανία ο Ρίχαρντ Βάγκνερ ανατρέχει για μία ακόμα φορά στα ιδεώδη της αρχαίας Ελλάδας και επιχειρεί το ακόμα πιο σφιχτό πάντρεμα του λόγου με τη μουσική και το θέαμα. Πιστεύει ότι η όπερα δεν είναι απλώς ψυχαγωγία, αλλά έχει τη δύναμη να διαπαιδαγωγήσει ανθρώπους, όπως έκανε το θέατρο στην αρχαιότητα. Λίγο αργότερα, ο Ρίχαρντ Στράους, κληρονόμος της βαγκνερικής παράδοσης, στρέφεται σε θέματα εμπνευσμένα από την αρχαιότητα. Παράλληλα, κυρίως στο Παρίσι και στη Βιέννη αναπτύχθηκαν και νέα είδη όπως η οπερέτα, που συνδυάζει την ανάλαφρη θεματική με περισσότερη πρόζα. 

Βερισμός Ο Ιταλός Τζάκομο Πουτσίνι παίρνει τη σκυτάλη από τον Βέρντι αλλά θέλει η μουσική του να ηχεί πιο ρεαλιστική και οι ήρωές του να μοιάζουν πιο αληθινοί. Γιαυτό, το κίνημα στο οποίο εντάσσονται αρκετά έργα του ονομάζεται βερισμός, από την ιταλική λέξη vero που σημαίνει αλήθεια. 

Εθνικές σχολές Βασικό στοιχείο της Ρομαντικής περιόδου είναι η δημιουργία και ενδυνάμωση εθνικών κρατών, που βασίζονται στη γλώσσα και στον πολιτισμό κάθε λαού. Έτσι, σταδιακά αναπτύχθηκαν «εθνικές» σχολές μουσικής σε όλα τα κράτη. Οι όπερες αντλούσαν τα θέματά τους συνήθως από την ιστορία ή την παράδοση κάθε τόπου και η μουσική στηριζόταν στην παραδοσιακή μουσική κάθε λαού. Πιο γνωστές είναι σήμερα αρκετές όπερες από την ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία, που έγραψαν συνθέτες όπως ο Τσέχος Σμέτανα ή ο Ρώσος Μούσσογκσκι. 

Ελλάδα Στη χώρα μας συνθέτες όπερας υπάρχουν ήδη από τον 19ο αιώνα. Ο Ζακυνθινός ΠαύλοςΚαρρέρ (ή Καρρέρης) εμπνεύστηκε όπερες από την ελληνική Επανάσταση, όπως ο Μάρκος Μπότσαρης, η Κυρά Φροσύνη και Δέσπω, ηρωίς του Σουλίου. Ο Κερκυραίος Σπυρίδων Σαμάρας σταδιοδρόμησε κυρίως στην Ιταλία, όπου έργα του παίχτηκαν ακόμα και στη Σκάλα του Μιλάνου. Μία σύνθεσή του, τη γνωρίζουμε όλοι: είναι ο Ύμνος των Ολυμπιακών Αγώνων Αρχαίο πνεύμα αθάνατο σε ποίηση Κωστή Παλαμά.Στον 20ο αιώνα ο κυριότερος Έλληνας συνθέτης όπερας είναι ο Μανώλης Καλομοίρης, που μεταξύ άλλων έχει μελοποιήσει έργα του Νίκου Καζαντζάκη. 

Ο 20ος αιώνας Στον 20ο αιώνα δημιουργούνται πολλά ρεύματα στις τέχνες και στη μουσική. Ορισμένοι συνθέτες, όπως ο Άλμπαν Μπεργκ καιο Ίγκορ Στραβίνσκι, θέλουν να γυρίσουν σελίδα και να απαλλαγούν από τον τρόπο έκφρασης του Ρομαντισμού. Άλλοι, όπως ο Κλωντ Ντεμπυσσύ επηρεάζονται από την παραδοσιακή μουσική ασιατικών πολιτισμών, την οποία γνώρισαν τότε για πρώτη φορά, χάρη σε παγκόσμιες εκθέσεις που έγιναν σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Σε άλλους, όπως ο Σεργκέι Προκόφιεφ και ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς, το σοβιετικό καθεστώς επιβάλλει πως θα γράφουν. Κάποιοι άλλοι, όπως ο Κουρτ Βάιλ, συνθέτουν αντιδρώντας στο ναζιστικό καθεστώς που τελικά οδήγησε στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην ανατολική Ευρώπη εμφανίζονται αρκετοί συνθέτες με ξεχωριστή μουσική γλώσσα, όπως ο Τσέχος Λέος Γιάνατσεκ και ο Ούγγρος Μπέλα Μπάρτοκ. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όλο και περισσότεροι αμερικανοί συνθέτες, όπως ο Φίλιπ Γκλας και ο Τζον Άνταμς, ασχολούνται με την όπερα. 

Ανακεφαλαίωση Η όπερα είναι μία τέχνη που δημιουργήθηκε κατά την περίοδο της Αναγέννησης, όταν μορφωμένοι άνθρωποι στη Φλωρεντία θέλησαν να αναβιώσουν το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Η νέα τέχνη ακολούθησε την ιστορία του ευρωπαϊκού πνεύματος και την πολιτική ιστορία αρχικά της Ευρώπης και στον 20ο αιώνα ολόκληρου του κόσμου.Η θεματολογία και η μουσική προσδιορίστηκαν από το ανθρωπιστικό πνεύμα της Αναγέννησης, τις αξίες του Διαφωτισμού κατά τον 18ο αιώνα, τις κοινωνικές ανατροπές που επέφερε η Γαλλική Επανάσταση, την ανάγκη της ξεχωριστής έκφρασης κάθε έθνους κατά την εποχή του Ρομαντισμού, το ερευνητικό πνεύμα και την ανάγκη για διαρκώς νέες κατακτήσεις στον 20ο αιώνα. Στην Ελλάδα παίζονταν όπερες ήδη από τον 18ο αιώνα ενώ Έλληνες συνθέτες γράφουν έργα από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. 

Συνθέτες όπερας


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου