Ο σπουδαιότερος ποιητής της
Ιταλίας -μετά το Δάντη- έφυγε από τη ζωή στις 14 Ιουνίου του 1837.
Από τη Μανταλένα Μαρία Διαμαντή
Ο Τζάκομο Λεοπάρντι θεωρείται ένας
από τους μεγαλύτερους Ιταλούς, ρομαντικούς ποιητές και φιλοσόφους του 19ου
αιώνα.
Μάλιστα, για πολλούς είναι ο
σπουδαιότερος ποιητής της Ιταλίας μετά το Δάντη, και, μαζί με τον Πετράρχη, ο
σημαντικότερος λυρικός ποιητής της χώρας του.
`Ενας άνθρωπος με πολλές γνώσεις , πολύγλωσσος, αρχαιογνώστης και
απόγονος παλαιάς οικογένειας ευγενών γαιοκτημόνων η οποία στην τον προόριζε για τον εκκλησιαστικό βίο. Από
νεαρή ηλικία το συναίσθημα της μοναξιάς και της απαισιοδοξίας κυριαρχούσε μέσα
του. Καταφύγιό του ήταν η μελέτη Έζησε κατά διαστήματα στη Ρώμη, το Μιλάνο,
την Μπολόνια, τη Φλωρεντία, τη Νεάπολη. Τον κόσμο τον ονόμαζε: "τάφο των
ζωντανών" στιγματίζοντας την ηθική, διανοητική και πολιτική παρακμή του.
Έφυγε από τη ζωή στα 39 του χρόνια. Ανάμεσα στα έργα του είναι: "Ο θάνατος του Έκτορα",
"Ιστορία της αστρονομίας", "Άσματα", "Μικρά ηθικά
έργα", "Το όνειρο", "Σκέψεις". Επίσης, μετέφρασε
Έλληνες και Λατίνους συγγραφείς.
Τα ποιήματα που ακολουθούν
περιλαμβάνονται στα Canti. Εκεί συγκεντρώνεται το μεγαλύτερο μέρος του
ποιητικού έργου του Leopardi. Tα ποιήματα ‘Το άπειρο’ και ‘Στη σελήνη’ είναι
από τα διασημότερά του. Τα ποιήματα ‘Από το ελληνικό του Σιμωνίδη’ και ‘Του
ιδίου’ αποτελούν ένα δίδυμο που ο ποιητής εμπνεύστηκε από ένα επίγραμμα του
Σιμωνίδη της Αμοργού.
Η καρδιά είναι φτιαγμένη για να
ραγίζει...
Τα μυστικά της ανθρώπινης καρδιάς
είναι κάποτε τόσο βαθιά
που δεν μπορείς εύκολα να τα
κατανοήσεις·
γι’ αυτόν τον λόγο,
οι καλύτερες στιγμές ενός έρωτα
είναι όταν σε κυριεύει
μια ήρεμη, γλυκιά μελαγχολία
όταν κλαις και δεν ξέρεις γιατί·
όταν αβίαστα υποκύπτεις
μπροστά σε μια συμφορά
χωρίς να ξέρεις ποια είναι·
όταν ευφραίνεσαι μ’ ένα τίποτα
και χαμογελάς με ακόμα λιγότερα…
Στη σελήνη
Τώρα που έκλεισε έναν κύκλο ο
χρόνος
Θυμάμαι, ερχόμουν με τόση αγωνία
Εδώ στον λόφο και σε κοιτούσα
Σελήνη μου, γεμάτη χάρη.
Κι εσύ, εκκρεμής πάνω απ’ το δάσος
Το φώτιζες ολόκληρο, όπως τώρα.
Τότε όμως
Το πρόσωπό σου ήταν θολό κι
αβέβαιο
Από τα δάκρυα που έρχονταν στα
βλέφαρά μου
Γιατί ήταν βάσανο η ζωή μου, κι
είναι ακόμα,
Δεν αλλάζει, σελήνη αγαπημένη.
Κι όμως, μ’ ευχαριστεί
Ν’ αναπολώ την εποχή της δυστυχίας
μου.
Είναι γλυκό, όταν είσαι νέος
Και η πορεία της μνήμης είναι
σύντομη
Ενώ η ελπίδα έχει μεγάλο δρόμο
Να θυμάσαι τα περασμένα
Κι ας ήταν λύπες, κι ας κρατάει ο
πόνος.
Το άπειρο
Πάντα αγαπούσα τον έρημο λόφο
Κι αυτόν τον φράχτη, που σχεδόν
κρύβει
Τον μακρινό ορίζοντα απ’ το
βλέμμα.
Μα όπως κάθομαι και κοιτάζω
Τους αχανείς χώρους εκεί έξω
Τις υπεράνθρωπες σιωπές και τη
βαθιά ησυχία
Βυθίζομαι στις σκέψεις, κι ο φόβος
Αγγίζει την καρδιά μου. Κι όταν
ακούω
Τον άνεμο να μαίνεται στα δέντρα
Εκείνη φέρνω την ατέλειωτη σιωπή
Δίπλα σε τούτη τη φωνή, κι έρχεται
το άπειρο
Στο νου μου, κι οι εποχές που
φεύγουν
Και η τωρινή που ζει, κι ο ήχος
της. Έτσι
Στην απεραντοσύνη αυτή πνίγεται η
σκέψη μου
Και ναυαγώ γλυκά σε τέτοια
θάλασσα.
Από το ελληνικό του Σιμωνίδη
Όλα στον κόσμο αυτό
Είναι στου Δία το χέρι, γιε μου
Του Δία, που κάθε πράγμα διευθετεί
Κατά την θέλησή του.
Μα η σκέψη μας, τυφλή, φροντίζει
και μοχθεί
Για εποχές μακρινές
Κι ας είναι η τύχη μας στα χέρια
τ’ ουρανού
Κι η πορεία των ανθρώπων
Από μέρα σε μέρα.
Όλους μας τρέφει η όμορφη ελπίδα
Με οπτασίες γλυκές, που μας
κουράζουν.
Άλλοι την φίλη αυγή
Άλλοι το μέλλον μάταια περιμένουν.
Κανείς δεν ζει στη γη χωρίς να
σκέφτεται
Ότι τον χρόνο που έρχεται
Εύσπλαχνοι θα ‘ναι, επιεικείς
Ο Πλούτωνας κι οι άλλοι θεοί.
Όμως, πριν φτάσει η ελπίδα στο
λιμάνι
Ήδη πολλούς τα γηρατειά έχουν
δέσει
Κι άλλους η ασθένεια οδηγεί στη
σκούρα Λήθη.
Αυτόν ο σκληρός Άρης, κι εκείνον
Το κύμα του πελάγους έχει αρπάξει.
Άλλοι από μαύρες έγνοιες λιώνουν
Ή λυπημένο κόμπο δένουν στο λαιμό
Υπόγειο ζητώντας καταφύγιο.
Έτσι από χίλια πάθη βασανίζονται
Άγριος κι ανόμοιος όχλος
Οι δύστυχοι θνητοί.
Εγώ όμως λέω ότι όποιος είναι
συνετός
Και δεν θέλει να σφάλλει
Δεν θ’ ανεχόταν να υποφέρει τόσο
Και ν’ αγαπήσει μόνο
Τα βάσανα και τον δικό του πόνο.
Του ιδίου
Όλα τ’ ανθρώπινα διαρκούν μια
στιγμή
Το είπε ο σοφός γέροντας της Χίου
Κι είχε δίκιο: τα φύλλα κι οι
άνθρωποι
Έχουν την ίδια μοίρα.
Λίγοι όμως μέσα τους κρατούν
Τη φωνή αυτή. Στην ανήσυχη ελπίδα
Κόρη της νεανικής καρδιάς
Όλοι δανείζουν χώρο.
Όσο είναι το άνθος άλικο
Κι η ηλικία μας άγουρη
Μάταια η ψυχή, κενή και φαντασμένη
Τρέφει εκατό γλυκές ελπίδες
Χωρίς να περιμένει γηρατειά και
θάνατο.
Για την αρρώστια, ο υγιής
Και ρωμαλέος άνθρωπος
Δεν νοιάζεται ποτέ.
Μα είναι άμυαλος όποιος δεν βλέπει
Της νεότητας τα γρήγορα φτερά
Κι ότι απ’ την κούνια ο θάνατος
δεν είναι μακριά.
Εσύ, έτοιμος να κάνεις το μοιραίο
βήμα
Για το βασίλειο του Πλούτωνα
Θυμήσου:
Στις ηδονές του σήμερα
αφιέρωσε τη σύντομη ζωή σου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου