Στο
τηλεπαιχνίδι «Ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος» του καναλιού Mega, στις 21
Ιανουαρίου ζητήθηκε η απάντηση στην ερώτηση: Ποιος δημιούργησε τον όρο
«μαλλιαροί»; H απάντηση έπρεπε να είναι: ο Ιωάννης Κονδυλάκης.
Πραγματικά,
η παράδοση θεωρεί τον Κονδυλάκη δημιουργό του όρου, αυτό όμως δεν είναι
σίγουρο. Σίγουρο είναι πως ο δημιουργός ή οι δημιουργοί του όρου πρέπει να
ήξεραν ιταλικά και να παρακολουθούσαν την πνευματική κίνηση της Ιταλίας στο
δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, γιατί ο όρος είναι μετάφραση του ιταλικού
«scapigliati», κατά λέξη: «αναμαλλιάρηδες».
Οι scapigliati αποτελούσαν ένα
συγκρίσιμο προς τους δημοτικιστές λογοτεχνικό και ευρύτερα καλλιτεχνικό και
κοινωνικό κίνημα στο Μιλάνο, στις δεκαετίες του 1860 και 1870, δηλαδή γύρω στα
είκοσι με είκοσι πέντε χρόνια πριν από τη δημοσίευση του περίφημου δημοτικιστικού
μανιφέστου του Ψυχάρη: «Το ταξίδι μου», το 1888. Είχαν και εκείνοι τον αρχηγέτη
τους, τον συγγραφέα Righetti, και το μανιφέστο του τελευταίου, το μυθιστόρημα
La scapigliatura e il sei febbraio, και από τον τίτλο το υπήραν το όνομά τους.
Ωστε κάποιοι στην Αθήνα που γνώριζαν την ιταλική πνευματική κίνηση της εποχής
μεταφράσανε τον όρο, χρησιμοποιώντας τον για τους οπαδούς του Ψυχάρη.
Εχει
δικαιολογημένα παρατηρηθεί (π.χ. από τον Βουτιερίδη) πως ο όρος «μαλλιαροί» για
να δηλώσει τους δημοτικιστές δεν έχει νόημα στα ελληνικά. Γι' αυτό μάλιστα
δημιουργήθηκε εκ των υστέρων ο μύθος, πως τάχα οι περισσότεροι δημοτικιστές
είχαν μακριά μαλλιά, ενώ οι καθαρευουσιάνοι αντίπαλοί τους υποτίθεται πως
κουρεύονταν αξιοπρεπώς. Στα ιταλικά όμως ο όρος έχει νόημα, γιατί ο αρχηγέτης
του κινήματος τον χρησιμοποίησε επίτηδες, σαν «όμορφη και γνήσια ιταλική λέξη»,
όπως δηλώνει ο ίδιος. Προφανώς κατά τη μετάφραση στα ελληνικά ο όρος έχασε την
αρχική αιτιολόγησή του? άλλωστε χρησιμοποιήθηκε για καλαμπούρι. Και γενικά, στα
μεταφραστικά δάνεια δεν είναι σπάνιο να χαθεί ένα μέρος από τη σημασία του
πρωτότυπου.
Στη συνέχεια
ο όρος χρησιμοποιήθηκε στα ελληνικά ειδικά για τους συνεργάτες του βραχύβιου
αλλά σημαντικού για το δημοτικιστικό κίνημα περιοδικού «Τέχνη» (1898-1899).
Αργότερα επεκτάθηκε γενικά στους δημοτικιστές (έτσι τον χρησιμοποιεί και ο
Παλαμάς το 1904), τελικά όμως περιορίστηκε στη δήλωση των «ακραίων
δημοτικιστών», των «ψυχαρικών». Τελικά απέκτησε γενικά υποτιμητική, ακόμη και
υβριστική σημασία: «Μαλλιαροκομουνιστές!
Δεν πρέπει
να παραξενεύει η χρήση μεταφραστικού δανείου στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού
οι περισσότεροι όροι του γλωσσικού ζητήματος αποτελούν είτε απευθείας δάνεια
είτε μεταφραστικά δάνεια από τα ιταλικά και τα γαλλικά, καθώς τόσο στη Γαλλία
όσο και στην Ιταλία είχε παλαιότερα υπάρξει διγλωσσία, αρχικά στηριγμένη στην
αντίθεση τοπικής γλώσσας («εθνικής») και λατινικών:
«Νέα
ελληνική» < «γαλλικό grec moderne». Προηγουμένως η γλώσσα μας λεγόταν
«ρωμαίικα» και σαν ελληνικά εννοούνταν τα αρχαία.
«Γλωσσικό ζήτημα» < ιταλικό «questione
della lingua».
«Εθνική
γλώσσα» < ιταλικό «lingua nazionale».
«Διγλωσσία»
< γαλλικό «diglossie» που με τη σειρά του στηρίζεται στα αρχαία ελληνικά
λεξικά στοιχεία «δι-» και «γλώσσ-». Να σημειωθεί πως η πρόσφατη χρήση
«διγλωσσία» = «διπλή γλώσσα, υποκρισία» είναι ανεξάρτητο δάνειο από τη γλώσσα
της ελληνιστικής εποχής. (Και «δίγλωσσος» στη γλώσσα της ελληνιστικής εποχής =
«υποκριτής».)
«Καθαρολόγοι,
καθαρισταί < γαλλικό «puristes». Το γαλλικό πρότυπο είχε επισημάνει κιόλας ο
Κουμανούδης, όπως φαίνεται από το λεξικό του (1910).
Επομένως και
«καθαρεύουσα» κατά πάσα πιθανότητα < γαλλικό
«idiome epure» (σύγκρινε και γερμανικό «Reinsprache»). Εδώ μπορεί να
υπάρξει αμφισβήτηση, καθώς κατά την ελληνιστική εποχή υπήρχε ο όρος
«καθαρεύοντες», που όμως αναφερόταν σε αττικιστές συγγραφείς, ενώ όπως είναι
γνωστό το καθαρευουσιάνικο κίνημα απέρριπτε τον αττικισμό. Αλλωστε αρχηγέτης
του καθαρευουσιάνικου κινήματος ήταν ο Κοραής που ζούσε στη Γαλλία και μετείχε
στη γαλλική πνευματική ζωή. O Κοραής συνήθιζε να δανείζεται αρχαίες λέξεις και
να τους δίνει σημασία μεταφρασμένη από τα γαλλικά, όπως είναι γνωστό σχετικά με
τον όρο «πολιτισμός»: κατά τη μορφή προέρχεται από την ελληνιστική γλώσσα =
«διοίκηση των δημόσιων υποθέσεων», κατά τη σημασία προέρχεται από το γαλλικό
«civilisation». Εχω ονομάσει αυτή τη διαδικασία: «δισυπόστατο δανεισμό».
«Μακαρονισμός»
< γαλλικό «macaronisme», για λόγιο κείμενο ανάμεικτο με λατινικούρες.
«Δημοτική»
< γαλλικό «demotique», που με τη σειρά του στηρίζεται στο αρχαίο «δημοτικά
γράμματα», που γράφει ο Ηρόδοτος, για την πιο απλή γραφή της φαραωνικής Αιγύπτου
σε αντίθεση προς τα ιερογλυφικά. (H αρχαία αιγυπτιακή είχε γίνει της μόδας στο
πρώτο μισό του 19ου αιώνα στη Γαλλία, εξαιτίας της αποκρυπτογράφησης της Στήλης
της Ροζέτας από τον Champοllion.).
«Λαϊκή
γλώσσα» < ιταλικό «lingua popolare».
«Χυδαία γλώσσα»,
«χυδαϊσταί» με βάση το ελληνιστικό «χυδαία λαλιά», αλλά και από παρανόηση του
ιταλικού κ.λπ. «volgare», που αρχικά δεν σήμαινε το χυδαίο, αλλά τη «λαϊκή»
γλώσσα σε αντίθεση προς τη λόγια γλώσσα, που φυσικά τον μεσαίωνα ήταν τα
λατινικά.
Συμπληρώνω
με δύο παρατηρήσεις, πάνω σε θέματα που και σήμερα αποτελούν αιτία παρανόησης
στη χώρα μας.
Η πρώτη.
Μερικοί χρησιμοποιούν τον όρο «διγλωσσία» τόσο για τους ξένους όρους, π.χ.
αγγλικά «bilingualism» «τέλεια γνώση δύο γλωσσών», όσο και «diglossia» για
αντιθέσεις όπως δημοτικής και καθαρεύουσας. Ετσι προξενούν ηθελημένη παρανόηση,
με σκοπό να συσκοτίσουν τα πράγματα.
Η δεύτερη.
Πολλοί απορούν γιατί οι μορφωμένοι Ελληνες δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν πιο
νωρίς το παράδειγμα άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που είχαν απορρίψει τη διγλωσσία
αιώνες πιο πριν. H απάντηση βρίσκεται στη διαφορετικού τύπου διγλωσσία που
επικρατούσε εδώ και στην Ευρώπη. Στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες η διγλωσσία
στηριζόταν σε ξένη γλώσσα: στην Ιταλία και στη Γαλλία στα λατινικά, στη
Γερμανία και στη ρώσικη αριστοκρατία στα γαλλικά? ήταν «εξωτερική διγλωσσία».
Στην Ελλάδα η «μορφωμένη» γλώσσα (η «υπέρθετη ποικιλία») στηρίχτηκε,
τουλάχιστον αρχικά, σε διάφορες παλιές μορφές της ίδιας γλώσσας? ήταν
«εσωτερική διγλωσσία». Θυμίζει δηλαδή την κατάσταση στις αραβικές χώρες ή στην
Αϊτή.
Περισσότερα
για το θέμα έχω γράψει στο άρθρο: «Μαλλιαροί και scapigliati. H γένεση ενός
λογοτεχνικού και κοινωνικού όρου», στο «Μελέτες για την ελληνική γλώσσα» του
1997.
Εχω επίσης καταχωρήσει τις σχετικές ετυμολογίες στο «Λεξικό της Κοινής
Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη», Θεσσαλονίκη 1998.
O Ευάγγελος B.
Πετρούνιας είναι καθηγητής Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο
Θεσσαλονίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου