Ο «Ναμπούκο» («Nabucco», σύντμηση στα ιταλικά του κυρίου
ονόματος Nabucodonosor, «Ναβουχοδονόσωρ» στα ελληνικά) είναι τετράπρακτο λυρικό
δράμα του Τζουζέπε Βέρντι, σε λιμπρέτο του Τεμίστοκλε Σολέρα.
Βασίζεται στα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης «Ιερεμίας» και «Δανιήλ», καθώς και στο θεατρικό έργο των Ογκίστ Ανισέ-Μπουρζουά και Φρανσίς Κορνί «Ναβουχοδονόσωρ». Θεωρείται η πρώτη μεγάλη επιτυχία και μια από τις σπουδαιότερες όπερες του Ιταλού μουσουργού. Σε προσωπικό επίπεδο ανέδειξε τον Βέρντι ως τον σημαντικότερο Ιταλό συνθέτη του 19ου αιώνα, ενώ σε συλλογικό επίπεδο το έργο μετατράπηκε σε σύμβολο του αγώνα για την ενοποίηση της Ιταλίας. Το περίφημο και ιδιαίτερα δημοφιλές χορωδιακό της Γ’ Πράξης «Va Pensiero» («Πέταξε σκέψη») αποτελεί τον ανεπίσημο εθνικό ύμνο της Ιταλίας. Η υπόθεση της όπερας εκτυλίσσεται στην Ιερουσαλήμ και Βαβυλώνα το 587π.Χ και αφορά την αιχμαλωσία των Εβραίων από τον βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα. Στο έργο του Βέρντι, που πρωτοανέβηκε το 1842, οι Ιταλοί είδαν τον δικό τους πόθο για την αποτίναξη του αυστριακού ζυγού και την ενοποίηση της χώρας τους που επιτεύχθηκε τελικά το 1861.
Ο «Ναμπούκο»
Στις αρχές της δεκαετίας του 1840, ο Βέρντι είχε πέσει σε
μαύρη απελπισία και είχε ορκιστεί να μην ξαναγράψει όπερα. Στην κατάσταση αυτή
συνετέλεσαν η παταγώδης αποτυχία της κωμικής όπερας «Μιας μέρας βασιλιάς» («Un
giorno di regno»), που είχε ανεβεί στην Σκάλα του Μιλάνου, και μια σειρά από
προσωπικές τραγωδίες, όπως οι απώλειες των δύο παιδιών του και της γυναίκας
του.
Ο διευθυντής της Σκάλας Μπαρτολομέο Μερέλι τόν απάλλαξε
από το συμβόλαιό του, αλλά, όταν έκρινε ότι οι πληγές του είχαν κλείσει, έδωσε
στον νεαρό συνθέτη ένα λιμπρέτο βασισμένο στην ιστορία του Ναβουχοδονόσορα Β'.
Ο Βέρντι το διάβασε με κρύα καρδιά, ώσπου, φτάνοντας στα λόγια της χορωδίας των
Ιουδαίων που βρίσκονταν στην αιχμαλωσία, ανακάλυψε ξαφνικά πως είχε απαλλαγεί
από τις αναστολές του.
Το ανέβασμα του «Ναμπούκο» στην Σκάλα του Μιλάνου, στις 9
Μαρτίου 1842, ήταν ένας θρίαμβος για τον νεαρό συνθέτη. Απογείωσε την φήμη του
Βέρντι στην Ιταλία και τον ανέδειξε σε εθνικό σύμβολο. Από την πρώτη πρόβα της
παράστασης είχε διαφανεί ότι το έργο θα ήταν κάτι το ξεχωριστό. Μόλις άρχισε να
ακούγεται το «Va Pensiero» όλοι όσοι βρίσκονταν στο κτίριο σώπασαν, ακόμη και
οι εργάτες που δούλευαν την σκεπή του κτιρίου. Στην συνέχεια ξέσπασαν σε ένα
αυθόρμητο και ενθουσιώδες μπράβο, όταν αυτό τελείωσε. Ανάμεσα στους συντελεστές
της πρεμιέρας του «Ναμπούκο» συγκαταλεγόταν και η σοπράνο Τζουζεπίνα Στρεπόνι
(η πρώτη Αμπιγκαΐλε), η οποία αργότερα θα γινόταν η δεύτερη γυναίκα του Βέρντι.
Τα επόμενα χρόνια το όνομά του έγινε σύνθημα. Το «Viva,
Verdi» («Ζήτω ο Βέρντι») σήμαινε «Viva, Vittorio Emanuele, Re d’Italia» («Ζήτω
ο Βίκτωρ Εμμανουήλ, βασιλιάς της Ιταλίας»). Με τη μουσική του ο Βέρντι εξέφρασε
σε αισθητικό επίπεδο το πνεύμα του ώριμου ρομαντισμού και σε πολιτικό επίπεδο
την επιθυμία των συμπατριωτών του να δουν την Ιταλία ελεύθερη και ενωμένη. Στις
ιστορικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες του 19ου αιώνα ο Βέρντι υπήρξε ο
συνθέτης που συνέβαλε στη δημιουργία εκείνης της μοναδικής στιγμής στην ιστορία
της μουσικής κατά την οποία η υψηλή τέχνη γίνεται ταυτόχρονα λαϊκή.
Η Υπόθεση του «Ναμπούκο»
Η όπερα αναφέρεται στην αιχμαλωσία των Εβραίων από τον
βασιλιά της Βαβυλώνας Ναβουχοδονόσορα. Όταν, στην αλαζονεία του, εκείνος ζητά
απ’ όλους να τον προσκυνήσουν ως θεό, τόν πλήττει κεραυνός. Όταν αναγνωρίζει ως
μόνο αληθινό θεό τον Ιεχωβά, βρίσκει πάλι τα λογικά του, απελευθερώνει τους
Εβραίους και συναινεί στη σχέση της πραγματικής κόρης του, της Φενένας, με τον
Ισμαέλε, ανιψιό του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Στον Ιεχωβά στρέφεται στο τέλος και
η μεγαλύτερη αδελφή της Αμπιγκαΐλε, που σφετερίστηκε την εξουσία του Ναμπούκο
και στο φινάλε του έργου θα καταπιεί δηλητήριο και θα αυτοκτονήσει.
Οι Ρόλοι του «Ναμπούκο»
Ναμπούκο, βασιλιάς της Βαβυλώνας (βαρύτονος)
Αμπιγκαΐλε, η μεγαλύτερη κόρη του Ναμπούκο (σοπράνο)
Φενένα, κόρη του Ναμπούκο (μέτζο-σοπράνο)
Ισμαέλε, ανιψιός του βασιλιά της Ιερουσαλήμ (τενόρος)
Ζαχαρίας, αρχιερέας των Ιουδαίων (μπάσος)
Άννα, αδελφή του Ζαχαρία (σοπράνο)
Αρχιερέας του Βάαλ (μπάσος)
Αμπντάλλο, Βαβυλώνιος στρατιώτης (τενόρος)
Δημοφιλή σημεία του «Ναμπούκο»
Εισαγωγή (Sinfonia)
«D'Egitto là sui lidi», καβατίνα του Ζαχαρία (Α’ Πράξη)
«Mio furor, non più costretto» (φινάλε Α’ Πράξης)
«Ben io t'invenni, o fatal scritto!... Anch'io dischiuso
un giorno», ρετσιτατίβο και άρια της Αμπιγκαΐλε (Β’ Πράξη)
«Vieni, o Levita» , προσευχή του Ζαχαρία (Β’ πράξη)
«S'appressan gli istanti» (φινάλε Β’ Πράξης)
«Donna, chi sei?», ντουέτο Ναμπούκο και Αμπιγκαΐλε( Γ’ Πράξη)
«Va pensiero», χορωδιακό των Εβραίων σκλάβων (Γ’ Πράξη)
«Dio di Giuda!», προσευχή του Ναμπούκο( Δ’ Πράξη)
Ο «Ναμπούκο» στον ελληνικό χώρο
Το ελληνικό κοινό άκουσε τον «Ναμπούκο» για πρώτη φορά
στην Κέρκυρα, στο Θέατρο Σαν Τζάκομο, στις 28 Σεπτεμβρίου 1844. Στην Αθήνα
αναφέρεται παράσταση από ιταλικό θίασο στις 21 Νοεμβρίου 1851. Ακολουθούν το
θέατρο «Απόλλων» της Σύρου (1866/67) και το θέατρο «Απόλλων» της Πάτρας
(1877/78). Στο ρεπερτόριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, η οποία ιδρύθηκε το 1939,
η όπερα περιλήφθηκε στις 25 Ιουνίου 1959.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου