Ο Ιταλός
ιστορικός Μάσιμο Σαλβαντόρι είναι ομότιμος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του
Τορίνο. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το βιβλίο του «Democrazia»
(Donzelli, 2016).
H δημοκρατία -η
εξουσία, η υπέρτατη κυριαρχία, η κυβέρνηση του λαού-, με αφετηρία τον 5ο π.Χ.
αιώνα, όταν βρήκε στην Αθήνα του Περικλέους την πρώτη μεγάλη της έκφραση,
αποτέλεσε πάντοτε ένα πρόβλημα: σχετικό με τον τρόπο με τον οποίο την
κατανοούμε, τη δυνατότητα πραγματοποίησής της, τα πλεονεκτήματα ή μειονεκτήματά
της, το αν είναι μόνον ένας μύθος ή και μια πραγματικότητα.
Από τον 18ο αιώνα
κι έπειτα, δεν έπαψαν ποτέ οι διαιρέσεις που αντιπαρέθεταν τους θιασώτες της
άμεσης δημοκρατίας στους υποστηρικτές της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
Νομίζω ότι κανείς
δεν αποσαφήνισε καλύτερα από τον Χανς Κέλσεν ότι η δημοκρατία με την
κυριολεκτική της έννοια μπορεί να είναι και υπήρξε μόνον εκείνη η άμεση των
αρχαίων, αλλά ότι αυτή η τελευταία δεν είναι συμβατή και δεν μπορεί να
εφαρμοστεί στις πολύπλοκες κοινωνίες· ότι η μοναδική μορφή δημοκρατίας που
μπορεί να υλοποιηθεί είναι η αντιπροσωπευτική, αλλά αυτή η μορφή συνεπάγεται
υποχρεωτικά τη μεταβίβαση της κυριαρχίας από τον λαό στους αντιπροσώπους του,
τους κατόχους της δυνατότητας να επεξεργάζονται και να εγκρίνουν τους νόμους
και επομένως συνεπάγεται έναν ουσιαστικό περιορισμό και μια μεταβολή του
χαρακτήρα της ίδιας της δημοκρατίας.
Πράγμα που μας
οδηγεί να αναρωτηθούμε μήπως αυτό σημαίνει ότι υποβαθμίζουμε τη δημοκρατία
μόνον σε μύθο. Οποιος εξετάσει την ουσία εκείνης που ορίζουμε ως
αντιπροσωπευτική ή φιλελεύθερη δημοκρατία δεν μπορεί παρά να αντιληφθεί ότι
αυτή είναι άλλο πράγμα από την κυρίαρχη εξουσία του λαού. (…)
Στα
φιλελευθεροδημοκρατικά καθεστώτα η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας εξυμνήθηκε ως
νομιμοποιητική ιδεολογία, αλλά στην πράξη υποβλήθηκε σε περιορισμούς με τη
μεταβίβαση της πραγματικής κυριαρχίας στα κοινοβούλια και στις κυβερνήσεις,
αφήνοντας στον λαό την αυταπάτη ότι είναι πάντα αυτός ο κυρίαρχος χάρη στην
ψήφο του στις εκλογικές αναμετρήσεις.
Αυτό που φαίνεται
ότι πρέπει να συμπεράνουμε είναι πως η υλοποιημένη και υλοποιήσιμη «δημοκρατία»
έγκειτο και έγκειται σε εκείνο το κίνημα και σε εκείνους τους αγώνες των
κατώτερων στρωμάτων για την κατάκτηση και την υπεράσπιση των πολιτικών και
κοινωνικών δικαιωμάτων, στην πρόσβασή τους στην κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση
και στον σχηματισμό -μέσω των κομμάτων τους- των κυβερνήσεων. (…)
Σήμερα η
διαδικασία βαθμιαίας αποδυνάμωσης της δημοκρατίας έφτασε στο σημείο όπου: η
κυριαρχία του λαού δεν προχωράει πέρα από την ψήφο εκλογέων, που στην
πλειοψηφία τους είναι χειραγωγούμενοι, εξατομικευμένοι και ανοργάνωτοι· η
οικονομική εξουσία επανήλθε με τρόπο σχεδόν αναμφισβήτητο στα χέρια των
ιδιοκτητών και των ανώτερων στρωμάτων· η πολιτική εξουσία -που για μεγάλο μέρος
του 19ου και του 20ού αιώνα ήταν ιδιότητα των ηγετών των κομμάτων, των
οργανωτών των μαζών και των κυβερνώντων- στα επιμέρους κράτη έγινε φέουδο της
υπερεθνικής πλουτοκρατίας ή τουλάχιστον επηρεάστηκε καθοριστικά από αυτήν· η
εξουσία της πληροφόρησης και των μέσων μαζικής επικοινωνίας, που
προσανατολίζουν πολιτικά τις μάζες, είναι υποτελής σε όποιον κατέχει την
ιδιοκτησία ή τον έλεγχο· εκείνο που υπήρξε το μεγάλο δίκτυο τόσο των οργανώσεων
των μαζικών κομμάτων όσο και των εφημερίδων και των περιοδικών, που συνέβαλλαν
καθοριστικά στην εκπαίδευση και την πολιτική συμμετοχή των απλών ανθρώπων, έχει
σε μεγάλο βαθμό διαλυθεί.
Τα καθεστώτα που
συνεχίζουμε να ορίζουμε ως «φιλελεύθερα-δημοκρατικά» δεν μπορούν φυσικά να
εξομοιώνονται με εκείνα που καταργούν τις πολιτικές και ατομικές ελευθερίες,
τον πολιτιστικό και κομματικό πλουραλισμό, και μετατρέπουν την ψήφο σε
δημοψήφισμα υπέρ της κυβέρνησης. Είναι ωστόσο δύσκολο να θεωρήσουμε ότι αυτά
έχουν κάποια σχέση με την «εξουσία του λαού», έστω μεταβιβασμένη από αυτόν
στους αντιπροσώπους του.
Οι εκλογές, που
παραμένουν τυπικά ελεύθερες (παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις
χειραγωγούνται, ακόμη και σε χώρες με παλαιά φιλελεύθερη δημοκρατία, όπως στις
Ηνωμένες Πολιτείες, όπου στις προεδρικές εκλογές του 2000 η νίκη αποσπάστηκε
από τον Αλ Γκορ και δόθηκε στον Τζορτζ Μπους τον νεότερο), επιτρέπουν
κυβερνητικές αλλαγές. Πράγμα που δεν είναι ασήμαντο.
Ωστόσο, στις
εκλογές οι μάζες βρίσκονται σε μια θέση παθητικότητας μπροστά στη δύναμη
επηρεασμού και προσανατολισμού που διαθέτουν οι κομματικές και οικονομικές
ελίτ. Γι’ αυτό οι κυβερνήσεις έχουν ουσιαστικά τον χαρακτήρα «κυβερνήσεων με
παθητική λαϊκή νομιμοποίηση».
Το αν η
δημοκρατία θα μπορέσει ή όχι να κατακτήσει ένα μέλλον, έστω και μέσα στα εγγενή
στη φιλελεύθερη δημοκρατία όρια, θα εξαρτηθεί από την ικανότητα από μέρους του
«δήμου», που σήμερα είναι πληγωμένος και ταπεινωμένος, να αποκτήσει το αναγκαίο
σθένος και τη δυνατότητα πρωτοβουλίας προκειμένου να ασκήσει αποτελεσματική
επιρροή στα ουσιαστικά, και όχι μόνον στα τυπικά, κέντρα της εξουσίας.
Πρέπει να
αμφιβάλλουμε για το αν -όπως πιστεύουν ο Γουόλιν και ο Κράουτς- η αναζωογόνηση
της δημοκρατίας μπορεί να προέλθει κυρίως από την πρωτοβουλία διανοουμένων,
δημοσιογράφων και ομάδων πρόθυμων ορθοφρονούντων.
Δεν πρέπει να
παραγνωρίζουμε και να υποτιμάμε αυτή την πρωτοβουλία, της οποίας ενδείξεις
βλέπουμε τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Ο στόχος όμως μπορεί να
επιδιωχθεί μόνο μέσω της αναγέννησης ισχυρών οργανώσεων, κυρίως κομματικών,
ικανών να αντιπροσωπεύουν και να υπερασπίζονται τα ασθενέστερα κοινωνικά
στρώματα και να συμβάλλουν στην κατίσχυση των συμφερόντων τους.
Εκείνο που
οφείλουμε να παραδεχτούμε είναι ότι το βαρόμετρο δεν τείνει προς την καλή θέση.
Η δημοκρατία, όταν την εννοούμε ως εξουσία του λαού, συνεχίζει να παραμένει
δέσμια ενός άλυτου διλήμματος: από τη μια μεριά βασίζεται στην αρχή ότι η
εξουσία πρέπει να ανήκει στο σύνολο του λαού· από την άλλη η εμπειρία που μας
προσφέρουν όλα τα λεγόμενα φιλελεύθερα-δημοκρατικά καθεστώτα λέει ότι αυτό το
σύνολο δεν μπορεί να εκφραστεί και να δράσει παρά μόνο μέσω των ελίτ που το
καθοδηγούν, το αντιπροσωπεύουν ή και το χειραγωγούν.
Μεταξύ όμως της
δημοκρατίας με την ισχυρή της έννοια και της δημοκρατίας που έχει υποβαθμιστεί
σε απλή διατύπωση, τέτοια ώστε να παράγει το μοναδικό αποτέλεσμα του
σχηματισμού «κυβερνήσεων με παθητική λαϊκή νομιμοποίηση», υπάρχει ένα ενδιάμεσο
στάδιο που έχει ήδη μια ιστορία και που είναι δυνατό να γράψει ακόμη ιστορία:
ένα σύστημα στο οποίο η εξουσία δεν καταλήγει να γέρνει εντελώς από τη μια
μεριά.
Ηταν η ιστορία
που ο γράφων θεωρεί ότι βρήκε την καλύτερή της υλοποίηση στον
«σοσιαλδημοκρατικό συμβιβασμό». Επρόκειτο βέβαια για κάτι στο οποίο φαίνεται
πάντως καταχρηστικό να αποδίδουμε το όνομα «δημοκρατία».
Συντάκτης: Θανάσης Γιαλκέτσης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου