Παρά την ανθεκτικότητά τους στα πρώτα στάδια της ευρωπαϊκής τραπεζικής κρίσης, οι ιταλικές τράπεζες δέχονται τον τελευταίο καιρό πυρά για την αδυναμία τους να διαχειριστούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια.
Τα stress tests από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή θα δείξουν ότι χρειάζεται να γίνει και νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, το πώς ακριβώς θα γίνει όμως αυτό αποτελεί ένα ναρκοπέδιο για τον Πρωθυπουργό Ματέο Ρέντσι, ο οποίος ετοιμάζεται για ένα σημαντικό συνταγματικό δημοψήφισμα τον ερχόμενο Οκτώβριο.
Το βασικό ερώτημα αφορά τη χρησιμοποίηση κρατικών πόρων και τις επιπτώσεις για τους πιστωτές, κάτι που έχει με τη σειρά του συνέπειες για τους φορολογούμενους και τους επενδυτές. Το ένα τρίτο των ομολόγων που έχουν εκδώσει οι ιταλικές τράπεζες ανήκει σε νοικοκυριά, πολλά εκ των οποίων δεν γνώριζαν τους κινδύνους που έχει αυτή η επένδυση και θεωρούν ότι είναι κάτι σαν τραπεζική κατάθεση.
Η κυβέρνηση έχει να αντιμετωπίσει έναν πολιτικό γρίφο. Και η επίλυση αυτού του γρίφου θα δείξει πόσο αξιόπιστη είναι η νομοθεσία της ΕΕ για τον τραπεζικό τομέα.
Μπροστά στην πίεση που δέχεται από τις αγορές, η κυβέρνηση έχει συμφέρον να ενισχύσει την κεφαλαιακή θέση των τραπεζών και να καθησυχάσει τους επενδυτές. Η ευρωπαϊκή νομοθεσία, όμως, ορίζει ότι προτού δοθεί κρατικό χρήμα πρέπει να γίνει μιας μορφής «κούρεμα» των ομολογιούχων (bail-in). Και μετά τα κακά αποτελέσματα που σημείωσε στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, ο Ρέντσι έχει ανάγκη αυτούς τους ψηφοφόρους για να κερδίσει το δημοψήφισμα.
Ο Πρόεδρος της Ένωσης Ιταλικών Τραπεζών έχει επιπλέον υποστηρίξει ότι οι διατάξεις της ΕΕ για το bail-in είναι αντίθετες προς το ιταλικό Σύνταγμα, που ορίζει στο άρθρο 47 ότι η δημοκρατία «ενθαρρύνει και προστατεύει» τις αποταμιεύσεις.
Με βάση την ευρωπαϊκή νομοθεσία, οι τράπεζες που αναζητούν κεφάλαια πρέπει πρώτα να στρέφονται σε ιδιωτικές πηγές, και συγκεκριμένα να προβαίνουν σε «κούρεμα» τουλάχιστον του 8% των συνολικών υποχρεώσεών τους. Υπάρχει όμως μια εξαίρεση: η «έκτακτη κρατική οικονομική ενίσχυση» επιτρέπεται αν στόχος της είναι να αποτραπεί η σοβαρή διατάραξη της οικονομίας μιας χώρας-μέλους και να διατηρηθεί η σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού της συστήματος. Επιπλέον, αυτή την εβδομάδα το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης έκρινε ότι αυτό το «κούρεμα» δεν είναι υποχρεωτικό και δεν πρέπει να γίνεται αυτόματα.
Η κυβέρνηση Ρέντσι ελπίζει έτσι ότι θα της δοθεί η δυνατότητα να προχωρήσει σε στήριξη των τραπεζών χωρίς την ενεργοποίηση της επίφοβης διάταξης για το 8%. Ακόμη κι αν το καταφέρει όμως, θα έχει δίκιο;
Υπάρχουν τρεις λόγοι για τους οποίους μια «νίκη» της ιταλικής κυβέρνησης μπορεί να εξελιχθεί σε μπούμερανγκ.
Πρώτον, το επιχείρημα περί του συνταγματικού δικαιώματος στην αποταμίευση είναι αφελές και άτοπο. Μπορεί να ικανοποιεί την κοινή γνώμη, αλλά αγνοεί τη θεμελιώδη διαφορά μεταξύ αποταμίευσης και επένδυσης. Η τοποθέτηση χρημάτων σε τραπεζικά ομόλογα συνιστά επένδυση και έχει ρίσκο. Το ιταλικό Σύνταγμα δεν προστατεύει τους πολίτες από κακές επενδυτικές αποφάσεις. Και οι ίδιοι οι πολίτες οφείλουν να ενημερώνονται για τους κινδύνους που ενέχει η όποια επένδυσή τους.
Δεύτερον, είναι σημαντικό να διαφυλαχθεί η χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Και το bail-in ενός μέρους του χρέους, εφόσον συνοδευτεί από ένα πρόγραμμα αποζημιώσεων, δεν θέτει αναγκαστικά σε κίνδυνο αυτή τη σταθερότητα. Συνέβη και το 2015, χωρίς να έχει μείζονες συνέπειες. Οι κίνδυνοι είναι μάλλον πολιτικού, παρά οικονομικού χαρακτήρα. Η κυβέρνηση προτιμά να αποφύγει ένα «κούρεμα» από το να αποζημιώσει τους ομολογιούχους επειδή το οικονομικό και πολιτικό σοκ του bail-in είναι άμεσο, ενώ η αποζημίωση χρειάζεται χρόνο. Και χρόνος δεν υπάρχει, το δημοψήφισμα πλησιάζει.
Τρίτον, υπάρχουν σημαντικές επιπτώσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Οι επόμενοι μήνες θα αποτελέσουν το πρώτο τεστ των κανόνων για τον τραπεζικό τομέα, οι οποίοι σχεδιάστηκαν για να αντιμετωπίζονται πιο αποτελεσματικά τα τραπεζικά προβλήματα σε όλη την ήπειρο. Η συνεπής εφαρμογή αυτών των κανόνων είναι κρίσιμη για την αποκατάσταση της αξιοπιστίας.
Δεν υπάρχουν φυσικά εύκολες λύσεις. Αν όμως η ιταλική κυβέρνηση προσπαθήσει να διαστρέψει τον νόμο και να αποφύγει την εφαρμογή ακόμη και των πιο ελαστικών όρων για το bail-in, υπάρχει κίνδυνος να δημιουργηθεί ένα επικίνδυνο προηγούμενο και να επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο το ασταθές ευρωπαϊκό κλίμα.
Tης Σίλβια Μέρλερ, στελέχους του Eυρωπαϊκού Ιδρύματος Bruegel
Πηγή: politico.eu / amna.gr
Αναδημοσιευση:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου