Ο Ιταλός
κομμουνιστής ηγέτης Ενρίκο Μπερλινγκουέρ πέθανε σαν σήμερα στις 11 Ιουνίου του
1984.
Στις 25 Μαΐου του 1922, έρχεται στον κόσμο ο Ιταλός κομμουνιστής ηγέτης Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, μία από τις πλέον εμβληματικές και αμφιλεγόμενες μορφές της ευρωπαϊκής Αριστεράς του εικοστού αιώνα. Γεννήθηκε στο Σάσσαρι της Σαρδηνίας και ήταν γόνος εύπορης αριστοκρατικής οικογένειας (ο ίδιος έφερε τον τίτλο του Μαρκησίου), που διακατεχόταν από προοδευτικές και αντιφασιστικές ιδέες.
Από πολύ
νωρίς ο Ενρίκο ενστερνίζεται αυτές τις ιδέες, και σε ηλικία 21 ετών, γίνεται
μέλος του παράνομου τότε Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας (ΙΚΚ) και
εκλέγεται σχεδόν αμέσως γραμματέας της κομμουνιστικής νεολαίας της ιδιαίτερης
πατρίδας του.
Ο
Μπερλινγκουέρ αποδεικνύει την αποφασιστικότητα και τη μαχητικότητά του στην πιο
κρίσιμη καμπή του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου για την Ιταλία, το 1944.
Ήδη από το
1943 ο Μουσολίνι έχει ανατραπεί, αλλά η κυβέρνηση υπό τον στρατάρχη Πιέτρο
Μπαντόλιο που τον διαδέχεται, έχει δυσαρεστήσει τη συντριπτική πλειοψηφία του
καθημαγμένου ιταλικού λαού. Ένα χρόνο μετά στη χώρα ξεσπούν μεγαλειώδεις
αντικυβερνητικές διαδηλώσεις. Ο Μπερλινγκουέρ συλλαμβάνεται για τη δράση του
και φυλακίζεται για τρεις μήνες. Μέσα στη φυλακή ωριμάζει πολιτικά και
αφοσιώνεται ολοκληρωτικά στο κομμουνιστικό πρόταγμα, εγκαταλείποντας τις
νομικές σπουδές του.
Τον ίδιο
χρόνο γνωρίζεται με τον γενικό γραμματέα του ΙΚΚ Παλμίρο Τολιάτι και έκτοτε
ανεβαίνει γρήγορα τις βαθμίδες της κομματικής ιεραρχίας. Το 1945 εκλέγεται μέλος
της Κεντρικής Επιτροπής του ΙΚΚ και το 1948 ανήκει πια στην ηγετική ομάδα του
κόμματος.
Στα χρόνια
που ακολουθούν, ο Μπερλινγκουέρ παγιώνει τα ερείσματά του στη κομματική βάση
και εδραιώνει τη κυριαρχία του στα ανώτερα κλιμάκια.
Το 1968
εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής. Την ίδια χρονιά διατρανώνει την αντίθεσή
του στη σοβιετική εισβολή στην Πράγα, εγκαινιάζοντας μία μακρά περίοδο
αντίθεσης με την Μόσχα που θα έχει ως αποτέλεσμα την πλήρη αυτονόμηση του ΙΚΚ
από τον σοβιετικό κηδεμόνα και την αρχή ενός νέου ιδεολογικού ρεύματος που
σάρωσε σχεδόν όλα τα δυτικά ορθόδοξα κομμουνιστικά κόμματα: του ρεύματος του
Ευρωκομμουνισμού.
Το 1969
εκλέγεται βοηθός γενικού γραμματέα, μιας και ο τότε γενικός γραμματέας Λουίτζι
Λόνγκο αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας.
Με αυτήν την
ιδιότητα, ο Μπερλινγκουέρ λαμβάνει μέρος στη διάσκεψη των κομμουνιστικών
κομμάτων στη Μόσχα, αλλά αρνείται να υποστηρίξει το τελικό ψήφισμα, διαφωνώντας
ανοιχτά με τη γραμμή της Μόσχας. Αρνείται επίσης να παίξει τον πειθήνιο
υποστηρικτή του μπολσεβίκικου κόμματος στη διαμάχη που είχε ξεσπάσει εκείνη την
εποχή με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας και τον Μάο τσε Τουνγκ.
Το 1972 ο
Λόνγκο περιορίζεται στον τιμητικό τίτλο του προέδρου του ΙΚΚ.
Νέος ηγέτης
και γενικός γραμματέας εκλέγεται ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Τα επόμενα χρόνια
είναι χρόνια κοσμογονικών αλλαγών για το ΙΚΚ και το διεθνές κίνημα.
Οι επιλογές
και οι στρατηγική του νέου γραμματέα δείχνουν να επικροτούνται από τον ιταλικό
λαό, καθιστώντας το ΙΚΚ το ισχυρότερο και μεγαλύτερο κομμουνιστικό κόμμα της
δυτικής Ευρώπης, που στις εκλογές του 1972 αποσπά το 27,2% των ψήφων και στις
εκλογές του 1976 το 34,4%. Παράλληλα, το ΙΚΚ σαρώνει στις δημοτικές εκλογές,
φτάνοντας να ελέγχει πάνω από τους μισούς δήμους της χώρας και επιδεικνύοντας
αξιοσημείωτες διοικητικές αρετές.
Το όνομα του
Ενρίκο Μπερλινγκουέρ, όμως, θα μείνει στην ιστορία για την στρατηγική που
άσκησε κατά την εποχή της παντοδυναμίας του το ΙΚΚ.
Ο «Ιστορικός
Συμβιβασμός», όπως συμπυκνώθηκε η πολιτική ιδέα του Μπερλινγκουέρ, όριζε τη
συμμαχία των κομμουνιστικών δυνάμεων ακόμα και με τη δεξιά, προς επίτευξη και
εμπέδωση του κοινοβουλευτισμού, της κοινωνικής ειρήνης και της νομιμότητας. Ο
Μπερλινγκουέρ πίστευε ακράδαντα ότι αυτή η στρατηγική θα αποτίνασσε οριστικά τη
σοβιετική δεσποτεία στο εσωτερικό του ΙΚΚ, και ότι σύντομα το κόμμα θα
κατακτούσε την εξουσία. Σκοπός του ήταν να εμβαθύνει τον «ιταλικό δρόμο προς
τον σοσιαλισμό», θέση με την οποία ταυτίστηκε νωρίτερα ο Τολιάτι.
Η σύλληψη
της ιδέας του «Ιστορικού Συμβιβασμού» ανήκε στον Τολιάτι παρά στον
Μπερλινγκουέρ.
Ο πρώτος
είχε ήδη από το 1944 επιβάλλει τον αφοπλισμό των ενόπλων τμημάτων του ΙΚΚ που
συνέχιζαν να συμμετέχουν στην αντίσταση, είχε βοηθήσει –άλλοτε με έμμεση αλλά
και άλλοτε με άμεση στήριξη- όλες τις μεταφασιστικές κυβερνήσεις (είχε
διατελέσει μάλιστα και για μικρό χρονικό διάστημα Υπουργός Δικαιοσύνης) και
είχε προτάξει την ανάγκη της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας μέσω σκληρών
μέτρων για την εμπέδωση της νομιμότητας που μετά την εποχή Μουσολίνι. Σήμερα πια
γνωρίζουμε ότι αυτή η πολιτική γραμμή υπαγορεύθηκε από τον ίδιο τον Στάλιν στον
Τολιάτι. Κατά τον ίδιο τον Στάλιν, δεν ήταν ώριμες οι συνθήκες για την ανατροπή
του καπιταλισμού στην Ιταλία.
Ο
Μπερλινγκουέρ ενστερνίστηκε απόλυτα αυτή την πολιτική και τη σχηματοποίησε.
Πίστευε ότι
ο καπιταλισμός φτάνει προς το τέλος του και έτσι ο σοσιαλισμός θα ήταν η μόνη
εναλλακτική που θα διάλεγαν οι μάζες. Ήθελε λοιπόν μια διαφορετική εκδοχή
σοσιαλισμού με βάση τις ιταλικές ανάγκες και την ιταλική κουλτούρα, αντί να
εισαγάγει στη χώρα το στείρο, κατά τον ίδιο, σοβιετικό πρότυπο. Άρχισε να
υιοθετεί θέσεις πρωτάκουστες για ένα κομμουνιστικό κόμμα. Τάχθηκε ανοιχτά υπέρ
της λιτότητας για την καταπολέμηση της ύφεσης, αποδοκίμασε τη προοπτική νέων
εθνικοποιήσεων και δεν ζητούσε την –άμεση- αποχώρηση από το NATO για την
αποφυγή γειτνίασης με το «σκληροπυρηνικό σοβιετικό στρατόπεδο». Επιπλέον η
στάση του κόμματος για την τότε ΕΟΚ ήταν επίσης «αιρετική». Ζητούσε τη συνέχιση
αυτού του εγχειρήματος διεκδικώντας δημοκρατικές αλλαγές στο οικοδόμημα της
Ενωμένης Ευρωπαϊκής Αγοράς (όπως για παράδειγμα την ανάδειξη των ευρωβουλευτών
με καθολική ψηφοφορία).
Το 1976,
ενώπιον 5.000 αντιπροσώπων κομμουνιστικών κομμάτων που βρίσκονταν στη διάσκεψη
της Μόσχας, το ΙΚΚ επιβεβαιώνει την αυτόνομη πορεία του, υποστηρίζοντας τη
δημιουργία ενός πλουραλιστικού μοντέλου.Αν και η αντίδραση της Μόσχας ήταν πολύ
σκληρή και σφοδρή απέναντι στον Μπερλινγκουέρ, ο τελευταίος κατάφερε να βρει
τους συμμάχους του ανάμεσα στο Γαλλικό, το Αγγλικό, το Σουηδικό, το Ιαπωνικό
και το Ισπανικό Κομμουνιστικό κόμμα. Έτσι γεννήθηκε το ιδεολογικό ρεύμα του
Ευρωκομμουνισμού, που σάρωσε την δυτική Ευρώπη και άλλαξε για πάντα τη
φυσιογνωμία των Κομμουνιστικών κομμάτων που τον υιοθέτησαν.
Φυσικά το
πείραμα του Ευρωκομμουνισμού, όπως εφαρμόστηκε από τον Μπερλινγκουέρ (αλλά και
σ’ άλλες χώρες) απέτυχε.
Μπορεί το
δόγμα του «Ιστορικού συμβιβασμού» να έχαιρε υποστήριξης ακόμα και μέσα στους
κόλπους της ιταλικής Δεξιάς, ωστόσο δεν έφερε το ΙΚΚ στην εξουσία. Οι λόγοι
ήταν κυρίως δύο. Από τη μία η απαγωγή και η εκτέλεση του πρώην πρωθυπουργού και
οπαδού του «Ιστορικού Συμβιβασμού» Άλντο Μόρο –κορυφαίου στελέχους των
Χριστιανοδημοκρατών– από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, και από την άλλη μεριά η φθορά
που υπέστη από την έμμεση υποστήριξη της κυβέρνησης των δεξιών
χριστιανοδημοκρατών, υπό τον Τζούλιο Αντρεότι. Όταν ο Μπερλινγκουέρ αντιλήφθηκε
το τέχνασμα του Αντρεότι ήταν πολύ αργά. Το ΙΚΚ είχε υποστεί όλη τη φθορά ενός
κυβερνώντος κόμματος, χωρίς να ασκήσει ποτέ την εξουσία.
Σ’ αυτό το
σημείο πρέπει να σταθούμε λίγο παραπάνω στα φαινόμενα της τρομοκρατίας στην
Ιταλία.
Οι πρώτες
τρομοκρατικές ομάδες γεννήθηκαν από την ακροδεξιά και έφτασαν στο απόγειο της
δύναμής τους την εποχή του Μουσολίνι. Μετά το τέλος του Β’ΠΠ ο φασισμός δεν
ξεριζώθηκε. Το 1969, περίοδο αιχμής των κοινωνικών αγώνων στην Ιταλία, η
ακροδεξιά οργάνωση «Νέα Τάξη» εφάρμοσε για πρώτη φορά την λεγόμενη «στρατηγική
της έντασης», που είχε ως στόχο να πλήξει την αριστερά και να σπείρει κλίμα
πανικού.
Εκείνη δε
την εποχή, η προοπτική ενός πραξικοπήματος ήταν ιδιαίτερα εμφανής.
Μέχρι και
εφημερίδες καλούσαν ανοιχτά έναν «ισχυρό άντρα» να αναλάβει τα ηνία της χώρας.
Τόσο τεταμένο ήταν το κλίμα, που το ΙΚΚ είχε θέσει σε επιφυλακή τα μέλη του
τρεις φορές μεταξύ του 1969 και του 1974. Το ζήτημα της παρανομίας απασχολούσε
για άλλη μια φορά το κόμμα. Τα νεοφασιστικά κόμματα –που έφταναν εκείνη την
περίοδο το 7%- μιλούσαν ανοιχτά για εμφύλιο πόλεμο. Γνωστοί συνδικαλιστές,
καλλιτέχνες και πολιτικοί δέχονταν απροκάλυπτες δημόσιες επιθέσεις και η
αστυνομία αδρανούσε. Ακόμα και ο ίδιος ο Μπερλινγκουέρ κόντεψε να χάσει τη ζωή
του από μια τέτοια επίθεση.
Μέσα σ’ αυτό
το κλίμα, η επαναστατική τάση του ΙΚΚ –που είχε ολοκληρωτικά περιθωριοποιηθεί
κατά την εποχή της αποσταλινοποίησης, και είχε ακολουθήσει ποικίλες διαδρομές–
αποφασίζει την έξοδο στην ένοπλη δράση. Βλέπει ότι η κλασική μαρξιστική θέση
για το Κόμμα-Πρωτοπορία μπορεί πολύ εύκολα να εκφυλιστεί:Ένα επαναστατικό κόμμα
στο οποίο έδρασαν άνθρωποι σαν τον Γκράμσι, είχε πια γίνει ένα τυπικό
μεταρρυθμιστικό και αστικό κόμμα. Η φασιστική Δεξιά, από την άλλη, επικαλείται
τις καταβολές των ιδρυτών των ένοπλων οργανώσεων και μιλά για την «κόκκινη
αρκούδα» που θέλει να κατασπαράξει τα πάντα. Το πλήγμα για το μετριοπαθές ΙΚΚ
είναι σαρωτικό. Όταν ο Μόρο δολοφονείται από τις Ερυθρές Ταξιαρχίες, το όραμα
του «Ιστορικού Συμβιβασμού» θάβεται μαζί με τον πρώην πρωθυπουργό.
Τα χρόνια
που περνούν είναι μια συνεχής δοκιμασία για την αντοχή του ΙΚΚ.
Οι σχέσεις
με τη Μόσχα παύουν οριστικά μετά τη σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν και την
επιβολή στρατιωτικού καθεστώτος στη Πολωνία. Τα δύο αυτά γεγονότα κάνουν τον
Μπερλινγκουέρ να ομολογήσει ότι νιώθει πιο ασφαλής «κάτω από την ομπρέλα του
ΝΑΤΟ». Επιπλέον, οι εκλογές του 1979 επιφυλάσσουν μια στρατηγική ήττα για το
ΙΚΚ. Χάνει πάνω από ενάμιση εκατομμύριο ψήφους και οι φωνές που ζητούν αλλαγή
πλεύσης και επιστροφή στις παραδοσιακές μαρξιστικές –λενινιστικές θέσεις όλο
και πληθαίνουν. Πολλά στελέχη του ΙΚΚ αποχωρούν δυσαρεστημένοι από τις επιλογές
της ηγετικής ομάδας όλα αυτά τα χρόνια.
Το ΙΚΚ
φαντάζει πια ένα τυπικό αστικό κόμμα και όχι ένα κόμμα που εκφράζει τις πλατιές
λαϊκές μάζες. Ο ηγέτης του βέβαια παραμένει εξαιρετικά αγαπητός στον λαό.
Είναι ένας
πολιτικός που εμβαθύνει στις κοινωνικές ανάγκες και προτείνει λύσεις. Το 1982
μιλά για την ανάγκη της «δημοκρατικής εναλλαγής». Είναι μία επιχείρηση
αριστερής στροφής του ΙΚΚ στη προσπάθεια του να ξανακερδίσει την εμπιστοσύνη
των παραδοσιακών ψηφοφόρων του κόμματος. Πολλοί είναι εκείνοι όμως που μιλούν
αρνητικά για το νέο δόγμα του Μπερλινγκουέρ, υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για
έναν «καμουφλαρισμένο» ιστορικό συμβιβασμό.
Ο
Μπερλινγκουέρ αντιπαλεύει τη κυβέρνηση Κράξι και τα αντιλαϊκά της μέτρα,
γεγονός που αποκαθιστά την αίγλη του ΙΚΚ στις λαϊκές και εργατικές μάζες. Όμως
το ξαφνικό εγκεφαλικό επεισόδιο του Μπερλινγκουέρ στις 7 Ιουνίου του 1984, κατά
τη διάρκεια ομιλίας στην Πάντοβα, ανακόπτει κάθε θετική εξέλιξη για το κόμμα.
Στις 11 του ίδιου μήνα, ο ιστορικός ηγέτης του ΙΚΚ πεθαίνει. Μαζί του πεθαίνει
και το ΙΚΚ. Ποτέ ξανά δεν θα αποκτήσει την εκλογική επιρροή που κατάφερε να
κατακτήσει τα προηγούμενα χρόνια. Η πτώση του ήταν ραγδαία και απότομη, όπως
ραγδαία και απότομη ήταν η ακμή του. Το 1991, υπό το βάρος των ιστορικών
εξελίξεων, το ΙΚΚ διαλύεται και δημιουργείται το Δημοκρατικό Κόμμα της
Αριστεράς. Πρόκειται για κόμμα χωρίς καμία σχέση με τον πολιτικό του πρόγονο.
Ο Ενρίκο
Μπερλινγκουέρ υπήρξε μία φυσιογνωμία που χάραξε τη πολιτική ζωή της Ιταλίας
αλλά και το διεθνές κίνημα.
Αποφασιστικά
αντίθετος στον «σοβιετικό ολοκληρωτισμό», κατάφερε την πλήρη αυτονόμηση του ΙΚΚ
από την κηδεμονία της Μόσχας. Ίδρυσε μαζί με άλλα κομμουνιστικά κόμματα το
ρεύμα του Ευρωκομμουνισμού, και την ίδια στιγμή, ήταν αυτός που ταύτισε το ΙΚΚ
με τον ιστορικό συμβιβασμό. Μέσα από την επιλογή αυτή γιγάντωσε την εκλογική
του επιρροή και κατέστησε το ΙΚΚ έναν κυρίαρχο πόλο. Σεβάστηκε απόλυτα την
εσωκομματική αντιπολίτευση και τις επιλογές των οργάνων του κόμματος,
αποδεικνύοντας ότι τα κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να είναι μονολιθικοί
οργανισμοί.
Δεν υπάρχει
αμφιβολία ότι η μετατόπιση του ΙΚΚ στην εποχή του Μπερλινγκουέρ ήταν εξαιρετικά
συντηρητική, γεγονός που κόστισε και στο ίδιο το κόμμα. Ωστόσο, η ιδεολογική
διαπάλη που πυροδότησε το μεγάλο «πείραμα» του Μπερλινγκουέρ κρατά ακόμα και
σήμερα, δίνοντας στην Αριστερά χρήσιμα συμπεράσματα για τη στρατηγική της.
rednotebook
Το άρθρο
αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Lo Straniero».
Τον
Ιανουάριο του 1977, ο Ενρίκο Μπερλινγκουέρ έβαλε στην ημερήσια διάταξη της
ιταλικής πολιτικής συζήτησης την ιδέα της λιτότητας.
Το έκανε με
δύο περίφημες ομιλίες του, που έγιναν με χρονική απόσταση λίγων ημερών, στη
Ρώμη και στο Μιλάνο. Πρόκειται για δύο ομιλίες μεγάλης σημασίας, που τότε
δέχτηκαν περισσότερες επικρίσεις παρά επιδοκιμασίες. Αξίζει όμως να τις
ξαναδιαβάσουμε και να τις αναλύσουμε, επειδή περισσότερο από τη σύλληψη του
ευρωκομμουνισμού και από τη ρήξη με τη Σοβιετική Ενωση (η οποία άλλωστε έγινε
με μεγάλη καθυστέρηση) ή την κριτική στην κομματοκρατική διαφθορά, η πρόταση
της λιτότητας ως μοναδικής διεξόδου φανέρωνε μια πιο διαυγή αντίληψη της
μελλοντικής κρίσης, που ήταν κρίση του συστήματος, κρίση ολόκληρης της ιταλικής
κοινωνίας και όχι μόνον του κομματικού συστήματος.
Τι έλεγε ο
Μπερλινγκουέρ;
Με το τωρινό
μοντέλο ανάπτυξης, που έχει μπει σε μια φάση ύφεσης και βαδίζει προς την
κατάρρευση (σήμερα αυτό γίνεται πλήρως αντιληπτό, τότε μόλις που μπορούσε να το
διανοηθεί κανείς), τα κόστη της παρακμής, της αποσύνθεσης, της ανεργίας θα τα
πληρώσουν αναπόφευκτα οι πιο αδύναμοι τομείς της κοινωνίας.
Η μοναδική
λύση επομένως ήταν να επιδιώξουμε μια ριζική αλλαγή ολόκληρου του συστήματος
στον δρόμο της λιτότητας. «Για μας η λιτότητα –έλεγε ο Μπερλινγκουέρ– είναι το
μέσο για να αντιταχθούμε ριζικά και να θέσουμε τις βάσεις της υπέρβασης ενός
συστήματος το οποίο έχει μπει σε μια βαθιά δομική, και όχι συγκυριακή, κρίση,
εκείνου του συστήματος του οποίου τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είναι η σπατάλη
και η διασπάθιση, η έξαρση της ιδιοτέλειας και του πιο ξέφρενου ατομικισμού,
του πιο παράλογου καταναλωτισμού».
Ελεγε
επίσης:
«Ετσι
νοούμενη η λιτότητα γίνεται όπλο σύγχρονης πάλης», σε μια κοινωνία η οποία
διαφορετικά προορίζεται να μείνει καθυστερημένη, υπανάπτυκτη και με όλο και
μεγαλύτερες ανισορροπίες. Το ενδιαφέρον για τα λόγια του Μπερλινγκουέρ δεν
πηγάζει μόνον από το γεγονός ότι διατυπώθηκαν στις αρχές του 1977 (επομένως
πολύ πριν γεννηθεί στην Ιταλία το οικολογικό κίνημα και αρχίσει να γίνεται
λόγος για κριτική των μοντέλων ανάπτυξης), αλλά κυρίως επειδή εκείνος που τα
διατύπωσε ήταν ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος σε μια ταραχώδη
φάση της ιταλικής ιστορίας.
Το θέμα των
θυσιών (της αναγκαιότητας των θυσιών για την αντιμετώπιση της οικονομικής
κρίσης), στις οποίες εναντιωνόταν έντονα η νέα Αριστερά, είχε γίνει αντικείμενο
συζήτησης στις γραμμές του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Μιλούσαν γι’
αυτό ο Ναπολιτάνο και ο Αμέντολα καθώς και ο γραμματέας του συνδικάτου Cgil
Λάμα. Επιλέγοντας τη λέξη «λιτότητα» αντί για «θυσίες», ο Μπερλινγκουέρ δεν
ήθελε μόνο να αποφύγει την ταύτιση μαζί τους, αλλά και να υποστηρίξει κάτι πολύ
συγκεκριμένο.
Συνοψίζοντάς
τον και υπεραπλουστεύοντάς τον, ο λόγος του ήταν αυτός: εδώ το ζητούμενο δεν
είναι να παραμείνουμε σε μιαν αμυντική θέση και να υποχρεώσουμε τους
εργαζομένους και τις λιγότερο εύπορες τάξεις να μετάσχουν στην κατανομή του
κόστους της κρίσης σήμερα, για να δοθεί νέα ώθηση στο ίδιο μοντέλο ανάπτυξης
και στην ίδια κοινωνικοοικονομική διάταξη αύριο.
Το ζητούμενο
είναι, αντίθετα, να επιδιώξουμε τη ριζική αλλαγή του ίδιου του μοντέλου
καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ιταλικής του εκδοχής.
Και τότε,
όπως και σήμερα, πολλοί θεωρούσαν ότι η μοναδική συνταγή για την αντιμετώπιση
της οικονομικής κρίσης –χωρίς να αλλάξει ούτε ένα κόμμα στις πελώριες διαφορές
μεταξύ πλούσιων και φτωχών, τη διάδοση της ανασφάλειας, τη δίνη του πληθωρισμού
και του δημόσιου χρέους, το δίκτυο των φέουδων στο οποίο ήταν και είναι
διαιρεμένη η οικονομία- ήταν να αναζωογονηθεί η κατανάλωση και να δοθεί ώθηση
σε εκείνους τους πολιτιστικούς μοχλούς, κυρίως στον ατομικισμό α λα ιταλικά,
που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν την ανάκαμψη.
Κατά τον
Μπερλινγκουέρ, έτσι θα οδηγούμασταν στην καταστροφή και γι’ αυτό χρειαζόταν να
βγούμε από τη δίνη και να μιλήσουμε για νέες βάσεις.
Σήμερα η
ανισορροπία είναι ακόμη μεγαλύτερη, αλλά μεγαλύτερο είναι και το κενό στο οποίο
θα έπεφταν συλλογισμοί τέτοιου είδους. Ακόμη και τότε όμως αυτές οι ομιλίες του
Μπερλινγκουέρ δεν βρήκαν ανταπόκριση. Αντίθετα μάλιστα, θα μπορούσαμε να πούμε
ότι η μοναξιά του Μπερλινγκουέρ (που θα γίνει πολύ πιο φανερή μετά την απαγωγή
και τη δολοφονία του Μόρο και τον θρίαμβο του κραξισμού) άρχισε ακριβώς τότε,
λίγους μήνες –παράδοξα– μετά την πιο μεγάλη εκλογική επιτυχία που είχε
κατορθώσει ποτέ κομμουνιστικό κόμμα σε δυτική χώρα.
Στην
Αριστερά ο Μπερλινγκουέρ πολεμήθηκε από δύο μέτωπα.
Από τη μια
μεριά, από τη νέα Αριστερά (ιδίως εκείνη που βγήκε από το κίνημα του Μάη του
1968 και ανακάλυπτε ξανά την υποκειμενικότητα και τη θεωρία των αναγκών), η
οποία έβλεπε στη λιτότητα ένα συνώνυμο ενδοτικότητας απέναντι στη
Χριστιανοδημοκρατία, την άλλη όψη του νομίσματος του ιστορικού συμβιβασμού.
Από την άλλη
μεριά, από τους σοσιαλιστές, οι οποίοι άρχιζαν να υποστηρίζουν και να
εφαρμόζουν την απελευθέρωση του ατομικού ηδονισμού. […] Η λέξη που αναφερόταν
περισσότερο στις δύο ομιλίες του Μπερλινγκουέρ, περισσότερο ακόμη και από τη
«λιτότητα», είναι η λέξη «σπατάλη». Η σπατάλη είναι ο καρκίνος και η καταδίκη
του δικού μας μοντέλου παραγωγής και ανάπτυξης. Σπατάλη των πόρων, σπατάλη της
ενέργειας, σπατάλη του πλούτου… κι έπειτα σπατάλη της κατανάλωσης, σπατάλη των
απορριμμάτων, σπατάλη ζωής.
Η κατανάλωση
που παράγει σπατάλη είναι ο καλύτερος σύμμαχος της αδικίας. Δεν πρόκειται όμως
μόνον γι’ αυτό. Ο Μπερλινγκουέρ αντιλαμβανόταν –και ήταν μεταξύ των πρώτων που
το αντιλήφθηκαν– ότι το ευρωπαϊκό και το αμερικανικό μοντέλο ανάπτυξης δεν
μπορούσαν να επεκταθούν σε ολόκληρο τον πλανήτη, παρά μόνο με τίμημα την
καταστροφή του μέσα σε λίγες δεκαετίες.
Και καθώς με
την πτώση της αποικιοκρατίας η ένταξη των χωρών του Νότου του κόσμου στην
παγκόσμια οικογένεια ήταν ήδη ασυγκράτητη, η αντιμετώπιση του θέματος της
παγκόσμιας δικαιοσύνης (και της δίκαιης κατανομής των πόρων) ήταν αναπόφευκτη.
Διαφορετικά
(δεν το έλεγε με τόση σαφήνεια, αλλά σίγουρα το σκεφτόταν), το να υπερασπίζουμε
την κατανάλωση της ιταλικής μεσαίας τάξης μέσα σε αυτό το παγκόσμιο πλαίσιο θα
σήμαινε να νομιμοποιούμε την απάνθρωπη εξαθλίωση των εργατών της Σανγκάης, της
Βομβάης ή της Κινσάσα.
Οπως θα
έλεγε πολλά χρόνια αργότερα ο Βόλφγκανγκ Ζαξ, παραφράζοντας τον Μαρξ, υπάρχει
σίγουρα ένα επίπεδο ανάπτυξης κάτω από το οποίο δεν μπορεί να υπάρξει
δικαιοσύνη.
Υπάρχει όμως
και ένα επίπεδο ανάπτυξης πάνω από το οποίο επίσης δεν μπορεί να υπάρξει
δικαιοσύνη. Ο Μπερλινγκουέρ τα προαισθανόταν όλα αυτά, χωρίς να βρίσκει
συντρόφους που να συμμερίζονται ώς το βάθος τη σκέψη του. […]
(επιμέλεια: Θανάσης Γιαλκέτσης)
Efsyn.gr
ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΔΩ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου