Τετάρτη 27 Σεπτεμβρίου 2017

Χειρωνακτική και πνευματική δραστηριότητα

Του Ιταλού φιλόσοφου Μπενεντέτο Κρότσε


Χειρωνακτική και πνευματική δραστηριότητα

«Δεν φαίνονται ασήμαντες για εκείνον που με κριτική διάθεση παρατηρεί τις σύγχρονες τάσεις της κοινωνίας, η απαξίωση, αδιαφορία, περιφρόνηση και μαζί με αυτά η μειούμενη αυτονομία και κύρος (θρησκευτικό, διανοητικό, καλλιτεχνικό), των έργων που ονομάζουμε πνευματικά, σε σχέση με εκείνα που ονομάζουμε χειρωνακτικά και της θετικής επιστήμης-τεχνικής που συνεπάγονται»

5/9/17 

Μετάφραση στα ελληνικά: 
Δημήτρης Δακρότσης, 
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών

Δεν φαίνονται ασήμαντες για εκείνον που με κριτική διάθεση παρατηρεί τις σύγχρονες τάσεις της κοινωνίας, η απαξίωση, αδιαφορία, περιφρόνηση και μαζί με αυτά η μειούμενη αυτονομία και κύρος (θρησκευτικό, διανοητικό, καλλιτεχνικό), των έργων που ονομάζουμε πνευματικά, σε σχέση με εκείνα που ονομάζουμε χειρωνακτικά και της θετικής επιστήμης-τεχνικής που συνεπάγονται. Το ότι οι δύο κατηγορίες αποτελούν ενότητα ή συμπλέγματα ενοτήτων του πνεύματος είναι δεδομένο: αλλά η ενότητα, ούσα ζωντανή,  διαλεκτική και περιέχουσα τη στιγμή της αντίθεσης και της δυσαρμονίας τονίζεται ιστορικά, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε, περισσότερο, όπως συμβαίνει σήμερα.

Η αντίθεση και η δυσαρμονία εκδηλώθηκαν ως θεμελιώδεις διακρίσεις μεταξύ της εργασίας που σχετίζεται με τη διατήρηση και ανάπτυξη της φυσικής, οικονομικής ή υλιστικής όπως λέγεται, ζωής και της εργασίας που αντανακλά την υπεροχή της ζωής που θεωρείται πνευματικήμεταξύ των τεχνών που η αρχαιότητα χαρακτήρισε «βάναυσες» και των ανώτερων, που θαυμάστηκαν και θεωρήθηκαν άξιες να μονοπωλούν τον χαρακτηρισμό «καλές» ως συνώνυμο του καλλιτεχνικά ωραίου. Και επειδή οι αντιθέσεις και η διαλεκτική των κατηγοριών του πραγματικού καθοδηγούν τη διαφορετικότητα τάσεων και συμπεριφορών, η παιδεία και ό,τι  ονομάζεται προσωπικότητα, που είναι επίσης παιδεία, προαγωγή, ιστορική κατάρτιση και προσανατολίζει τις προτιμήσεις υπέρ της μίας ή της άλλης μορφής έργου, χειρωνακτικού και πνευματικού, στρέφει την πλειοψηφία των προτιμήσεων υπέρ της πρώτης, συγκριτικά με τη μειοψηφία που επιλέγει τη δεύτερη.

Μειοψηφία άλλης νοοτροπίας, πλην ωστόσο αναμφισβήτητα αναγνωρισμένη ως αδιαχώριστη, απαραίτητη και  ενότητα του πνεύματος θετικά προδιατεθειμένη με εκείνη της πλειοψηφίας, όχι ανταγωνιστική, αντίπαλη, που την εκβιάζει και εκμεταλλεύεται για πνευματική αδυναμία ή ανεπάρκεια ρητορικής δεινότητας, όπως κάποτε ανεπιτυχώς δηλώθηκε ή πιστεύτηκε. Καταπιέσεις επωφελείς, παραγωγικές, εναρμονισμένες με τηνεκάστοτε ιστορική συγκυρία, εννοημένες όχι αρνητικά, αλλά σύμφωνα με τη χαρακτηριστική πνευματική συγκυρία του τόπου και της στιγμής, οι οποίες θα θεωρούνταν τυραννικές, αβάσταχτες, εχθρικές, αποκρουστικές και ηθικά επιλήψιμες, σε διαφορετικούς τόπους και στιγμές. Ιδού η «μεγάλη τραγωδία της εργασίας», για την οποία, ο AntonioLabriola εύγλωττα, μου παρουσίασε ένα είδος ιστορικού έπους που επιθυμούσε να συνθέσει, στο οποίο θα ανυψώνονταν οι διαφορετικές πλην ωστόσο παρόμοιες στην μοίρα και τον πόνο, φιγούρες γενεών εργατών από την Αρχαία Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα, έως τη σύγχρονη Αγγλία και Γερμανία: τραγωδία με την έννοια ότι η ανθρώπινη ιστορία είναι πάντα τραγωδία. Αλλά το περιβάλλον της ιστορίας των εργατών που διαμορφώνεται μέσα από τρία στάδια, τα οποία είναι χρήσιμο να χωρίσουμε σε δουλεία, δουλοπαροικία και μισθωτή εργασία, δεν ήταν έργο της πνευματικής μειοψηφίας, αλλά μάλλον μίας άλλης μειοψηφίας, που προέκυψε στο εσωτερικό της πλειοψηφίας των ίδιων των χειρώνακτων, με τις ίδιες συμπεριφορές, ομοιογένεια αντιλήψεων, πεποιθήσεων και μεθόδων, ανεξάρτητα από τις διαφορετικές κατευθύνσεις τους.

Η σύνθεση αυτής της διαφορετικής μειοψηφίας προέκυψε ιεραρχικά ως συνέχεια όσων ονομάστηκαν και τιμήθηκαν ως ήρωες, πατριώτες και πατέρες, αριστοκράτες και βαρόνοι φεουδάρχες, οι οποίοι εδραίωσαν και έως και σήμερα εδραιώνουν και κυβερνούν δημοκρατίες ή κράτη: είναι οι δίπλα ή κάτω από αυτούς κρατούντες τη βιομηχανία και το εμπόριο, οι επιχειρηματίες με μία λέξη, οι οποίοι οφείλουν να ελέγχουν την κοινωνική  πρόοδο, κατευθύνοντας τα πλουτοπαραγωγικά μέσα, και που ενίοτε ταυτίζονται με την αριστοκρατία ή τη μοντέρνα φεουδαρχία ως συνέχεια της Αρχαιότητας.

Παρόλο που αυτή η μειοψηφία δεν εξυπηρετούσε ένα έργο αρνητικό και αντίθετο προς το πνεύμα των όρων,  στους χρόνους του Rousseau και των διαφωτιστών θα τοποθετούνταν ανενδοίαστα πλάι στους μυθικούς προπάτορες, που τρώγοντας τον απαγορευμένο καρπό, έχασαν τον επίγειο παράδεισο και εδραίωσαν επάνω στη γη τη λουσμένη στον  ιδρώτα, εργασία. Ωστόσο, ακόμη και η μειοψηφία για την οποία μιλάμε, εκπλήρωσε και εκπληρώνει ένα έργο απαραίτητο και θετικό και δεν θα μπορούσε να φέρει σε πέρας αυτό το αποτέλεσμα, μη υποτάσσοντας, υποχρεώνοντας, εξωθώντας και πειθαρχώντας την πλειοψηφία στην εργασία προκειμένου να της  επιβληθεί, με ό, τι δυσκολία και κίνδυνο συνεπάγετο η σύνδεση αυτής της επιβολής (τα μέλη της ήταν κοινοί θνητοί με αδυναμίες και όχι άγιοι ή ασκητές) με την ηδονή της πλούσιας και άνετης ζωής, που τα μέλη της απολάμβαναν σε εκείνες τις δεδομένες συνθήκες, ως αντάλλαγμα για το σθένος, το κουράγιο και τις υπηρεσίες τους στην κοινωνία, οφέλη τα οποία αποσύρονταν μόνον εφόσον οι υπηρεσίες αυτέςέπαυαν να εξυπηρετούν τις απαιτήσεις εκείνων που τους κατέστησαν κυρίαρχους. Κάθε άλλος τρόπος ερμηνείας της συγκεκριμένης πραγματικότητας είναι απότοκο φαντασίας και όχι λογικής και τέτοιο είναι (όπως σήμερα έχει αναγνωριστεί) το ψευδές οικονομικό δόγμα του Μάρξ, το οποίο θεωρεί το κέρδος ως απλήρωτη εργασία, ερμηνεία καθόλα συμβολική του κοινωνικού συσχετισμού μιας εποχής, η οποία έχει αποδειχθεί ξεπερασμένη και πρέπει να αλλαχθεί ή να ανασκευαστεί.

Από αυτή την ιστορική κίνηση προκύπτει η ανάγκη ανάλυσης του νοήματος της φράσης «χειραφέτηση των εργατών», που επίσης χρήζει σαφούς ερμηνείας. Γιατί, την αληθινή και ορθά εννοημένη χειραφέτηση, ο άνθρωπος δεν αποκτά εάν δεν την επιθυμήσει ο ίδιος για τον εαυτό του, εάν δεν την διεκδικήσει ως ηθικό αίτημα της αδάμαστης εσωτερικής ελευθερίας του, σύμφωνα με τη χριστιανική εκδοχή, η οποία έχει σαφώς μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα σε αυτό το επίπεδο από εκείνη των διδασκαλιών της Αρχαίας φιλοσοφίας. Ο Χριστιανισμός αναγνωρίζει την χειραφέτηση ως κατάσταση άρρηκτα συνδεδεμένη με την ανθρώπινη φύση, καθόλα προερχόμενη από το αίμα του Χριστού και σε αντίθεση προς τον συναλλακτικό-οικονομικό προσανατολισμό της Αρχαιότητας, ο οποίος στόχευε στην αργή φθορά και αποσύνθεσή της. Η χριστιανική διδασκαλία  κατήργησε τη δουλεία και ήρε την απαξίωση με την οποία Έλληνες και Ρωμαίοι συνέδεαν την ιδέα αλλά και τα αποτελέσματα της χειρωνακτικής εργασίας. Από την άλλη, η χειραφέτηση των εμποδίων που τίθενται στις πράξεις μας είναι μόνο σχετική, ιδιάζουσα, ανεφάρμοστη, αντίθετη στη ζωή, γιατί οι πράξεις και η ενεργητικότητά μας έχει δικά της ελατήρια και δικό της υλικό εμποδίων: αν το δούμε καλύτερα, όσοι διαμέσου αυτής της απόλυτης κατάργησης των εμποδίων εφαρμόζουν το δικό τους φανατικό πρόγραμμα είναι αναρχικοί ή εγωπαθείς. Γι’ αυτό, η λεγόμενη χειραφέτηση των εργατών (θα έπρεπε να αναφέρεται στους ανθρώπους γενικότερα), έχει αξία και νόημα μόνο μέσα στην ιδιαιτερότητα της ιστορίας, σύμφωνα με τους τόπους και τις στιγμές είναι δε το τρίτο από τα προαναφερθέντα στάδια διαδρομής εκείνο που αποκτά κύρος ιστορικής προόδου εφόσον σε αυτό της μισθωτής εργασίας, οι χειρώνακτες διοικούνται χωρίς διακρίσεις σε καθεστώτα δικαιοσύνης και ελευθερίας, συμμετέχουν στα κοινά μαζί με όλους, αυτοκαθορίζονται και επιλέγουν τις τύχες τους.

Δεν αντέχει σε αντίλογο και ως εκ τούτου είναι ψευδής και μαζί αδιάφορη η διαφορετική κρίση, σύμφωνα με τη οποία οι σκλάβοι της Αρχαιότητας απολάμβαναν καλύτερης ποιότητας ζωή από τους σημερινούς μισθωτούς ή λαϊκούς ανθρώπους, επειδή οι άρχοντες τους παρείχαν προστασία και εξασφάλιση από την αγωνία της  αβεβαιότητας του σήμερα και του αύριο, προβλέποντας τη διατροφή, την ένδυση και τηστέγασή τους, δηλαδή ό,τι αρμόζει ως μεταχείριση σε πράγματα ή κατοικίδια. Τίθεται ωστόσο το ερώτημα, η χειραφέτηση, η κατάσταση προοδευτικής ελευθερίας από ενοχλητικά εμπόδια της ηθικής εξύψωσης των εργατών, πού βρήκε τα συναισθήματα, τον τρόπο σκέψης, τα λόγια, αν όχι στην άλλη μειοψηφία που δεν ανατράφηκε στο εσωτερικό της; Της μειοψηφίας η οποία έχει το ηγετικό πρωτείο των εργατών του πνεύματος, δηλαδή των ανθρώπων της θρησκείας, της φιλοσοφίας, της ποίησης; Των ανθρώπων της θρησκείας που εξέφρασαν μεγάλα λόγια προκαλώντας τους ισχυρούς και τις συνειδήσεις τους; Των φιλοσόφων, που επικαλούμενοι την κοινή λογική είναι από τη φύση τους δημοκρατικοί και «ab optimatibus non iniuriasibiexistimatipericulosi»; Των ποιητών, που μέσα στην αγάπη και τον πόνο, την αλήθεια και το λάθος, τον θαυμασμό και τη λύπη αγκάλιασαν όλο τον κόσμο, τους πιο υπερόπτες και τους πιο ταπεινούς, όπου ο πιο άξιος για συμπόνια αποκαλύφθηκε ακόμη και μέσα από τον βίαιο Αχιλλέα, τον κακοποιό Macbeth αλλά και μέσα από την γενναιόδωρη καρδιά του παράφρονα Δον Κιχώτη; Τούτο έκαναν και κάνουν, όχι για να εξαναγκάσουν, εξαπατήσουν και παραπλανήσουν, αλλά κινούμενοι από ελατήρια δικαιοσύνης, αλήθειας ομορφιάς και λειτουργώντας έξω από κάθε πρόσκαιρη ιδιοτέλεια ακριβώς γιατί το ενδιαφέρον τους ήταν καθολικό. Ούτε αντιτάχθηκαν προς τις άγονες και ξένες προς την πραγματικότητα ουτοπίες, αλλά θεώρησαν τα ουτοπικά δρώμενα παραγωγούς καταστάσεων, που σταδιακά παγιώθηκαν ως επιδιώξεις της ανθρώπινης ψυχής και που εξαιτίας τούτων κρατούνταν ζωντανές και παραγωγικές.

Σε αυτή τη στενή αντιστοιχία και συμπάθεια μεταξύ των δραστηριοτήτων της μιας πλευράς και της άλλης, της πλειοψηφίας και της μειοψηφίας, δεν παρατηρείται απέχθεια ή δυσπιστία από μέρους των χειρώνακτων, των εργατών «λαού» -όπως συνηθίζονται να αποκαλούνται-, προς τους Αποστόλους της θρησκείας, τους στοχαστές, τους ποιητές. Οι ταπεινοί, οι καταπιεσμένοι, έχουν όλους αυτούς δίπλα στις λαϊκές θρησκευτικές πίστεις τους, πίστεις στη γενικότητά τους θεωρούμενες πολιτισμικά κατώτερες σε σχέση με εκείνες από τις οποίες προέρχονται, άφθονες σε θρύλους και προλήψεις, ωστόσο συνεπείς προς τη διατήρηση του πνεύματός τους. Πρέπει να αφαιρεθεί ο «παγανισμός», χαρακτηρισμός της ρηχής προτεσταντικής αντίληψης της θρησκευτικότητας και να αποκαλυφθεί το είδος και η ποιότητα του θησαυρού που περικλείει ο εκφρασμένος από τα πλήθη των Ισπανών ή Ναπολιτάνων Χριστιανισμός, ο οποίος αρκείται στην ευγένεια της λατρείας της πονεμένης Παναγίας. Αυτά τα πλήθη εκδηλώνουν πίστη σύμφωνα με μία δική τους λαϊκή λογοτεχνία, όχι απαραίτητα δημιουργημένη μέσα στους δικούς τους κόλπους, αλλά περισσότερο διαμέσου προσαρμογής και μίμησης οικείων σε αυτούςσυνθέσεων, όπως  αρμόζει περισσότερο στην  αφοσίωση και πνευματικότητα από την οποία εκχέονται τα συναισθήματα αγάπης, πόνου, αλλά και θάρρους, ηρωισμού, ανδρείας, διαβάζοντας ή ακούγοντας κατά τον ίδιο τρόπο με τους κυρίους τους, και όχι με διαφορετικό ζήλο και ενθουσιασμό, τα επιτεύγματα της ανθρώπινης αξίας μέσα από τα επικά και ιπποτικά ποιήματα. Ακόμη και οι παροιμίες, η λαϊκή σοφία, διαμορφώθηκε στο ευρύτερο περιβάλλον προβληματισμού, σκέψης και γνώσης. Ένα αίσθημα δέους περιέβαλλε το πρόσωπο του πολυμαθή, του ανθρώπου της γνώσης, εκείνου που γνώριζε περισσότερα από τους λαϊκούς, όταν εκείνοι αδυνατούσαν να κατανοήσουν τις ερμηνείες  των εννοιών που εκείνος ανέλυε.

Και αντίθετα από πού προέρχονται η αδιαφορία, ανησυχία, δυσπιστία, αποστροφή προς την κυριαρχούμενη και οριζόμενη μάλιστα ως σφετερίστρια μειοψηφία,  που σε συγκεκριμένες στιγμές της ιστορίας χαρακτηριζόταν ως καταπιεστής και εκμεταλλευτής των άλλων εργατών, αν όχι από τον κύκλο των συμφερόντων, μεγάλων ή μικρών, των ισχυρών, των κυρίαρχων πολιτικής και οικονομικής σκηνής; Υπάρχει όχι μόνο μία τραγωδία της εργασίας, αλλά και μία «τραγωδία της σκέψης», που αριθμεί πολλούς μάρτυρες όπως όλοι ξέρουν ένας κατατρεγμός διαρκώς ανανεώσιμος των ανθρώπων του πνεύματος, ενάντια στους οποίους εκείνοι οι ισχυροί της γης, μη προσκεκλημένοι από τα συνηθισμένα δικά τους όργανα του πολέμου και της αστυνόμευσης, παρασέρνουν συχνά όχλους ανυποψίαστους και παραστρατημένους. Ούτε λοιπόν, προέρχονται τα παραπάνω από εύνοια, που σε άλλες περιπτώσεις οι ισχυροί προέκριναν ως πρότυπα σοβαρής διαφώτισης και βαθιάς ψυχικής κίνησης, δημιουργώντας μέσα από αδιαμφισβήτητες επιτυχίες, ανάπαυλες, ψυχαγωγίες και διασκεδάσεις έδαφος γόνιμο σε αυτά να αλληλο-ορίζονται ποιητές, καλλιτέχνες, διανοούμενοι και πολυμαθείς εκμεταλλευόμενοι τη λάμψη που απέπνεαν στα πρόσωπα τα οποία τους εμπιστεύονταν και τις αυλές τους. Μια αλληλο-είσδυση ψυχών, η οποία στην πραγματικότητα δεν συνέβαινε και ήταν σπάνιες, ακόμη στο μεγαλείο των δικών μας αυλών του Διαφωτισμού οι αρχές που περιείχαν ειλικρινή αγάπη και ευφυία για την τέχνη. Και εξάλλου, καλλιτέχνες σαν τον Ariosto και τον Tasso και πάρα πολλοί άλλοι, μας έχουν πει τις απόψεις τους, όσον αφορά στις αρχές προς τις οποίες εναντιώθηκαν και των συσχετισμών αυτών των αρχών με τις αυλές. Ούτε εν τέλει, προέρχονται από περιπτώσεις εξαναγκασμού για παρείσφρηση ή αλλοίωση του δικού τους έργου, πράγμα εντελώς ξένο για τους καλλιτέχνες, οι οποίοι, ό,τι προσπαθούσαν στον βαθμό που ήταν δυνατό ήταν να προσαρμόσουν στα έργα τους προσωπικούς τους πολιτικούς σκοπούς, προβάλλοντας τους εαυτούς τους ως αγγελιοφόρους επαίνων καιαναγνώρισης. Η εύνοια των κανόνων, ως κατάσταση επιβολής προς τους ανθρώπους των γραμμάτων, κίνησε τη γενναία αγανάκτηση του VittorioAlfieri να εμπνευστεί την πραγματεία Del principe e dellelettere, στην οποία δεν συγχωρεί ούτε στον Βιργίλιο να αφεθεί να διατρέξει τη χρυσή φλέβα των στίχων του για να γιορτάσει τον Αύγουστο και την οικογένειά του. Με τον Alfieri και έχοντας υψωμένα και προσηλωμένη ματιά στη μεγάλη εικόνα του Δάντη, οι Ιταλοί διανοούμενοι έσπασαν τον δεσμό τους με τους ισχυρούς, τους κυρίαρχους και τους επιχειρηματίες και ασπάστηκαν συνήθειες και ζωές σύμφωνα με την ανωτερότητα των δικών τους υπηρεσιών, υποστηρίζοντας την ανεξαρτησία τους προς κάθε άλλη δύναμη που δεν ήταν εκείνη της σκέψης και της ομορφιάς. Και καθώς μαζί με την ελευθερία, με την οποία οι διανοούμενοι ταυτίζονταν, υπήρχε μία άλλη δύναμη, παρόμοια και ταυτόχρονα διαφορετική, η δημοκρατία ή προτίμηση από την έννοια της ποσότητας στην έννοια της ποιότητας, όταν κρίνονταν απαραίτητο υποβιβάζονταν οι ειδικές πολιτικές απόψεις, οι υψηλές εμπνεύσεις της από το επίπεδο των σκοπών στο επίπεδο των μέσων (την φράση του Mazzini που ίσως ειπώθηκε ατυχώς και περιέγραφε τον Shakespeare ως ποιητή του μεμονωμένου ατόμου και όχι της κοινωνίας, ξαναβρήκα στα χείλη ενός ανθρώπου από το σοβιετικό κράτος, όταν σε μεταξύ μας συζήτηση απαξίωσε έναν λαμπρό σύγχρονο Ρώσσο ποιητή ως «ψυχολογικό» και όχι φωνή εκπροσώπησης του προλεταριάτου).

Αλλά η απαξίωση της πνευματικής εργασίας αντίθετα με την υλιστική, και η προσπάθεια ενσωμάτωσής της στην πολιτική, σήμερα προέρχεται, όχι τόσο από τις επονομαζόμενες δημοκρατίες, που έχασαν το κύρος τους περνώντας από το ένα αντίπαλο κόμμα στο άλλο: αλλά από ό,τι  ονομάζουμε «κομμουνισμό», παρόλο που το νόημά του πλέον δεν παραπέμπει σε κανένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό, αλλά μάλλον σε μία ιδιαίτερη εθνικιστική και κλασικιστική δομή μέσα στη νέα ιστορική συνθήκη, που εκπροσωπεί ένα εκτενές μέρος της Ευρώπης ικανό για μεγάλες μεταρρυθμίσεις, στο οποίο θα άρμοζε τώρα πια ένα όνομα κατάλληλο και μοναδικό και όχι εκείνο του κομμουνισμού, που είναι ακατάλληλο ή λάθος. Ακόμη ακούγεται στα αφτιά μας η οξυδερκής κριτική του Lenin, στην αρχή της Ρωσικής επανάστασης, ενάντια στην πνευματική εργασία προς όφελος της χειρωνακτικής, που μόνο αυτός προσέγγισε με σοβαρότητα. Και εάν αυτή η αυθεντική προσέγγιση φαίνεται σήμερα αλλαγμένη και η πνευματική εργασία αναφέρεται λιγότερο ή περισσότερο εκεί, η αρχή που την κυβερνά είναι πάντα εκείνη της αιχμαλωσίας. O Μαρξ, μέσα στους μεταφυσικούς σχεδιασμούς της νεότητάς του, οι οποίοι συνδέθηκαν με τον ίδιο και έγιναν a priori αποδεκτοί χωρίς μετέπειτα αυτοκριτική, είχεφανταστεί φιλοσοφία, τέχνη και θρησκεία, ως ταξικές κατευθύνσεις ωθούμενες από οικονομικά και ειδικότερα καπιταλιστικά συμφέροντα, τα οποία εκπροσωπούσαν την οικεία σε αυτόν πραγματικότητα και προς τα οποία ο ίδιος εναντιώνονταν. Και οι σημερινοί απλοϊκοί δογματικοί ερμηνευτές του, υιοθετώντας αυτολεξεί αυτό το φιλοσοφικό συμπέρασμα και την ιδιαίτερη την ερμηνεία της ιστορικής στιγμής, έστρεψαν το νόημα αντίθετα διατυπώνοντας ότι θρησκεία, ποίηση και φιλοσοφία, είναι δυνάμεις του προλεταριάτου στο όνομα των οποίων γίνεται πολιτική, εκβιάζοντάς τες σαφώς να γίνουν κανόνες αυτής της μορφής. Η παρανόηση της ποίησης και της τέχνης, της φιλοσοφίας, των ηθικών και θρησκευτικών ζητημάτων, η προχειρότητα της διαπραγμάτευσης ή μη γνώσης τους, έχουν περάσει  πλέον τα όρια της Ρωσίας και έχουν διατρέξει ακόμη και τις δικές μας χώρες της Δύσης, όπου ευτυχώς βρέθηκαν επάνω σε άλλες εμπειρίες, παραδόσεις και πιο συνετές κριτικές, δημιουργώντας παρόλα αυτά ένα παρακμιακό νοτιοανατολικό ρεύμα στο εσωτερικό της. Ακόμη και στην Ιταλία είναι ήδη διαμορφωμένη (αλλά φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να βρει το σθένος να εμφανιστεί στη σκηνή) μία συμμαχία από ορκισμένους ή μηχανορράφους «αριστερούς συγγραφείς», δημοκράτες ή κομμουνιστές, διαθέσιμους να εξυπηρετούν την κατεύθυνση αυτή.

Και είναι περίεργο ότι αυτές οι προσπάθειες, αυτοί οι τρόποι σκέψης, τα συναισθήματα, σφετερίζονται την πλευρά των «νεανικών τάσεων», όταν μάλιστα όλο αυτό επιτίθεται σε μία κίνηση πραγμάτων με ιστορία αιώνων, η οποία εγκαταλείφθηκε ως αποκλίνουσα από το μοντέρνο, ελεύθερο και αξιοπρεπές πνεύμα των συγγραφέων. Αλλά οι παλιοί, ενάντια στους οποίους στρέφεται ακόμη και σήμερα η τολμηρή νεολαία, ό,τι τουλάχιστον γνωρίζουν, ό,τι η ματιά τούς  δείχνει καθαρά είναι πόσο μακριά, λευκά, αν και λίγο γερασμένα είναι συχνά τα γένια των λεγόμενων νεανικών ιδεών. Και ως τέτοια, συγκεκριμένα, εγώ συνηθίζω να επαναλαμβάνω στον εαυτό μου διασκεδάζοντάς τον, ένα απόσπασμα του πατέρα Δουμά, που μου ακούγεται όχι μόνο έξυπνο αλλά ξεκάθαρη αληθές: ότι οι νέοι έρχονται στη ζωή με μία γριά γυναίκα να τους κρατά στο χέρι και μία γριά ιδέα να υπάρχει μέσα στον εγκέφαλό τους.

10 Απριλίου, 1945 -  B. C.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου