Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

Από τον Πόλεμο της Κρήτης (1645-1669) στην κατάλυση του βενετικού κράτους (1797)

Stato da Mar
του Γιώργου Πλακωτού
Η μακρά ειρηνική περίοδος μεταξύ Βενετίας και Υψηλής Πύλης μετά το 1573 τελείωσε με το ξέσπασμα του πολέμου για την Κρήτη το 1645. 



Η Βενετία αντιμετώπιζε στην Αδριατική τις προκλήσεις των Ουσκόκων πειρατών που, με τη στήριξη των Αψβούργων της Αυστρίας, υπονόμευαν τις εμπορικές δραστηριότητες των Βενετών, ενώ γνώριζε τον αυξανόμενο εμπορικό ανταγωνισμό στη Μεσόγειο από την Ολλανδία, την Αγγλία και τη Γαλλία που  εξασφάλιζαν οικονομικά προνόμια από τους Οθωμανούς. Μετά το 1590, όταν οι Οθωμανοί που είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με την Περσία έστρεψαν ξανά το ενδιαφέρον τους στον ευρωπαϊκό χώρο και αναζωπυρώθηκαν οι συγκρούσεις τους με τους Αψβούργους της Αυστρίας στα βόρεια Βαλκάνια και στην κεντρική Ευρώπη, η Βενετία κρατούσε με επιτυχία στάση ουδετερότητας αποφεύγοντας να συμμετέχει στο κάλεσμα του πάπα Κλήμη Η΄ για δημιουργία αντι-οθωμανικού συνασπισμού. 
Le città veneziane dello Stato da Mar – Itinerarte

Μέχρι τον Πόλεμο της Κρήτης η Βενετία είχε το ενδιαφέρον της στραμμένο κυρίως στον ιταλικό χώρο, όπου λάμβανε χώρα η δυναμική επανεμφάνιση της Γαλλίας και γίνονταν αισθητές οι συνέπειες του Τριακονταετούς Πολέμου που μαινόταν στην κεντρική Ευρώπη. Η οθωμανική επίθεση στην Κρήτη με την αρχική κατάληψη των Χανίων άνοιξε μια μακρά πολεμική αναμέτρηση που κατέληξε στην απόσπαση του νησιού από τη βενετική επικράτεια και σε οικονομική εξάντληση των αντιπάλων. Στη διάρκεια του πολέμου η Βενετία βρισκόταν σε συνεχή αναζήτηση πόρων, που καλύπτονταν συνήθως με την επιβολή έκτακτης φορολογίας στην επικράτεια. Η ανάγκη χρημάτων ανάγκασε τη βενετική ελίτ των πατρικίων να δώσει τη δυνατότητα εισαγωγής στους κόλπους της σε νέες οικογένειες, με την καταβολή μεγάλων ποσών. Αν και το επίκεντρο του πολέμου ήταν η πολυετής πολιορκία του Χάνδακα, μετά τη γρήγορη κατάκτηση των Χανίων και του Ρεθύμνου, οι πολεμικές επιχειρήσεις λάμβαναν χώρα σε όλο το χώρο του Αιγαίου καθώς οι Βενετοί προσπαθούσαν να ανακόψουν τη στήριξη που παρείχαν οι Οθωμανοί από την Κωνσταντινούπολη στον στρατό τους στην Κρήτη. Στη διάρκεια του πολέμου οι Βενετοί συχνά απευθύνονταν σε άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις για βοήθεια. Ο πάπας, οι Ιππότες της Μάλτας, ιταλικά κράτη και η γαλλική μοναρχία πρόσφεραν ενίοτε στήριξη, η οποία ωστόσο δεν μετουσιώθηκε σε πολεμικές επιτυχίες λόγω των διαφωνιών που προέκυπταν με τους Βενετούς. Παρά την αδυναμία των Βενετών και το πλεονέκτημα που είχαν αποκτήσει οι Οθωμανοί, πολιτικές έριδες στην Κωνσταντινούπολη και συγκρούσεις με τους Αυστριακούς παρέτειναν τον πόλεμο. Υπήρξαν μάλιστα περίοδοι, όπως κατά το 1661- 1666, όπου δεν λάμβαναν χώρα σημαντικές πολεμικές επιχειρήσεις  Η μακρά πολιορκία του Χάνδακα έληξε το 1669 με την παράδοση της πόλης στους Οθωμανούς. Ο Πόλεμος της Κρήτης και ειδικά τα τελευταία χρόνια της πολιορκίας υπήρξαν γεγονότα πανευρωπαϊκής εμβέλειας που προσέλκυσαν το διεθνές ενδιαφέρον. Πλήθος έντυπων κειμένων πληροφορούσαν συστηματικά το ευρωπαϊκό κοινό και η Βενετία, αντιλαμβανόμενη τη δύσκολη θέση στην οποία είχε περιέλθει, επιχειρούσε να εκμεταλλευτεί τη διεθνοποίηση του πολέμου προσδίδοντάς του χαρακτηριστικά χριστιανο-ισλαμικής σύγκρουσης για να προσελκύσει συμμάχους. Βέβαια, όπως είδαμε, η βοήθεια προς τη Βενετία υπήρξε περιορισμένη. Η κατάκτηση της Κρήτης, μιας από τις παλαιότερες βενετικές κτήσεις, σήμαινε τον εξοβελισμό της Βενετίας από τον έλεγχο της ανατολικής και κεντρικής Μεσόγειου. Οι συνέπειες ήταν σημαντικές για τη γεωπολιτική και οικονομική θέση της Βενετίας. Ενδεικτικά, επίσης, η παράδοση της Κρήτης προκάλεσε σοβαρή κρίση στους κύκλους της βενετικής ελίτ, καθώς οι κύριοι εμπλεκόμενοι κατηγορήθηκαν για τη στάση τους. Ωστόσο, αμέσως μετά την παράδοση του Χάνδακα για τη Βενετία προείχε η αποκατάσταση και αναθέρμανση του εμπορίου με τα οθωμανικά εδάφη, το οποίο είχε πληγεί κατά την πολυετή σύγκρουση, και οι ενέργειες για την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με την Υψηλή Πύλη πρωτίστως είχαν αυτόν τον στόχο. Άλλωστε, παρά την ήττα, η Βενετία συντηρούσε την ελπίδα ότι θα κατόρθωνε να αποκαταστήσει την κυριαρχία της στην Κρήτη. Αυτή η ελπίδα διαψεύστηκε οριστικά στο τέλος του 17ου αιώνα με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς (Karlowitz). Η ευκαιρία για τους Βενετούς δόθηκε με την πολιορκία της Βιέννης το 1683 σε έναν νέο κύκλο πολεμικής αναμέτρησης μεταξύ Οθωμανών και Αψβούργων της Αυστρίας. Η αποτυχία των Οθωμανών να καταλάβουν την αψβουργική πρωτεύουσα και η δεινή ήττα που υπέστησαν καλλιέργησαν το έδαφος για μια νέα αντι-οθωμανική συμμαχία. Το 1684 συστήθηκε ένας νέος Ιερός Συνασπισμός όπου συμμετείχαν οι Βενετοί μαζί με τους συνήθεις ανταγωνιστές τους, τους Αψβούργους, ο οποίος, υπό την αιγίδα του πάπα, ετοιμαζόταν να επιτεθεί εναντίον των Οθωμανών. Οι επιτυχίες των Αυστριακών, η υποχώρηση των Οθωμανών από την κεντρική Ευρώπη και οι ταραχές που ξέσπασαν στην Κωνσταντινούπολη τροφοδοτούσαν τις φιλοδοξίες των Βενετών για εδαφικές επιτυχίες στην ανατολική Μεσόγειο. Ο βενετικός στόλος, υπό την ηγεσία του Francesco Morosini, ο οποίος κάποια χρόνια νωρίτερα ως επικεφαλής των βενετικών δυνάμεων στην Κρήτη είχε αναγκαστεί να παραδώσει το νησί στους Οθωμανούς, ξεκίνησε με επιτυχίες την εκστρατεία του. Σύντομα κατέκτησαν το νησί της Λευκάδας (Santa Maura), το οποίο είχε υπάρξει οθωμανική κτήση από το 1479, και την Πρέβεζα. Ο κύριος στόχος της Βενετίας ήταν η Πελοπόννησος. Μετά από δυόμισι αιώνες οι Βενετοί επέστρεφαν σε πρώην κτήσεις τους ως διεκδικητές. Καταλαμβάνοντας αρχικά την Κορώνη και τη Μεθώνη, σύντομα οι Βενετοί έγιναν κύριοι της Πελοποννήσου. Η βενετική εκστρατεία και κατάκτηση, όπως και στην περίπτωση του πολέμου της Κρήτης, έγινε το επίκεντρο διεθνούς εκδοτικής δραστηριότητας. Πολυάριθμα φυλλάδια και μπροσούρες, κυρίως από τα βενετικά τυπογραφεία, πληροφορούσαν για την εξέλιξη του πολέμου και τις βενετικές επιτυχίες. Ο βενετο-τουρκικός πόλεμος και η κατάκτηση της Πελοποννήσου, μαζί με τις επιτυχίες των Αψβούργων στην κεντρική Ευρώπη, αποτελούσαν αφορμές για τη διοργάνωση δημόσιων εορτασμών. Ανακαλώντας τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, προβάλλονταν ως χριστιανικός θρίαμβος. Η βενετική εκστρατεία συνεχίστηκε θέτοντας ως επόμενους στόχους την Αθήνα και την Εύβοια. Το 1687 η Αθήνα καταλήφθηκε μετά τον καταστρεπτικό βομβαρδισμό του Παρθενώνα. Βέβαια, παρά το θριαμβευτικό κλίμα και τις φιλοδοξίες που καλλιεργούνταν, η εκστρατεία ερχόταν αντιμέτωπη με συνεχείς δυσκολίες – ασθένειες, έλλειψη χρημάτων, ανεπάρκεια στρατιωτών. Η κατάληψη της Αθήνας αποσκοπούσε κυρίως στη διασφάλιση της προστασίας της Πελοποννήσου, αλλά οι Βενετοί αντιλαμβάνονταν ότι δεν θα μπορούσαν να τη διατηρήσουν για αρκετό χρονικό διάστημα. Σύντομα αποσύρθηκαν από την Αθήνα προς την Πελοπόννησο, ενώ η πολιορκία της Εύβοιας κατέληξε σε αποτυχία. Ο πόλεμος με τους Οθωμανούς στον οποίο είχε εμπλακεί η Βενετία καταδείκνυε την αδυναμία της να πρωταγωνιστήσει στον παραδοσιακό χώρο δράσης της, τη Μεσόγειο. Από τη μια μεριά, η κατάκτηση της Πελοποννήσου είχε αναπτερώσει τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες. Από την άλλη μεριά, η υλοποίησή τους υπονομευόταν από την οικονομική δυσπραγία και τη δυσκολία να συντηρηθούν τυχόν κτήσεις που θα προέκυπταν. Οι Βενετοί σχεδίαζαν επιθέσεις εναντίον οθωμανικών εδαφών, τις οποίες τελικά δίσταζαν να πραγματοποιήσουν ή αποτύγχαναν να φέρουν εις πέρας, όπως την κατάληψη των Χανίων μετά από πολιορκία. Η Συνθήκη που υπογράφτηκε το 1699 στο Κάρλοβιτς, με την οποία τερματιζόταν ο πόλεμος, όπου είχαν αναμετρηθεί η Αυστρία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Βενετία και άλλες δυνάμεις, έδινε τη δυνατότητα στους Βενετούς να απεμπλακούν με αρκετές θετικές προβλέψεις από μια πολεμική σύγκρουση που τους είχε εξαντλήσει οικονομικά. Η Βενετία διατηρούσε την Πελοπόννησο, την Αίγινα, τη Λευκάδα και το οχυρό της Σπιναλόγκα καθώς και επέκτεινε τις κτήσεις στη Δαλματία προς την ορεινή ενδοχώρα, όπου σταθεροποιούσε τα εδαφικά όριά της κατόπιν διαπραγματεύσεων. Η Βενετία επέστρεφε ως κατακτητική δύναμη στην ανατολική Μεσόγειο. Ο Francesco Morosini, ως αρχιτέκτονας της βενετικής επιτυχίας στην Πελοπόννησο, λάμβανε τον τιμητικό τίτλο «Il Peloponnesiaco» (Πελοποννήσιος). Στη διάρκεια της εκστρατείας είχε εκλεγεί δόγης. Με τον τίτλο του δόγη και επικεφαλής της βενετικής δύναμης, επέστρεψε στο πεδίο της μάχης πριν ολοκληρωθεί ο πόλεμος με τη Συνθήκη του Κάρλοβιτς, για να υπερασπιστεί τις βενετικές κατακτήσεις. Πέθανε στο Ναύπλιο το 1694. Ήταν ο δεύτερος δόγης που πέθαινε σε εκστρατεία, μετά τον Enrico Dandolo κατά την Δ΄ Σταυροφορία. Ενώ με τον Dandolo εγκαινιαζόταν η βενετική αποικιακή επέκταση στην ανατολική Μεσόγειο, οι επιτυχίες του Morosini υπήρξαν οι τελευταίες σε έναν γεωγραφικό χώρο από τον οποίο η Βενετία αναγκαζόταν να αποσυρθεί (Εικόνα 2.5). Επρόκειτο, ωστόσο, για μια εύθραυστη ειρήνη και μια ασταθή κατάκτηση. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Βενετοί επιδίωκαν να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην Πελοπόννησο, ενώ φαινόταν ότι οι Οθωμανοί στόχευαν στην επανάκτησή της. Το 1714 ξέσπασε ο τελευταίος βενετο-οθωμανικός πόλεμος ο οποίος κατέληξε στην απόσπαση της Πελοποννήσου από τη βενετική επικράτεια. Η ταυτόχρονη είσοδος των Αψβούργων στον πόλεμο και οι σημαντικές νίκες τους εναντίον των Οθωμανών, όπως η κατάληψη του Βελιγραδίου, απέτρεψαν μεγαλύτερες απώλειες για τους Βενετούς, καθώς τερματίστηκε η επιχείρηση των Οθωμανών να καταλάβουν την Κέρκυρα. Η συνθήκη ειρήνης που συνήφθη μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων μερών στο Πασάροβιτς (Passarowitz) το 1718 επικύρωσε την απώλεια όλων των βενετικών κτήσεων από τον προηγούμενο πόλεμο, αλλά προσέδωσε μεγαλύτερο εδαφικό βάθος στη βενετική ορεινή Δαλματία. Από μια μακροϊστορική θεώρηση, με την προσάρτηση της Κρήτης και της Πελοποννήσου, μετά τη βραχύβια βενετική παρουσία, ολοκληρώνεται η οθωμανική κατάκτηση της ανατολικής Μεσογείου. Ταυτόχρονα, η οθωμανική κατάκτηση συνιστούσε την αποδυνάμωση των «Λατίνων» σ’ έναν γεωγραφικό χώρο στον οποίο είχαν αποκτήσει κυρίαρχη θέση μετά την Δ΄ Σταυροφορία και την ανάδυση του ορθόδοξου χριστιανισμού σε ρυθμιστικό παράγοντα. Άλλωστε, ανάμεσα στις πρώτες ενέργειες των Οθωμανών στην Κρήτη ήταν η αποκατάσταση της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ιεραρχίας μετά από τέσσερις αιώνες κατάργησής της. Η εδαφική επικράτεια της Βενετίας όπως καθορίστηκε με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς περιλάμβανε τα νησιά του Ιονίου, τη δαλματική ακτή με τα παράλια της σημερινής Αλβανίας και την ιταλική ενδοχώρα και παρέμεινε σταθερή μέχρι την κατάλυση του κράτους από το Ναπολέοντα. Μετά την απώλεια της Κρήτης το αυτοκρατορικό όραμα της Βενετίας έφθινε, καθώς δεν μπορούσε να αντιπαραβληθεί με τους αυτοκρατορικούς σχηματισμούς της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ισπανίας, ειδικά ως προς τους δύο παράγοντες της αυτοκρατορικής υπόστασης όπως συγκροτήθηκε εκείνη την περίοδο, την εδαφική έκταση και την εμπορική κυριαρχία. Βέβαια, η σύντομη κατάκτηση της Πελοποννήσου (1685-1713), που έγινε δεκτή με θριαμβευτικούς τόνους, αναπτέρωσε τις ελπίδες για την αποκατάσταση της βενετικής εδαφικής κυριαρχίας. Ωστόσο, το διαμορφωμένο πλαίσιο ισχύος δεν επέτρεπε στη Βενετία να επενδύει την κυριαρχία της με στοιχεία εδαφικής και οικονομικής ζωτικότητας. Η Βενετία, όμως, συνέχισε να επεξεργάζεται συστηματικά, να ενδύεται και να προβάλλει την ιδεολογία της αυτοκρατορικής ισχύος μετέχοντας σε μια άλλη αυτοκρατορική παράμετρο που καλλιεργούσε το κίνημα του Διαφωτισμού, το ιδεώδες του εκπολιτισμού με την αντιπαραβολή μεταξύ προόδου και οπισθοδρόμησης ή βαρβαρότητας και μεταξύ ενδόξου παρελθόντος και παροντικής πολιτισμικής παρακμής. Ενώ κατά τους προηγούμενους αιώνες η αυτοκρατορική ιδεολογία για δυνάμεις όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία εδραζόταν στην εδαφική επέκταση και στον ιεραποστολικό ζήλο, από τον 18ο αιώνα, με την ανάδυση της Γαλλίας και ιδίως της Βρετανίας, το αυτοκρατορικό ιδεώδες αναδιατάχθηκε καθώς ο χριστιανικός ζήλος άρχισε να υποχωρεί ή να διαπλέκεται με το ιδεώδες του εκπολιτισμού, το ελεύθερο εμπόριο και, ειδικά στην περίπτωση της Βρετανίας, τη διάδοση της ελευθερίας. Αξιωματούχοι της διοίκησης, λόγιοι και περιηγητές έγιναν οι κύριοι φορείς της νέας αυτοκρατορικής ιδεολογίας. Η παρουσία τους σε αυτοκρατορικές κτήσεις, οι περιηγητικές αποστολές και ο από το μητροπολιτικό κέντρο στοχασμός τους αναδιαμόρφωναν τον ευρωπαϊκό και παγκόσμιο χάρτη στη βάση νέων ιεραρχιών που βασίζονταν σε έννοιες περί πολιτισμού, παρακμής και βαρβαρότητας. Η Βενετία μετέχει στο ιδεώδες της αυτοκρατορίας ως δύναμη εκπολιτισμού. Στην πολιτική γλώσσα της βενετικής ελίτ το ιδεώδες αναδύεται με ενάργεια στην περίοδο της σύντομης προσάρτησης της Πελοποννήσου. Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι, όπως οι γενικοί προβλεπτές, αλλά και χαμηλότερα μέλη της γραφειοκρατίας που ενεπλάκησαν στη διοίκηση και οργάνωση της νέας κτήσης διανθίζουν τις διοικητικές εκθέσεις τους με συχνές και λεπτομερείς αναφορές στα αρχαία ερείπια που σώζονται στην περιοχή ανάγοντάς τα σε μνημεία ενός ένδοξου παρελθόντος που καταδεικνύει τη σπουδαιότητα του τόπου όπου οι Βενετοί έγιναν κύριοι. Ο προβλεπτής Francesco Grimani γράφει στην έκθεσή του: «όσα σπουδαία συνέβησαν έχουν αφήσει στα ερείπια των πόλεων και των άλλων αρχαίων μνημείων τη λάμψη του λαμπρού παρελθόντος και κάνουν ακόμα πιο πολύτιμη την κατάκτηση» (Λάμπρος, 1896-1900: 455). Η «ανακάλυψη» και τα ίχνη του κλασικού παρελθόντος υπογραμμίζουν τον σύγχρονο ξεπεσμό που γίνεται αντιληπτός από τους Βενετούς ως άγνοια των ντόπιων και συνιστούν οδηγό για τον ρόλο που οι Βενετοί πρέπει να διαδραματίσουν ως κύριοι του τόπου και φορείς εκπολιτισμού αναστυλώνοντας την παρελθοντική δόξα. Ο νέος τρόπος με τον οποίο η Βενετία επένδυσε την κατάκτηση της Πελοποννήσου γίνεται πιο εναργής αν συγκριθεί με τη νοηματοδότηση που είχε λάβει κατά τους προηγούμενους αιώνες το αρχαίο παρελθόν των κτήσεων στην ανατολική Μεσόγειο. Περιηγητικά κείμενα του 16ου αιώνα με θέμα την Κρήτη, γραμμένα από Βενετούς λόγιους, επιδείκνυαν συστηματικό ενδιαφέρον για το παρελθόν του νησιού και την αρχαιογνωσία. Συχνά στόχος ήταν η απόκτηση αντικειμένων για τις ιδιωτικές συλλογές των πατρικίων. Σε αυτά τα κείμενα, ωστόσο, το αρχαίο παρελθόν δεν τίθεται αντιστικτικά με το παρόν της Κρήτης, ούτε δηλώνεται η βενετική κυριαρχία ως εκπολιτιστική. Το αρχαίο παρελθόν συνδέεται με την ίδια τη Βενετία και ενσωματώνεται στο παρόν καθώς η Βενετία γίνεται κληρονόμος του και το βενετικό παρελθόν διευρύνεται. Το παρελθόν των κτήσεων μεγεθύνει το βενετικό μεγαλείο. Η ισχυρότερη εκδήλωση του εκπολιτιστικού ιδεώδους ως φορέα της αυτοκρατορικής ρητορικής συναντάται κατά τον 18ο αιώνα, όταν το ενδιαφέρον της Βενετίας, έχοντας πλέον οριστικά αποσυρθεί από την ανατολική Μεσόγειο, μονοπωλείται από τις κτήσεις της στη Δαλματία. Όπως έχει δείξει ο ιστορικός Larry Wolff, αυτό το ιδεώδες διαποτίζει το περιηγητικό έργο Viaggio in Dalmazia (Ταξίδι στη Δαλματία) γραμμένο από τον ιερωμένο Alberto Fortis το 1774, που σύντομα γνώρισε μεταφράσεις στα αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Συνυφαίνοντας το ταξίδι με τον αναδυόμενο εθνογραφικό και λαογραφικό λόγο και τις επιστημονικές παρατηρήσεις στην υπηρεσία της βενετικής διοίκησης το έργο του Fortis συνέστηνε στο ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό τον λαό των Μορλάκων (Morlacchi. Πρόκειται για ιταλική εκδοχή της λέξης «Μαυρόβλαχος»). Πριν από τη συγγραφή του έργου του Fortis, κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, οι ποιμενικοί πληθυσμοί της Δαλματίας αποτελούσαν κυρίως διοικητικό πρόβλημα για τους βενετούς αξιωματούχους στην περιοχή, οι οποίοι τους χαρακτήριζαν «απείθαρχους». Η απειθαρχία των Μορλάκων έφερε συγκεκριμένο νόημα στο διοικητικό έργο των βενετών αξιωματούχων. Σε έναν μεθοριακό χώρο όπως ήταν η Δαλματία, όπου οι Βενετοί αντιμετώπιζαν τοπικούς ανταγωνισμούς και τις κατακτητικές φιλοδοξίες των άλλων γειτονικών δυνάμεων, των Οθωμανών και των Αψβούργων, η εμπέδωση της κυριαρχίας και η σταθεροποίηση των κρατικών συνόρων ήταν πρώτιστο ενδιαφέρον. Οι μετακινήσεις ποιμενικών πληθυσμών, των οποίων η αντίληψη για τον χώρο και η οικονομική δραστηριότητα δεν συνέπιπτε με τα διοικητικά όρια, έθεταν σε διαρκή δοκιμασία την κρατική συνοριοθέτηση που επιδίωκε η βενετική διοίκηση, προκαλώντας συχνά αντιπαραθέσεις με τους Οθωμανούς και τους Αψβούργους. Με το έργο του Fortis οι Μορλάκοι, από διοικητικό πρόβλημα, εγγράφονται στον λόγο του Διαφωτισμού και μετατρέπονται σε πρόβλημα του αυτοκρατορικού εκπολιτιστικού προγράμματος. Στο έργο του Fortis οι Μορλάκοι γίνονται αντικείμενο της εθνογραφικής ανακάλυψης. Απεικονίζονται με τους κύριους τρόπους του εθνογραφικού λόγου του Διαφωτισμού˙ άλλοτε ως «βαρβαρικός» λαός, άλλοτε ως «ευγενείς άγριοι», απρόσβλητοι από τον πολιτισμό να διατηρούν «τη φυσική ελευθερία» της ποιμενικής εποχής του ανθρώπου. Το ιδιαίτερο ενδιαφέρον με τους Μορλάκους συνεχίστηκε στις επόμενες δεκαετίες. Οι Μορλάκοι, από αντικείμενο της εθνογραφικής περιήγησης του Fortis, έγιναν υποκείμενα του μυθιστορηματικού και καλλιτεχνικού λόγου σε μυθιστορήματα και θεατρικά έργα. Τα κύρια ερωτήματα του Διαφωτισμού περί (εκ) πολιτισμού και βαρβαρότητας και η αυτοκρατορικότητα εξακολούθησαν να οργανώνουν τις αναπαραστάσεις των Μορλάκων, τοποθετώντας τους στις απαρχές εθνοτικών αφηγημάτων ή εξισώνοντας τον εκπολιτισμό τους με τον εν δυνάμει εκβενετισμό Για τη Βενετία του 18ου αιώνα το αυξημένο ενδιαφέρον για τη Δαλματία συνιστά μια σημαντική μετατόπιση στη χωρική και φαντασιακή συγκρότηση της αυτοκρατορίας. Η Δαλματία γίνεται η Αμερική της Βενετίας όπου η τελευταία μπορεί να επιτελέσει τον εκπολιτιστικό της ρόλο ως αυτοκρατορική δύναμη. Παρά τη γενική μείωση της βενετικής επικράτειας, η αύξηση των εδαφών στη Δαλματία με τις συνθήκες του Κάρλοβιτς και του Πασάροβιτς καταγράφηκε στη βενετική γραφειοκρατική γλώσσα με όρους εδαφικής συνέχειας: nuovo acquisto (νέες κτήσεις) και nuovissimo acquisto (πιο πρόσφατες κτήσεις) σε συνάρτηση με τις παλαιές (vecchio acquisto). Με αφετηρία το έργο του Fortis και το ενδιαφέρον για τους Μορλάκους, η Δαλματία υπερβαίνει το στενό περιβάλλον της γραφειοκρατίας και εισέρχεται στον δημόσιο λόγο. Ενώ κατά τους προηγούμενους αιώνες την αυτοκρατορική συγκρότηση της Βενετίας τη χαρακτήριζε το δίπολο του κέρδους και της τιμής (ad proficuum et honorem Venetiarum), τον 18ο αιώνα ο πεφωτισμένος εκπολιτισμός γίνεται συστατικό της αυτοκρατορικής αυτοθεώρησης του κράτους Το ιδεώδες του εκπολιτισμού τροφοδοτούσε το αυτοκρατορικό φαντασιακό της βενετικής ελίτ και ταυτόχρονα ενέτασσε με σαφήνεια τη Βενετία και εξασφάλιζε τη θέση και την υστεροφημία της στο υπό διαμόρφωση κυρίαρχο αφήγημα του θριαμβεύοντος δυτικού κόσμου, του Οριενταλισμού και της ευρωπαϊκής αποικιακής εξάπλωσης με το οποίο συγκροτούνταν η αντιστικτική σχέση μεταξύ Δύσης και Ανατολής με όρους πολιτισμού και οπισθοδρόμησης. Η εικόνα της Βενετίας ως «εμπροσθοφυλακής» του δυτικού πολιτισμού ή ως το μεταίχμιο μεταξύ Δύσης και Ανατολής θα γίνει ιδεολογικός τόπος σε αυτό το αφήγημα και συστατικό στοιχείο στη συγκρότηση του λεγόμενου βενετικού μύθου. Αυτή η απεικόνιση της Βενετίας προβάλλει με ενάργεια πολύ σύντομα αμέσως μετά την κατάλυσή της στο ποίημα του άγγλου ρομαντικού ποιητή William Wordsworth, «On the Extinction of the Venetian Republic», στις αρχές του 19ου αιώνα όταν η Βενετία βρισκόταν υπό αυστριακή κατοχή: Once did She hold the gorgeous east in fee; And was the safeguard of the west: the worth Of Venice did not fall below her birth, Venice, the eldest Child of Liberty. (Wordsworth, 1950: 242) Ωστόσο, η συμμετοχή της Βενετίας στο αυτοκρατορικό φαντασιακό του πεφωτισμένου εκπολιτισμού δεν αρκούσε για να εξασφαλίσει την ύπαρξή της στο ραγδαία μεταβαλλόμενο τοπίο της Ευρώπης μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Η εισβολή του Ναπολέοντα και του γαλλικού δημοκρατικού στρατεύματος στο Πεδεμόντιο το 1796, ο αντι-γαλλικός συνασπισμός με τη συμμετοχή της Αυστρίας και ιταλικών κρατών, όπως το Βασίλειο της Σαρδηνίας και το παπικό κράτος, έφερνε για άλλη μια φορά, που έμελλε να είναι η τελευταία, τη Βενετία αντιμέτωπη με την ανάγκη να σταθμίσει τη θέση της σε μια πανευρωπαϊκή σύγκρουση με επίκεντρο τον ιταλικό χώρο. Η άλλοτε κραταιά βενετική ελίτ, που πλέον είχε περιοριστεί σε μερικούς πλούσιους ολιγάρχες και τους υπόλοιπους είτε πτωχευμένους είτε να κατέχουν χαμηλές γραφειοκρατικές θέσεις, επέλεξε να ακολουθήσει τον δρόμο της ουδετερότητας, παρότι στην ενδοχώρα ξεσπούσαν συγκρούσεις και υποτελείς πόλεις, όπως η Μπρέσα και το Μπέργκαμο, αποτίνασσαν το βενετικό καθεστώς συγκροτώντας προσωρινές κοινοτικές κυβερνήσεις. Σύντομα, ωστόσο, ο Ναπολέοντας έστρεψε την προσοχή του στη Βενετία στοχεύοντας στον εκδημοκρατισμό της με αλλαγή του συστήματος διακυβέρνησης. Η απειλή για κήρυξη πολέμου δεν επρόκειτο να υλοποιηθεί. Στις 12 Μαΐου 1797 η συνεδρίαση, που έμελλε να είναι η τελευταία, του Μεγάλου Συμβουλίου υπό τον δόγη Lodovico Manin κήρυξε την κατάργηση των αριστοκρατικών θεσμών και τη μετάβαση σε μια προσωρινή δημοκρατική κυβέρνηση. Ένα εξηνταμελές δημοτικό συμβούλιο αποτελούμενο από πρώην πατρικίους, επαγγελματίες, εκπροσώπους του στρατού και της Εκκλησίας αντικαθιστούσε το Μεγάλο Συμβούλιο. Μικρής κλίμακας ταραχές εναντίον μελών της ελίτ καθιστούσαν επιτακτική την ανάγκη για την προσωρινή κυβέρνηση να καταδείξει ότι το πολιτικό τέλος της Βενετίας δεν συνεπαγόταν κοινωνική επανάσταση. Η είσοδος του γαλλικού στρατού στην πόλη επικύρωνε την κατάλυση του βενετικού κράτους και εγγυόταν το κοινωνικό καθεστώς. Σύντομα ακολούθησε η κατάλυση των βενετικών κτήσεων. Οι Γάλλοι κατέλαβαν τα Ιόνια νησιά και οι Αυστριακοί την Ιστρία και τη Δαλματία. «Πολιτικός συντηρητισμός», «πολιτικο-θεσμικό κατάλοιπο του παρελθόντος», «μοιρολατρική ακινησία» είναι μερικοί από τους –συχνά αξιολογικά φορτισμένους– όρους που έχει χρησιμοποιήσει η ιστοριογραφία για να περιγράψει και να ερμηνεύσει τη μακρά περίοδο από τον 17ο αιώνα που οδήγησε στην πτώση της Βενετίας. Οι ιστορικοί έχουν χρωματίσει με διαφορετικό τρόπο το αφήγημα περί προϊούσας παρακμής: είτε ως ολοκληρωτική αδυναμία της Βενετίας να προσαρμοστεί και να παρακολουθήσει τους ευρύτερους μετασχηματισμούς στον ευρωπαϊκό χώρο είτε, στην πιο πρόσφατη ιστοριογραφία, ως ένα διευρυνόμενο χάσμα ανάμεσα σε τομείς όπως η οικονομία και ένα τμήμα της διανόησης, που επιδείκνυαν ζωτικότητα και συμβάδιζαν με εξελίξεις πέρα από το βενετικό κόσμο, και την εσωστρέφεια και περιχαράκωση της ελίτ των πατρικίων μαζί με τη σκλήρυνση των εσωτερικών της ιεραρχιών. Με το πλεονέκτημα της απόστασης, η ιστορική έρευνα τονίζει την αδυναμία της βενετικής ελίτ να προβεί σε μεταρρυθμίσεις ή να τοποθετήσει τον εαυτό της και να αρθρώσει τη σχέση με τους υπηκόους της σε διαφορετική βάση, δηλαδή να προβληθεί ως «εθνική» ελίτ, να αναδιατάξει τη μακραίωνη σχέση dominante και dominio, πόλης-κράτους/μητρόπολης και αποικιακού χώρου. Ωστόσο, ο 18ος αιώνας υπήρξε περίοδος μεταρρυθμιστικών σχεδιασμών και συζητήσεων, που υλοποιήθηκαν είτε περιορισμένα είτε εφόσον δεν έθιγαν τις βασικές αρχές του βενετικού συστήματος. Η βενετική ελίτ παρέμενε αγκιστρωμένη στις πολιτισμικές και ιδεολογικές συνισταμένες και ιεραρχίες που διαμόρφωναν την επαινετική αυτοεικόνα της. Λίγο πριν την πτώση, στην τελευταία επίσημη ιστορία της Βενετίας, που η συγγραφή της ανατέθηκε στον Francesco Donà από το Συμβούλιο των Δέκα, επιβεβαιώνεται το ιδεώδες της αριστοκρατικής τελειότητας ως η πεμπτουσία της βενετικής ταυτότητας και το ίδιο το βενετικό παρελθόν ως ο μόνος και ανόθευτος οδηγός για το παρόν και το μέλλον. Η ναπολεόντεια κατάκτηση της Βενετίας δεν περιορίστηκε μόνο στην εδαφική κατάληψη της πόλης και των κτήσεών της. Ο Ναπολέοντας προέβη άμεσα σε μια σειρά δημόσιων συμβολικών κινήσεων οι οποίες αποστερούσαν από τη βενετική ελίτ τα σύμβολα, τις ιεραρχίες και τις συνδηλώσεις τους που συγκροτούσαν την εικόνα της. Η Χρυσή Βίβλος των ευγενών, το έμβλημα του δόγη και η κρατική γαλέρα (Bucintoro) με την οποία ο δόγης πραγματοποιούσε την ετήσια τελετή του γάμου της Βενετίας με τη θάλασσα κάηκαν δημόσια. Τα τέσσερα χάλκινα άλογα, λάφυρο από την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1204, που κοσμούσαν την εκκλησία του Αγίου Μάρκου και το άγαλμα του φτερωτού λέοντα, σύμβολο του Αγίου Μάρκου, μεταφέρθηκαν στο Παρίσι (για να επιστραφούν το 1815 όταν η Βενετία είχε περάσει στην αυστριακή επικράτεια). Οι πύλες του εβραϊκού Γκέτο κατεδαφίστηκαν και κάηκαν ως μια πράξη που καθιστούσε τους εβραίους της πόλης ισότιμους, τουλάχιστον νομικά, σύμφωνα με τις επιταγές της Γαλλικής Επανάστασης, και μέρος της κοινωνίας στην οποία για αιώνες ζούσαν χωρίς τους χωροταξικούς περιορισμούς του παρελθόντος. Τέλος, με μια σειρά δημόσιων πράξεων ο Ναπολέοντας ξαναέγραφε την ιστορία της Βενετίας όχι ως πρότυπο αρμονίας και τελειότητας, κατά την αφήγηση της βενετικής ελίτ, αλλά ως ένα καθεστώς τυραννίας και ολιγαρχίας. Ανέσυρε τα γεγονότα του «κλεισίματος» του Μεγάλου Συμβουλίου (serrata) στα τέλη του 13ου αιώνα και τη λεγόμενη προδοσία του Baiamonte Tiepolo για την ανατροπή του δόγη Pietro Gradenigo αποκαθιστώντας στη δημόσια μνήμη τον Tiepolo, όχι ως προδότη αλλά ως σύμβολο της δημοκρατίας, και απαξιώνοντας τον Pietro Gradenigo με την απομάκρυνση των οστών του από την εκκλησία του San Cipriano 

Βιβλιογραφικές αναφορές - Οδηγός για περαιτέρω μελέτη Ξενόγλωσση βιβλιογραφία Arbel, Benjamin (1995). Trading Nations. Jews and Venetians in the Early Modern Mediterranean. Leiden: Brill. Arbel, Benjamin (2013). Venice’s Maritime Empire in the Early Modern Period. In Eric Dursteler (ed.), A Companion to Venetian History, 1400-1797. Leiden - Boston: Brill, 125-253. Black, Christopher F. (2001). Early Modern Italy. A Social History. London - New York: Routledge. Bouwsma, William (1968). Venice and the Defense of Republican Liberty: Renaissance Values in the Age of the Counter Reformation. Berkeley: University of California Press. Bowd, Stephen (2010). Venice’s Most Loyal City: Civic Identity in Renaissance Brescia. Cambridge, Mass. - London: Harvard University Press. Brown, Alison (2004). Rethinking the Renaissance in the Aftermath of Italy’s Crisis. In John M. Najemy (ed.), Italy in the Age of the Renaissance. Oxford: Oxford University Press, 246-265. Cervelli, Innocenzo (1974). Machiavelli e la crisi dello stato veneziano. Napoli: Guido editore. Contarini, Gasparo (1551). De magistratibus et republica Venetorum libri quinque. Venezia: Apud Baldum Sabinum. Cristellon, Cecilia, & Seidel Menchi, Silvana (2013). Religious Life. In Eric Dursteler (ed.), A Companion to Venetian History, 1400-1797. Leiden - Boston: Brill, 379-419. Crouzet-Pavan, Elizabeth (2002). Venice Triumphant: The Horizons of a Myth. Baltimore - London: Johns Hopkins University Press. Dandelet, Thomas J. (2002). Politics and the state system after the Habsburg-Valois Wars. In John A. Marino (ed.), Early Modern Italy 1550-1796. Oxford: Oxford University Press, 11-29. Dandelet, Thomas James (2014). The Renaissance of Empire in Early Modern Europe. New York: Cambridge University Press. Dursteller, Eric R. (2006). Venetian in Constantinople. Nation, Identity, and Coexistence in the Early Modern Mediterranean. Baltimore - London: The Johns Hopkins University Press. Elliott, John H (1990). Imperial Spain, 1469-1716. London: Penguin. Ferraro, Joanne (2012). Venice. History of the Floating City. New York: Cambridge University Press. Gleason, Elisabeth G. (2000). Confronting New Realities. Venice and the Peace of Bologna, 1530. In John Martin - Dennis Romano (eds.). Venice Reconsidered: The History and Civilization of an Italian City-State, 1297-1797. Baltimore - London: The Johns Hopkins University Press, 168-184. Horodowich, Elizabeth (2009). Venice. A New History of the City and Its People. London: Running Press. Heinrichs, Johanna (2013). The topography of antiquity in descriptions of Venetian Crete. In Nebahat Avcioğlu - Emma Jones (eds.), Architecture, Art and Identity in Venice and its territories, 1450-1750. Essays in Honour of Deborah Howard. Farnham: Ashgate, 205-218. Hocquet, Jean-Claude (1989). Fiscalité et pouvoir colonial. Venise et le sel dalmate aux XVe et XVIe siècles. In Michel Balard (ed.), État et colonization au Moyen Âge et à la Renaissance. Lyons: La Manufacture, 277-316. Infelise, Mario, & Stouraiti, Anastasia (eds.) (2005). Venezia e la guerra di Morea. Guerra, politica e cultura alla fine del ’600. Milano: FrancoAngeli. Jacoby, David (2005). Commercial Exchange Across the Mediterranean: Byzantium, the Crusader Levant, Egypt and Italy. Aldershot: Ashgate. Jacoby, David (2009). Latins, Greeks and Muslims: Encounters in the Eastern Mediterranean, 10th-15th Centuries. Farnham: Ashgate. Knapton, Michael (2013). The Terraferma State. In Eric Dursteler (ed.), A Companion to Venetian History, 1400-1797. Leiden - Boston: Brill, 85-124. Levin, Michael J. (2005). Agents of Empire: Spanish Ambassadors in Sixteenth-Century Italy. Ithaca: Cornell University Press. Levin, Michael J. (2012). Italy and the Limits of the Spanish Empire. In Tonio Andrade - William Reger (eds.), The Limits of Empire: European Imperial Formations in Early Modern World History. Essays in Honor of Geoffrey Parker. Farnham: Ashgate, 121-136. Machiavelli, Niccolò (1998). The Prince, Harvey C. Mansfield (trans.-intro.). Chicago - London: The University of Chicago Press. MacKenney, Richard (2000). ‘A Plot Discover’d’? Myth, Legend, and the ‘Spanish’ Conspiracy against Venice in 1618. In John Martin - Dennis Romano (eds.), Venice Reconsidered: The History and Civilization of an Italian City-State, 1297-1797. Baltimore - London: The Johns Hopkins University Press, 185-216. Madden, Thomas (2003). Enrico Dandolo and the Rise of Venice. Baltimore - London: The Johns Hopkins University Press. Malliaris, Alexis (2007). Population Exchange and Integration of Immigrant Communities in the Venetian Morea, 1687- 1715. In Siriol Davies - Jack L. Davis (eds.), Between Venice and Istanbul: Colonial Landscapes in Early Modern Greece. Princeton: American School of Classical Studies at Athens, 97-110. McKee, Sally (2000). Uncommon Dominion. Venetian Crete and the Myth of Ethnic Purity. Philadelphia: University of Pennsylvania Press. Molmenti, Pompeo (1880). La storia di Venezia nella vita privata dalle origini alla caduta della repubblica. Torino: Roux e Favale. Muir, Edward (1981). Civic Ritual in Renaissance Venice. Princeton: Princeton University Press. Muir, Edward (2000). Was There Republicanism in the Renaissance Republics? Venice after Agnadello. In John Martin - Dennis Romano (eds.), Venice Reconsidered: The History and Civilization of an Italian City-State, 1297-1797. Baltimore - London: The Johns Hopkins University Press, 137-167. O’ Connell, Monique (2009). Men of Empire. Power and Negotiation in Venice’s Maritime State Baltimore - London: The Johns Hopkins University Press. Panciera, Walter (2014). La Repubblica di Venezia nel Settecento. Roma: Viella. Parker, Geoffrey (1998). The Grand Strategy of Philip II. New Haven: Yale University Press. Parker, Geoffrey (1995). David or Goliath? Philip II and His World in the 1580s. In Richard L. Kagan - Geoffrey Parker (eds.), Spain, Europe and the Atlantic World. Essays in Honour of John H. Elliott. Cambridge: Cambridge University Press, 245-266. Preto, Paolo (2013). Venezia e i Turchi. Roma: Viella. Sanudo, Marin (1879-1903). I diarii di Marino Sanuto, Rinaldo Fulin, Federico Stefani, Nicolò Barozzi, Guglielmo Berchet, Marco Allegri (eds.), 58 v., Venezia: Fratelli Visentini. Setton, Kenneth M. (1991). Venice, Austria and the Turks in the Seventeenth Century. Philadelphia: American Philosophical Society. Stouraiti, Anastasia (2012). Colonial Encounters, Local Knowledge and the Making of the Cartographic Archive in the Venetian Peloponnese. European Review of History/Revue européenne d’histoire, 19(4), 491-514. Tafuri, Manfredo (1989). Venice and the Renaissance. Cambridge Mass.: MIT Press. Tafuri, Manfredo (1984). ‘Renovatio Urbis Venetiarum’: il problema storiografico. In Manfredo Tafuri (ed.), ‘Renovatio Urbis’. Venezia nell’età di Andrea Gritti (1523-1538). Roma: Officina, 9-55. Thiriet, Freddy (1959). La Romanie vénitienne au Moyen Age. Le développement et l’exploitation du domain colonial vénitien (XIIe -XVe siècles). Paris: E. de Boccard. Wolff, Larry (2001). Venice and the Slavs. The Discovery of Dalmatia in the Age of Enlightenment. Stanford: Stanford University Press. Wolff, Larry (2003). The Rise and Fall of ‘Morlacchismo’. South Slavic Identity in the Mountains of Dalmatia. In  Norman M. Naimark - Holly Case (eds.), Yugoslavia and Its Historians. Understanding the Balkans Wars of the 1990s. Stanford: Stanford University Press, 38-52. Wordsworth, William (1950). On the Extinction of the Venetian Republic. The Poetical Works, Ernest de Selincourt (ed.). London: Oxford University Press. Ελληνόγλωσση βιβλιογραφία Greene, Molly (2005). Κρήτη ένας κοινός κόσμος: Χριστιανοί και μουσουλμάνοι στη Μεσόγειο των πρώιμων νεότερων χρόνων. Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου (A Shared World: Christians and Muslims in the Early Modern Mediterranean, Princeton University Press, Princeton 2000). Λάμπρος, Σπυρίδων (1896-1900). Εκθέσεις των Βενετών προνοητών της Πελοποννήσου εκ των εν Βενετία Αρχείων εκδιδόμεναι. Δελτίον της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρίας, τ. 5 , 425-567. Lane, Frederic (2007). Βενετία η Θαλασσοκράτειρα, μτφρ. Κώστας Κουρεμένος. Αθήνα: Αλεξάνδρεια (Venice, a Maritime Republic, Johns Hopkins University Press, Baltimore - London 1973). Μπίρταχας, Στάθης (2011). Κοινωνία, πολιτισμός και διακυβέρνηση στο βενετικό κράτος της θάλασσας: Το παράδειγμα της Κύπρου. Θεσσαλονίκη: Βάνιας. Braudel, Fernand (1993-1998). Η Μεσόγειος και ο μεσογειακός κόσμος την εποχή του Φιλίππου Β΄ της Ισπανίας, μτφρ. Κλαίρη Μιτσοτάκη, 3 τ. Αθήνα: ΜΙΕΤ (La Méditerranée et le monde méditerranéen à l’epoque de Philippe II, Librairie Armand Colin, Paris 1949). Παπαδία-Λάλα, Αναστασία (2004). Ο θεσμός των αστικών κοινοτήτων στον ελληνικό χώρο κατά την περίοδο της Βενετοκρατίας (13ος-18ος αι.): Μια συνθετική προσέγγιση. Βενετία: Βιβλιοθήκη του Ελληνικού Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών Βενετίας




https://argolikoslibrary.files.wordpress.com/2019/07/ce99cf83cf84cebfcf81ceafceb1-cf84ceb7cf82-ce92ceb5cebdceb5cf84ceafceb1cf82-cebaceb1ceb9-cf84ceb7cf82-ce92ceb5cebdceb5cf84ceb9cebaceaecf82-ce91cf85cf84cebfcebacf81ceb1cf84cebfcf81ceafceb1.pdf

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου