O αυτοκρατορικός συνθέτης Αντόνιο Σαλιέρι που
ο θρύλος θέλει να ξεκάνει τη μουσική διάνοια-αντίζηλό του!
28/12/2016
Όσο ζούσε, ο ιταλός μουσικός και δάσκαλος
Αντόνιο Σαλιέρι απολάμβανε μεγάλης εκτίμησης στους μουσικούς κύκλους της
Ευρώπης.
Ο αυτοκράτορας Ιωσήφ Β’ τον εκτιμούσε
ιδιαίτερα και ο Σαλιέρι ήταν αυτοκρατορικός συνθέτης, διευθυντής της Ιταλικής
Όπερας της Βιέννης και βασιλικός μαέστρος στην αυλή των Αψβούργων.
Πώς κατέληξε όμως αυτός ο περίφημος
μουσουργός να θεωρείται δολοφόνος του Μότσαρτ;
Όπως μας λέει η Ιστορία, ο Μότσαρτ άρχισε να
παρουσιάζει σημάδια ασθένειας ήδη από τις 6 Σεπτεμβρίου 1791, όταν βρέθηκε στην
Πράγα για την πρεμιέρα της νέας του όπερας. Παρά την αρρώστια του, διηύθυνε και
την πρεμιέρα του «Μαγικού Αυλού» του στις 30 Σεπτεμβρίου, αν και από τις 20
Νοεμβρίου ήταν πια κλινήρης, υποφέροντας από πόνους, πρηξίματα και συχνούς
εμετούς.
Στις τελευταίες του αυτές ημέρες παραήταν
ωστόσο απασχολημένος με την ολοκλήρωση του «Ρέκβιέμ» του για να ασχοληθεί με
την κάκιστη κατάσταση της υγείας του. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο πέθανε στις 5
Δεκεμβρίου 1791, στα 35 του μόλις χρόνια, γεννώντας ένα διαχρονικό μυστήριο της
επιστήμης για τα αίτια του χαμού του.
Το επίσημο πιστοποιητικό του θανάτου του
κάνει λόγο για «οξύ κεχροειδή πυρετό», αναφερόμενο προφανώς στα εξανθηματώδη
συμπτώματα παρά στη διάγνωση. Κι έτσι μέχρι σήμερα έχουν προταθεί περισσότερες
από 118 αιτίες θανάτου του μεγάλου μουσουργού, από ρευματικός πυρετός και
φυματίωση μέχρι στρεπτόκοκκος, τριχινίαση, γρίπη, ηπατικές παθήσεις, ακόμα και
δηλητηρίαση με υδράργυρο.
Κι εδώ μπαίνει στην ιστορία μας ο κορυφαίος
μουσικός της Ευρώπης στα χρόνια εκείνα, ο Αντόνιο Σαλιέρι, ο οποίος φαντάζει
τώρα ως ο σαδιστής που οδήγησε τον αντίζηλό του στον πρόωρο τάφο,
χρησιμοποιώντας και μερικές σταγόνες αρσενικού για να βεβαιωθεί για το οριστικό
τέλος του Αυστριακού.
Πέντε χρόνια μετά τον θάνατο του ιταλού
μουσικού, ο κορυφαίος ρώσος ποιητής και πεζογράφος Αλεξάντρ Πούσκιν γράφει το
περιβόητο «Μότσαρτ και Σαλιέρι» (1830), το οποίο χρησιμοποιήθηκε αυτούσιο ως
λιμπρέτο για την ομώνυμη μονόπρακτη όπερα του Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ του 1898.
Σε αυτή την πιο σκοτεινή και αρκούντως απλοποιημένη εκδοχή, ο Σαλιέρι,
παρακινημένος από ζήλεια για το ταλέντο του Μότσαρτ και από αποστροφή για τον
ίδιο, τον καλεί σε δείπνο. Εκεί θα βάλει δηλητήριο στο κρασί του Μότσαρτ και θα
γεννήσει έναν από τους πλέον διαχρονικούς μύθους για το τέλος της μουσικής
μεγαλοφυΐας, αλλά και τη δολοφονική φύση του ιταλού ομότεχνού του.
Όταν μάλιστα προβλήθηκε στις σκοτεινές
αίθουσες το «Amadeus» του Μίλος Φόρμαν το 1984, εκεί που ο Μότσαρτ δολοφονείται
ρητά από τον ζηλόφθονα ανταγωνιστή του, τον συνθέτη της βασιλικής αυλής Αντόνιο
Σαλιέρι, το πράγμα έμελλε να σφραγιστεί στην παγκόσμια συνείδηση. Ο Σαλιέρι
σκότωσε τον Μότσαρτ, πάει και τέλειωσε!
Η πραγματικότητα είναι όμως κομματάκι
διαφορετική. Ότι ο Μότσαρτ και ο Σαλιέρι υπήρξαν επαγγελματικά αντίζηλοι, αυτό
είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο. Ότι ο ιταλός μαέστρος ήταν αστέρι του μουσικού
κόσμου και δεν είχε να φοβάται σε τίποτα το νεοφερμένο στη Βιέννη φαινόμενο της
μουσικής, κι αυτό είναι γνωστό και καλά καταγραμμένο.
Αν τον σκότωσε, όπως θέλει ο Πούσκιν, αυτό
είναι μια εντελώς άλλη ιστορία…
Βιογραφία
Ο Αντόνιο Σαλιέρι γεννιέται στις 18 Αυγούστου
1750 σε κωμόπολη νότια της Βερόνα της Δημοκρατίας της Βενετίας με τη μουσική να
ρέει στις φλέβες του. Ο μικρός μεγαλώνει μέσα σε ευκατάστατο και μουσικό
περιβάλλον και παίρνει τα πρώτα μαθήματα στο βιολί και το πιάνο σε πολύ τρυφερή
ηλικία.
Μετά τον απρόοπτο θάνατο των πετυχημένων εμπόρων
γονιών του, μετακομίζει στην Πάδοβα και τη Βενετία αργότερα, συνεχίζοντας τις
μουσικές σπουδές του δίπλα σε μεγάλα ονόματα της ιταλικής κλασικής σύνθεσης.
Σε ηλικία 16 ετών, θα μετακομίσει στη Βιέννη
κάτω από τις συστάσεις του βασιλικού συνθέτη F.L. Gassmann, ο οποίος θα τον
συστήσει στον αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’. Ο έφηβος θα πιάσει φιλίες με γνωστούς και
προβεβλημένους μουσικούς, όπως ο Πιέτρο Μεταστάζιο και ο Κρίστοφ Γκλουκ, και θα
ανέλθει γρήγορα τα σκαλιά της κρατικής μουσικής ιεραρχίας.
Η πρώτη του όπερα «Le donne letterate»
ανέβηκε στη Βιέννη το 1770 και τέσσερα χρόνια αργότερα ο αυστριακός
αυτοκράτορας τον έστεψε βασιλικό συνθέτη. Το 1778 ανήλθε στο υψηλότερο κρατικό
αξίωμα για αυτοκρατορικό μουσικό (Hofkapellmeister), μια θέση την οποία κράτησε
για 36 χρόνια.
Στην εξέχουσα καριέρα του δεν θα έγραφε
όπερες μόνο για τα καλύτερα θέατρα της Αυστρίας, αλλά και για όπερες της
Γαλλίας και της Ιταλίας. Εκείνος ανακάλυψε εξάλλου το 1783 τον βασικό του
συνεργάτη Lorenzo Da Ponte, ο οποίος θα γινόταν και ο βασικός λιμπρετίστας του
Μότσαρτ!
Η γνωστότερη όπερα του Σαλιέρι ήταν η γαλλική
«Tarare» (1787), την οποία μετέφρασε στα ιταλικά ο Da Ponte και λάτρεψε
κυριολεκτικά το βιεννέζικο κοινό. Την αγαπούσε σίγουρα περισσότερο από το «Don
Giovanni» του Μότσαρτ! Η τελευταία όπερα που έγραψε ο μεγάλος ιταλός μουσουργός
ήρθε το 1804, καθώς πλέον αφιερώθηκε ολόψυχα στην εκκλησιαστική μουσική αλλά
και την παιδαγωγική. Μερικοί από τους εξέχοντες μαθητές του ήταν οι Μπετόβεν,
Σούμπερτ και Λιστ!
Ειδικά με τον Μπετόβεν (αλλά και τον Χάιντν)
διατήρησαν μια ισόβια φιλία. Ο Σαλιέρι του δίδαξε αντίστιξη και ο Μπετόβεν του
αφιέρωσε προσωπικά τις «Τρεις Σονάτες για Βιολί» (1797).
Ό,τι κι αν έκανε όμως, όπως τις 40 όπερες που
έγραψε, την τόση εκκλησιαστική μουσική και μουσική δωματίου, τα ορατόρια, τις
καντάτες και τα χορωδιακά έργα, η ζωή του θα επισκιαζόταν από τον Μότσαρτ! Παρά
τα ελάχιστα στοιχεία που συνηγορούν στις υποτιθέμενες ίντριγκες του Σαλιέρι
κατά του Μότσαρτ. Ο ίδιος ο Μότσαρτ παρατηρεί εξάλλου σε γράμμα του πόσο θερμά
έγινε δεκτός ο «Μαγικός Αυλός» του από τον ιταλό δάσκαλο. Και ο νεότερος γιος
του Μότσαρτ μορφώθηκε μουσικά από κανέναν άλλο παρά τον Σαλιέρι!
Ο διευθυντής της ιταλικής όπερας και μαέστρος
της βασιλικής ορχήστρας των Αψβούργων έφυγε από τον κόσμο στις 7 Μαΐου 1825 ως
ένας από τους πλέον σημαντικούς και διάσημους μουσικούς της εποχής του, αλλά
και ένας δάσκαλος που δίδαξε μουσική και επηρέασε τους κορυφαίους της νέας
γενιάς. Κι όμως…
Σαλιέρι και Μότσαρτ
Ο νεαρός Μότσαρτ καταφτάνει στη Βιέννη τη
δεκαετία του 1780 και νοικιάζει ένα διαμερισματάκι, βρίσκοντας εκεί τον κατά
έξι χρόνια μεγαλύτερό του Σαλιέρι ήδη αστέρι. Από την πρώτη όμως στιγμή ο
Μότσαρτ διαμαρτύρεται συνεχώς για τις τόσες κλίκες του Σαλιέρι που στέκονται
εμπόδιο στο ανέβασμα της νέας του όπερας «Così fan tutte». Τον Δεκέμβριο του
1781 γράφει στον πατέρα του «ότι ο μόνος που μετρά στα μάτια του [αυτοκράτορα]
είναι ο Σαλιέρι».
Ο Μότσαρτ δεν καλοβλέπει την εύνοια που
απολαμβάνουν οι ιταλοί συνθέτες στην αυστριακή αυλή των Αψβούργων και τους
κατηγορεί για όλα τα εμπόδια που συναντά η μουσική του αλλά και ο ίδιος στην
πορεία του προς την καθιέρωση. Σε άλλη επιστολή προς τον πατέρα του τον Μάιο
του 1783, θέτει στο στόχαστρο όχι μόνο τον Σαλιέρι αλλά και τον κατοπινό του
συνεργάτη Lorenzo Da Ponte: «Ξέρεις αυτούς τους ιταλούς κυρίους. Είναι όλοι
τους καλοί μπροστά σου! Αρκετά, λες και δεν ξέρουμε τι είναι. Κι αν αυτός [ο Da
Ponte] είναι συνεργάτης του Σαλιέρι, δεν θα πάρω ποτέ δικό του κείμενο. Και θα
δείξω σε όλους εδώ τι μπορώ πραγματικά να κάνω με μια ιταλική όπερα».
Αυτές τις επιστολές του Μότσαρτ (και μερικές
ακόμα που διαμαρτύρεται για «τα κόλπα του Σαλιέρι») χρησιμοποίησαν κάποιοι
δεκαετίες μετά τον θάνατό του για να υποστηρίξουν την υπόθεση της δολοφονίας
του από τον ιταλό μουσουργό. Πιθανότατα όμως ο Σαλιέρι δεν προσπάθησε ποτέ να
κουτσουρέψει την καριέρα του Μότσαρτ, μιας και αυτός ήταν ήδη καθιερωμένος και
προβεβλημένος και δεν είχε καιρό για τέτοια.
Οι ιστορικοί παραθέτουν ως πηγή της έριδας
του Μότσαρτ για τον Σαλιέρι ένα περιστατικό του 1781, όταν ο Μότσαρτ έκανε
αίτηση για δάσκαλος μουσικής της πριγκίπισσας Ελισάβετ και ο Σαλιέρι του πήρε
τελικά τη δουλειά λόγω της φήμης του στην αυστριακή αυλή αλλά και το γεγονός
ότι εκείνος δίδασκε και τραγούδι.
Όταν την επόμενη χρονιά ο Μότσαρτ απέτυχε να
επιλεγεί ως δάσκαλος πιάνου της πριγκίπισσας, ήταν πια σίγουρος για την εμπλοκή
του Σαλιέρι στην καριέρα του: «Ο Σαλιέρι και η φυλή του θα κινήσουν γη και
ουρανό για να τη θάψουν [την υποψηφιότητά του]», γράφει ο πατέρας Μότσαρτ στην
κόρη του.
Μπορεί ο Μότσαρτ και οι κοινοί του φίλοι με
τον Σαλιέρι να σχολίαζαν συχνά το γεγονός πως ο Ιταλός χρησιμοποιούσε την
επιρροή του για να ευνοεί την παρουσίαση των δικών του έργων σε βάρος εκείνων
του ανταγωνιστή του, δεν υπάρχουν ωστόσο αποδείξεις για κάτι τέτοιο. Φυσικά ο
Σαλιέρι θεωρούσε την Ιταλική Όπερα της Βιέννης προσωπική του υπόθεση και κάθε
φορά που ο Μότσαρτ ανέβαζε όπερα στα ιταλικά έμπαινε στο στόχαστρό του, δεν
ίσχυε όμως το ίδιο για τα υπόλοιπα έργα του Αυστριακού.
Και όπως ισχυρίζονται με νόημα πολλοί
μελετητές της έριδάς τους, ο Σαλιέρι δεν είχε λόγο να βγάλει τον Μότσαρτ από τη
μέση δολοφονώντας τον, γιατί πολύ απλά είχε τη δύναμη να τον θέσει στο
περιθώριο με θεσμικό τρόπο. Αυτός ήταν ο προστατευόμενος του αυτοκράτορα και ο
βασιλικός συνθέτης και δεν είχε να φοβάται το φιντάνι.
Η συζήτηση με τα δολοφονικά ένστικτα του
Σαλιέρι πυροδοτήθηκε το 1823, τριάντα δύο χρόνια μετά τον θάνατο του Μότσαρτ
δηλαδή, όταν ο Ιταλός έκανε μια αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας τραυματίζοντας
με μαχαίρι τον λαιμό του. Γρήγορα διαδόθηκε η φήμη πως είχε ομολογήσει ότι ήταν
υπεύθυνος για τον θάνατο του Μότσαρτ και η «αποκάλυψη» είχε τόσο βαθύ αντίκτυπο
ώστε κάποιος τύπωσε και μοίρασε, την ώρα της παράστασης της «Ενάτης Συμφωνίας»
του Μπετόβεν στη Βιέννη, ένα φυλλάδιο που απεικόνιζε τον Σαλιέρι να στέκεται
πάνω από τον Μότσαρτ κρατώντας ένα κύπελλο με δηλητήριο!
Η μουσική του Μότσαρτ είχε εντωμεταξύ
αγαπηθεί τόσο από τον κόσμο ώστε η ιδέα πως ο δολοφόνος του ζούσε ακόμα ανάμεσά
τους προκάλεσε το λαϊκό αίσθημα. Ομοφωνία φυσικά δεν υπήρξε. Αμέσως
σχηματίστηκαν δύο παρατάξεις, εκείνοι που γνώριζαν προσωπικά τον Σαλιέρι και
τον υπερασπίζονταν και όλοι οι άλλοι, ο απλός λαός δηλαδή, που δεν ήξερε
κανέναν τους και λάτρευε όσο να πεις μια τέτοια φονική πλεκτάνη.
Δεν φανερώθηκε εξάλλου ποτέ κανένα αξιόπιστο
τεκμήριο πως υπήρξε όντως μια τέτοια ομολογία από πλευράς του Σαλιέρι.
Κυκλοφόρησε κάποια στιγμή μια φήμη πως υπήρχε ένα ιδιόχειρο σημείωμα από τον
πνευματικό που τον εξομολόγησε, το οποίο είχε ο ίδιος δείξει σε κάποιους
διανοούμενους της εποχής, αλλά κάτι τέτοιο δεν βρέθηκε ποτέ και πουθενά. Εκείνο
που όντως υπάρχει είναι η γραπτή δήλωση των δύο ανθρώπων που φρόντιζαν τον
Σαλιέρι μέρα και νύχτα κατά τα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του πως δεν τον
άκουσαν ποτέ να ομολογεί πως δηλητηρίασε τον Μότσαρτ.
Ένας ακόμη θρύλος λέει πως ο Σαλιέρι πήγε
κάποτε τον νεαρό τότε συνθέτη Ροσίνι να γνωρίσει τον Μπετόβεν στο σπίτι του
δεύτερου στη Βιέννη και πως ο Μπετόβεν τους έδιωξε ουρλιάζοντας στον Ροσίνι
«πώς τολμάς να έρχεσαι στο σπίτι μου μαζί με τον άνθρωπο που δηλητηρίασε τον
Μότσαρτ;»! Παρά το γεγονός ότι η ιστορία διαδόθηκε στα πέρατα της Ευρώπης,
έρχεται σε τραγική αντίθεση με το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι ο Σαλιέρι ήταν
δάσκαλος του Μπετόβεν και ότι οι δύο τους υπήρξαν πάντοτε καλοί φίλοι!
Και βέβαια όλοι οι βασικοί βιογράφοι του
Μότσαρτ όσο και οι μαθητές του Σαλιέρι υποστηρίζουν σθεναρά την αθωότητά του,
ανάμεσά τους και ο πιο στενός και έμπιστος φίλος του Μότσαρτ, ο Süssmayr, που
ήταν εκείνος στον οποίο υπαγόρευε ο Μότσαρτ το «Ρέκβιεμ» του και εκείνος που το
ολοκλήρωσε μετά τον θάνατό του. Ο Süssmayr ήταν στο πλευρό του Μότσαρτ μέρα και
νύχτα κατά τους τελευταίους μήνες της ζωής του και γνωρίζοντας τα πραγματικά
αίτια για την ασθένεια που του πήρε τη ζωή, δεν δίστασε να συνεχίσει τις
σπουδές του δίπλα στον Σαλιέρι.
Τέλος, ο Σαλιέρι δεν θεωρήθηκε ποτέ ύποπτος
για εγκληματική ενέργεια και παρά τις φήμες που κυκλοφόρησαν, επαγγελματικά
συνέχισε να χαίρει εκτίμησης. Πολλοί μεγάλοι συνθέτες συνέχισαν να είναι
μαθητές του, συμπεριλαμβανομένων των Λιστ και Σούμπερτ.
Δεν αποκλείεται μάλιστα καθόλου στη νεκρώσιμη
τελετή του Μότσαρτ εκείνο το παγερό πρωινό του Δεκεμβρίου, ανάμεσα στους
λιγοστούς στενούς φίλους και τα μέλη της οικογένειάς του, να ήταν και ο Αντόνιο
Σαλιέρι, ο οποίος όπως παραδεχόταν και ο Μότσαρτ, εκτιμούσε πολύ τη μουσική
του.
Αντιθέτως, οι απτές αποδείξεις συνηγορούν
περισσότερο για μια συνεργατική σχέση των δύο ανδρών παρά για μια κολοσσιαία
έριδα. Ο ίδιος ο Μότσαρτ ζήτησε από τον κορυφαίο παιδαγωγό Σαλιέρι να μορφώσει
μουσικά τον γιο του, την ίδια ώρα που όταν ο Σαλιέρι έγινε Kapellmeister το
1788, τον «Figaro» του Μότσαρτ έπαιξε στην τελετή. Ακόμα και στις εορταστικές
εκδηλώσεις για τη στέψη του Λεοπόλδου Β’ το 1790, ο πετυχημένος Σαλιέρι έπαιξε
τρεις μουσικές συνθέσεις του Μότσαρτ…
ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου