Πριν από 92 χρόνια, στις 14 Ιανουαρίου του 1919, γεννήθηκε ο Τζούλιο Αντρεότι.
Ο «σύγχρονος Μακιαβέλι» όπως τον αποκαλούν, διετέλεσε πρωθυπουργός της Ιταλίας
τρεις φορές με το κόμμα των Χριστιανοδημοκρατών (1972-73, 1976-79, 1989-92),
κατηγορήθηκε ότι συνεργάστηκε με τη Μαφία και καταδικάστηκε σε φυλάκιση, ενώ
αργότερα αθωώθηκε λόγω παραγραφής του αδικήματος.
4 Ιαν. 2011
Συχνά
αποκαλείται και Divo Giulio, από το λατινικό Divus Iulius (θεϊκός Ιούλιος)
επίθετο που αποδιδόταν στον Ιούλιο Καίσαρα. Ο Αντρεότι μπήκε στην εθνοσυνέλευση
της Ιταλίας αμέσως μετά την αποχώρηση των ναζιστών. Έκτοτε εκλεγόταν συνεχώς βουλευτής,
μέχρι το 1991, οπότε ο Πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας Φραντσέσκο Κοσίγκα τον
διόρισε ισόβιο γερουσιαστή. Συνέβαλε στη συγγραφή του συντάγματος και, εκτός
από τρεις φορές πρωθυπουργός, διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών (1954 και 1978),
υπουργός Άμυνας (1959–1966 και 1974) και υπουργός Εξωτερικών (1983–1989).
Είναι επίσης
δημοσιογράφος και συγγραφέας. Για πολλά χρόνια, αρθρογραφούσε τακτικά στην
εφημερίδα Corriere della Sera, ενώ γύρισε και τηλεοπτικό διαφημιστικό σποτ για
εταιρία κινητής τηλεφωνίας το 2005.
Ο Αντρεότι
ήταν έμπιστος σύμμαχος των Ηνωμένων Πολιτειών, ωστόσο παράλληλα έτεινε πάντοτε
χείρα φιλίας και συνεργασίας στον αραβικό κόσμο. Στις 14 Απριλίου 1986, ως
Υπουργός Εξωτερικών, ειδοποίησε τη Λιβύη για την επίθεση που θα δεχόταν την
επόμενη μέρα από τις ΗΠΑ λόγω τρομοκρατικού χτυπήματος σε ντίσκο του Βερολίνου.
Μάλιστα, θεωρείται ότι η κίνηση αυτή βοήθησε τη Λιβύη να μη δεχθεί την επίθεση
αυτή εντελώς απροετοίμαστη.
Υπήρξε ο
τελευταίος Χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός της Ιταλίας κατά την τρίτη θητεία
του, όταν και αποκαλύφθηκε το μεγάλο σκάνδαλο διαφθοράς της ιταλικής πολιτικής
σκηνής, το οποίο οδήγησε στη διάλυση του κόμματός του. Ο ίδιος παραδέχθηκε στις
24 Οκτωβρίου 1990 παραδέχτηκε ενώπιον του Κοινοβουλίου την ύπαρξη της
Operazione Gladio, μιας μυστικής αντικομμουνιστικής «επιχείρησης».
Λίγα χρόνια
αργότερα, άρχισε να κατηγορείται, από αποστάτες της Μαφίας, πως είχε σχέσεις με
την Κόζα Νόστρα. Το 1996 ξεκίνησε η δίκη του σχετικά με το ρόλο που είχε στη
δολοφονία του δημοσιογράφου Μίνο Πεκορέλι –ο οποίος κατηγορούσε τον Αντρεότι
για σχέσεις με τη μαφία και ενεχόταν στην απαγωγή του πρωθυπουργού Άλντο Μόρο.
Το 1999 το δικαστήριο τον απάλλαξε από τις κατηγορίες, όμως ακολούθησε έφεση
και το Νοέμβριο του 2002 το Εφετείο της Περούτζια τον καταδίκασε σε κάθειρξη
εικοσιτεσσάρων ετών, ως ηθικό αυτουργό της δολοφονίας του Μίνο Πεκορέλι.
Με τη σειρά
του, ο Αντρεότι άσκησε έφεση και αφέθηκε ελεύθερος. Ο Άρειος Πάγος τον αθώωσε
το 2003 από τις κατηγορίες των σχέσεων με τη Μαφία, αλλά μόνο λόγω παραγραφής,
βεβαιώνοντας ότι όντως ο Αντρεότι είχε ισχυρούς δεσμούς με τη Μαφία μέχρι το
1980, τους οποίος και χρησιμοποίησε για την προώθηση της πολιτικής του καριέρας
σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται και ο ίδιος όργανο της Μαφίας.
Υπερασπιζόμενος
τον εαυτό του, ο Αντρεότι υπογράμμιζε ότι οι κυβερνήσεις του έλαβαν σκληρά
μέτρα κατά της Μαφίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στο Τζιοβάνι Φαλκόνε, ο
οποίος διετέλεσε υπουργός Δικαιοσύνης στην έβδομη κυβέρνηση του Αντρεότι. Η La
Repubblica έγραφε σχετικά: «Όταν λέει ότι πήρε εξαιρετικά σκληρά μέτρα κατά της
Μαφίας, δε λέει ψέματα. Σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή τη δεκαετία του 80,
διαπίστωσε ότι η Μαφία δεν μπορούσε να ελεγχθεί. Αφυπνίστηκε (...) και η Μαφία,
η οποία διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε πλέον να υπολογίζει στην ανοχή ή την
προστασία του, δολοφόνησε τον άνθρωπό του στη Σικελία».
Σύμφωνα με την
ιταλική νομοθεσία, ο Αντρεότι -ως ισόβιος γερουσιαστής- θα μπορούσε να
φυλακιστεί μόνο εάν καταδικαζόταν από το Ανώτατο Εφετείο της χώρας. Και στην
περίπτωση αυτή όμως, λόγω ηλικίας, θα παρέμενε σε κατ'οίκον περιορισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου