Τα Επτάνησα ήταν θαλάσσιες υπερπόντιες κτήσεις της Ενετικής Δημοκρατίας από τα μέσα του 14ου Κύθηρα και το γειτονικό νησίδιο των Αντικυθήρων, Είκοσι τρία χρόνια μετά, το 1386, το νησί της Κέρκυρας εντάχθηκε εκουσίως στις κτήσεις της Βενετίας.
Έπειτα από έναν περίπου αιώνα, οι Ενετοί κατέλαβαν τη Ζάκυνθο το 1485, την Κεφαλλονιά το 1500 και την Ιθάκη το το 1503. Η κατάληψη των Επτανήσων ολοκληρώθηκε με την κατάκτηση της Λευκάδας, το 1718. Καθένα από τα νησιά παρέμεινε μέρος του Ενετικού Stato da Màr μέχρι τη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας από τοΝαπολέοντα Βοναπάρτη, το 1797. Τα Επτάνησα βρίσκονται στο Ιόνιο Πέλαγος, ανοικτά της δυτικής ακτής της Ελλάδας. Τα Κύθηρα, το νοτιότερο νησί, βρίσκεται κοντά στο νότιο άκρο της Πελοποννήσου και η Κέρκυρα, το βορειότερο, βρίσκεται στην είσοδο της Αδριατικής Θάλασσας. Στα ελληνικά, η περίοδος της Ενετικής κυριαρχίας σε Ελληνικά εδάφη είναι γνωστή ως Ενετοκρατία ή Βενετοκρατία.[1] Γενικά, θεωρείται πως η Βενετική περίοδος στα Επτάνησα ήταν ευχάριστη, ειδικά σε σχέση με την παράλληλη Τουρκοκρατία στις υπόλοιπες ελληνόφωνες περιοχές.[2]ως τα τέλη του 18ου αιώνα. Η κατάκτηση των νησιών ήταν σταδιακή. Το πρώτο νησί που κατακτήθηκε ήταν τα
Ο διοικητής των Επτανήσων στη διάρκεια της Ενετικής περιόδου ήταν ο Provveditore generale da Mar (Γενικός προβλεπτής της Θάλασσας), ο οποίος διέμενε στην Κέρκυρα. Επιπροσθέτως, οι αρχές κάθε νησιού διακρινόταν στις Ενετικές και στις εγχώριες αρχές. Η οικονομία των νησιών την περίοδο αυτή βασιζόταν κυρίως στην εξαγωγή τοπικών προϊόντων, κυρίως σταφίδων, ελαιόλαδου και κρασιού, ενώ η Βενετική λίρα, το νόμισα της Μητρόπολης, ήταν επίσης το νόμισα των νήσων. Κάποια στοιχεία του Ενετικού πολιτισμού ενσωματώθηκαν στον Επτανησιακό πολιτισμό. Η Ιταλική γλώσσα, παραδείγματος χάριν, η οποία εισήχθη στα νησιά κατά την Ενετική περίοδο ως επίσημη γλώσσα και υιοθετήθηκε από την ανώτατη τάξη, είναι ακόμη δημοφιλής στα νησιά.
Η Βενετία ιδρύθηκε το 421 μετά από την καταστροφή γειτονικών οικισμών από τους Λομβαρδούς. Στις μετατοπίσεις των Ιταλικών συνόρων των επόμενων αιώνων, η Βενετία επωφελήθηκε από την παραμονή της κάτω από τον έλεγχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και πολύ περισσότερο ως το βορειοδυτικό προπύργιο της κεντρικής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη. Κατά την επανάκτηση των Ιταλικών κτήσεων από τον Ιουστινιανό, η Βενετία ήταν ένα σημαντικό οχυρό για το Αυτοκρατορικό Εξαρχάτο της Ραβέννας.[3] Το πολιτικό κέντρο του εξαρχάτου και οι ανώτεροι στρατιωτικοί αξιωματούχοι της Αυτοκρατορίας βρίσκονταν στη Ραβέννα.[4][5] Οι δευτερεύοντες στρατιωτικοί αξιωματικοί που ήταν οι εκπρόσωποί τους στην Ενετική λιμνοθάλασσα ονομάζονταν χιλίαρχοι (tribuni) και μόλις το 697 η λιμνοθάλασσα απέκτησε ξεχωριστή στρατιωτικοί διοίκηση υπό έναν δούκα (Δόγης).[6] Παρά την εκλογή του πρώτου δόγη, στοιχεία υποτέλειας, όπως τιμές και παράσημα από τον Αυτοκράτορα στο δόγη, καταδεικνύουν πως η Βενετία θεωρείτο μέρος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ακόμη και μετά την κατάληψη της Ραβέννας από τους Λομβαρδούς.[7] Ανεξάρτητα από τη σύναψη της Ειρήνης του Νικηφόρου (Pax Nicephori, 803), η οποία αναγνώριζε τη Βενετία ως Βυζαντινό έδαφος, η επιρροή του Βυζαντινού Αυτοκράτορα άρχισε σταδιακά να εξασθενεί.[7] Μέχρι το έτος 814, η Βενετία είχε αρχίσει να λειτουργεί ως μια πλήρως ανεξάρτητη δημοκρατία.[8] Ακόμη κι έτσι, η Βενετία έγινε εταίρος της Αυτοκρατορίας, και της παραχωρήθηκαν εμπορικά προνόμια από τον Αυτοκράτορα μέσω συμφωνιών[9] όπως η Βυζαντινο–Ενετική Συνθήκη του 1082.
Η Τέταρτη Σταυροφορία (1202–1204) σκόπευε αρχικά στην εισβολή σε Μουσουλμανικές περιοχές· αντιθέτως, οι Σταυροφόροι επιτέθηκαν εναντίον της πρωτεύουσας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, την Κωνσταντινούπολη, με αποτέλεσμα την προσωρινή διάλυση της Αυτοκρατορίας και την άλωση της πρωτεύουσας της.[10] Καθώς η Βενετία ήταν ένα από τα συμμετέχοντα κράτη στη Σταυροφορία, οι σχέσεις της με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία εντάθηκαν κατά την περίοδο αυτή.[11] Ακόμη, με το να προσαγορεύσει τον εαυτό του "Κύριο του ενός τετάρτου και μισού ολόκληρης της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας", ο τότε Δόγης της Βενετίας, Ερρίκος Δάνδολος, συνέβαλε στην επιδείνωση των σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών.[11][12] Προσπάθειες για βελτίωση των σχέσεων, για παράδειγμα μέσω της Συνθήκη του 1219, απεδείχθησαν ανεπιτυχείς.[13] Μια περίοδος φιλικών σχέσεων ακολούθησε μόνο μετά τους Σικελικούς Εσπερινούς το 1282, όταν η Βενετία, προβλέποντας την πτώση του Καρόλου, του Γάλλου βασιλιά της Σικελίας, άρχισε να συγκροτεί στενότερες σχέσεις με το Βυζάντιο.[14] Η Βενετία είχε δεσμευτεί μέσω συνθήκης με τον Κάρολο εναντίον του Βυζαντίου το 1281.[14]
Τα Επτάνησα αναφέρονταν τόσο συλλογικά όσο και καθένα ξεχωριστά με διάφορα ονόματα. Μετά από την ανακατάληψη της Κεφαλλονιάς από τη Βενετία στις 24 Δεκεμβρίου 1500, η διοίκηση της άμυνας των νησιών ανατέθηκε σε έναν αξιωματούχο με έδρα την Κέρκυρα. Αυτό αναφερόταν ως "Γενικός Προβλεπτής των Τριών Νήσων" (Provveditore Generale delle Tre Isole).[15] Ο όρος Τρεις Νήσοι αναφέρεται στην Κέρκυρα, την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο, τα τρία μεγαλύτερα από τα νησιά[15] Το Βενετικό ισοδύναμο του ονόματος Ιόνια Νησιά είναι Ixołe Jonie και το Ιταλικό Isole Ionie.
Ακολουθούν τα επτά κύρια νησιά από το πιο βόρειο στο πιο νότιο, συμπεριλαμβανομένων και των Ιταλικών ονομάτων τους.
- Κέρκυρα (Corfù)[16]
- Παξοί (Passo)[17]
- Λευκάδα (Santa Maura or Lèucade)[16]
- Κεφαλλονιά (Cefalonia)[16]
- Ιθάκη (Itaca, Val di Compare or Piccola Cefalonia)[18]
- Ζάκυνθος (Zante or Zacinto)[16]
- Κύθηρα (Cerigo)[19]
Τα Κύθηρα και η Λευκάδα ονομάζονταν και Çuha Adası ή Çuka Adası και Ayamavra αντιστοίχως από τους Οθωμανούς κατά την Οθωμανική περίοδο κατοχής τους.
Ρωμαϊκή και Βυζαντινή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, τα Επτάνησα ήταν μέρος διαφορετικών ρωμαϊκών επαρχιών της Αχαΐας και της Παλαιάς Ηπείρου.[22] Τελικά τα νησιά, με εξαίρεση τα Κύθηρα, θα σχηματίσουν το Βυζαντινό θέμα της Κεφαλληνίας, στα τέλη του 8ου αιώνα.[23] Από τα τέλη του 11ου αιώνα, τα Επτάνησα έγιναν πεδίο μάχης στους πολέμους μεταξύ των Βυζαντινών και των Νορμανδών. Το νησί της Κέρκυρας ανήκε στους Νορμανδούς στις περιόδους 1081-1085 και 1147–1149, ενώ οι Ενετοί το πολιόρκησαν ανεπιτυχώς το 1122–1123. Το νησί της Κεφαλλονιάς πολιορκήθηκε και αυτό ανεπιτυχώς το 1085, αλλά λεηλατήθηκε το 1099 από την Πίζα και το 1126 από τους Ενετούς.[24]Τελικά, η Κέρκυρα και το υπόλοιπο θέμα, εκτός της Λευκάδας, καταλήφθηκαν από τους Νορμανδούς υπό τον Γουλιέλμος Β' της Σικελίας το 1185. Παρά το γεγονός ότι η Κέρκυρα επανακτήθηκε από του Βυζαντινούς το 1191, το Βυζάντιο έχασε εφεξής τα υπόλοιπα νησιά, τα οποία σχημάτισαν το Παλατινή Κομητεία της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου υπό τον Έλληνα ναύαρχο του Γουλιέλμου, Μαργαριτώνη
Μετά την Τέταρτη Σταυροφορία και την υπογραφή της Partitio Terrarum Imperii Romaniae, της συνθήκης διανομής των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κέρκυρα βρέθηκε υπό Ενετική κυριαρχία.[27] Ωστόσο, το 1207, ο δόγης Πιέτρο Τζάνι παραχώρησε το νησί ως φέουδο σε δέκα Ενετούς αριστοκράτες, με την προϋπόθεση ότι θα επιδείξουν αφοσίωση στη Βενετική Δημοκρατία και ότι θα πληρώνουν φόρους.[28] Η Κέρκυρα όμως πέρασε στα χέρια του Δεσποτάτου της Ηπείρου γύρω στο 1214 και κατακτήθηκε το 1257 από τον Μάνφρεντ της Σικελίας, ο οποίος τοποθέτησε εκεί επικεφαλής των ανατολικών κτήσεών του το ναύαρχο Φιλίπ Σινάρ. Εντούτοις, μετά την ήττα του Μανφρέντ στη Μάχη του Μπενεβέντο και την υπογραφή τηςΣυνθήκης του Βιτέρμπο στις 27 Μαΐου 1267, η Κέρκυρα έγινε κτήση του Ανδεγαυικού Βασιλείου της Νάπολης.[29] Εν τω μεταξύ, τα υπόλοιπα νησιά συνέχισαν να αποτελούν μέρος τηςΠαλατινής Κομητείας,[30][31] το οποίο κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του διοικείτο από τρεις οικογένειες: την οικογένεια των Ορσίνι, τον Οίκο των Ανδεγαυών και την οικογένεια των Τόκκων.[32] Η διοίκηση των Τόκκων διήρκεσε 122 χρόνια, μέχρι το 1479, όταν οι Οθωμανοί κατέλαβαν την Κεφαλλονιά, τη Ζάκυνθο και την Ιθάκη
Στις 13 Φεβρουαρίου 1386 η Κέρκυρα έγινε για ακόμη μια φορά Ενετική κτήση, και αυτή τη φορά θα διαρκούσε μέχρι το τέλος της Δημοκρατίας.[33] Η ενσωμάτωση στις κτήσεις της Βενετίας έγινε οικειοθελώς από τους πολίτες της Κέρκυρας.[34] Στις 10 Μαΐου, οι Κερκυραίοι διόρισαν πέντε πρεσβευτές να θέσουν τις υπηρεσίες τους στην Ενετική Γερουσία.[33] Οι Οθωμανοί έκαναν αρκετές προσπάθειες να καταλάβουν την Κέρκυρα, η πρώτη από τις οποίες ήταν το 1537.[35] Αυτή η επίθεση οδήγησε τη Βενετία σε συμμαχία με τον Πάπα και τον Κάρολο Κουίντο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, γνωστή και ως Ιερή Συμμαχία.[36] Μία άλλη ανεπιτυχής επίθεση των Οθωμανών ήταν αυτή του Ιουλίου του 1716.[37]
Μετά το διαμελισμό των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας το 1204, τα Κύθηρα έπεσαν σε Βενετικά χέρια· Η Βενετία έστειλε εκεί το Μάρκο Βενιέρι, το 1207.[38] Τ Κύθηρα και τα Αντικύθηρα αποτέλεσαν μέρος του Ενετικού Stato da Mar για πρώτη φορά το 1363, το οποίο ακολούθησε μια διακοπή από την τρίχρονη τουρκική κατοχή, μεταξύ 1715 και 1718.[39] Με την υπογραφή της Συνθήκης του Πασάροβιτς τα Κύθηρα και τα γειτονικά Αντικύθηρα πέρασαν στην Ενετική Δημοκρατία και έμειναν κάτω από την κυριαρχία της μέχρι την διάλυσή της, το 1797.[40]
Η τουρκική κατοχή των τριών νησιών της Κεφαλλονιάς, της Ζακύνθου και της Ιθάκης ήταν βραχύβια. Το 1481, δύο χρόνια μετά την έναρξη της Τουρκικής κατοχής, ο Αντόνιο Τόκκο, εισέβαλε και κατέλαβε για λίγο την Κεφαλλονιά και τη Ζάκυνθο αλλά σύντομα απομακρύνθηκε από τους Ενετούς.[41] Η Ζάκυνθος επανακτήθηκε επίσημα από τους Ενετούς το 1485[42][43][44] Έπειτα, η Κεφαλλονιά, μετά από δεκαέξι χρόνια τουρκικής κατοχής (1484–1500), εντάχθηκε στο Stato da Mar στις 24 Δεκεμβρίου 1500, μετά την Πολιορκία του Αγίου Γεωργίου.[43][44] Εντέλει, η Ιθάκη, ακολουθώντας την τύχη της Κεφαλλονιάς, καταλήφθηκε από τους Ενετούς το 1503.[45]
Η Λευκάδα, τμήμα του Δεσποτάτου της Ηπείρου από την ίδρυσή του το 1205, εντάχθηκε στην Παλατινή Κομητεία της Κεφαλλονιάς από τον Λεονάρδο το 1362.[46] Το Δεσποτάτο της Ηπείρου ήταν μία από τις τρεις εξόριστες Βυζαντινές Αυτοκρατορίες, ένα από τα τρία Ελληνικά διάδοχα κράτη που δημιουργήθηκαν μετά την Τέταρτη Σταυροφορία το 1204.[47]Ακολουθώντας την τύχη των υπόλοιπων κεντρικών Επτανήσων, καταλήφθηκε από τους Τούρκους το 1479 και έπειτα από τους Ενετούς το 1502.[32][48] Ωστόσο, αυτή η Ενετική κατοχή δεν κράτησε γγια πολύ, καθώς η Λευκάδα δόθηκε πίσω στους Οθωμανούς ένα χρόνο αργότερα.[49] Η Τουρκική κατοχή της Λευκάδας διήρκεσε πάνω από 200 χρόνια, από το 1479 έως το 1684, όταν ο Φραντζέσκο Μοροζίνι επιτέθηκε και υπέταξε το νησί στη διάρκεια του Πολέμου του Μωρέα.[50] Η Λευκάδα, ωστόσο, δεν έγινε επίσημα Ενετική μέχρι το 1718, με την υπογραφή της Συνθήκης του Πασάροβιτς.[51]
Ο Ναπολέων Βοναπάρτης κήρυξε πόλεμο ενάντια στη Βενετία στις 3 Μαΐου 1797.[52] Η υπογραφή της Συνθήκη του Καμποφόρμιο, στις 17 Οκτωβρίου 1797, συνετέλεσε στη διάλυση της Δημοκρατίας της Βενετίας και στο διαμελισμό των εδαφών της μεταξύ της Γαλλίας και της Αυστρίας.[53] Τα εδάφη του Terraferma μέχρι τον ποταμό Αδίγης, η ίδια η πόλη και οι βαλκανικές κτήσεις της Ίστριας και της Δαλματίας παραχωρήθηκαν στην Αυστρία.[54] Τα Επτάνησα, τμήμα των θαλάσσιων κτήσεων, παραχωρήθηκαν στη Γαλλία.[55] Ο Ναπολέων οργάνωσε τα νησιά σε τρία διαμερίσματα (départements): Corcyre, Ithaque, και Mer-Égée.[56][57] Το πρώτο διαμέρισμα συμπεριελάμβανε την Κέρκυρα και τους Παξούς, καθώς επίσης και τις πρώην Βενετικές κτήσεις της Βουθρωτού και της Πάργας που βρίσκονται στην Ήπειρο.[57] Το δεύτερο αποτελείτο από τα νησιά της Κεφαλλονιάς, της Ιθάκης και της Λευκάδας, ενώ η Ζάκυνθος και α Κύθηρα ήταν τμήμα του τρίτου διαμερίσματος.[58] Η Γαλλική κατοχή, ωστόσο, δεν διήρκεσε πολύ, καθώς Η Ρωσική Αυτοκρατορίασυμμάχησε με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το Σεπτέμβριο του 1798, και το 1799 μία Ρωσο-Οθωμανική ναυτική εκστρατεία κατέλαβε τα νησιά.[59] με την υπογραφή μιας συνθήκης μεταξύ της Ρωσίας και της Υψηλής Πύλης στις 21 Μαρτίου 1800, ιδρύθηκε μία ανεξάρτητη νησιωτική δημοκρατία υπό την προστασία και των δύο αυτοκρατοριών.[60] Το όνομα του νέου κράτους συμφωνήθηκε να είναι "Επτάνησος Πολιτεία" και περιελάμβανε όλα τα εδάφη των τριών πρώην γαλλικών διαμερισμάτων, εξαιρουμένων των ηπειρωτικών κτήσεων της Πάργας, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας και του Βουθρωτού.[61] Με τη Συνθήκη του Τιλσίτ το 1807, τα νησιά δόθηκαν πίσω στη Γαλλία από τη Ρωσία.[62] Τον Οκτώβριο του 1809, η Μεγάλη Βρεταννία έλαβε υπό την κατοχή της όλα τα νησιά εκτός της Κέρκυρας, η οποία παραδόθηκε από τους Γάλλους το 1814.[63][64] Το 1815, τα Επτάνησα έγιναν Βρετανική αποκία υπό το όνομα Ηνωμένον Κράτος των Ιονίων Νήσων.[61]
Ο πολιτικός και στρατιωτικός διοικητής των Επτανήσων ήταν ο Provveditore generale da Mar (Γενικός Προβλεπτής της Θάλασσας), ο οποίος διέμενε στη Κέρκυρα και είχε την ανώτατη ηγεσία του ένοπλου Ενετικού στόλου. Τα πρώτα χρόνια της Ενετικής κυριαρχίας ο Προβλεπτής εκλεγόταν μόνο σε περιπτώσεις ανάγκης και σε μερικές περιστάσεις εν καιρώ ειρήνης και διοριζόταν ως Provveditore generale delle tre Isole, "Γενικός Προβλεπτής των Τριών Νήσων".[65]
Οι αρχές σε κάθε νησί διακρίνονταν σε δύο είδη: στις Ενετικές, που καταλαμβάνονταν από Ενετούς και αντιπροσώπευαν το κυρίαρχο κράτος και την πολιτική και στρατιωτική του δύναμη πάνω στα νησιά και οι εγχώριες αρχές που διορίζονταν από το Κοινοτικό Συμβούλιο (Consiglio della Comunità).[66] Οι Ενετοί διορίζονταν από το Μεγάλο Συμβούλιο της Βενετίας. Υπήρχαν τρεις αξιωματούχοι που συγκροτούσαν το reggimento("διοίκηση") κάθε νησιού.[67] Ο επικεφαλής του reggimento είχε τον τίτλο του Provveditore (Προβλεπτής) σε όλα τα νησιά εκτός της Κέρκυρας, όπου αποκαλείτο Bailo.[68] Τους τίτλους αυτούς μπορούσαν μόνο να κατέχουν ευγενείς.[69] Οι κατώτεροι Ενετοί αξιωματούχοι ήταν οι consiglieri(σύμβουλοι), δύο σε κάθε νησί, που εκτελούσαν διοικητικά και δικαστικά καθήκοντα μαζί με τον Provveditore κάθε νησιού.[70] Οι αρμοδιότητες των Provveditore περιελάμβαναν επίσης ασφάλεια από εχθρικές επιδρομές, φορολόγηση, θρησκευτικά και άλλα θέματα.[71]
Στην Κέρκυρα, οι Ενετικές αρχές περιελάμβαναν έναν Bailo, έναν Provveditore και έναν Capitano, δύοConsiglieri, έναν Capitano della cittadella και έναν Castellano della fortezza. Στην Κεφαλλονιά και στη Ζάκυνθο υπήρχαν μόνο ένας Provveditore και δύο Consiglieri.[65] Ωστόσο, το 1595, ένας άλλος provveditore διορίστηκε στο Φρούριο της Άσσου (Fortezza d'Asso), στην Κεφαλλονιά.[72] Όταν ενσωματώθηκε και η Λευκάδα ένας Provveditore ordinario και ένας Provveditore straordinario έγιναν οι αντιπρόσωποι της Βενετίας στο νησί.[65] Στα Κύθηρα, το reggimento αποτελείτο τόσο από έαν Provveditore όσο και από έναν castellano.[73] Οι εγχώριες αρχές σε κάθε νησί περιελάμβαναν το Consiglio Maggiore (Μεγάλο Συμβούλιο) και το Consiglio Minore (Μικρό Συμβούλιο) τοοποίο απαρτιζόταν από μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.[69]
Υπήρχαν δέκα φρούρια σε όλα τα νησιά, με ένα σε κάθε νησί που χρησίμευε ως πρωτεύουσα. [72] Στην Κέρκυρα, πάραυτα, υπήρχαν τρία φρούρια· δύο μέσα στην πόλη της Κέρκυρας (Παλαιό και Νέο Φρούριο, Fortezza Vecchia και Fortezza Nuova) και το Αγγελόκαστρο.[72] Στην Κεφαλλονιά υπήρχαν δύο, το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου ή Φρούριο της Κεφαλλονιάς (Città di Cefalonia) και το Φρούριο της Άσσου (Fortezza d'Asso) στο βόρειο μέρος.[72][74]
Η επτανησιακή οικονομία κατά την περίοδο της Ενετικής κυριαρχίας βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό στην εξαγωγή τοπικών προϊόντων.[75] Το πιο σημαντικό από τα αγροτικά προϊόντα της Κέρκυρας ήταν το ελαιόλαδο. [76] Στα νησιά της Κεφαλλονιάς και της Ζακύνθου οι κυριότερες εξαγωγές αφορούσαν τις σταφίδες, το ελαιόλαδο και το κρασί.[77][78] Ένα από τα σημαντικότερα προϊόντα που εξάγονταν από όλα τα νησιά ήταν το ελαιόλαδο. Ελαιώνες είχαν φυτευτεί σε όλα τα νησιά κατά τη διάρκεια της Ενετικής περιόδου, καθώς το ελαιόλαδο ήταν σημαντικό για την οικονομία της Βενετίας.[79] Παρά το γεγονός ότι η παραγωγή ήταν επιτυχής, η Δημοκρατία επέτρεπε την εξαγωγή του ελαιολάδου μόνο στη Βενετία.[79] Στατιστικά για τα έτη 1766-1770 δείχνουν 1,905,917 ελιές στην Κέρκυρα, 113,161 στη Ζάκυνθο, 38,516 στην Κεφαλλονιά, 44,146 την Λευκάδα και 31,884 στα Κύθηρα.[80]
Μολαταύτα, η εξαγωγή σταφίδας ήταν το σημαντικότερο εξαγώγιμο προϊόν κατά την Ενετική περίοδο. Μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα, η Ζάκυνθος, η Κεφαλλονιά και ένα μέρος της Ιθάκης είχαν γίνει ένα σημαντικό κέντρο του εμπορίου σταφίδας.[81] Εξαιτίας του άγριου ανταγωνισμού μεταξύ Βενετίας και Ηνωμένου Βασιλείου, η Ενετοί απαγόρευσαν την ελεύθερη εξαγωγή σταφίδας από τα νησιά.[82] Ένα άλλο μέτρο ήταν ο nuova imposta, ένας βαρύς εξαγωγικός δασμός για τα ξένα πλοία.[83]
Το νόμισμα των νησιών κατά την Ενετική περίοδο ήταν η Βενετική λίρα, όπως και στη Βενετία.[84] Συγκεκριμένα, υπήρχε μια ειδική κυκλοφορία για τα Επτάνησα· από τη μία πλευρά του νομίσματος υπήρχε η πλήρης ή η σύντομη επιγραφή CORFU/CEFALONIA/ZANTE σε τρεις γραμμές. Η άλλη πλευρά του νομίσματος απεικονίζει τον φτερωτό λέοντα του Αγίου Μάρκου, κρατώντας την Αγία Γραφή στα μπροστινά του πόδια.[85]
Κατά την Ενετική εποχή, όλες οι διοικητικές πράξεις συντάσσονταν στη Βενετική γλώσσα,[90] την επίσημη γλώσσα του κράτους.[91] Η ελληνική γλώσσα εξακολούθησε να ομιλείται από τους χωρικούς, ενώ τα Ιταλικά (Βενετικά) υιοθετήθηκαν από την ανώτερη τάξη και προτιμείτο στις πόλεις.[92] Έτσι, η Βενετική γλώσσα έγινε, αν όχι η κυρίαρχη γλώσσα των Επτανησίων, τουλάχιστον πιο συχνή.[93] Οι Βενετοί δεν έκαναν πολλά στον τομέα της εκπαίδευσης,[94] κυρίως γιατί η μόρφωση δεν ήταν κρατική υπόθεση αλλά ιδιωτική.[95] Άλλοι συγγραφείς, όμως, θεωρούν πως αυτό έγινε σκοπίμως εκ μέρους της κεντρικής διοίκησης, ως μέρος της αποικιακής πολιτικής της Βενετίας.[96] Άνθρωποι που ανήκαν στις ανώτερες τάξεις, αυτή των ευγενών και των αστών) ήταν περισσότερο πιθανόν να είναι μορφωμένοι και να έχουν σπουδάσει σε ένα ιταλικό πανεπιστήμιο, και ιδίως στοΠανεπιστήμιο της Πάδοβας.[97][98] Η πρώτη λογοτεχνική ακαδημία στα νησιά, η Accademia degli Assicurati, που ιδρύθηκε στην Κέρκυρα το 1656 από ιδιώτες, βασίστηκε στις ακαδημίες που λειτουργούσαν εκείνη την περίοδο στη Μητρόπολη.[99] Είχε ως έμβλημα δύο βράχους κάτω από έναν φτερωτό λέοντα, με την επιγραφή His Semper να αιωρείται στον αέρα.[99]
Οι Βενετοί, όντας Καθολικοί, διατήρησαν τα προνόμια που απολάμβανε ο Καθολικός κλήρος στα νησιά από την περίοδο της Παλατινής Κομητείας.[100]Οι Ρωμαιοκαθολικοί δεν ήταν μεγάλη κοινότητα και, κατά την Ενετική περίοδο, ήταν κυρίως συγκεντρωμένοι στην Κέρκυρα και στην Κεφαλλονιά.[101] Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν απόγονοι Ιταλών εποίκων αλλά υπήρχαν επίσης και περιπτώσεις αλλαγής δόγματος από ορθόδοξους.[102] Σύμφωνα με το νόμο, οι Έλληνες Ορθόδοξοι ιερείς και μοναχοί έπρεπε να δεχτούν τος Καθολικούς ως ανωτέρους τους,[102] ωστόσο οι Βενετοί έβαζαν τα συμφέροντα της Δημοκρατίας πάνω από τα συμφέροντα του Βατικανού.[100] Επιπλέον, οι μεικτοί γάμοι μεταξύ Καθολικών και Ορθοδόξων Χριστιανών ήταν επιτρεπτοί.[101] Αυτοί ήταν οι δύο κυριότεροι παράγοντες για την παρακμή του Καθολικισμού στα Επτάνησα.[101][103]
Οι Εβραίοι ήταν επίσης αυτόχθονη θρησκευτική ομάδα στα νησιά κατά την Ενετική περίοδο. ήταν ακόμη λιγότεροι σε αριθμό από ότι οι Καθολικοί· το 1797 ο πληθυσμός των Εβραίων στην Κέρκυρα φαίνεται να είναι μόλις 2.000[104] Η Εβραϊκή παρουσία στην Κέρκυρα ανιχνεύεται από τον 12ο-13ο αιώνα.[105] Στην Κεφαλλονιά, υπάρχουν στοιχεία Εβραϊκής παρουσίας στην παλαιά πρωτεύουσα, το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου, από τις αρχές του 17ου αιώνα.[106] Όταν η πρωτεύουσα του νησιού μεταφέρθηκε στο Αργοστόλι, οι Εβραίοι εγκαταστάθηκαν εκεί.[1
Στις παλιές κτήσεις της Βενετίας, αλλά κυρίως στα Επτάνησα, η μνήμη της της Ενετικής περιόδου είναι βαθιά ριζωμένη στους κατοίκους, που την ανακαλούν με νοσταλγία ακόμη και μετά από τόσο καιρό και τόσα γεγονότα.[109] Εξαιτίας της μακράς Ενετικής περιόδου κατοχής, τα ήθη και οι παραδόσεις των κατοίκων των Επτανήσων είναι ένα μείγμα Ελληνικών και Ιταλικών. [110] Η Βενετική επιρροή απεικονίζεται σε όλες τις πτυχές του πολιτισμού και της καθημερινής ζωής. Το 1800 ιδρύθηκε η Επτάνησος Πολιτεία; η σημαία της βασίστηκε στη σημαία της Βενετίας.[111] Επιπρόσθετα, η Ιταλική γλώσσα ήταν η επίσημη γλώσσα (μαζί με τα ελληνικά) τόσο της Επτανήσου Πολιτείας όσο και του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων.[112] Εξαιτίας της θέσης της, η Ιταλική διδασκόταν επίσης στα σχολεία, μαζί με τα Ελληνικά και τα Αγγλικά (τα Επτάνησα ήταν προτεκτοράτο του Ηνωμένου Βασιλείου από το 1815 μέχρι1864).[113] Τον Πρώτο Χρόνο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, παραδείγματος χάριν, τα Ελληνικά διδάσκονταν τέσσερις φορές την εβδομάδα, τα Ιταλικά τρεις και τα Αγγλικά δύο.[113] Στην ελληνική απογραφή του 1907, 4.675 άτομα από τα Επτάνησα δήλωσαν ως δόγμα τους τον Καθολικισμό, δηλαδή το 1,8% του συνολικού πληθυσμού (254.494), ενώ 2.541 (1%) Επτανήσιοι δήλωσαν την Ιταλική ως τη μητρική τους γλώσσα, κάνοντάς την τη δεύτερη γλώσσα στα Επτάνησα σε αριθμό ομιλητών.[114] Η Ιταλική γλώσσα παραμένει ακόμη δημοφιλής στα νησιά. Η Ένωση Επτανησίων Ελλάδας, μια αστική μη κερδοσκοπική εταιρία που εργάζεται για την προώθηση του Επτανησιακού πολιτισμού, αντιτάχθηκε στην απόφαση του Υπουργείου να καταργήσει τη διδασκαλία των Ιταλικών στα σχολεία, δηλώνοντας ότι "Ειδικά για τα Ιόνια νησιά η επιλογή της Ιταλικής γλώσσας αποτελεί πλέον μια παράδοση για τα σχολεία τους, αλλά και μια αναγκαία γλώσσα λόγω της μεγάλης τουριστικής κίνησης από την Ιταλία και των λοιπών σχέσεων π.χ. πολιτιστικών, εμπορικών κλπ. των νησιών με τη χώρα αυτή." και προτείνουν "σεβασμό στους μαθητές, και στις επιλογές γλωσσομάθειας τους (...) και αναγνώριση του δικαιώματος τους να διδάσκονται τη γλώσσα που επιθυμούν και ειδικά τα Ιταλικά που είναι η γλώσσα με τη μεγαλύτερη προτίμηση στα νησιά του Ιονίου πελάγους και όχι μόνο".[115]
Αυτά τα πολιτισμικά κατάλοιπα της ενετικής περιόδου αποτέλεσαν και το κύριο αίτιο της επιθυμίας του Μουσολίνι να εντάξει τα Ιόνια Νησιά στο Βασίλειο της Ιταλίας.[116][117] Ακόμη και πριν το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ο Μουσολίνι είχε εκφράσει την επιθυμία του για προσάρτηση των Ιονίων Νήσων ως μέρος των ευρύτερων σχεδίων του για μια Ιταλική Αυτοκρατορία με επίκεντρο την Μεσόγειο Θάλασσα.[118]Στις 15 Οκτωβρίου, σε ένα συμβούλιο που πραγματοποιήθηκε στο Palazzo Venezia, έλαβε την τελική απόφαση για την κατάληψη της Ελλάδας.[119]Αρχικός του στόχος ήταν η κατάληψη της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλλονιάς.[120] Μετά την ολοκληρωτική κατάκτηση της Ελλάδας, στις αρχές Απριλίου του 1941, οι εισβολείς διαίρεσαν τα εδάφη της σε τρεις κατοχικές ζώνες. Οι Ιταλοί κατείχαν το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας, συμπεριλαμβανομένων των Ιονίων Νήσων.[121] Ο Μουσολίνι ενημέρωσε τον Στρατηγό Κάρλο Τζελόσο ότι τα Ιόνια Νησιά θα αποτελούσαν ξεχωριστήΙταλική Επαρχία μέσω μιας de facto προσάρτησης, ωστόσο οι Γερμανοί δεν ήσαν θετικοί σε ένα τέτοιο σενάριο.[122] Πάραυτα, οι ιταλικές Αρχές συνέχισαν απρόσκοπτα την προετοιμασία του εδάφους για την προσάρτηση αυτή.[122] Τελικά, στις 22 Απριλίου του 1941, έπειτα από σειρά συζητήσεων μεταξύ γερμανικών και ιταλικών Αρχών, ο Γερμανός führer Αδόλφος Χίτλερ συμφώνησε στο να προχωρήσει η Ιταλία στην de factoπροσάρτηση των νησιών.[123][124] Έκτοτε, και μέχρι το τέλος του πολέμου, τα νησιά υπέστησαν μια διαδικασία ιταλοποίησής τους σε όλους τους τομείς, από την τοπική τους διοίκηση έως την τοπική τους οικονομία.[1
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου