Ο Αλεσσάντρο
Σκαρλάττι (ιτ. Alessandro Scarlatti, 2 Μαΐου 1660 – 24 Οκτωβρίου 1725) ήταν
Ιταλός συνθέτης της εποχής μπαρόκ. Έγραψε πλήθος όπερες και καντάτες δωματίου,
ενώ θεωρείται ο «πατέρας» της Ναπολιτάνικης όπερας. Οι γιοί του, Ντομένικο και
Πιέτρο Φίλιππο έγιναν επίσης γνωστοί συνθέτες.
16/06/2012
Ο Σκαρλάττι
γεννήθηκε στο Παλέρμο, μέρος του τότε Βασιλείου της Σικελίας. Υπήρξε μαθητής
του Τζιάκομο Καρίσσιμι στη Ρώμη, όπου και παρουσιάστηκε η πρώτη του όπερα, Gli
Equivoci nell sembiante το 1679. Το έργο συγκίνησε τη Βασίλισσα Χριστίνα της
Σουηδίας, που διέμενε τότε στη Ρώμη, η οποία του προσέφερε τη θέση του Maestro
di Cappella (μουσικός διευθυντής του παρεκκλησίου). Τον Φεβρουάριο του 1684
διορίζεται μουσικός διευθυντής του παρεκκλησίου του Αντιβασιλέα της Νάπολης·
είναι πιθανό να μεσολάβησε η αδελφή του συνθέτη, τραγουδίστρια της όπερας, η
οποία ενδεχομένως να διατηρούσε σχέσεις με τον Ναπολιτάνο ευγενή. Κατά τη
διαμονή του εκεί, έγραψε μια σειρά από όπερες, που κέρδισαν το κοινό χάρη στη
εκφραστικότητα και τη ροή τους, ενώ συνέθεσε πολλά άλλα έργα για εθνικές εορτές
και επετείους.
Το 1702 ο
Σκαρλάττι εγκαταλείπει τη Νάπολη και δεν επιστρέφει παρά μόνο αφού η Αυστρία
έχει κατατροπώσει τους Ισπανούς κατακτητές. Στο μεσοδιάστημα βρίσκει
επαγγελματική στέγη στον μαικήνα Φερδινάνδο των Μεδίκων, για τον οποίο γράφει
όπερες, που παίζονται στο ιδιωτικό του θέατρο κοντά στη Φλωρεντία. Επιπλέον,
αναλαμβάνει τη μουσική διεύθυνση του παρεκκλησίου του Καρδιναλίου Οττομπόνι, ο
οποίος τον επόμενο χρόνο τον προτείνει για μαέστρο στη Βασιλική της Σάντα Μαρία
Ματζιόρε της Ρώμης.
Έχοντας
επισκεφθεί τη Βενετία και το Ουρμπίνο το 1707, επιστρέφει το 1708 στη Νάπολη,
όπου και παραμένει μέχρι το 1717. Οι Ναπολιτάνοι έχουν ωστόσο κουραστεί από τη
μουσική του, και ο Σκαρλάττι στρέφεται στο -πιο δεκτικό- κοινό της Ρώμης. Στο
Θέατρο Καπρανίκα ανεβαίνουν μερικές από τις καλύτερές του όπερες, καθώς επίσης
και ορισμένα θρησκευτικά του έργα, που περιλαμβάνουν μια λειτουργία που έγραψε
το 1721 για τον Καρδινάριο Ακουαβίβα, προς τιμή της Αγίας Καικιλίας. Το
τελευταίο μεγάλης κλίμακας έργο του θεωρείται η ημιτελής σερενάτα, που έγραφε
για τους γάμους του πρίγκηπα Στιλιάνο, το 1723. Ο Σκαρλάττι απεβίωσε στη Νάπολη
το 1725.
Η μουσική
του
Η μουσική
του Σκαρλάττι αποτελεί σημαντικό συνδετικό κρίκο ανάμεσα στη φωνητική μουσική
του πρώιμου μπαρόκ, που έχει σαν κέντρο τη Φλωρεντία, τη Βενετία και τη Ρώμη,
και την κλασική σχολή τραγουδιού του 18ου αιώνα. Το ύφος του λειτουργεί ως
μεταβατικό στοιχείο: όπως και οι περισσότεροι Ναπολιτάνοι συνάδελφοί του,
δείχνει να έχει μια σχεδόν σύγχρονη αντίληψη της ψυχολογίας που σχετίζεται με
τη μετατροπία και χρησιμοποιεί σαν βασικό συστατικό την ασύμμετρη κατανομή των
φράσεων -τυπικό χαρακτηριστικό της Ναπολιτάνικης Σχολής. Στις πρώιμες όπερές
του διατηρούνται οι παλιές καντέντσες στα ρετσιτατίβι τους, ενώ οι μικρές τους
άριες συνοδεύονται πότε από κουαρτέτο εγχόρδων, πότε από συνεχές βάσιμο. Μέχρι
το 1686 έχει εδραιώσει τη φόρμα της Ιταλικής Ουβερτούρας, έχοντας παράλληλα
αντικαταστήσει τη -μέχρι τότε- διμερή μορφή της άριας με τη στροφική φόρμα ντα
κάπο. Οι πιο αξιοσημείωτες όπερες της εποχής περιλαμβάνουν τη "La
Rosaura" (1690) και τον "Pirro e Demetrio" (1694), στην οποία
περιέχονται οι φημισμένες άριες "Le Violette" και "Ben ti sta,
traditor".
Από το 1697
και εφεξής, επηρεασμένος πιθανόν από το ύφος του Τζιοβάννι Μπονοντσίνι και τη
βασιλική μόδα της εποχής, οι άριές του τείνουν να είναι πιο συμβατικές ως προς
το ρυθμικό τους στοιχείο, ενώ οι ενορχηστρώσεις φαίνονται κάπως βιαστικές και
ατημέλητες, όχι όμως χωρίς λαμπρότητα, καθώς χρησιμοποιεί συχνά τρομπέτες και
όμποε σε ταυτοφωνία με τα βιολιά. Οι όπερες που έγραψε για τον Φερδινάνδο των
Μεδίκων δεν σώζονται· ίσως εκεί θα ανακαλύπταμε ένα διαφορετικό ύφος, καθώς η
αλληλογραφία του με τον πρίγκηπα μαρτυρά μια πολύ ειλικρινή έμπνευση.
Το
αριστούργημά του, "Mitridate Eupatore", που γράφτηκε στη Βενετία το
1707, περιέχει εξαιρετικά προοδευτική μουσική σε σχέση με ό,τι είχε γράψει στη
Νάπολη, τόσο από άποψη τεχνικής, όσο και από την αισθητική σκοπιά. Οι ύστερές
του Ναπολιτάνικες όπερες μαρτυρούν το στοιχείο του εντυπωσιασμού, αλλά τους
λείπει το αισθηματικό βάθος· η ενορχήστρωση είναι πολύ πιο προσεγμένη απ' ό,τι
στο παρελθόν, καθώς ρίχνει το βάρος στη συνοδεία των φωνών χρησιμοποιώντας το
κουαρτέτο εγχόρδων, ενώ το τσέμπαλο χρησιμοποιείται αποκλειστικά στα θορυβώδη
και έντονα ριτορνέλλι. Ειδικά στην όπερα Θεοδώρα (1697) εισάγει για πρώτη φορά
το ορχηστρικό ριτορνέλλο. Οι τελευταίες του όπερες, γραμμένες για τη Ρώμη,
επιδεικνύουν ένα βαθύτερο ποιητικό συναίσθημα, όπου οι πιο ευδιάκριτες μελωδίες
συνδυάζονται με ένα πιο νεωτεριστικό ύφος ενορχήστρωσης· χρησιμοποιεί τα κόρνα
για πρώτη φορά, τα οποία προσδίδουν ένα εξαιρετικό εφέ.
Πέρα από τη
σύνθεση όπερας, ο Σκαρλάττι γράφει έναν μεγάλο αριθμό από ορατόρια και
σερενάτες, στα οποία διαφαίνεται ένα παρόμοιο ύφος μ'αυτό των μελοδραμάτων του.
Οι καντάτες του για σόλο φωνή φτάνουν περί τις 500 και αντικατοπτρίζουν τον
πλέον διανοουμενίστικο τύπο μουσικής δωματίου της εποχής· δυστυχώς οι
περισσότερες δεν εκδόθηκαν στις μέρες του και σώζονται μόνο σε χειρόγραφα. Οι
λειτουργίες του και έτερη θρησκευτική μουσική παίζουν έναν μάλλον μικρό ρόλο αν
αναλογιστούμε τα υπόλοιπα έργα του, ωστόσο στη Λειτουργία της Αγίας Καικιλίας
(1721) βλέπουμε να γεννάται ένα ύφος, που θα τελειοποιηθεί αργότερα, στα έργα
του Μπαχ και του Μπετόβεν. Όσο για τα οργανικά του έργα, τα οποία παρουσιάζουν
κάποιο ενδιαφέρον, διαφαίνεται μια προσκόλληση στο παρελθόν εν συγκρίσει με τα
φωνητικά του έργα.
ΔΕΙΤΕ ΤΟ ΛΗΜΜΑ ΕΔΩ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου