Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

Ας ξαναθυμηθούμε την καθαρή ποίηση του Ουνγκαρέττι, τις ρίζες της ποίησης

Giuseppe_Ungaretti_1

Ο Τζουζέππε  Ουνγκαρέττι (Giuseppe Ungaretti, 8 Φεβρουαρίου 1888 – 2 Ιουνίου 1970), υπήρξε κορυφαίος εκπρόσωπος της Σχολής του Ερμητισμού, κι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ιταλικής Λογοτεχνίας του 20ου αιώνα.  

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός, 06/04/2016

ΕΙΣΑΓΩΓΗ [1]

E compiangici  dunque, crudeltà [2]
                                                                                                    
«La pieta» (1928)

ΠΛΑΝΗΤΑΣ  ΒΙΟΣ: Ο Τζουζέππε  Ουνγκαρέττι (Μουχάρραμ  Μπέη, συνοικία της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου, 8 Φεβρουαρίου 1888[3] – Μιλάνο, νύχτα της 1ης με 2ης  Ιουνίου 1970), υπήρξε κορυφαίος εκπρόσωπος της Σχολής του Ermetismo (Ερμητισμού)[4], κι ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Ιταλικής Λογοτεχνίας του 20ου αιώνα.

Ήταν το δεύτερο παιδί (ο μοναδικός αδερφός του, ο Κονσταντίνο, γεννήθηκε το 1880)  μιας αστικής οικογένειας, κατάλοιπο παλαιών μεταναστών της Αιγύπτου από την πόλη Λούκκα της Τοσκάνης, που διατηρούσαν αρτοποιείο στη συνοικία Μουχάρραμ Μπέη της Αλεξάνδρειας, το οποίο διαχειριζόταν κυρίως η μητέρα του, Μαρία Λουναρντίνι. Ο πατέρας του, Αντόνιο, εργάστηκε στη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, όπου ένα ατύχημα το 1890 του αφαίρεσε τη ζωή. Απ’ την εννιάχρονη φοίτησή του Ουνγκαρέττι στο κολέγιο των ιερωμένων, Instituto Don Bosco, (σ’ αυτό φοίτησε και ο ηγέτης των Φουτουριστών[5], Φίλιππο Τομμάζο Μαρινέττι), αποκόμισε έντονη απέχθεια προς οποιαδήποτε μορφή πειθαρχίας. Σε ηλικία 17 ετών εγγράφεται στην École Suiss Jacot. Οι σχολές του Παρνασσισμού και Συμβολισμού, καθώς και το έργο των Μαλλαρμέ, Λεοπάρντι, Μπωντλαίρ, Ντ’ Αννούτσιο, Λαφόργκ, Ρεμπώ  και Νίτσε τον επηρεάζουν βαθιά. Η επαφή του με τους λογοτεχνικούς κύκλους της Αλεξάνδρειας, όπως και με τον Κωνσταντίνο Καβάφη (ο Ουνγκαρέττι είναι αυτός που διέδωσε την ποίησή του στην Ιταλία[6]) και ειδικά με το ντόπιο λογοτεχνικό περιοδικό Γράμματα συντελούν στην καλλιέργειά του. Η συχνή αλληλογραφία του με το φλωρεντινό περιοδικό La Voce και τον εκδότη του, Τζιουζέππε Πρετσολίνι, τον ορίζει ανταποκριτή του περιοδικού στην Αίγυπτο. Την εποχή αυτή, η σύνδεσή του με αναρχικούς και ανατρεπτικούς κύκλους και η συγγραφή  αναρχικών και αθεϊστικών άρθρων σε έντυπα παρόμοιας ιδεολογίας, συντελούν ώστε να διακριθεί ως εξαιρετικός δημοσιογράφος και κριτικός λογοτεχνίας.

Με χρήματα της μητέρας του, Μαρίας Λουναρντίνι, το 1912 μεταβαίνει στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τις νομικές σπουδές του. Κατά το ταξίδι του, κάνει διαδοχικές στάσεις σε Ρώμη, Φλωρεντία και Μιλάνο. Στη Φλωρεντία γνωρίζει την ομάδα του περιοδικού La Voce. Οι συστατικές επιστολές του Πρετσολίνι τον βοηθούν στις καλλιτεχνικές γνωριμίες του σε ονομαστά καφενεία του Παρισιού. Συνδέεται λοιπόν φιλικά με τους Απολλιναίρ, Βαλερύ, Πικάσσο, Μπρακ, Ντε Κίρικο, Ζακόμπ, Μοντιλιάνι, κ.α. Η κλίση του στα γράμματα τον οδηγεί να εγκαταλείψει τις νομικές σπουδές. Παρακολουθεί μαθήματα φιλοσοφίας και φιλολογίας με τον Ανρί Μπερξόν και άλλους στο École de France της Σορβόννης. Όμως η ανέμελη ζωή του αναστατώνεται από ένα λυπητερό γεγονός του καλοκαιριού του 1913: ο Μοχάμεντ Σέαμπ, ο καλύτερος φίλος του που τον είχε ακολουθήσει από την Αίγυπτο και ζούσε μαζί του στο Παρίσι, αυτοκτονεί. Το επόμενο έτος, σε  Έκθεση Φουτουριστών  γνωρίζει Ιταλούς εκπροσώπους της σχολής, όπως τους Τζιοβάνι Παπίνι, Αρντένγκο Σόφιτσι και Άλντο Παλατζέσκι, που τον καλούν να συνεργαστεί με το περιοδικό Lacerba. Το 1914, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, μεταβαίνει στο Μιλάνο, όπου εργάζεται ως καθηγητής της γαλλικής γλώσσας. Συνδέεται με λογοτεχνικούς κύκλους, αναπτύσσει ιδιαίτερη φιλία με τον φουτουριστή Κάρλο Καρρά και συνθέτει τους πρώτους στίχους του. Στα γραφεία της εφημερίδας Il Popolo d’ Italia γνωρίζει τον Μουσσολίνι, γνωριμία που χρησιμοποίησε για να βοηθήσει φίλους που είχαν πολιτικά προβλήματα.

Το 1915 το περιοδικό Lacerba δημοσιεύει το πρώτο του ποίημα «Il Paesaggio di Alessandria d’ Egitto» («Το τοπίο της Αλεξάνδρειας της Αιγύπτου»), και στο τέλος του έτους, επηρεασμένος από τους φουτουριστές που ήταν υπέρ του πολέμου και των αλυτρωτικών βλέψεων των χωρών, επιστρατεύεται ως απλός οπλίτης  στο 19ο Σύνταγμα Πεζικού στο Κάρσο. Όμως ο αρχικός του ενθουσιασμός της συμμετοχής στα πεδία των μαχών, κάμφθηκε και από τις εμπειρίες που αποκόμισε κατά την ετήσια παραμονή του στο μέτωπο, εκδίδει σε 80 αριθμημένα αντίτυπα την ποιητική συλλογή Il Porto sepolto (Το Βυθισμένο λιμάνι) στην πόλη Ούντινε με επιμέλεια του νεαρού ποιητή  Έττορε  Σέρρα. (Η συλλογή αυτή επανεκδόθηκε το 1923 στην πόλη της Λιγουρίας, Λα Σπέτσια, σε 500 αριθμημένα αντίτυπα με πρόλογο του Μουσσολίνι ύστερα από παράκληση του Έττορε Σέρα, κείμενο που για ευνόητους λόγους αφαιρέθηκε από τις κατοπινές εκδόσεις.) Το 1917 από το Κάρσο περνά στο Ιταλικό μέτωπο και το 1918 συμμετέχει στις μάχες της Καμπανίας της Γαλλίας.

Η λήξη του πολέμου τον βρίσκει στο Παρίσι, όπου συνεργάζεται με την εφημερίδα Sempre Avanti! που απευθύνεται σε Ιταλούς στρατιώτες. Με προτροπή του Μουσσολίνι παρακολουθεί τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων για λογαριασμό της εφημερίδας Il Popolo d’ Italia. Γράφει το πρώτο του δοκίμιο για τον Πετράρχη. Τομίδιο με γαλλικούς στίχους του, La Guerre (Ο  Πόλεμος), δημοσιεύεται στο Παρίσι. Ο εκδοτικός οίκος της Φλωρεντίας Vallecchi εκδίδει τη συλλογή  Allegria di Naufragi (Χαρά των Ναυαγίων), η οποία παίρνει οριστική μορφή το 1931. (Ο Ουνγκαρέττι ανανεώνει την ποιητική των Les Poètes Maudits[7] (Καταραμένων Ποιητών), κι επηρεάζεται από τη συλλογή του Γκιγιώμ Απολλιναίρ, Calligrammes[8], poèmes de la paix et de la guerre 1913-1916 (Καλλιγράμματα, ποιήματα της ειρήνης και του πολέμου 1913-1916, που εκδόθηκε το 1918 μετά τον θάνατο του ποιητή από ισπανική γρίπη. Το 1920 βρίσκει τον Ουνγκαρέττι να εργάζεται στο Γραφείο Τύπου της Ιταλικής Πρεσβείας στο Παρίσι. Στην πόλη του φωτός γνωρίζεται με τους Αντρέ Ζιντ, Τζέιμς Τζόυς, Μπενεντέττο Κρότσε και με τους αρχηγούς των Σουρεαλιστών και Ντανταϊστών, Αντρέ Μπρετόν και Τριστάν Τζαρά αντίστοιχα. Ο τελευταίος θεωρούσε τον Ντανταϊσμό ως εξέλιξη-μετάβαση του Ιταλικού Φουτουρισμού που εκπροσώπευαν οι Φίλιππο Τομμάζο Μαρινέττι, Αλμπέρτο Σαβίνιο, Τζούλιους Έβολα, Τζίνο Κανταρέλλι, Άλντο Φιότζι και Ενρίκο Πραμπολίνι. Συνδέεται επίσης με το λογοτεχνικό κύκλο του περιοδικού La Ronda. Παντρεύεται με πολιτικό γάμο την Ζαν Ντυπουά με την οποία το 1925 απέκτησε μια κόρη, την Άννα Μαρία, γνωστή ως Νινόν, κι ένα γιο, τον Αντονιέττο, το 1930.

Τα έτη 1921-1930 εργάζεται στη Ρώμη, στη σύνταξη του τριμηνιαίου δελτίου που εκδίδει το Γραφείο Τύπου του Υπουργείου Εξωτερικών. Μέχρι τότε, ο Μουσσολίνι είχε ήδη οργανώσει την Πορεία στη Ρώμη, η οποία ισχυροποίησε και την επιβολή του φασιστικού ρεύματος. Ο Ουνγκαρέττι εντάχθηκε στο εθνικό φασιστικό κόμμα το 1925. Σε δοκίμια του της περιόδου 1926-1929 που επανεκδόθηκαν το 1996, είχε καλέσει επανειλημμένα τον Ντούτσε να κατευθύνει την πολιτιστική ανάπτυξη στην Ιταλία και την αναδιοργάνωση της Ιταλικής Ακαδημίας, υποστηρίζοντας: «Το πρώτο καθήκον της Ακαδημίας θα είναι να αποκαταστήσει μια κάποια σχέση μεταξύ ανθρώπων των γραμμάτων, των συγγραφέων, των εκπαιδευτικών και αρθρογράφων. Ο λαός πεινά για την ποίηση…» Σε ιδιωτικές επιστολές του σε μια Γαλλίδα κριτικό, ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι η φασιστική διακυβέρνηση δεν σημαίνει αναγκαστικά και λογοκρισία.  Ο πρόλογος του Μουσσολίνι στην έκδοση της συλλογής  Il Porto sepolto το 1923, πολιτικοποίησε το μήνυμά του. Αυτά τα χρόνια δίνει διαλέξεις σε Γαλλία και Βέλγιο, μεταστρέφεται από την αθεΐα στον Ρωμαιοκαθολικισμό (ύστερα από την παραμονή του στο αβαείο του Σουμπιάκο, όπου διαβάζει τον Ησαΐα της Παλαιάς Διαθήκης), που επηρεάζει όλη την ποιητική του εξέλιξη ίσαμε το τέλος της ζωής του. Το 1929 συναντά στη Ρώμη τη μητέρα του που είχε να δει από τη φυγή του στην Αίγυπτο και που δεν πρόκειται να την ξαναδεί, αφού αυτή πεθαίνει το επόμενο έτος στην Αλεξάνδρεια. Το 1931, ως ξένος ανταποκριτής της εφημερίδας Gazzetta del Popolo, αναλαμβάνει για τέσσερα χρόνια ταξίδια στην Αίγυπτο, Κορσική, Ολλανδία και σε διάφορες περιοχές της Ιταλίας. Η γενέτειρά του τον εμπνέει και γράφει ένα ιστορικό-βιογραφικό κείμενο των 100 σελίδων, το QuadernoEgiziano (Αιγυπτιακό Tετράδιο). Το ίδιος έτος κυκλοφορεί σε τελική μορφή η συλλογή  L’ Allegria di Naufragi. To 1932 του απονέμεται στη Βενετία το βραβείο Gondoliere  για την προσφορά του στην ποίηση. Οι διαλέξεις του, σχετικές με τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία, συνεχίζονται και το επόμενο έτος σε Ισπανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Τσεχοσλοβακία και Ελβετία. Γίνεται συνδιευθυντής της σύνταξης του περιοδικού Mesures. Από τους εκδοτικούς οίκους Vallecchi της Φλωρεντίας και Novissima της Ρώμης, κυκλοφορεί η συλλογή του Sentimento del Tempo(Αίσθημα του Χρόνου). Το 1934 εκδίδεται στην Πράγα τόμος ποιημάτων του. Νεαροί Ιταλοί ποιητές, όπως οι Αλφόνσο Γκάττο, Σάντρο Πέννα, Μάριο Λούτζι, Βιττόριο Σερένι, κ.α., τον θεωρούν μπροστάρη της ποίησης της εποχής τους. 1936: Ο οίκος Novissima εκδίδει τις μεταφράσεις του για τους ποιητές Σαιν Τζων Περς, Ουίλλιαμ Μπλαίηκ, Λουίς ντε Γκόνγκορα, Σεργκέι Γιεσένιν και Ζαν Πωλάν.

Η κυβέρνηση της Αργεντινής τον προσκαλεί μαζί με άλλους καλλιτέχνες να συμμετάσχει στο συνέδριο του Pen Club. Περνώντας από τη Βραζιλία, του προσφέρεται η έδρα της Ιταλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο υπό ίδρυση Πανεπιστήμιο του Σάο Πάουλο. Γι’ αυτόν ήταν μια απρόσμενη λύση για τα βιοποριστικά του προβλήματα. Η παραμονή του εκεί διαρκεί μέχρι το 1942 με ευκαιριακά ταξίδια στην Ιταλία. Εκτός από τη γνωριμία του με ντόπιους ποιητές, συλλέκτες βραζιλιάνικων δημοτικών τραγουδιών, που αργότερα ο ίδιος τα μετέφρασε στα ιταλικά, δίνει μαθήματα στο πανεπιστήμιο για τους Δάντη, Τζιακοπίνο, Πετράρχη, Βοκκάκιο, Μαντσόνι και Λεοπάρντι, τα οποία επαναλαμβάνει για δεκαπέντε χρόνια αργότερα στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης. Το 1937 πεθαίνει ο αδερφός του Κονσταντίνο και το επόμενο έτος ο γιος του Αντονιέττο από κρίση οξείας σκωληκοειδίτιδας, γεγονός που του σφραγίζει όλη τη μετέπειτα ποιητική παραγωγή. Το 1939 κυκλοφορεί στο Παρίσι από τις εκδόσεις Gallimard συλλογή Vie d’ un Homme (Bίος ενός Ανθρώπου) που περιλαμβάνει εν μέρει και στίχους της συλλογής Il Dolore (Η Οδύνη). 1942: Επειδή η Βραζιλία είχε ταχθεί κατά του Άξονα και παρακολουθούσε στενά τους Ιταλούς μετανάστες, αναγκάζεται να επιστρέψει στην Ιταλία, όπου παλιά, σε μια σύντομη επίσκεψή του, είχε συλληφθεί για την αντίθεσή του στον πόλεμο και στον αντισημιτισμό, αλλά είχε ελευθερωθεί από προσωπική παρέμβαση του Μουσσολίνι.
  
Εκλέγεται ακαδημαϊκός και κατά τη μέρα της επίσημης υποδοχής του εκφωνεί τον λόγο «Leopardi e la poesia» («Ο Λεοπάρντι και η ποίηση»). Αναγορεύεται καθηγητής της ιταλικής λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης, έδρα που δημιουργήθηκε γι’ αυτόν και διατήρησε μέχρι τα 70 του χρόνια. Από τη σχολή του βγήκαν μερικοί από τους νεότερους Ιταλούς λογοτέχνες και σοβαροί πανεπιστημιακοί. (Ο ποιητής και μαθητής του, Έλιο Φίλιππο Ακκρόκα τον είχε μέντορά του και το έργο του επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Ουνγκαρέττι). Το 1944 από τις εκδόσεις Documento κυκλοφορούν σε μετάφραση δική του 22 σονέτα του Σαίξπηρ που το 1946 θα γίνουν 40, και το επόμενο έτος κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Mondadori η συλλογή του Poesie disperse (Σκόρπια  ποίηση). Με την απελευθέρωση της Ιταλίας και το τέλος του πολέμου, μέσα στο γενικό κλίμα της εκκαθάρισης που επικρατεί και ύστερα από διαδικασίες που κίνησε εναντίον του η Εταιρεία Λογοτεχνών, κινδύνευσε να χάσει την έδρα του στο πανεπιστήμιο, αλλά δικαιώθηκε από τον Υπουργό Παιδείας. Το 1946 παθαίνει νευρική κρίση από την οποία συνέρχεται  γρήγορα. Μεταφράζει το Απομεσήμερο ενός Φαύνου του Στεφάν Μαλλαρμέ. Από τις εκδόσεις Mondadori κυκλοφορεί το 1947 η πιο αγαπημένη συλλογή του, Il Dolore (Η οδύνη), η οποία επικεντρώνεται στον θάνατο του γιου και του αδερφού του και στη φρίκη του πολέμου. Το 1948 εκδίδεται ένας τόμος μεταφράσεών του με τον τίτλο Da Góngora e da Mallarmé  (Από τον Γκόνγκορα και τον Μαλλαρμέ) και το επόμενο έτος σε πανηγυρική τελετή στο Καπιτώλιο δέχεται από τον Ιταλό πρωθυπουργό της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης της δεξιάς (1946-1953), Αλτσίντε ντε Γκάσπερι, το βραβείο Roma. Ο οίκος Meridiana εκδίδει το πρώτο βιβλίο του με πεζογραφήματα Il Povero nella città (Ο Φτωχός στην πόλη). To 1950 κυκλοφορεί από τον οίκο Mondatori  σε  275  αντίτυπα η συλλογή  La Terra Promessa (Η Γη της Επαγγελίας) και η μετάφραση της Φαίδρας του Ρακίνα. Δημοσιεύει επίσης το δοκίμιο «Ragioni d’ una poesia» «Τα αίτια μιας ποίησης». Το 1952 οι εκδόσεις Schwarz τυπώνουν τη συλλογή Un Grido e Paesaggi (Μια Kραυγή και Tοπία) σε πολυτελή έκδοση, εικονογραφημένη από τον Τζιόρτζιο Μοράντι και το 1954 επανεκδίδεται σε τελική μορφή η ποιητική συλλογή του La Terra Promessa (Η Γη της Επαγγελίας). Το 1956, από κοινού με τον Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και τον Ουίσταν Χιου Ώντεν του απονέμεται στη Διεθνή Μπιενάλε Ποίησης το βραβείο του Knokke – Le Zoute. Τον Σεπτέμβριο, μαζί με τους Κάρλο Λέβι, Κούρτσιο Μαλαπάρτε, και  Ιταλούς πολιτικούς, προσκαλείται από την ελληνική κυβέρνηση για να παρακολουθήσει στο Βασιλικό τότε Θέατρο τις παραστάσεις της Μήδειας και της Αντιγόνης σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Επισκέπτεται τις Μυκήνες. Το 1958 με τη συμπλήρωση των 70 του χρόνων ανακηρύσσεται επίτιμος δημότης της πόλης Λούκκα, κοιτίδας των προγόνων του. Το περιοδικό  Letteratura  του αφιερώνει 370 σελίδες στο έργο του με επιμέλεια του Ρομέο Λουκέζε. Συνταξιοδοτείται από το Πανεπιστήμιο της Ρώμης, αλλά την ίδια χρονιά πεθαίνει η γυναίκα του, η Ζαν. Πριν τον θάνατό της, ο ιερέας τους ενώνει θρησκευτικά, γιατί, παρ’ όλη την πνευματική μεταστροφή του στον Καθολικισμό το 1928, η γυναίκα του εξακολουθούσε να μην πιστεύει. Η μοναξιά του μεγαλώνει όταν παντρεύεται η κόρη του Νινόν και για να απαλύνει την απουσία της γυναίκας του ταξιδεύει σε Ισπανία, Σαρδηνία, Σικελία, Αίγυπτο. Αποκτά καινούργιους φίλους, επιδίδεται σε επιστολογραφία, επιδιώκει επαφές με το περιοδικό της Φλωρεντίας L’Approdo, αλλά και πάλι, αυτές οι δραστηριότητες δεν μπορούν να καταπραΰνουν την απουσία της αγαπημένης του γυναίκας. Στο θέατρο «Saint Erasmo» του Μιλάνου ανεβαίνει σε μετάφρασή του η Φαίδρα του Ρακίνα. Το 1960 από τις εκδόσεις Mondatori κυκλοφορεί σε πρόλογο του Ζαν Πωλάν το βιβλίο του Il Taccuino del Vecchio (Το Σημειωματάριο του Γέρου) που περιέχει ποιήματα γραμμένα μετά το 1952, καθώς και μαρτυρίες φίλων και συγγραφέων από πολλά μέρη του κόσμου, όπως του Τζων Ντον Πάσος, του Τόμας Έλιοτ, του Οδυσσέα Ελύτη, Οκτάβιο Παζ, Έζρα Πάουντ, κ.α. Οι Ζαν Φωτριέ και Ζαν Πωλάν τον προσκαλούν σ’ ένα ταξίδι-γύρο του κόσμου. Εντυπωσιάζεται από τη Νέα Υόρκη και το Χονγκ Κονγκ. Το Πανεπιστήμιο του Ουρμπίνο του απονέμει το βραβείο Montefeltro. Το 1961 σε συγκεντρωμένο τόμο εκδίδονται όλα τα οδοιπορικά που έγραψε στην εφημερίδα Gazzettadel Popolo, οι μεταφράσεις των βραζιλιάνων ποιητών και παντός είδους σημειώσεις. To 1962 έρχεται στην Αθήνα για το Συνέδριο των Ευρωπαίων Συγγραφέων, όπου εκλέγεται παμψηφεί πρόεδρος. Το έτος αυτό γεννιέται η εγγονή του Αμμίνα.

Το 1963, στο Συνέδριο των Συγγραφέων στο Λένινγκραντ, οι νέοι σοβιετικοί διανοούμενοι υπό τον Ηλία Έρενμπουργκ με την υποστήριξη της ιταλικής  αντιπροσωπείας επιτίθενται στους σταλινικούς του καθεστώτος. Ο Ουνγκαρέττι υπεραμύνεται την ελευθερία και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Συναντιέται με τον Χρουτσώφ μαζί με τους Μιχαήλ Σολόχωφ, Ζαν Πωλ Σάρτρ και Σιμόν ντε Μπωβουάρ. Τον Μάιο του 1964 προσκεκλημένος από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης παραδίδει ένα κύκλο μαθημάτων για την ποίηση. Γνωρίζεται με τον Άλλεν Γκίνσμπεργκ και τους Beat ζωγράφους του Γκρίνουιτς Βίλλατζ. Οι εκδόσεις Mondadori κυκλοφορούν το 1965 σε ένα τόμο 500 σελίδων τη μετάφραση του έργου Visioni di William Blake (Οράματα του Ουίλλιαμ Μπλαίηκ), κοπιώδη εργασία 35 χρόνων. Στην Ανκόνα κυκλοφορεί η συλλογή του Apocalissi e sedici traduzioni (Αποκαλύψεις και δεκαέξι μεταφράσεις). Το 1966 του απονέμεται το βραβείο Etna-Taormina. Ταξιδεύει στη Βραζιλία για μια σειρά διαλέξεων. Επισκέπτεται τον τάφο του γιου του. Γνωρίζει τη νεαρή ποιήτρια  Μπρούνα Μπιάνκο, η οποία γοητεύεται από τον Ουνγκαρέττι, προσφέροντάς του συγχρόνως συναισθηματική και πνευματική κάλυψη. Επί δύο χρόνια, μέχρι την επόμενη συνάντησή τους, αλληλογραφούν καθημερινά. Ταξιδεύει στο Ισραήλ, στη Γαλλία, στη Γερμανία, στην Ελβετία και τη Σουηδία. Το 1968 για τα ογδοντάχρονά του η ιταλική κυβέρνηση του Άλντο Μόρο (1963-1968) του απονέμει στο Καπιτώλιο επίσημες τιμές. Στην εκδήλωση παρευρίσκονται ο Εουτζένιο Μοντάλε, ο Σαλβατόρε Κουαζίμοντο και πολλοί φίλοι. Ο Πάπας Παύλος ΣΤ΄ τον δέχεται σε ακρόαση. Η φίλη του Μπρούνα Μπιάνκο έρχεται στην Ιταλία. Ο εκδότης Fògola του Τουρίνου σε 59 αντίτυπα κυκλοφορεί εκτός εμπορίου τη συλλογή Dialogo(Διάλογος) με εννέα ερωτικές συνθέσεις και  γράμματα-απαντήσεις της Μπρούνα. Εκδίδεται το Morte  delle stagioni(Θάνατος των εποχών) με εικονογράφηση του Τζιακόμο Μαντσού, (ψευδώνυμο του γλύπτη Τζιακόμο Μαντσόνι). Στην έκδοση περιλαμβάνονται Η Γη της Επαγγελίας, Το Σημειωματάριο του Γέρου και πολλά ποιήματα που γράφτηκαν μέχρι το 1966. Το περιοδικό Galleria κάνει τιμητικό αφιέρωμα στον ποιητή. Ταξιδεύει σε Βραζιλία και Περού για να αναγορευτεί επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Σάο Πάουλο και Λίμας. Το 1969 εκδίδονται στο Μιλάνο τα Άπαντά του με τον τίτλο Vita d’ un Uomo. Tutte le poesie  (Βίος ενός Ανθρώπου. Όλα τα ποιήματα). Το παρισινό λογοτεχνικό τεύχος L’ Herne είναι αφιερωμένο στο έργο του. Οι οίκος Gallimard εκδίδει το Innocence etMémoire (Αθωότητα και Μνήμη), μια συλλογή από κριτικά δοκίμια για την αισθητική, σε μετάφραση του Φιλίπ Ζακκοττέ. Δίνει σειρά διαλέξεων στη Σουηδία, Γερμανία και σε πόλεις των ΗΠΑ. Ως επίτιμος προσκεκλημένος του Πανεπιστημίου του Χάρβαρντ, απαγγέλλει ποιήματά του. Δέχεται πολλές τιμητικές διακρίσεις από πολλές χώρες. Το έτος αυτό γράφει μόνο τρία ποιήματα που αναφέρονται στην Ντούνια, σε μια κοπέλα από την Κροατία που του ήταν τα τελευταία χρόνια πιστή συνοδός του: το «Soliloquio» («Μονόλογος»), «Croazia segreta» («Μυστική Κροατία») και «L’impietrito e il velluto» («Το απολιθωμένο και το βελούδο»). Το 1970 τη μέρα των γενεθλίων του, τυπωμένο σε φύλλο μεγάλου σχήματος με μια λιθογραφία του Ντοράτσιο, κυκλοφορεί το «L’impietrito e il velluto» («Το απολιθωμένο και το βελούδο»), που θεωρείται και το τελευταίο του ποίημα. Το τελευταίο του όμως ποίημα αναφέρεται στη δικτατορία της Ελλάδας (1967-1974) και φέρει τον τίτλο «Atene 1970» («Αθήνα 1970»). Μελοποιήθηκε αργότερα από τον Χανς Βέρνερ Χέντσε. Ταξιδεύει στις ΗΠΑ για να παραλάβει το βραβείο Books Abroad του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμας. Κατά την παραμονή του στη Νέα Υόρκη προσβάλλεται από βρογχοπνευμονία. Μεταφέρεται στην Ισπανία όπου η υγεία του κάπως βελτιώνεται. Το νέο του όμως ταξίδι στη βόρεια Ιταλία αποβαίνει μοιραίο. Πεθαίνει από πνευμονία στο Μιλάνο τη νύχτα της 1ης/2ης Ιουνίου. Κηδεύεται στη Ρώμη και ενταφιάζεται την 4η Ιουνίου στο Βεράνο, δίπλα στη γυναίκα του Ζαν.
______________________________________

[1] Η Εισαγωγή βασίστηκε κυρίως στο βιβλίο, Giuseppe Ungaretti, Ποιήματα, (μετάφραση, σημειώσεις, χρονολόγιο), Φοίβος Ι. Πιομπίνος, β΄ έκδοση, Ίκαρος 2001, που αποτελεί την πλέον σοβαρή και ολοκληρωμένη ίσαμε τώρα μεταφραστική απόπειρα στη γλώσσα μας για το έργο του μεγάλου αυτού δημιουργού από έναν επίσης σπουδαίο στοχαστή, ερευνητή και συγγραφέα όπως είναι ο κ. Φοίβος Πιομπίνος.

[2] Σπλαχνίσου μας λοιπόν, ωμότητα «Το Έλεος» (1928).

[3] Είναι απορίας άξιον το γεγονός πως οι πλέον σημαντικοί άνθρωποι των γραμμάτων έχουν γεννηθεί αυτή ακριβώς τη χρονιά.

[4] Ο όρος Ερμητισμός επινοήθηκε από τον Φραντσέσκο Φλώρα στο 1936 και αφορά τη μυστικιστική ποίηση, (η λέξη αναφέρεται στη θρυλική μορφή του Ερμού του Τρισμέγιστου, του θεού των απόκρυφων επιστημών), προκειμένου να τονίσει τη δυσκολία κατανόησης αυτού του είδους της ποίησης. Το 1938 ο Κάρλο Μπο δημοσίευσε το δοκίμιο «Letteratura come vita», το οποίο περιέχει τις θεωρητικές και μεθοδολογικές βάσεις της ερμητικής ποίησης. Σε λογοτεχνικό επίπεδο, ο όρος ερμητικός αντιπροσωπεύει ένα κλειστό ποίημα, σκοπίμως πολύπλοκο, που είναι δύσκολο να ερμηνευθεί. Ρίζες αυτής της ποίησης υπάρχουν στον Συμβολισμό και Υπερρεαλισμό. Κατ’ εξοχήν οπαδοί της Ερμητικής Ποίησης θεωρούνται οι  Μαλλαρμέ , Ρεμπώ και Βερλαίν, οι Τζιουζέππε Ουνγκαρέττι, Εουτζένιο Μοντάλε, Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, Μάριο Λούτζι. Σπέρματα αυτής της ποίησης υπάρχουν στους Ρίλκε, Έλιοτ και Λόρκα. Οι ερμητικοί ποιητές συνεχίζουν το ιδανικό της Καθαρής Ποίησης. Το κεντρικό θέμα της είναι η απελπιστική μοναξιά του σύγχρονου ανθρώπου που έχει χάσει την πίστη στις παλιές αξίες του πολιτισμού. Υπάρχει και η άποψη πως το δύσκολο ύφος της ερμητικής ποίησης και η επιδίωξη της αναλογικής μορφής, μαζί με την εμβάθυνση στην εσωτερική εμπειρία, δηλώνει την προσπάθεια των ποιητών να ξεφύγουν από την επιβολή κάθε μορφής καταπίεσης, όπως αυτή του φασισμού. Άλλη άποψη θέλει τους ποιητές αυτούς να προπαγανδίζουν τα δικτατορικά φασιστικά καθεστώτα που προέκυψαν μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο υπήρχαν και αντιφασίστες ποιητές της ερμητικής ποίησης. Η ανάγκη όμως δημιουργίας αυτού του είδους της ποίησης υπαγορεύτηκε από τη διαπίστωση πως ο άνθρωπος ζει σ’ έναν ακατανόητο κόσμο, που καταστράφηκε από τους πολέμους, και, εκτεθειμένος στις κατά τόπους δικτατορίες, έχει αποκτήσει μια απελπιστική προοπτική για τη ζωή.  Η ποίηση αυτή είναι μια ποίηση διάθεσης, υποτονική, με μια εκλεπτυσμένη και υποβλητική γλώσσα που θολώνει την εμπειρία χρησιμοποιώντας ένα παιχνίδι νύξεων και υπαινιγμών. Η Ερμητική Ποίηση χρησιμοποιεί την αναλογία της μορφής για να αποδώσει την ανθρώπινη ύπαρξη ως τραγική κατάσταση και την απομόνωσή της σ’ ένα εσωτερικό χώρο, όπου για να εκφραστεί, υπερασπίζεται συχνά τη φασιστική ρητορική. Οι ερμητικοί ποιητές εμπνεύστηκαν από το δεύτερο βιβλίο του Ουνγκαρέτι που εκδόθηκε το 1933, Sentimento del Tempo (Αίσθημα του Χρόνου), για τις πολύπλοκες αναλογίες που περιέχονται σε αυτό. Υπό αυτή τη συλλογιστική, μπορούμε να θεωρήσουμε τον Ουνγκαρέτι ως κύριο εκπρόσωπο του Ερμητισμού. Είναι όμως βαθύτατα εσφαλμένη η πεποίθηση ότι ένα ποίημα πρέπει ν’ αποφεύγει το δύσκολο λεξιλόγιο, γιατί έτσι πολλά ποιήματα του Ντ’ Αννούτσιο και άλλων ποιητών θα είχαν απορριφθεί. Η πολλαπλότητα και η ερμηνεία των νοημάτων είναι αυτό που ενδιαφέρει. Δυστυχώς σήμερα η γνώμη των λογοτεχνών και των κριτικών εξακολουθεί να διίσταται σε σχέση με το ενδιαφέρον που οφείλουμε να έχουμε για ορισμένους  ποιητές υποστηρικτές του φασισμού. Ορισμένοι μάλιστα υποστηρίζουν ότι η ερμητική ποίηση υποστήριζε ανοιχτά τον Μουσσολίνι, ενώ άλλοι πιστεύουν πως οι εκπρόσωποί της μπορεί να είχαν  μεν πολιτισμική και ιδεολογική πάλη, αλλά ποτέ δεν στάθηκαν αντίθετοι με τον φασισμό. (Βλέπε επίσης: Μοντάλε, Ουγγαρέττι, Σάμπα, Κουαζίμοντο,  Περί Ποιήσεως, Μετάφραση-Σημειώσεις: Νίκος Αλιφέρης, Άγρα 2005).

[5] Λογοτεχνικό, καλλιτεχνικό και ουτοπικό κίνημα του 20ου αιώνα. Θεωρείται κυρίως ιταλική σχολή στον χώρο της λογοτεχνίας και της τέχνης που ωστόσο υιοθετήθηκε και από καλλιτέχνες άλλων χωρών, ειδικότερα της Ρωσίας. Ο Φουτουρισμός αναπτύχθηκε σχεδόν σε όλες της μορφές της τέχνης, τη ζωγραφική, τη γλυπτική, την ποίηση, τη μουσική, το θέατρο αλλά και στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό. Τοποθετείται χρονικά την περίοδο 1909-1920. Οι Φουτουριστές εισήγαγαν κάθε νέο μέσο στην καλλιτεχνική έκφραση και χαιρέτησαν τα νέα τεχνολογικά μέσα της εποχής ως ένα θρίαμβο του ανθρώπου απέναντι στη φύση. Αντιτάχθηκαν στο Ρομαντισμό, τις παλιές τεχνοτροπίες, την παράδοση, την ηθική, την αρχαιολογία, τα μουσεία, τις βιβλιοθήκες κλπ. και ύμνησαν την ταχύτητα και τις βιομηχανικές πόλεις. Επιζητούσαν να υμνηθεί η δύναμη, η ταχύτητα, ο πόλεμος, οι μηχανές και τα πολυβόλα! Πρότειναν ακόμα τη χρήση ενός εναλλακτικού συντακτικού της γλώσσας στην τέχνη. Ο Φίλιππο Τομμάζο Μαρινέττι (1876-1944) ο πατέρας του κινήματος στο περίφημο μανιφέστο του που δημοσιεύτηκε στο Μιλάνο και στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro στις 20 Φεβρουαρίου 1909 γράφει: «O Φουτουρισμός βασίζεται στην πλήρη ανανέωση της ανθρώπινης ευαισθησίας, που προκαλείται από τις μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις. Oι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον τηλέγραφο, το τηλέφωνο, το φωνόγραφο, το ποδήλατο, τη μοτοσικλέτα, το αυτοκίνητο, το υπερωκεάνιο, το πηδαλιοχούμενο, το αεροπλάνο, τον κινηματογράφο, τη μεγάλη εφημερίδα δεν έχουν ανακαλύψει ακόμη πως αυτά τα μέσα επικοινωνίας, μεταφοράς και πληροφόρησης ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ψυχή τους…» Ο Μαρινέττι κατάφερε γρήγορα να εμπνεύσει και άλλους καλλιτέχνες, κυρίως νέους ζωγράφους από το Μιλάνο, όπως ο Ουμπέρτο Μποτσιόνι, ο Κάρλο Καρά και ο Τζιάκομο Μπάλα, οι οποίοι βοήθησαν σημαντικά στην επέκταση του φουτουρισμού στη ζωγραφική και εν γένει στις εικαστικές τέχνες. Ο Μποτσιόνι έγραψε επίσης στο μανιφέστο των φουτουριστών ζωγράφων το 1910: «Θέλουμε να τραγουδήσουμε τον έρωτα ως τον κίνδυνο, τη συνήθεια της ενέργειας και της τόλμης… Δηλώνουμε ότι η λαμπρότητα του κόσμου πλουτίσθηκε με μία νέα ομορφιά: την ομορφιά της ταχύτητας… Ένα γρήγορο αυτοκίνητο είναι ωραιότερο από το άγαλμα της Σαμοθράκης…Θέλουμε να υμνήσουμε τον πόλεμο-μοναδική υγεία του κόσμου-τον μιλιταρισμό, τον πατριωτισμό, την καταστροφική χειρονομία των αναρχικών, τις ωραίες ιδέες που σκοτώνουν και την περιφρόνηση της γυναίκας… Θέλουμε να κατεδαφίσουμε τα μουσεία και τις βιβλιοθήκες, να πολεμήσουμε τον μοραλισμό, τον φεμινισμό κι όλες τις καιροσκοπικές και κερδοσκοπικές ανανδρίες». Πηγή: Χρονικόν του 20ού αιώνα, (τόμος ετών 1900-1989), σελίδα 129, εκδόσεις Τέσσερα Έψιλον, Αθήνα 1991.

[6] Βλέπε επίσης: Τζιουζέπε Ουγγαρέτι: «Όλη η Ελλάδα μέσα στον Καβάφη», Μεσημβρινή, 22 Ιουνίου 1962 (Αναδημοσίευση στον Ταχυδρόμο της Αλεξάνδρειας, 1η Ιουλίου 1962).

[7] Είναι ποιητές που διάγουν τη ζωή τους έξω από τα κοινωνικά πλαίσια ή και ενάντια σε αυτά. Η κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών, η τρέλα, το έγκλημα, η βία, και γενικά κάθε μη αποδεκτή κοινωνική πράξη, όπως και ο πρόωρος θάνατος είναι τυπικά στοιχεία της βιογραφίας ενός καταραμένου ποιητή. Ο πρώτος καταραμένος ποιητής υπήρξε ο Φρανσουά Βιγιόν (1431-1474 περίπου), η φράση όμως κατοχυρώθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα από τον Αλφρέντ ντε Βινύ στο δραματουργικό έργο του 1832, Stello, όπου αποκαλεί συλλογικά τους ποιητές ως τη «ράτσα των παντοτινά καταραμένων από τους ισχυρούς της γης». Τυπικά παραδείγματα καταραμένων ποιητών υπήρξαν οι Σαρλ Μπωντλαίρ, Πωλ Βερλαίν και Αρθούρος Ρεμπώ. Ξεχωριστή θέση ανάμεσά τους κατέχει και ο πρόδρομος του Υπερρεαλισμού, Λωτρεαμόν. Στη χώρα μας ξεχωρίζουν δύο: Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης (1988-1944) και ο Μήτσος  Παπανικολάου (1900-1943).

[8] Καλλιγράφημα ή Καλίγραμμα, είναι ένα είδος ποιήματος (που μπορεί να είναι μια φράση ή λέξη) στο οποίο η γραμματοσειρά, η καλλιγραφία ή γραφή, είναι τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργούν εικόνα. Χαρακτηριστικά του είδους είναι η απουσία σημείων στίξης και η ελευθερία στη διάταξη των λέξεων. Η εικόνα αποδίδει το νόημα του ποιήματος. Το ενδιαφέρον είναι ότι η εικόνα μπορεί να αποδοθεί σε όλες τις γλώσσες με τον ίδιο τρόπο. Το σχήμα του περιγραφόμενου ή υπονοούμενου αντικειμένου έδιναν στα ποιήματά τους ορισμένοι Έλληνες ποιητές τον 3ο αιώνα π.Χ.. Σχηματοποιημένες μορφές έδιναν αρκετοί ποιητές κατά την Αναγέννηση και τον 17ο αιώνα. Νεότερα χαρακτηριστικά δείγματα παρουσιάστηκαν από τον Στεφάν Μαλαρμέ το 1897 και ταΚαλλιγράμματα του Γκιγιώμ Απολλιναίρ το 1918. Η συγκεκριμένη ποίηση έγινε παγκόσμιο ρεύμα, ξεκινώντας από τον Eugen Comringer το 1953. Στην Ελλάδα το είδος αυτό έκανε γνωστό ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης.

ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ KAI OΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ ΕΔΩ: 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου