Οι βασικές δομικές μονάδες της ρωμαϊκής κοινωνίας ήταν το σπιτικό και η οικογένεια. Το σπιτικό αποτελούσαν ο πατέρας, που θεωρούταν η κεφαλή του σπιτιού (pater familias), η σύζυγός του, τα παιδιά τους και πιθανόν άλλοι συγγενείς. Στις πλούσιες οικογένειες μέλη του σπιτικού θεωρούνταν επίσης οι σκλάβοι και οι υπηρέτες.
Η κεφαλή της οικογενείας είχε απόλυτη εξουσία (patria potestas) πάνω στα έτερα μέλη. Μπορούσε να επιβάλλει γάμο (π.χ. για οικονομικά συμφέροντα) ή διαζύγιο, να πουλήσει τα παιδιά του σκλάβους, να διεκδικήσει την περιουσία των προστατευόμενων μελών ως δική του, και είχε ακόμη και το δικαίωμα να τιμωρήσει ή να σκοτώσει μέλη της οικογένειας (αν και το τελευταίο δικαίωμα έπαψε να υφίσταται μετά τον 1ο αιώνα π.Χ.).
Η patria
potestas επεκτεινόταν ακόμη και στους ενήλικες γιους που είχαν δημιουργήσει
δικά τους σπιτικά. Ένας άντρας δεν μπορούσε να θεωρηθεί paterfamilias, ή να
διατηρεί πραγματικά δική του περιουσία, μέχρι να φύγει ο πατέρας του από τη
ζωή. Κατά τη διάρκεια της πρώιμης ρωμαϊκής ιστορίας, μια κόρη, όταν
παντρευόταν, έπεφτε στην εξουσία (manus) του paterfamilias του σπιτικού του
συζύγου της, αν και προς τα τέλη της δημοκρατικής περιόδου αυτό το έθιμο
παραμερίστηκε, καθώς η γυναίκα είχε πια το δικαίωμα να επιλέξει ως πραγματική
της οικογένεια αυτήν του πατέρα της. Ωστόσο, εφόσον οι Ρωμαίοι αναγνώριζαν την
καταγωγή δια μέσου της γραμμής αίματος των ανδρών, τυχόν παιδιά που αποκτούσε
άνηκαν πάντα στην οικογένεια του ανδρός.
Σύνολα
σπιτικών σχημάτιζαν ένα γένος (gens). Οι οικογένειες βασίζονταν σε δεσμούς
αίματος ή υιοθεσίας, αλλά αποτελούσαν επίσης πολιτικές και οικονομικές
συμμαχίες. Ιδίως κατά τη δημοκρατική περίοδο, ορισμένες πανίσχυρες οικογένειες
(Gentes Maiores), είχαν την απόλυτη κυριαρχία στην πολιτική ζωή.
Ο γάμος στην
Αρχαία Ρώμη θεωρούταν περισσότερο ως οικονομική και πολιτική συμμαχία παρά
ρομαντική συσχέτιση, ιδίως σε ό,τι αφορούσε τις ανώτερες τάξεις. Οι πατέρες
συχνά ξεκινούσαν να αναζητούν συζύγους για τα κορίτσια τους σε μια ηλικία
ανάμεσα στα δώδεκα και τα δεκατέσσερα. Ο γαμπρός ήταν σχεδόν πάντα μεγαλύτερος
σε ηλικία από τη νύφη. Παρόλο που οι κοπέλες της ανώτερης τάξης παντρεύονταν
πολύ νέες, υπάρχουν αποδείξεις πως οι γυναίκες των κατώτερων τάξεων
παντρεύονταν προς το τέλος της εφηβείας ή κοντά στην ηλικία των είκοσι ετών.
ΔΕΙΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΛΗΜΜΑ ΕΔΩ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου