Σύμφωνα με
τον θρύλο, η Ρώμη ιδρύθηκε το 753 π.Χ. από τον Ρωμύλο και τον Ρέμο (ή Ρώμο),
δίδυμα αδέρφια, απογόνους του Τρώα πρίγκιπα Αινεία, που ανατράφηκαν από μια
λύκαινα. Η παράδοση
θέλει την ίδρυση της Ρώμης να λαμβάνει χώρα στις 21 Απριλίου 753 π.Χ.
Με τον όρο
Ρωμαϊκό Βασίλειο (Λατινικά: Regnum Romanum) εννοείται η περίοδος εκείνη της
αρχαίας ρωμαϊκής ιστορίας πριν από την ίδρυση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, κατά
την οποία το πολίτευμα του κράτους ήταν η μοναρχία. Καμιά πληροφορία που είναι
διαθέσιμη για τη συγκεκριμένη περίοδο δεν έχει απολύτως εξακριβωθεί, καθώς οι
πηγές εντάσσονται σε μεταγενέστερες εποχές (δημοκρατική και αυτοκρατορική) και
επιπροσθέτως συγχέουν τα ιστορικά γεγονότα με τον μύθο.
Σύμφωνα με την
παράδοση η εποχή αυτή έχει ως έτος έναρξης το 753 π.Χ., μυθική ημερομηνία
ίδρυσης της Ρώμης, και τελειώνει το 510/509 π.Χ., με την εκθρόνιση του εβδόμου
και τελευταίου βασιλιά της πόλης.
Κατά την
πρώιμη ρωμαϊκή ιστορία, κεφαλή του κράτους ήταν ο «Rex» (σημαίνει βασιλιάς),
τον οποίο εξέλεγαν οι «patres», δηλαδή οι άρχουσες οικογένειες (εκτός από τον
Ρωμύλο, τον ιδρυτή της πόλης), προκειμένου να κυβερνήσει την πόλη. Δεν υπάρχουν
σωζόμενες αναφορές σχετικά με τα κριτήρια εκλογής των πρώτων τεσσάρων βασιλέων
της Ρώμης, αν και για τους τρεις επόμενους υιοθετήθηκε μια γραμμή συγγενικής
διαδοχής από την οικογένεια της μητέρας. Συνεπώς οι αρχαίοι ιστορικοί υιοθετούν
την άποψη πως ο βασιλιάς επιλεγόταν βάσει της αρετής του. Όσο για τις εξουσίες
που κατείχε, οι ιστορικές πηγές του αποδίδουν αρμοδιότητες ανάλογες με αυτές
των υπάτων της δημοκρατικής περιόδου. Ορισμένοι μελετητές υποστηρίζουν πως η
πραγματική εξουσία ανήκε στο λαό και πως ο βασιλιάς ήταν απλώς το εκτελεστικό
όργανο, ενώ άλλοι αποδίδουν στον βασιλιά απόλυτη εξουσία, με τον λαό και την
Σύγκλητο να περιορίζονται σε δευτερεύοντες ρόλους.
Υποθέτοντας
πως όντως ίσχυαν οι εξουσίες τις οποίες η παράδοση αποδίδει στο πρόσωπο αυτό,
αυτές θα ήταν: η εκτελεστική εξουσία, η διοίκηση του στρατού, η πρωτοκαθεδρία
στη θρησκευτική ζωή, η νομοθετική και δικαστική εξουσία. Τέλος θεωρούνταν ο
αντιπρόσωπος των Ρωμαίων απέναντι στους θεούς. Με την ιδιότητα αυτή επιβίωσε το
αξίωμα μετά το πέρας της μοναρχίας, με τη μορφή του «rex sacrorum».
Ίδρυση της
Ρώμης
Σύμφωνα με
το θρύλο, η Ρώμη ιδρύθηκε 438 χρόνια μετά την πτώση της Τροίας (1182 π.Χ.) Το
γεγονός έλαβε χώρα ελάχιστα πριν παρατηρηθεί έκλειψη ηλίου. Κατά τη δημοκρατική
περίοδο κυκλοφορούσαν διάφορες απόψεις σχετικά με την ημερομηνία ίδρυσης του
βασιλείου της Ρώμης, όλες κάπου ανάμεσα στα έτη 758 π.Χ. και 728 π.Χ. Τελικά,
κατά την αυτοκρατορική περίοδο οι Ρωμαίοι συμφώνησαν με την άποψη που πρότεινε
ο Μάρκος Τερέντιος Βάρρο, η οποία αναγνώριζε το έτος 753 π.Χ. ως το επίσημο
έτος ίδρυσης της πόλης. Παρόλο που οι προτεινόμενες χρονολογίες διέφεραν, όλες
οι εκδοχές συμφωνούσαν πως η Ρώμη ιδρύθηκε στις 21 Απριλίου, ημέρα κατά την
οποία τιμούσαν την Πάλες, θεά προστάτιδα των βοσκών. Προς τιμήν της, οι Ρωμαίοι
γιόρταζαν τα «Par ilia» (ή «Palilia»).
Αρχαίες
Πηγές
Κατά την
αρχαιότητα συνυπήρχαν δύο παραδόσεις σχετικά με την προέλευση της Ρώμης.
Οι Έλληνες,
ανάμεσα στους οποίους ο Ελλάνικος από τη Μυτιλήνη (5ος αιώνας π.Χ.), απέδιδαν
την ίδρυσή της στον Αινεία και στους επιζώντες της καταστροφής της Τροίας.
Οι αρχαίες
ρωμαϊκές διηγήσεις επικαλούνται εξίσου κάποιον Λατίνο, βασιλιά της φυλής των
Λατίνων και πεθερό του Αινεία, ως ιδρυτή της πόλης.
Ο Βιργίλιος
άντλησε έμπνευση από την πρώτη παράδοση για να γράψει το έπος «Αινειάδα», ένα έργο
με πρόθεση περισσότερο ποιητική (κατά το πρότυπο του Ομήρου), παρά ιστορική.
Ωστόσο υπάρχουν δύο λεπτομερείς καταγραφές της πρώιμης ρωμαϊκής ιστορίας, που
συμπίπτουν σε πολλά σημεία και αποτελούν την κύρια πηγή των σύγχρονων
μελετητών.
Ο Διονύσιος
ο Αλικαρνασσεύς (1ος αιώνας π.Χ.), ήταν Έλληνας ιστορικός και διδάσκαλος της
ρητορικής. Πήγε στη Ρώμη μετά τη λήξη των εμφυλίων πολέμων όπου πέρασε 22
χρόνια μελετώντας τη λατινική γλώσσα και συλλέγοντας υλικό για να συγγράψει την
ιστορία του. Συνέγραψε ένα μεγαλεπήβολο έργο με τίτλο «Ρωμαϊκή Αρχαιολογία»,
στο οποίο αφηγείται την ιστορία της Ρώμης από την ίδρυσή της μέχρι και την
έναρξη του Α' Καρχηδονιακού Πολέμου. Τμήματα του έργου αυτού σώζονται αυτούσια,
ενώ πολλά άλλα παραθέτουν μεταγενέστεροι συγγραφείς, όπως ο Αππιανός, ο
Πλούταρχος και ο Κωνσταντίνος ο Πορφυρογέννητος.
Ο ιστορικός Τίτος Λίβιος, επίσης σύγχρονος του πρώτου αυτοκράτορα της
Ρώμης, του Αυγούστου, συνέγραψε ένα εκτενές έργο με τίτλο «Ab Urbe condita»,
που στα λατινικά σημαίνει «από την ίδρυση της πόλης», όπου καταγράφει ολόκληρη
τη ρωμαϊκή ιστορία μέχρι και την εποχή του. Στους πρώτους τόμους συγκεντρώνει
διάφορες παραδοσιακές διηγήσεις σχετικά με την περίοδο της βασίλειας, στις
οποίες συχνά η ιστορική αλήθεια είναι άρρηκτα δεμένη με τη μυθοπλασία. Ο
Λίβιος, λοιπόν, αφηγείται την ιστορία των δίδυμων ιδρυτών της Ρώμης, Ρωμύλου
και Ρέμου, απογόνων του Τρώα ήρωα Αινεία.
Οι Ρωμύλος και Ρέμος ήταν εγγονοί του βασιλιά του Λατίου, που είναι γνωστός με το όνομα Νουμίτωρ. Τον μονάρχη αυτό εκθρόνισε ο αδερφός του Αμούλιος, θανατώνοντας τους αρσενικούς του απογόνους, ενώ την κόρη του, τη Ρέα Συλβία, την ανάγκασε να γίνει μια από τις Εστιάδες Παρθένες, οι οποίες ορκίζονταν αγνότητα για τριάντα χρόνια. Ως αποτέλεσμα η γραμμή του Νουμίτορος δεν θα αποκτούσε άλλους απογόνους.
Η Ρέα Συλβία τελικά έφερε στον κόσμο δίδυμα αγόρια, των οποίων
ισχυρίστηκε ότι πατέρας ήταν ο θεός Μαρς. Ο νέος βασιλιάς, που φοβήθηκε πως οι
δύο ημίθεοι θα του έκλεβαν τον θρόνο διέταξε να θανατωθούν. Η ευσπλαχνία ενός
υπηρέτη οδήγησε στην εγκατάλειψή τους στον Τίβερη, όπου τα βρήκε και τα θήλασε
μια λύκαινα. Όταν μεγάλωσαν τα δίδυμα αποκατέστησαν την αδικία επιστρέφοντας
τον θρόνο στον παππού τους.
Τα δίδυμα ίδρυσαν τότε τη δική τους πόλη. Ωστόσο ο Ρωμύλος
θανάτωσε τον αδερφό του, Ρέμο, έπειτα από σφοδρή διαφωνία. Κατά μία εκδοχή για
το ποιος θα κυβερνήσει τη νέα πόλη, κατά μία άλλη για το ποιος θα χαρίσει το
όνομά του στην πόλη. Από τον Ρωμύλο τελικά πήρε το όνομά της η Ρώμη. Καθώς ο
γυναικείος πληθυσμός της ήταν ιδιαίτερα χαμηλός, οι Λατίνοι κάλεσαν τους
Σαβίνους σε μια γιορτή και έκλεψαν τα νεαρά τους κορίτσια, γεγονός που οδήγησε
τελικά στην ένωση και αφομοίωση των δύο λαών.
Η πόλη της Ρώμης αναπτύχθηκε γύρω από ένα οχυρό στον ποταμό
Τίβερη, αποτελώντας σταυροδρόμι των ταξιδευτών και των εμπόρων. Σύμφωνα με τις
αρχαιολογικές έρευνες ο οικισμός της Ρώμης ιδρύθηκε κατά πάσα πιθανότητα κάποια
στιγμή τον 8ο αιώνα π.Χ., αν και θα μπορούσε να προϋπήρχε από τον 10ο αιώνα
π.Χ., φιλοξενώντας λατινικά φύλα, στην κορυφή του Παλατινού Λόφου.
Οι Ετρούσκοι, που παλαιότερα είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια, στην
Ετρουρία, από ό,τι φαίνεται ασκούσαν πολιτική επιρροή στην περιοχή κατά τα τέλη
του 7ου αιώνα π.Χ., αποτελώντας την αριστοκρατική τάξη. Μέχρι τα τέλη του
επόμενου αιώνα, οι Ετρούσκοι είχαν χάσει την εξουσία, και ήταν τότε που Λατίνοι
και οι Σαβίνοι άλλαξαν τη μορφή διακυβέρνησης υιοθετώντας το δημοκρατικό
πολίτευμα, το οποίο περιόριζε τη δύναμη των κυβερνώντων.
Η ρωμαϊκή παράδοση, όπως και οι αποδείξεις που παρέχουν οι
αρχαιολόγοι, καταδεικνύει ένα σύμπλεγμα στη Ρωμαϊκή Αγορά (Forum Romanum), ως
έδρα του βασιλέως και του πρώτου θρησκευτικού κέντρου. Ο Νουμάς Πομπίλιος
υπήρξε ο δεύτερος βασιλιάς της Ρώμης, διάδοχος του Ρωμύλου. Ήταν αυτός που
έβαλε σε εφαρμογή τα πρώτα μεγάλα έργα ανοικοδόμησης της πόλης, το παλάτι του
στη Ρέτζια και τον Οίκο των Εστιάδων Παρθένων.
Το όνομα "Ρώμη"
Σύμφωνα με το μύθο, το όνομα της πόλης έχει ως ρίζα εκείνο του μυθικού
ιδρυτή της και πρώτου ηγεμόνα της, του Ρωμύλου. Προσφάτως έχουν αναπτυχθεί
θεωρίες που αναζητούν τη γλωσσολογική ρίζα του ονόματος. Μια πιθανή περίπτωση
είναι να είναι παράγωγο της ελληνικής λέξης «Ρώμη», που σημαίνει "ανδρεία,
γενναιότητα" [5]. Μια άλλη πιθανότητα είναι η προέλευση από τη ρίζα *rum-
(σημαίνει «ρώγα»), ως αναφορά στη λύκαινα που υιοθέτησε και θήλασε τα δίδυμα
αδέρφια. Ο Βάσκος μελετητής Μανουέλ ντε Λαρραμέντι υποστήριξε πως μπορεί να
υπάρχει κάποια συσχέτιση με τη βασκική λέξη «orma» (σύγχρονη γλώσσα «horma»),
που σημαίνει «τοίχος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου