Με τη θάλασσα να λειτουργεί ως κύριο σκηνικό δράσης, το βιβλίο μας μιλάει
για την καθοριστική επίδραση που ασκούν σχέσεις του παρελθόντος σε όλη μας τη
μετέπειτα ζωή.
γράφει ο Θοδωρής Μπόνης
Στο άκουσμα του ονόματος του Έρι Nτε Λούκα μου έρχεται στο μυαλό μία sui generis προσωπικότητα· μία απύθμενη
πηγή συναισθημάτων, μία πολυσχιδής οντότητα, μία ακούραστη συγγραφική μηχανή.
Είναι ένας γοητευτικός 67άρης με μια φινέτσα, που συνδυάζει τον Τομ Σέλεκ με
τον Νίνο Μανφρέντι στην ταινία Controsesso του 1964.. Η μεγάλη του αγάπη – ή μία από τις μεγάλες του αγάπες – είναι ο
τόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Πρόκειται για την «πρωτεύουσα» της Νότιας
Ιταλίας, τη Νάπολη. Φανατικός αλπινιστής και θιασώτης του υδάτινου στοιχείου, ο
ντε Λούκα περιβάλλεται από νεαρή ηλικία από τον φυσικό πλούτο της ευρύτερης
περιοχής που γειτονεύει με τα Απέννινα Όρη, τον κόλπο του Ποτσουόλι, τη
χερσόνησο του Σορέντο, τον Βεζούβιο και τα Φλεγραία Πεδία.
Παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε το 1950, η πρώτη του εκδοτική απόπειρα
καταγράφτηκε το 1989 με το βιβλίο Νon ora, non qui. Όπως αναφέρει ο ίδιος, οι λόγοι αυτής της καθυστέρησης ήταν κυρίως δύο:
αφενός, έγραφε προσωπικές ιστορίες και είχε την πεποίθηση ότι κανένας δεν θα
ενδιαφερόταν να τις διαβάσει και αφετέρου, δεν είχε ως αυτοσκοπό την αναζήτηση
κάποιου εκδότη. Το 2009, ωστόσο, ο κριτικός, Τζόρτζιο Ντε Ριέντσο της ιταλικής
εφημερίδας Corriere della Sera τον ανέδειξε ως «συγγραφέα της δεκαετίας». Ένα από τα έργα του, που
εμφανίζει αυτοβιογραφικά στοιχεία επενδυμένα με μυθοπλαστικές αφηγήσεις είναι
Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια, το οποίο εκδόθηκε το 2011, ενώ κυκλοφόρησε στην
Ελλάδα από τις εκδόσεις Κέλευθος πέντε χρόνια αργότερα. Η ομώνυμη φράση του
τίτλου ανήκει σε μία νεαρή κοπέλα, την οποία γνώρισε σε παραλία της Νάπολης
όταν ήταν δέκα ετών. Πενήντα χρόνια μετά, ο μεσήλικας αφηγητής εξιστορείται τη
γνωριμία τους εκείνο το καλοκαίρι.
Στο πρόσωπο του κοριτσιού αυτού, που διάβαζε αστυνομικά μυθιστορήματα, ο
πρωταγωνιστής του βιβλίου βλέπει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού του· μία
αμείλικτη μορφή δικαιοσύνης. Εκείνη δεν είναι σαν τα άλλα κορίτσια της ηλικίας
της: όπως αυτός, απολαμβάνει τη μοναξιά του διαβάσματος. Δύο άνθρωποι ολότελα
διαφορετικοί από τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά τόσο όμοιοι μεταξύ τους.
Δημιουργούν μία σχέση που ανταποκρίνεται με σεβασμό στη λεκτική αποτύπωση της
«αγάπης». Όταν μία παρέα τριών αγοριών, τα οποία διεκδικούσαν την κοπέλα,
ξυλοκόπησαν το αγόρι-πρωταγωνιστή, εκείνη πήρε την κατάσταση στα χέρια της και
τους εκδικήθηκε για χάρη του. Παρόλα αυτά, ο θαυμασμός και η αγάπη του για την
κοπέλα δεν είναι παθολογικός. Όταν εκείνη του ανακοινώνει ότι πρέπει να
επιστρέψει στον ιταλικό βορρά, από όπου κατάγεται, το αγόρι συμφωνεί να μην
ξανασυναντηθούν. Η σωματική τους επαφή καταργείται, αλλά η σχέση τους παραμένει
αμόλυντη ενάντια στη μεταβλητότητα του χρόνου. Ο αναπόφευκτος αποχωρισμός τους
καθόρισε οριστικά την ερωτική του ζωή.
Πρόκειται για το σημείο μηδέν, ένα terminus post quem:
«Τα χρόνια που ακολούθησαν την εφηβεία, όταν πια το σώμα έφτασε στο ενήλικο
ύψος του, η λέξη δικαιοσύνη έγινε το κέντρο της γνώσης. Τα νέα που κατέφθαναν
από τον κόσμο ταξινομούνταν σε έργα υπέρ και έργα κατά της δικαιοσύνης. Οι
επαναστάσεις ήταν υπέρ. Ο εικοστός αιώνας προχωρούσε με συνοπτικές διαδικασίες
ανάμεσα σε σφαγές ανθρώπινων υπάρξεων και σε εξεγέρσεις. Ήταν μια εποχή όπου
ξεχώριζες ποια ήταν τα στρατόπεδα και ποιο θα επέλεγες.
Δεν ξέρω αν το χρωστώ στη μικρούλα το ότι το αίσθημα της δικαιοσύνης
βρίσκεται στο κέντρο. […] Της οφείλω την απελευθέρωση του ρήματος «αγαπώ», το
οποίο στο δικό μου λεξιλόγιο ήταν φυλακισμένο».
Το έργο είναι εξ ολοκλήρου συναισθηματικά φορτισμένο. Επικρατεί πλήρης
ανωνυμία των χαρακτήρων σε μία προσπάθεια του συγγραφέα να αποστασιοποιηθεί από
γεγονότα κατά την παιδική του ηλικία που επηρέασαν τη μετέπειτα πορεία του στη
ζωή. Η ανάγνωση εδώ μετατρέπεται σε νοσταλγία των παιδικών χρόνων, όταν η
αθωότητα, ο αυθορμητισμός και τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα γίνονταν πάθος για
ζωή. Σε δεύτερο φόντο, αλλά όχι αμελητέα, εμφανίζεται η σχέση του μικρού
αγοριού με τη μητέρα του, η οποία πέθανε όταν εκείνος ήταν πλέον ώριμος άντρας,
καθώς και η ζωή στη Νάπολη. Κατά αντιστοιχία με τον συγγραφέα, το 10χρονο αγόρι
τρέφει ιδιαίτερη αγάπη για τη θάλασσα. Το θαλασσινό στοιχείο κατατρέχει όλο το
έργο με λεξιλόγιο που αποδίδεται στους ψαράδες και αποδίδεται αποτελεσματικά
από την Άννα Παπασταύρου, μεταφράστρια του βιβλίου. Στη θάλασσα φωλιάζει η
ανθρώπινη ψυχή και καθαίρεται. Το νερό λειτουργεί εξαγνιστικά και απομαγνητίζει
την ψυχή, διανοίγοντας την προοπτική για οντολογική ανασυγκρότηση.
Ο συγγραφέας-αφηγητής (σημειωτέον ότι συμπίπτουν ηλικιακά την περίοδο που
συγγράφεται το βιβλίο) αξιοποιεί σε εκτεταμένο βαθμό τη μετάβαση από το μακρινό
παρελθόν της παιδικής ηλικίας στην τωρινή πραγματικότητα, αλλά όχι πάντα προς
όφελος του αναγνωστικού ειρμού. Ο Ντε Λούκα, ωστόσο, δεν γράφει για τον
αναγνώστη: γράφει για τον ίδιο. Η συγγραφική αυτή απόπειρα συνιστά μια εκ
βαθέων εξομολόγηση απέναντι στον εαυτό του για στιγμές που τον σημάδεψαν. Η
γραφή του ρέει σαν είδος ημερολογιακών καταγραφών, φανερώνοντας την επιθυμία
του να εξωτερικεύσει τη σημειολογία της ύπαρξής του. Για εκείνον, τα γεγονότα
της παιδικής ηλικίας τον στιγμάτισαν ανεπανόρθωτα, αλλά δεν έγκειται στη δική
του απόφαση η απαγκίστρωση από το παρελθόν. Το χρονικά τετελεσμένο οριοθετεί τα
συναισθήματά του. Το πεπρωμένο δεν αποτυπώνεται στα μελλούμενα, αλλά απαντά
στον αμετάβλητο χαρακτήρα των γεγονότων.
Ο Έρι Ντε Λούκα γεννήθηκε το 1950 στη Νάπολη και ζει στη Ρώμη. Στα ελληνικά
έχουν μεταφραστεί επίσης τα βιβλία του Τρία Άλογα (Αλεξάνδρεια, 2002), Η
μουσική της θάλασσας (Περίπλους, 2002), Το βάρος της πεταλούδας (Κέλευθος,
2016) και Είσαι δικός μου, εσύ (Κέλευθος, 2016).
Συγγραφέας: Erri De Luca
Τίτλος: Τα ψάρια δεν κλείνουν τα μάτια
Τίτλος πρωτοτύπου: Ι pesci non chiudono gli occhi
Μετάφραση: Άννα Παπασταύρου
Επιμέλεια-Διόρθωση: Δημήτρης Παπακώστας
Σχεδιασμός Εξωφύλλου: Τζωρτζίνα Αθανασίου
Εκδόσεις: Κέλευθος (2016)
Σελίδες: 161
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου