Η ΙΣΤΟΡΙΑ των Ελλήνων της Βενετίας και της Ορθόδοξης
Αδελφότητάς των, που αναδείχθηκε η σημαντικότερη και λαμπρότερη του Ελληνισμού
της Διασποράς, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, γιατί συνδέεται ιδιαίτερα με
την πνευματική αφύπνιση και την πολιτιστική ανέλιξη του ελληνικού έθνους μετά
την Άλωση.
Βενετία, η
πρωτεύουσα της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας σε γκραβούρα Εποχής
|
Οργάνωση
Η κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1453) προκάλεσε
τη μαζική έξοδο προσφύγων στη Δύση και φυσικά η Βενετία δέχτηκε μεγάλο αριθμό
απ’ αυτούς. Έτσι η μικρή ως τότε ελληνική παροικία της Βενετίας γνώρισε
ξαφνικά, με τον ερχομό των προσφύγων αυτών, σημαντική ανάπτυξη. Οι Έλληνες
εγίνονταν το πιο ισχυρό ξένο στοιχείο της Βενετικής πρωτεύουσας.
Το Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών, ο Άγιος Γεώργιος των Ελλήνων (San Giorgio dei Greci) με το κωδωνοστάσιο.
|
Είχαν λοιπόν ανάγκη να οργανωθούν. Ένα από τα πρωταρχικά
προβλήματα που οι Έλληνες της Βενετίας είχαν ν’ αντιμετωπίσουν, και πολύ
νωρίτερα μάλιστα από την εποχή αυτή, ήταν το πρόβλημα της ελεύθερης άσκησης των
θρησκευτικών τους καθηκόντων σύμφωνα με τα έθιμα και το δόγμα τους, δηλαδή το
δόγμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Τη θρησκευτική τους αυτή ελευθερία την επέτυχαν
μονάχα ύστερα από σκληρούς και μακροχρόνιους αγώνες. Στην αρχή, συγκεντρώνονταν
για τις θρησκευτικές τους ιεροτελεστίες σε ιδιωτικά σπίτια και κρυφά, γιατί οι
ορθόδοξοι ιερείς, που τελούσαν τις ιεροτελεστίες αυτές, καταδιώκονταν από τις
βενετικές αρχές ως «σχισματικοί». Μετά τη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1439) και τη
φαινομενική ένωση των δύο Εκκλησιών, τους εδόθηκε η άδεια να τελούν τις
λειτουργίες των σε καθολικές εκκλησίες και μάλιστα στην εκκλησία του Αγίου
Βλασίου, παρ’ όλες τις δυσκολίες και τα προσκόμματα που τους έφερναν πάντα οι
Λατίνοι εφημέριοι. Η κατάσταση αυτή τους οδήγησε (τώρα που δεν εθεωρούντο πια
σχισματικοί, αλλά ουνίτες καθολικοί) να ζητήσουν την άδεια να έχουν ή να
οικοδομήσουν δικό τους ναό. Έτσι, ο διάσημος Έλληνας καρδινάλιος Ισίδωρος,
μητροπολίτης Κιέβου, που αφού έλαβε ενεργό μέρος στην άμυνα της Κωνσταντινούπολης
και γλίτωσε από τη σφαγή, γύρισε στην Ιταλία, παρακάλεσε τη Βενετική Γερουσία
να ικανοποιήσει το αίτημα των δύσμοιρων ομοεθνών του, που είχαν μείνει δίχως
πατρίδα «quod Graeci Orthodoxi et catholicae fidei habere possint aliquam
ecclesiam in hac urbe Venetiarum eisque liceret in ea divina mysteria et divina
officia greco ritu celebrare, ut in hac generis et nationis suae calamitate non
videantur omnino derelicti atque reiecti». Ο Ισίδωρος επέτυχε συγχρόνως να
υποστηριχτεί το αίτημα αυτό με βούλα του Πάπα Καλλίστου Γ’ ένθερμου θιασώτη της
Σταυροφορίας. Η Βενετική Γερουσία, με ψήφισμα της 18ης Ιουνίου 1456, δέχτηκε το
αίτημα. Αυτή ήταν η πρώτη άδεια που παραχωρήθηκε στους Έλληνες, να χτίσουν
εκκλησία στη Βενετία. Αλλά, για κακή τους τύχη, η άδεια αυτή δεν έμελλε να έχει
εφαρμογή στην πράξη. Γερουσία, που την είχε παραχωρήσει, πιστεύοντας πως «η
μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων που είναι εγκαταστημένοι σ’ αυτή την πόλη ζούσε
υπακούοντας στην καθολική πίστη της Αγίας Ρωμαϊκής Εκκλησίας», διαπίστωσε
γρήγορα πως η πραγματικότητα ήταν εντελώς διαφορετική. Οι πολυάριθμοι Έλληνες
που είχαν συγκεντρωθεί στη Βενετία κατά τα τέλη του ΙΕ’ αιώνα ήταν, στη μεγάλη
τους πλειονότητα (τουλάχιστον κατά τα τέσσερα πέμπτα) «σχισματικοί», δηλαδή
ορθόδοξοι, και η δήθεν υποταγή τους στον Πάπα δεν τους εχρησίμευε παρά μόνο για
πρόσχημα. Γι' αυτό και το ψήφισμα της Γερουσίας ακυρώθηκε, τον επόμενο χρόνο,
με άλλο ψήφισμα του τρομερού Συμβουλίου των Δέκα. Με νέο ψήφισμα του ίδιου
Συμβουλίου, του έτους 1470, οι Έλληνες υποχρεώθηκαν να εξακολουθούν να
εκκλησιάζονται και να τελούν τις ιεροτελεστίες των αποκλειστικά και μόνο στην
εκκλησία του Αγίου Βλασίου, ως «σχισματικοί ή αιρετικοί». Ο περιορισμός αυτός
(σε ορισμένες ώρες φυσικά και ίσως σε μια μικρή γωνιά της) αποτελούσε όχι
εύνοια για τους Έλληνες, όπως νομίστηκε, αλλά αντίθετα πολιτικό (ή καλύτερα
αστυνομικό) μέτρο εκ μέρους του Βενετικού Κράτους, που ήθελε έτσι να ελέγχει
εύκολα τις συγκεντρώσεις του τόσο πολυάριθμου ξένου αυτού στοιχείου, που είχε
εγκατασταθεί στην πρωτεύουσά του. Νέες απόπειρες των Ελλήνων, στα 1473 και στα
1479, δεν είχαν καλύτερο αποτέλεσμα. Αντίθετα η Βενετία εννοούσε να τους
υποτάξει εντελώς στη δικαιοδοσία των λατινικών εκκλησιαστικών αρχών της πόλης,
σχετικά με το διορισμό των εφημερίων των, που τους υποχρέωνε να υποβάλουν
ομολογία πίστεως στο καθολικό δόγμα.
Βενετία, 1500 μ.Χ., Jacopo de Barbari
Συμβούλιο των Δέκα
Οι Έλληνες όμως δεν εγκατέλειψαν τον αγώνα, αλλά
ακολούθησαν άλλο δρόμο. Το 1498, με έκκλησή τους στο Συμβούλιο των Δέκα,
ζήτησαν την άδεια επικαλούμενοι την πολεμική συμμετοχή τους στην κατάκτηση της
Δαλματίας, να οργανωθούν νομίμως, σε Αδελφότητα σύμφωνα με το συντεχνιακό
δίκαιο της εποχής και κατά το υπόδειγμα των άλλων εθνικών μειονοτήτων της
Βενετίας, όπως οι Δαλματοί και οι Αλβανοί. Η Αδελφότητα αυτή θα είχε ως έδρα
την εκκλησία του Αγίου Βλασίου και ως άγιο προστάτη τον Άγιο Νικόλαο. Θα ήταν
Αδελφότητα (Confraternita ή Scuola) λαϊκή, εθνικής μειονότητας και όχι
επαγγελματική συντεχνία, και θα επεδίωκε κυρίως φιλανθρωπικούς σκοπούς
(περίθαλψη των ασθενών, των τραυματιών πολέμου, των ορφανών και των απόρων).
Ιανός ή
Ιωάννης Λάσκαρις (Κωνσταντινούπολη, περ. 1445 - Ρώμη, 1534). Λόγιος, διπλωμάτης
και εκδότης κλασικών κειμένων. Το προσωνύμιο Ρυνδακηνός, που συνοδεύει συχνά το
όνομά του, υποδηλώνει τον τόπο της οικογένειάς του (από το Ρύνδακο της
Βιθυνίας) που ήταν κλάδος της ομώνυμης αυτοκρατορικής οικογένειας του Βυζαντίου.
Και πραγματικά, με ψήφισμα της 28ης Νοεμβρίου 1498, το
Συμβούλιο των Δέκα τους παραχώρησε την άδεια που ζητούσαν. Η ίδρυση της
Αδελφότητας των Ελλήνων της Βενετίας στάθηκε γεγονός πρωταρχικής σημασίας για
τη μελλοντική τους ανάπτυξη, αλλά και γενικότερα για την πνευματική και
πολιτιστική ιστορία του νέου Ελληνισμού. Από τη στιγμή αυτή, είχαν το νόμιμο
δικαίωμα να αποκτήσουν δικό τους καταστατικό, να εκλέγουν οι ίδιοι τους
εφημερίους των, θέτοντας τέρμα στις έριδες που τους διαιρούσαν και να παίρνουν
οποιεσδήποτε αποφάσεις, αρκεί να μην είναι αντίθετες προς τους νόμους του
Βενετικού κράτους. Αφού συγκροτήθηκε με τον τρόπο αυτό η Αδελφότητα των Ελλήνων
της Βενετίας, φαίνεται πως άρχισε να λειτουργεί από την πρώτη στιγμή με τρόπο
υποδειγματικό, αν κρίνουμε από τα τακτικά κατάστιχα που μας εσώθηκαν και που
περιέχουν το καταστατικό της, τα οικονομικά της, τις σπουδαιότερες αποφάσεις
της κ.τλ. Στην αρχή, τα μέλη (άντρες και γυναίκες) που ενεγράφοντο στην
Αδελφότητα και πλήρωναν την ετήσια συνδρομή τους δεν ήταν πολυάριθμα, αλλά
αυξάνονταν σταθερά από χρόνο σε χρόνο. Είχαν την καταγωγή ή την προέλευσή τους
από όλες σχεδόν τις ελληνικές χώρες, αλλά ιδίως από τις βενετοκρατούμενες
(Κύπρο, Κρήτη, Επτάνησα, Ναύπακτο, Μεθώνη, Κορώνη κ.τλ.) και ασκούσαν λογής
λογής επαγγέλματα. Ήταν ναυτικοί και έμποροι, βιοτέχνες και εργάτες,
ειδικευμένοι τεχνίτες και καλλιτέχνες, άνθρωποι των γραμμάτων και άνθρωποι των
όπλων.
O καρδινάλιος Βησσαρίων (Τραπεζούντα, περ. 1403 - Ραβέννα, 1472) Βυζαντινός ουμανιστής, θεολόγος και φιλόσοφος, μια από τις σημαντικότερες
μορφές του 15ου αιώνα. Δώρισε το 1468 τη μεγάλη βιβλιοθήκη με 900 τόμους στην
πόλη της Βενετίας. Η δωρεά αυτή αποτέλεσε τον πυρήνα της περίφημης Μαρκιανής
Βιβλιοθήκης.
|
Η τάξη μάλιστα των τελευταίων αυτών, που ονομάζονταν
ιταλικά «stradioti» (από την ελληνική λέξη στρατιώτης), είχε αποκτήσει, την
εποχή αυτή, πολύ μεγάλη σπουδαιότητα, γιατί η Βενετία την εχρησιμοποιούσε στις
πολεμικές της επιχειρήσεις με αρκετή επιτυχία. Οι «Ελληνες στρατιώται» (όπως
τους καθιέρωσε ο Κωνσταντίνος Σάθας), συγκροτούσαν σώματα ελαφρού ιππικού, που
ήταν φημισμένα για την ευελιξία, την ορμητικότητα και την ανδρεία τους. Είναι
βέβαιο πως για χάρη των Ελλήνων πολεμιστών αυτών, που είχαν εγγράφει από τους
πρώτους ως μέλη της Αδελφότητας, η Βενετία, άρχισε να μεταβάλλει στάση και να
δείχνεται τώρα ολοένα και πιο ευνοϊκή προς τους Έλληνες υπηκόους της, στους
οποίους δεν θ’ αργήσει να προσφέρει ανεπιφύλακτα την προστασία της.
Άγιος Γεώργιος
Το 1511 οι Έλληνες απηύθυναν, για μια ακόμη φορά, στο
Συμβούλιο των Δέκα, μιαν εύγλωττη όσο και συγκινητική έκκληση: ζητούσαν και
πάλι την άδεια ν’ αγοράσουν με έξοδά τους οικόπεδο στη Βενετία, για να χτίσουν
εκκλησία αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο, τον προστάτη των πολεμιστών. Επρόσθεταν
ότι, για να υπηρετήσουν καλύτερα την Πολιτεία, είχαν φέρει και εγκαταστήσει στη
Βενετία όλα τα μέλη των οικογενειών τους και ότι, με τον αυξανόμενο διαρκώς
αριθμό των πιστών, η εκκλησία του Αγίου Βλασίου ήταν πια εντελώς ανεπαρκής. Από
την άλλη μεριά, είχαν απόλυτη ανάγκη χώρου και για την ταφή των νεκρών τους.
Αυτή τη φορά, το Συμβούλιο των Δέκα ενέκρινε το αίτημα. Ο Δόγης της Βενετίας
Leonardo Loredan γνωστοποιούσε στους Έλληνες την έγκριση αυτή με επιστολή του
της 30ής Απριλίου 1514. Μπορούσαν να οικοδομήσουν, σε οικόπεδο που θ’ αγόραζαν,
μιαν εκκλησία «στο όνομα του Αγίου Γεωργίου, για να τελούν τη Θεία λειτουργία
κατά τον ελληνικό τρόπο και να έχουν κοιμητήριο για τους νεκρούς των», με μια
όμως προϋπόθεση, να έχουν εξασφαλίσει πρώτα και την άδεια του Πάπα. Και η άδεια
αυτή παραχωρήθηκε πράγματι στους Έλληνες της Βενετίας, με δυο βούλες διαδοχικές
και σχεδόν ταυτόσημες, του Πάπα Λέοντος Γ΄, με χρονολογία 18 Μαΐου και 3
Ιουνίου 1514. Οι δυο βούλες αυτές, που αργότερα επικυρώθηκαν από μια τρίτη του
Πάπα Κλήμεντος Ζ’ της 26ης Μαρτίου 1526, τους παραχωρούσαν συγχρόνως το
εξαιρετικό προνόμιο να μην υπάγονται στη δικαιοδοσία της τοπικής εκκλησιαστικής
αρχής, δηλαδή του Λατίνου πατριάρχη της Βενετίας. Τα τόσο σημαντικά αυτά
προνόμια, που θα τους εξασφαλίσουν στο μέλλον την απόλυτη σχεδόν θρησκευτική
τους ελευθερία, οι Έλληνες τα πέτυχαν, με την επέμβαση πιθανότατα στη Ρωμαϊκή
Αυλή δυο διάσημων Ελλήνων σοφών, που ήταν συνεργάτες και ευνοούμενοι του
ουμανιστή Πάπα Λέοντος του Γ΄ (γιού του Λαυρέντιου των Μεδίκων): του Ιανού
Λάσκαρη και του Μάρκου Μουσούρου. Καθώς ανακαλύφτηκε πρόσφατα, ο δεύτερος ήταν
ενεργό μέλος της Αδελφότητας, γραμμένος στα επίσημα βιβλία της το 1514 και το
1515.
Μάρκος Μουσούρης
Οι εξακριβωμένες αυτές σχέσεις του Μάρκου Μουσούρου,
διάσημου φιλολόγου της Αναγέννησης, με την ελληνική αδελφότητα μας δίνουν την
ευκαιρία να υπογραμμίσουμε τον εξαιρετικά σημαντικό ρόλο που οι λόγιοι Έλληνες
της Βενετίας έπαιξαν, από πολύ νωρίς, στον τομέα της καλλιέργειας των κλασικών
σπουδών. Δεν πρέπει να λησμονούμε πως η Βενετία, στα τέλη του ΙΕ’ και στις
αρχές του ΙΣΤ’ αιώνα είχε γίνει το λαμπρότερο κέντρο καλλιέργειας των ελληνικών
σπουδών στην Ευρώπη. Και αυτό, εξ αιτίας της θαυμαστής εκδοτικής δραστηριότητας
του Αλδου Μανουτίου, που ετοίμαζε και πρόσφερε, για πρώτη φορά τότε στον κόσμο,
τις έντυπες εκδόσεις των μεγαλύτερων συγγραφέων της κλασικής αρχαιότητας. Και
ακριβώς ο πολυτιμότερος συνεργάτης του Αλδου στο έργο αυτό ήταν ο Μουσούρος,
που πραγματοποίησε τη φημισμένη πρώτη έκδοση των έργων του Πλάτωνα (1513) και
που φιλοπόνησε τις δώδεκα από τις τριάντα πρώτες εκδόσεις (editiones principes)
που βγήκαν από το τυπογραφείο του Αλδου. Αλλά, εκτός από τον Μουσούρο, ο Αλδος
είχε και άλλους Έλληνες συνεργάτες: ήταν οι συνεχιστές της παράδοσης του
καρδινάλιου Βησσαρίωνα, του μεγάλου αυτού Έλληνα πατριώτη και σοφού, που μετά
την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας συνέλαβε το σχέδιο να διασώσει την
πνευματική κληρονομιά του ελληνισμού, συγκροτώντας πολύτιμη συλλογή χειρογράφων
και κληροδοτώντας την στη Βενετική Πολιτεία, για ν' αποτελέσει τον πρώτο πυρήνα
της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Ανάμεσα στους συνεργάτες αυτούς του Αλδου
συγκαταλέγονταν ο Ιωάννης Γρηγορόπουλος, με τον οποίο ίδρυσε την περίφημη
«Νεακαδήμεια», ο Ζαχαρίας Καλλέργης και ο Αρσένιος Αποστολής. Ο Ζαχαρίας
Καλλέργης είχε ιδρύσει στη Βενετία, μαζί με τον Νικόλαο Βλαστό, τυπογραφείο,
όπου τυπώθηκε το 1499, με τη συνεργασία του Μουσούρου, η έκδοση του «Μεγάλου
Ετυμολογικού», από τα αριστουργήματα της τυπογραφικής τέχνης της Αναγέννησης,
που χρηματοδοτήθηκε από τη βυζαντινή αρχόντισα Αννα Παλαιολογίνα Νοταρά,
πρόσφυγα κι αυτή στη Βενετία.
Η εκκλησία του Αγίου Γεωργίου των Ελλήνων και το Φλαγγίνειο Κολλέγιο (σημερινή έδρα του Ελληνικού Ινστιτούτου Βενετίας). Χαλκογραφία τυπωμένη από τον Dom. Louisa (18ος αι.).
|
Ο Αρσένιος Αποστολής, κωδικογράφος και κριτικός εκδότης
κειμένων, είχε βοηθήσει, το 1508, ακόμη και τον μεγάλο Έρασμο, όταν αυτός
προετοίμαζε στη Βενετία τη δεύτερη έκδοση των «Γνωμικών» του. Αλλά, εκτός από
τους φιλολόγους, υπήρχαν και πολυάριθμοι Έλληνες αντιγράφεις χειρογράφων, που
συνέρρεαν στη Βενετία ήδη από τα μέσα του ΙΕ’ αιώνα. Είναι αξιοσημείωτο πως ο
εφημέριος των Ελλήνων που λειτουργούσε στην εκκλησία του Αγίου Βλασίου από το
1470 περίπου ως το 1482, ο Γεώργιος Τριβίζιος, ήταν ένας από τους κωδικογράφους
αυτούς και πως τον διαδέχθηκε στην ίδια εκκλησία ο Ιωάννης Ρώσος (t 1497), από
τους πιο εκπληκτικούς για την παραγωγή τους κωδικογράφους της Αναγέννησης. Και
ο ένας και ο άλλος προέρχονταν από την ομάδα των κωδικογράφων στην υπηρεσία του
Βησσαρίωνα, καθώς και ο λογιότατος κωδικογράφος Ιωάννης Πλουσιαδηνός, που
χρημάτισε κι αυτός εφημέριος στον Άγιο Βλάσιο. Τον πρώτο αυτό πυρήνα των
Ελλήνων ουμανιστών της Βενετίας θα τον διαδεχθεί αργότερα ολόκληρη αδιάσπαστη
σειρά άλλων λογιών.
Θωμάς Φλαγγίνης, ιδρυτής του Φλαγγίνειου Εκπαιδευτηρίου 1578 – 1648
Διπλό επίτευγμα
Ας γυρίσουμε όμως στην ιστορία της οικοδομής της
εκκλησίας. Το διπλό επίτευγμα των Ελλήνων, και ιδίως το εξαιρετικό προνόμιο που
έλαβαν να μην υπάγονται στη δικαιοδοσία του Λατίνου πατριάρχη της Βενετίας,
προκάλεσε τη ζωηρή αντίδραση του τελευταίου αυτού, που αντιμετώπιζε το γεγονός
ως μείωση της εξουσίας και προσβολή του κύρους του. Ανάμεσα στον πατριάρχη και
την ελληνική αδελφότητα άρχισαν προστριβές αρκετά ζωηρές (ιδίως το 1527-1528),
κατά τη διάρκεια των οποίων πρέπει να σημειωθεί ότι οι βενετικές αρχές πήραν το
μέρος των Ελλήνων. Το οικόπεδο αγοράστηκε τελικά, το 1526, σε κεντρικότατο
σημείο της πόλης και οικοδομήθηκε προσωρινά (1527) μια μικρή εκκλησία.
Χειρόγραφο αριθμ.
5, Ελληνικό Ινστιτούτο Βενετίας (Μυθιστόρημα Μεγ. Αλεξάνδρου), 14ου αι., μικρογραφία
|
Η οικοδομή της ωραίας και μεγάλης εκκλησίας του Αγίου
Γεωργίου άρχισε μόλις το 1539, κράτησε 34 χρόνια και τελείωσε το 1573, με
μεγάλες θυσίες και γενναιόδωρες εισφορές όλων των Ελλήνων, ιδίως των
πολυάριθμων ναυτικών και πλοιοκτητών που ήταν περαστικοί από τη Βενετία.
Εστοίχισε συνολικά 15.000 χρυσά δουκάτα. Λίγο όμως πριν και λίγο έπειτα από την
έναρξη της οικοδομής, η αδελφότητα έμελλε να περάσει μερικά χρόνια ανησυχίας. Ο
Αρσένιος Αποστολής, ο γνωστός λογιότατος αρχιεπίσκοπος Μονεμβασίας, που είχε
προσχωρήσει στον καθολικισμό, επέτυχε να του ανατεθεί, το 1534, το κήρυγμα στο
ναό του Αγίου Γεωργίου, και το δικαίωμα να διορίζει ο ίδιος δύο καθολικούς
εφημερίους. Το γεγονός αναστάτωσε την Αδελφότητα, που απευθύνθηκε στον
οικουμενικό πατριάρχη, για να ζητήσει τον αφορισμό του Αρσενίου- αλλ’ αυτός
πέθανε μετά ένα χρόνο. Ο εφημέριος Νικόλαος Τριζέντος, που θεωρήθηκε υπεύθυνος
για την κλοπή πολύτιμης εικόνας της Θεοτόκου, επαύθηκε το 1540 από την
Αδελφότητα. Προσέφυγε τότε στον Πάπα Παύλο Γ’ και επέτυχε μια βούλα, το 1542,
που ανακαλούσε όλα τα προνόμια που είχε παραχωρήσει στους Έλληνες ο Λέων Γ. Ο
Βενετός πατριάρχης μπορούσε στο εξής να επεμβαίνει στον Άγιο Γεώργιο και να
διορίζει φιλοκαθολικούς εφημερίους. Αλλά μόλις εφτά χρόνια αργότερα, ο ίδιος
αυτός Πάπας (με τη μεσολάβηση και πάλι Ελλήνων λογιών, όπως ο Νίκανδρος Νούκιος
και ο Ματθαίος Δεβαρής, καθώς και του πατριαρχικού εξάρχου Μητροφάνους
Καισαρείας, που είχε έλθει στη Βενετία, στα τέλη του 1546, και που επισκέφθηκε
και την Αγία Έδρα), ακύρωσε με νέα του βούλα, της 22ας Ιουνίου 1549, την
προηγούμενη και επανέφερε σε ισχύ τις βούλες του Λέοντος Γ τις ευνοϊκές για
τους Έλληνες. Από τότε και έπειτα οι Ελληνες της Βενετίας θ’ ασκήσουν ελεύθερα
τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, χωρίς καμιά επέμβαση της Λατινικής Εκκλησίας επί
ενάμιση αιώνα, ως τις αρχές του ΙΗ’.
Του Μ. Ι. Μανούσακα
ΒΕΝΕΤΙΑ, ΕΝΑ ΑΛΛΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ
7 ΗΜΕΡΕΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
12 ΣΕΠ
1993
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου