Τρίτη 6 Μαρτίου 2018

Μιχαήλ Άγγελος, ένας αριστοκράτης της τέχνης που ποτέ δεν έγινε «αυλικός»


Είμαστε συνηθισμένοι να λέμε ότι οι ανθρωπιστικές επιστήμες, είναι ένα στολίδι του ανθρώπου, ένα συμπλήρωμα της προσωπικότητας, ένα διακριτικό στοιχείο του μορφωμένου ατόμου. 

Φοίβος Γκικόπουλος*08.02.2018
Φύλλο 393 - 3/2/2018

Κάποτε ο άνθρωπος των γραμμάτων και των τεχνών είχε την ιδιότητα να ζωντανεύει τις συζητήσεις στα σαλόνια ή να συνθέτει ευκαιριακούς στίχους, όπως οι ζωγράφοι προσκαλούνταν να στολίσουν τα μέγαρα ή τις εκκλησίες με εικόνες που όχι μόνο θα συνέβαλαν στη διακόσμηση, αλλά και στο να δοξάσουν, κατά παραγγελία, προσωπικότητες ή γεγονότα. Πολλά αριστουργήματα γεννήθηκαν κατά παραγγελία: λειτουργικότητα και διάκοσμος ήταν στενά συνυφασμένα μεταξύ τους, στην προσπάθειά τους να δικαιολογήσουν το κόστος και τον κόπο για την πραγματοποίηση του έργου. Η τέχνη της Ιταλικής Αναγέννησης γεννήθηκε, στην πλειοψηφία της, σε ωφελιμιστικές καταστάσεις, με διακοσμητικούς και κατασκευαστικούς σκοπούς. Αλλά κανείς μας δεν μπορεί να σκεφτεί πως η τέχνη γενικά δεν μπορεί να βρει τον λόγο ύπαρξής της στις επιθυμίες του παραγγελιοδότη.

Ο Μιχαήλ Άγγελος είναι «μεγαλοφυΐα» γιατί το έργο του, ζωντανεύει από μια δύναμη υπερφυσική που γεννιέται από το βάθος της ψυχής και τείνει στο υπέρτατο στάδιο, στην απόλυτη υπέρβαση.

Τα μεγάλα έργα τέχνης επιζούν ένδοξα των ιπποτικών ιδανικών που ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες, και των εγκωμιαστικών ιδανικών των εκάστοτε ισχυρών που τους προστάτευαν. Ο τελικός σκοπός της τέχνης δεν μπορεί να οριστεί ούτε από τους άμεσους στόχους των δημιουργών, ούτε από τις επιθυμίες των εντολέων, ακόμη κι όταν οι τελευταίοι είχαν υψηλά καλλιτεχνικά ιδανικά και το όφελος που απεκόμιζαν από τα έργα τους ήταν ένας τίτλος πολιτικού γοήτρου και ένα προβάδισμα στην αντιπαράθεση με τους ανταγωνιστές τους.

Τα αφηγηματικά πνεύματα του Λουντοβίκο Αριόστο και του Τορκουάτο Τάσο επιζούν ένδοξα των ιπποτικών ιδανικών που ενέπνευσαν τους συγγραφείς, και των εγκωμιαστικών ιδανικών των εκάστοτε ισχυρών που τους προστάτευαν. Ο τελικός σκοπός της λογοτεχνίας δεν μπορεί να οριστεί ούτε από τους άμεσους στόχους των δημιουργών, ούτε από τις επιθυμίες των εντολέων, ακόμη κι όταν οι τελευταίοι είχαν υψηλά καλλιτεχνικά ιδανικά και το όφελος που απεκόμιζαν από τα έργα τέχνης ήταν ένας τίτλος πολιτικού γοήτρου και ένα προβάδισμα στην αντιπαράθεση με τους ανταγωνιστές τους.

Η τέχνη λοιπόν, χρησίμευε σε κάτι, αλλά το γόητρο ενός πρίγκιπα ή ενός πάπα είναι ειδικές και μη επαναλαμβανόμενες καταστάσεις. Η ιστορία δεν τρέχει προς τα πίσω: αναγκαστήκαμε να διαπιστώσουμε πως όταν το Κράτος, για παράδειγμα, αναλαμβάνει τον ρόλο του μαικήνα ή του εντολέα στη σύγχρονη εποχή, συλλέγει μόνο κακούς υπηρέτες και αποκομίζει αποτελέσματα τουλάχιστον μέτρια.

Η έλευση της λεγόμενης πολιτισμικής βιομηχανίας, ανανέωσε τη μορφή του παραγγελιοδότη. Αλλά οι σημερινοί εντολείς δεν μοιάζουν σε τίποτε μ’ εκείνους της Αναγέννησης, γιατί πάνω απ’ όλα ο σκοπός τους δεν είναι να αποκτήσουν κύρος και αναγνώριση από τις επόμενες γενιές, αλλά η δραστηριότητά τους έχει ένα κίνητρο πολύ πιο υλικό και άμεσο, που είναι το εμπορικό όφελος. Το λέω αυτό χωρίς διάθεση σκανδαλολογίας, γιατί είναι απόλυτα νόμιμο το γεγονός ότι η βιομηχανία, για να επιβιώσει, θα πρέπει να παράγει κέρδος, αλλά το ότι σκοπός της τέχνης θα πρέπει να είναι το οικονομικό όφελος, μου φαίνεται μια προοπτική ελάχιστα ελκυστική για όλους, εκτός από εκείνους που επωφελούνται. Πόσο μάλιστα όταν αυτή η εμπορική οπτική συγκρούεται σχεδόν πάντα με την ελευθερία έκφρασης των καλλιτεχνών, που δεν επιθυμούν να υποταχθούν στα οικονομικά κελεύσματα. Μ’ άλλα λόγια, οι εμπορικές επιχειρήσεις δεν είναι μαικήνες και σίγουρα δεν θα είναι αυτές που θα δώσουν νόημα στην τέχνη και ζωή σε μια νέα Αναγέννηση.

Εγώ λέω ότι η ζωγραφική μου φαίνεται καλύτερη, όσο πλησιάζει στο ανάγλυφο, και το ανάγλυφο μου φαίνεται χειρότερο, όσο πιο πολύ πλησιάζει στη ζωγραφική

Όταν υποστηρίζουμε ότι ο Μιχαήλ Άγγελος είναι ένα μοναδικό, ανώτερο πνεύμα, μια μεγαλοφυΐα, δεν εκφράζουμε μόνο μια άποψη πάνω στην τέχνη του, αλλά διατυπώνουμε και μια ιστορική κρίση. Μεγαλοφυΐα, στη θεώρηση του 16ου αιώνα, είναι μια δύναμη υπερφυσική (αγγελική ή δαιμονική) που επιδρά στην ανθρώπινη ψυχή: είναι αυτό που κατά την περίοδο του ρομαντισμού θα ονομάσουμε έμπνευση. Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι είναι μια συγκλονιστική «ευφυΐα», αλλά δεν είναι, μ’ αυτή την έννοια, μια «μεγαλοφυΐα» γιατί ολόκληρο το έργο του παραμένει στην περιοχή της εμπειρίας και της γνώσης. Ο Μιχαήλ Άγγελος είναι μια «μεγαλοφυΐα» γιατί το έργο του είναι έμπνευση, ζωντανεύει από μια δύναμη που θα λέγαμε υπερφυσική και που γεννιέται από το βάθος της ψυχής και τείνει στο υπέρτατο στάδιο, στην απόλυτη υπέρβαση.

Από την αρχή το ιδανικό του Μιχαήλ Άγγελου ήταν κυρίως πλαστικό και η γλυπτική του το συνειδητό σημείο άφιξης, αν και πολλές φορές τα εικαστικά ενδιαφέροντά του θα αγγίξουν την τέχνη του. Έτσι τα λόγια του σε μια επιστολή στον Μπενεντέττο Βάρκι με αφορμή τη διαμάχη πάνω στα πρωτεία των τεχνών, γύρω στο 1549, μπορούν να θεωρηθούν καθοριστικά για τις θέσεις του: «Εγώ λέω ότι η ζωγραφική μου φαίνεται καλύτερη, όσο πλησιάζει στο ανάγλυφο, και το ανάγλυφο μου φαίνεται χειρότερο, όσο πιο πολύ πλησιάζει στη ζωγραφική».

Το μήνυμα που φαίνεται να δέχεται ο καλλιτέχνης από το Θεό, είναι ατομικό. Για να το ακούσει πρέπει να κλειστεί στη μοναξιά και στην περισυλλογή. Ο Μιχαήλ Άγγελος, στην ιστορία της τέχνης, είναι η πρώτη περίπτωση μοναχικού καλλιτέχνη, σχεδόν ενάντιος προς τον κόσμο που τον περιβάλλει και στον οποίο αισθάνεται ξένος, εχθρικός.

Ο Μιχαήλ Άγγελος ζει μόνος, φτωχικά παρά τα πλούτη που συσσωρεύει. Υπερόπτης με τους άλλους και πάντα ανικανοποίητος με τον εαυτό του, κυριευμένος, όταν έχει γεράσει, από το άγχος του θανάτου. «Δεν έχω φίλους και δεν θέλω να έχω», γράφει στον αδελφό του. Δεν έχει ούτε συνεργάτες ούτε μαθητές, αναλαμβάνει μόνος του γιγαντιαία εγχειρήματα. Ένα μόνο μεγάλο συναίσθημα τον κυριεύει, για την ποιήτρια Βιττόρια Κολόννα: μια καθαρά πνευματική σχέση, που επηρεάζει βαθιά την θρησκευτική του ζωή.

Γλύπτης, ζωγράφος, αρχιτέκτονας και ποιητής, σε όλη του τη ζωή στοχεύει σε μια τέχνη που να είναι σύνθεση των ειδικών τεχνικών και, υπερβαίνοντάς τες, πραγματοποιεί το απόλυτο, καθαρό σχέδιο, την ιδέα. Αν και παρουσιάζονται περίοδοι και κύκλοι καθορισμένοι, ολόκληρο το έργο του Μιχαήλ Άγγελου εμφανίζεται αλληλένδετο: κάθε μεμονωμένο έργο επανεξετάζει και υπερβαίνει τις εμπειρίες των προηγούμενων. Για πρώτη φορά η τέχνη ταυτίζεται με την ίδια την ύπαρξη του καλλιτέχνη: όπως η ύπαρξη είναι μια εμπειρία που ολοκληρώνεται με τον θάνατο. Γι’ αυτό η ιδέα του θανάτου είναι έντονα παρούσα σ’ ολόκληρο το έργο του.

Τα μεγάλα έργα τέχνης επιζούν ένδοξα των ιπποτικών ιδανικών που ενέπνευσαν τους καλλιτέχνες, και των εγκωμιαστικών ιδανικών των εκάστοτε ισχυρών που τους προστάτευαν

Από την άλλη μεριά οι σχέσεις του με τις εξουσίες της εποχής (Μέδικοι στη Φλωρεντία από τη μια και το Βατικανό και οι πάπες στη Ρώμη από την άλλη) του προξενούν ένα επιπλέον άγχος: επιθυμεί να ολοκληρώσει τα έργα που του αναθέτουν, σε μια εποχή όπου ο μαικηνισμός είναι το κύριο συστατικό της κάθε αυλής. Ο Μιχαήλ Άγγελος, πολλές φορές αποδέχεται με επιφύλαξη την εντολή να κοσμήσει ακόμη και τον θόλο της Καπέλλα Σιστίνα, που ο πάπας Τζιούλιο ο 2ος του αναθέτει το 1508. Αυτές οι αντιδράσεις εξηγούν και τη στάση του απέναντι στους ισχυρούς.

Οι τομές που εισήγαγε ο Μιχαήλ Άγγελος στην τέχνη, και που έγιναν οδηγός για τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών, είναι αναμφίβολα από τις πιο σημαντικές στην παγκόσμια ιστορία. Επηρεασμένος από το πνεύμα και τη διδασκαλία του Ανθρωπισμού (προσκαλείται στην αυλή των Μεδίκων από τον Λαυρέντιο τον Μεγαλοπρεπή, όπου έρχεται σε επαφή με τους μεγάλους διανοητές της εποχής, όπως ο Μαρσίλιο Φιτσίνο, ο Πίκο ντέλλα Μιράντολα, ο Πολιτσιάνο) έχει την ευκαιρία να εμπλουτίσει την κουλτούρα του. Ζει από κοντά όλες τις πολιτικές μεταβολές εκείνης της περιόδου, όπως η πτώση των Μεδίκων το 1494, η φυγή στη Μπολόνια όπου διαμένει για έναν χρόνο και η επιστροφή στη Ρώμη το 1508.

Παράλληλα με το καλλιτεχνικό του έργο ο Μιχαήλ Άγγελος έχει να επιδείξει και μια αξιόλογη παρουσία στη λογοτεχνία και ιδιαίτερα στην ποίηση με τους Στίχους (Rime). Όταν διαβάζουμε αυτούς τους στίχους, είναι αναμφισβήτητο ότι ίχνη απομίμησης του Πετράρχη συναντάμε συχνά στον Μιχαήλ Άγγελο.

Ο Μιχαήλ Άγγελος, στην ιστορία της τέχνης, είναι η πρώτη περίπτωση μοναχικού καλλιτέχνη, σχεδόν ενάντιος προς τον κόσμο που τον περιβάλλει και στον οποίο αισθάνεται ξένος, εχθρικός

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η μακρά ζωή του Μιχαήλ Άγγελου διασχίζει εκείνη την τραγική ιστορική περίοδο της Ιταλίας που αρχίζει από την αποτυχία της εμπειρίας του Σαβοναρόλα ως την κατάληξη του πολιτικού ιταλικού δράματος, στην υποταγή στην Ισπανία και αργότερα στην αντίδραση που προξένησε η Αντιμεταρρύθμιση. Είναι μια περίοδος όπου ο Μιχαήλ Άγγελος βιώνει ως μια πραγματική περίοδο κρίσης, μια κρίση που παράγει συνεχείς αντιθέσεις: έτσι, αν το μοντέλο του Πετράρχη του προσφέρει τη δυνατότητα να δημιουργήσει τη δική του προσωπικότητα πάνω σε μια σειρά από ηθικές, ψυχολογικές και φυσικά γλωσσικές αντιθέσεις, αυτό το μοντέλο δεν ισχύει πια όταν πρόκειται να τις ανασυνθέσει φορμαλιστικά. Φτάνουμε, τελικά, να αποδεχτούμε μια ένταση που δεν φαίνεται να βρίσκει ούτε υπαρξιακή ούτε φορμαλιστική διέξοδο αλλά μπορεί να βρει στον νεο-πλατωνισμό την ιδεολογική του κατάληξη.

* Ο Φοίβος Γκικόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής ΑΠΘ

ΔΕΙΤΕ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΕΔΩ:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου