Κυριακή 15 Ιουλίου 2018

Η δολοφονία του σχεδιαστή μόδας Giovanni Versace. Ο δολοφόνος ήταν ένας ζιγκολό που, σύμφωνα με τους εγκληματολόγους, επεδίωκε τη χλιδή και τη δημοσιότητα

Αποτέλεσμα εικόνας για Giovanni Versace

Κάθε πρωί, ο βοηθός του Τζιάνι Βερσάτσε περπατούσε μέχρι την καφετέρια News, που βρισκόταν στον παραλιακό δρόμο του Μαϊάμι, για να φέρει στο αφεντικό του τον αγαπημένο του καφέ. Όμως στις 15 Ιουλίου του 1997, ο Βερσάτσε αποφάσισε να πάει ο ίδιος να πάρει τον καφέ του, μιας και ξημέρωνε ένα υπέροχο πρωινό. 

Της Αθηνάς Τζίμα

Ο 50χρονος σχεδιαστής βγήκε απ’ το σπίτι του, περπάτησε μέχρι την παραλία και αφού αγόρασε τον καφέ, Τζιάνι Βερσάτσε πήρε τον δρόμο της επιστροφής. 

Δεν έδωσε καμία σημασία στον νεαρό άντρα που τον ακολουθούσε και αμέριμνος, έβαλε το κλειδί στην εξώπορτα, για να ανοίξει. 

Τότε ο άγνωστος άντρας στάθηκε ακριβώς από πίσω του, σήκωσε ένα πιστόλι και πυροβόλησε δύο φορές. 

Οι σφαίρες καρφώθηκαν στο κρανίο του Βερσάτσε. 

Ο ιδρυτής του ομώνυμου οίκου μόδας ήταν νεκρός και ο δολοφόνος του, Άντριου Κουνάναν, κατάφερε να διαφύγει. 

Οχτώ μέρες αργότερα, ο δολοφόνος αυτοκτόνησε, ενώ βρισκόταν περικυκλωμένος από την αστυνομία. 

Ο λόγος που σκότωσε τον Βερσάτσε δεν αποκαλύφθηκε ποτέ. 

Τζιάνι Βερσάτσε 

Το 1997, η ζωή του Τζιάνι Βερσάτσε πήγαινε καλύτερα από ποτέ. 

Διατηρούσε μακροχρόνια σχέση με το μοντέλο και σχεδιαστή, Αντόνιο Νταμίκο και η επιχείρησή του τον είχε κάνει πολυεκατομμυριούχο. 

Τα ρούχα που σχεδίαζε μπορεί να προκαλούσαν τις αντιδράσεις των πιο συντηρητικών, ιδιαίτερα η κολεξιόν που βασίστηκε στις δερμάτινες στολές των σαδομαζοχιστών, αλλά οι πωλήσεις συνεχώς αυξάνονταν. 

Είχε καταφέρει να γράψει ιστορία ως ο σχεδιαστής που έφερε αισθησιασμό και σεξουαλικότητα στην πασαρέλα και δεκάδες επώνυμοι, μεταξύ τους και ο Πριγκίπισσα Νταΐάνα, επικροτούσαν τις προσπάθειές του. 

Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ο σχεδιαστής θα έπεφτε θύμα ενός κατά συρροή δολοφόνου. 

Άντριου Κουνάναν

Αποτέλεσμα εικόνας για Άντριου Κουνάναν

Ο Άντριου Κουνάναν ήθελε να είναι πάντα το κέντρο της προσοχής. 

Ντυνόταν προκλητικά, μιλούσε δυνατά, γελούσε συχνά και είχε αμέτρητους φίλους. 

Ήταν ομοφυλόφιλος και φρόντιζε να επιδεικνύει τη σεξουαλικότητά του με κάθε τρόπο. 

Οι φίλοι του τον περιέγραφαν ως ένα εξαιρετικά κοινωνικό άτομο, αγαπητό από όλους. 

Στόχος του, έλεγε συχνά, ήταν να γίνει διάσημος. Με οποιονδήποτε τρόπο. 

Είχε όμως μία αδυναμία κι αυτή ήταν τα χρήματα. 

Μεγάλωσε σε μία φτωχή οικογένεια και σε όλη του τη ζωή, παρίστανε ότι ήταν γόνος της «υψηλής» τάξης. 

Ήθελε να ζει με πολυτέλεια και για να το πετύχει αυτό, δούλευε ως ζιγκολό. Οι πελάτες του ήταν πλούσιοι άντρες, που έκρυβαν τη σεξουαλικότητά τους και πλήρωναν τεράστια ποσά για τη συντροφιά και τη διακριτικότητα του Κουνάναν. 

Για να συμπληρώσει το κομπόδεμά του, συνήθιζε να πουλάει ναρκωτικά και να συμμετέχει σε μικροκλοπές. 

Ο Κουνάναν διατηρούσε και μια κανονική σχέση με τον αρχιτέκτονα Ντέιβιντ Μάντσον, τον οποίο μάλιστα αποκαλούσε, «έρωτα της ζωής του». Ο χωρισμός τους όμως ήταν αναπόφευκτος, καθώς ο Κουνάναν κρατούσε κρυφές τις παράνομες ενέργειές του. Τελικά ο Μάντσον τον εγκατέλειψε και επέστρεψε στη Μινεσότα, απ’ όπου καταγόταν. 

Λίγους μήνες μετά, μετακόμισε στη Μινεσότα και ο πιο στενός φίλος του Κουνάναν, Τζέφρι Τρέιλ, για να βρει δουλειά. 

Ο Κουνάναν έμεινε μόνος και απένταρος, καθώς οι «προστάτες» του άρχισαν να διακόπτουν τη συνεργασία τους. Τότε αποφάσισε να μετακομίσει στο Σαν Φρανσίσκο, αφού όμως έκανε μια στάση στη Μινεσότα για δουλειές. Το βράδυ πριν από την αποχώρησή του, οι φίλοι του οργάνωσαν ένα αποχαιρετιστήριο δείπνο, στο οποίο ο Κουνάναν δήλωσε ότι κανείς από όσους παρευρίσκονταν στο δείπνο δεν τον γνώριζε πραγματικά. 

Ο πραγματικός Κουνάναν κρυβόταν πίσω από τα χαμόγελα και την επιδεικτική συμπεριφορά και σύντομα θα ερχόταν στην επιφάνεια. 

Οι δολοφονίες 

Ο Κουνάναν έφτασε στη Μινεσότα τον Απρίλιο του 1997 και φιλοξενήθηκε από τον πρώην σύντροφό του, Ντέιβιντ Μάντσον. Στις 25 Απριλίου, τους επισκέφτηκε και ο στενός τους φίλος, Τζέφρι Τρέιλ. Ο Κουνάναν έμαθε ότι οι δυο τους διατηρούσαν κρυφό δεσμό και ακολούθησε ένας πολύ έντονος καβγάς. 

Το επόμενο πρωί βρέθηκε το πτώμα του Τρέιλ μέσα στο διαμέρισμα, τυλιγμένο με ένα χαλί. Οι βασικοί ύποπτοι για τη δολοφονία, ο Κουνάναν και ο Μάντσον, είχαν εξαφανιστεί, αλλά μόλις τρεις μέρες αργότερα, ο Μάντσον βρέθηκε νεκρός μερικά χιλιόμετρα έξω απ’ τη Μινεσότα. Είχε δεχτεί δύο πυροβολισμούς, έναν στο στήθος και έναν στο κεφάλι. 

Στις 4 Μαΐου, δολοφονήθηκε ο μεσίτης Λι Μίγκλιν, στο σπίτι του στο Σικάγο. Δεν είχε καμία σχέση με τον Κουνάναν και πιστεύεται ότι έγινε στόχος εξαιτίας του πολυτελούς σπιτιού του. Είχαν κλαπεί αρκετές χιλιάδες δολάρια, ενώ έξω απ’ το σπίτι ήταν σταθμευμένο το αυτοκίνητο του νεκρού Μάντσον, που οδηγούσε μέχρι τότε ο Κουνάναν. Στη θέση του, ο δολοφόνος πήρε την πανάκριβη Lexus του Μίγκλιν και συνέχισε το θανατηφόρο ταξίδι του. 

Επόμενη στάση του Κουνάναν ήταν ένα νεκροταφείο στο Νιου Τζέρσι, όπου σκότωσε τον επιστάτη, παράτησε τη Lexus και πήρε το φορτηγάκι του νέου θύματος. 

Για τους επόμενους δύο μήνες, ο καταζητούμενος Κουνάναν έμενε στο Μαϊάμι της Φλόριντα. Είχαν τελειώσει τα χρήματά του και στις 9 Ιουλίου, αναγκάστηκε να πάει σε ένα ενεχυροδανειστήριο, όπου αντάλλαξε ένα χρυσό νόμισμα που είχε κλέψει απ’ τον Μίγκλιν. Ο Κουνάναν έκανε το λάθος να υπογράψει με το πραγματικό του όνομα και να αφήσει δαχτυλικό αποτύπωμα στο έγγραφο του ενεχυροδανειστηρίου, το οποίο σύμφωνα με το νόμο, κατέληξε στο αστυνομικό τμήμα. 

Όμως, λόγω του υπερβολικού όγκου εργασίας, η αστυνομία δεν επεξεργάστηκε ποτέ το έγγραφο που έφερε το όνομα και το δαχτυλικό αποτύπωμα του δολοφόνου.  

Στις 11 Ιουλίου, τον αναγνώρισε ο ταμίας ενός καταστήματος και κάλεσε την αστυνομία. Ο Κουνάναν όμως πρόλαβε να φύγει, πριν φτάσουν οι αρχές στο σημείο. 

Τέσσερις μέρες αργότερα, στις 15 Ιουλίου, ο Κουνάναν σκότωσε για πέμπτη και τελευταία φορά και το άτυχο θύμα ήταν ο σχεδιαστής μόδας, Τζιάνι Βερσάτσε. 

Ο λόγος που επιλέχθηκε ως θύμα παραμένει άγνωστος, αν και οι εγκληματολόγοι που ασχολήθηκαν με την υπόθεση υποστηρίζουν ότι ο Κουνάναν σκότωνε πλούσιους και επιτυχημένους ανθρώπους, γιατί τους ζήλευε. 

Μετά τη δολοφονία ο Κουνάναν τράπηκε σε φυγή και απέφυγε για μία ακόμη φορά τη σύλληψη. Οχτώ μέρες αργότερα, στις 23 Ιουλίου, ο φύλακας ενός παραθαλάσσιου σπιτιού στο Μαϊάμι άκουσε έναν πυροβολισμό απ’ το εσωτερικό της οικείας. Οι ιδιοκτήτες έλειπαν και ο φύλακας κάλεσε την αστυνομία. 

Μετά από τέσσερις ώρες παρακολούθησης, οι αστυνομικοί εισήλθαν στο σπίτι. Ο Άντριου Κουνάναν βρισκόταν νεκρός στο κρεβάτι. Είχε αυτοκτονήσει με το ίδιο όπλο που πυροβόλησε τον «έρωτα τη ζωής του», Ντέιβιντ Μάντσον και τον Τζιάνι Βερσάτσε. 

Η δολοφονία του σχεδιαστή συγκλόνισε χιλιάδες ανθρώπους παγκοσμίως και έδωσε στον Κουνάναν τη δημοσιότητα που πάντα επιθυμούσε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου