Μία σπουδή
πάνω στα έργα και τις ημέρες ίσως του σπουδαιότερου και ικανότερου
τραγουδοποιού όλων των χρόνων και όλων των χωρών που «έφυγε» στις 11 Ιανουαρίου
1999.
Άρης Καραμπεάζης, 11.01.2015
Πρώτη δημοσίευση: 3/2/2014
Συμπληρώθηκαν
λοιπόν δεκαέξι χρόνια από τον θάνατο του Fabrizio De André. Αυτό
έγινε στις 11/1/1999 στη Ρώμη, και ενώ τελικά έφτασα στην πόλη λίγους μήνες
μετά. Αν είχα επιλέξει να κάνω το Erasmus στο τρίτο και όχι στο
τέταρτο έτος (όπως όλος ο κόσμος) το πιθανότερο είναι ότι θα τον έβλεπα στην
τελευταία του περιοδεία, καθότι τότε πήγαινα και έβλεπα ό,τι εκινείτο στην
κυριολεξία. Στη Ρώμη, μάλιστα, παίχτηκε
και ο τελευταίος του on stage θρίαμβος. Λίγο πριν το τέλος του Φλεβάρη,
συμπληρώνονται εβδομήντα τέσσερα χρόνια από τη γέννηση του. Αυτό θα γίνει στις
18/2/2014. Από μία άποψη είναι καλύτερα που πέθανε ο De André πριν
προλάβει να φτάσει σε αυτή την ηλικία (θα πει ο ανόητα κυνικός οπαδός, που
παραβλέπει τον παράγοντα- άνθρωπος).
Ο Fabrizio De André ήταν από
τους τύπους που φαίνονταν να μην του πάνε τα γηρατειά, με τον ίδιο τρόπο που
δεν πάνε και στον Morrissey, όπως ήδη έχουμε αρχίσει να διαπιστώνουμε.
Είχε και αυτός αυτό το αόριστα φέμινιν στο πρόσωπο του, ενώ ταυτόχρονα ήταν
ξεκάθαρα ‘γόης’. Πώς είπες; Πρέπει να πεθάνει ο Morrissey; Όχι, απλά
θυμήθηκα μια φράση του Vini Reilly για τον Moz και το ότι
δεν υπάρχει τίποτε το μη αληθινό πάνω του και στην προσωπικότητα του. Ε, το
ίδιο ακριβώς και για τον Fabrizio De André. Απόλυτα
και συγκλονιστικά αληθινός, όσο κλισέ και αν ακούγεται αυτό, και χωρίς να είναι
απαραίτητο άλλωστε να είναι κάποιος αληθινός για να είναι σπουδαίος
καλλιτέχνης. Ο David Bowie είναι κατά βάση μη αληθινός σε κάθε διαφορετική του εκδοχή, αλλά ακόμη και
αυτός, όπως και όσο και να μεταμορφωθεί,
διατηρεί πάντοτε μια αύρα γνησιότητας σε
ό,τι κάνει. Ο Fabrizio De André, όπως και ο Morrissey, ήταν «καταδικασμένος» να καταθέτει μέρος
του εαυτού του σε κάθε επόμενη ηχογράφηση, ακόμη και όταν ανακατασκεύαζε
τραγούδια τρίτων. Πολύ, δε, περισσότερο σε κάθε επόμενη ζωντανή εμφάνιση,
καθότι για αρκετά χρόνια απέφευγε συνειδητά την σκηνή και χρειάστηκε το
‘σπρώξιμο’ της σκερτζόζας συζύγου, για να ανέβει επιτέλους στη σκηνή χωρίς
φόβο.
Στην Ελλάδα
υποτίθεται ότι έχουμε μεγάλη και σοβαρή σχέση με το ιταλικό τραγούδι. Στις
πλάτες του (του ιταλικού τραγουδιού) κάνουν καριέρα τυχάρπαστοι τύπου
Μαχαιρίτσα, που καθώς το ξεπατικώνουν με καθυστέρηση δεκαετιών και
απευθυνόμενοι στο χαμηλό βαρομετρικό του λαού μας, φτάνει μια μέρα που γεμίζουν
το Παναθηναϊκό Στάδιο, περισσότερο από τους Αμερικάνους R.E.M., αλλά και
από την Α.Ε.Κ. του Γιώργου Αμερικάνου. Με γεια τους, με χαρά τους. Περιττό
βέβαια να ειπωθεί, πως η σχέση μας με το ιταλικό τραγούδι και η επίδραση που
έχει ασκηθεί στο αντίστοιχο ελληνικό είναι σφόδρα επιφανειακή, όπως επιφανειακό
είναι στο συντριπτικό ποσοστό του και το ελληνικό τραγούδι (ενώ οι Ιταλοί έχουν
και μπόλικη επιφάνεια, αλλά και ακόμη περισσότερη ουσία). Λάβαμε ό,τι λάβαμε
στα 60s και έκτοτε Lucio Dalla με το κιλό, Battisti με το σταγονόμετρο και από μετάφραση,
και μπόλικο Carotone και Branduardi, που ούτως
ή άλλως ταιριάζει και ως prosecco αφέψημα,
μετά τις μακαρονάδες και τις ρόκες παρμεζάνες. Οι συλλέκτες βινυλίου
παραδοσιακά συλλέγουν ιταλικό progressive και
ψυχεδέλεια των 70s, αλλά κάτι τέτοιο ασφαλώς και δεν εξισορροπεί τις ελλείψεις. Άλλωστε
αρκετοί εξ αυτών, δεν μπαίνουν καν στον κόπο της ακρόασης.
---------------------------------------------------------------------------Ο Fabrizio De André ήταν από
τους τύπους που φαίνονταν να μην του πάνε τα γηρατειά, με τον ίδιο τρόπο που
δεν πάνε και στον Morrissey.
----------------------------------------------------------------------------
Ο Fabrizio De André (Faber, για τους
Ιταλούς) δεν είναι άγνωστος στην ατέλειωτη λίστα των εγχώριων τραγουδοποιών,
που βγάζουν ψυχούλα κατά το δοκούν και κουτσά-στραβά τη βολεύουνε δεκαετίες
τώρα, όποιος όμως βγει και πει ότι ευθέως τον έχει μεταλάβει στην κουτσουρεμένη
του έμπνευση, κάτι σίγουρα παρέλειψε να κατανοήσει στην πορεία από τον τρόπο
που έγραφε, αλλά και ερμήνευε τα τραγούδια του ο De André. Ως προς
την ερμηνεία του, τόσο οι τραγουδιστές που έχουν ασχοληθεί με το υλικό του, όσο
και οι μουσικοί που κατά καιρούς τον συνόδευσαν, επιβεβαιώνουν και συμφωνούν
στο ότι χρειάζονται πολλή και
εξειδικευμένη εξάσκηση και κόπο για να ερμηνευτούν από κάποιον τρίτο, ο οποίος
και πάλι δεν θα καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα. Για τον De André η χρήση
της γλώσσας, το χώρισμα των συλλαβών και ο ξεχωριστός τονισμός κάθε λέξης είχαν
όχι δήθεν κάποια ιδιότροπη σημασία, αλλά με ουσιαστικό τρόπο υπογράμμιζαν τα
νοήματα του. Στην πορεία τα τραγούδια του συνάντησαν και αρκετές από τις
δεκάδες τοπικές διαλέκτους της Ιταλικής γλώσσας, ακόμη και κάποιες με τις
οποίες δεν είχε κάποια άμεση σχέση ως καταγωγή. Ο Faber κατάγονταν
από τη Genova, διέπρεψε όμως ως Ναπολιτάνος στην έξοχη ανακατασκευή του Don Raffae, αφού
άλλωστε πήρε τα εύσημα και από τον δημιουργό του Mauro Pagani, ειδικά ως
προς τη χρήση και το σεβασμό της διαλέκτου.
Ομοίως, δεν
γράφονται και πολλά πράγματα για τον De André στα
ελληνικά μουσικά περιοδικά και πολιτιστικά έντυπα εν γένει. Δηλαδή ουσιαστικά
τίποτε δεν γράφεται. Αλλά για αυτό είμαστε όλοι υπεύθυνοι, καθώς κινούμαστε
άκριτα ανάμεσα στο δίπολο Αγγλία-Αμερική, όχι απαραίτητα ως τόπους καταγωγής,
αλλά ως σημεία αναφοράς, ενώ όποτε παρεκκλίνουμε αυτό γίνεται για μία αυθαίρετα
εξωτική διάσταση των μουσικών πραγμάτων, που εξιδανικεύει οτιδήποτε το μακρινό.
Στην Ιταλία,
αντίθετα, αυτή τη στιγμή υπολογίζεται
ότι έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει περί τα 200 (!!!) βιβλία γύρω από τον Fabrizio De André.
Βιογραφίες, λευκώματα, αναλύσεις των δίσκων και των τραγουδιών του, κόντρα
αναλύσεις κ.λ.π. . Όχι τόσο η ζωή του ( η οποία πάντως έχει ένα ακραιφνώς
ξεχωριστό ενδιαφέρον…. από τον γάμο του με την ‘ελαφριά’ Dori Ghezzi, μέχρι την
απαγωγή τους στη Σαρδηνία, όπου και είχαν ‘αποσυρθεί’, και τον πατέρα De Andre να
‘υποχρεώνεται’ να πληρώσει τελικά μέρος των λύτρων), όσο το έργο του,
βρίσκονται διαρκώς σε ένα ανελέητο μικροσκόπιο, με αποτέλεσμα οι Ιταλοί να
μιλάνε πλέον βάσιμα για τον κόσμο του De André, όπως ας πούμε σε λογοτεχνικό επίπεδο θα
μπορούσαμε να μιλήσουμε για τον κόσμο του Σέξπηρ ή του Ντοστογιέφσκι. Και όλη
αυτή η υπερανάλυση αποκτά ακόμη πιο σύνθετες διαστάσεις, αν λάβει
κανείς υπόψη του ότι ο κόσμος του
De André άλλαξε τουλάχιστον τέσσερις και πέντε φορές, μέσα από τις διακριτές
περιόδους που χαρακτηρίζουν τόσο την έμπνευση του, όσο και το αποτέλεσμα αυτής.
Η απόσταση
από τον εσωστρεφή τραγουδοποιό της δεκαετίας του ’60, στον θριαμβευτή πρωτοπόρο
world καλλιτέχνη των mid 80s, που
εντυπωσίαζε τον David Byrne, με ενδιάμεσες στάσεις όπως η σύμπραξη με το progressive rock σχήμα των P.F.M., που
«αλλοίωσε» μια και για πάντα την ενορχηστρωτική
του άποψη, δεν είναι τόσο τεράστια, όσο ουσιαστικά μεταβλητή σε κάθε επόμενη
μετεξέλιξη της. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να είναι απόλυτα θεμιτό το να μην σου
αρέσει ΟΛΟΣ ο De André (σε μένα π.χ. δεν αρέσει όλος ο De Andre, παρότι με
αυτόν που μου αρέσει φανατίζομαι εδώ και κάποια χρόνια περισσότερο από
οτιδήποτε άλλο στη μουσική και μέχρι νεωτέρας), χωρίς απαραίτητα να υπάρχει
κάποιος De André, που είναι λιγότερο σπουδαίος από τον άλλον, ενώ κατ’ αντιστοιχία είναι
πολύ εύκολο να διακρίνει κανείς τον ‘κακό’ Dylan σε αρκετές
περιόδους του (και τον κακό Σαββόπουλο σε μια παρατεταμένη περίοδο, που μάλλον
δεν θα λήξει ποτέ).
Ο Fabrizio De André έχει
γράψει τραγούδια όπως το “Bocca Di Rosa”, που με
την πρώτη ακρόαση ακόμη και από κάποιον που δεν γνωρίζει Ιταλικά, αφήνουν να
γίνει εύκολα κατανοητό το μέγεθος της έμπνευσης του και της ικανότητας του να
την μετουσιώνει σε ένα τελικά απόλυτα εύστοχο αποτέλεσμα, από το οποίο δεν
επιτρέπεται να αφαιρεθεί τίποτε. Τα σπουδαία τραγούδια δίνεται η εντύπωση ότι
του βγαίνουν αβίαστα και εύκολα, κυρίως
επειδή είναι πάρα πολλά σε τέτοιο υψηλό επίπεδο. Αλλά κάθε τραγούδι του είναι
στην εντέλεια και στην κάθε του λεπτομέρεια δουλεμένο, ακόμη και αυτά στα οποία
επεξεργάζεται ιδέες και παραδόσεις που προηγήθηκαν αυτού.
Μέσα σε όλα
αυτά τα τραγούδια υπάρχει ένα, για το οποίο η υποψία ότι πρόκειται για το
καλύτερο και το πιο αψεγάδιαστο τραγούδι,
που έχει γραφτεί ποτέ, είναι το ίδιο βάσιμη όσο και για το “Hallelujah” του Leonard Cohen, το “Mr Tambourine Man” στην
μεταμόρφωση του από τους Byrds κ.ο.κ. Και αυτό το
τραγούδι είναι το “Via Del Campo”,
εξαιρετικά απλή και λιτή σύνθεση, στη διάρκεια της οποίας ο De André
εξομολογείται με στωικό τρόπο τον εθισμό του στις ‘διαφορετικές γυναίκες’ των
δρόμων, αλλά και την αδυναμία του να συνδέσει άρρηκτα τη ζωή του με αυτές και
να τις αποδεχτεί ως έχουν. Ευχαριστιέσαι να δακρύζεις κάθε επόμενη φορά
που το ακούς.
Ο φίλος μου
ο Δημήτρης Κάζης αποφάσισε να μάθει Ιταλικά για να μπορέσει να κατανοήσει τον Fabrizio De André. Και αυτή
είναι μια από τις πιο σωστές αποφάσεις που έχω ακούσει στη ζωή μου σε σχέση με
την εκμάθηση μιας ξένης γλώσσας, πολύ πιο ωφέλιμη ασφαλώς από όσους μάζεψαν
πτυχία για να παίρνουν επιδόματα ξένης γλώσσας ή απλώς έξτρα πόντους στις
εξετάσεις του ΑΣΕΠ. Τα τραγούδια του De Andre, παρότι σε
ορισμένες στιγμές τους άμεσα προσβάσιμα, δεν έχουν ασφαλώς τις χάρες του
ελαφρού ιταλικού τραγουδιού, που κατά καιρούς μας έχει συγκινήσει ως λαό. Δεν
ξέρω αν έχετε τη διάθεση να μάθετε Ιταλικά ή να κοπιάσετε με τις μεταφράσεις στα
Αγγλικά, που θα βρείτε στο διαδίκτυο. Το γεγονός όμως ότι σήμερα μπορεί κάποιος
απλά να ανοίξει το Spotify και να βρει όλη τη δισκογραφία του De André, τα
στουντιακά άλμπουμ, τα live με τους P.F.M. , πριν από
αυτούς και μετά από αυτούς και μέχρι το τέλος, μου φαίνεται ως εξαιρετικά
συναρπαστική πρόκληση για ένα ακροατήριο όπως το ελληνικό, που τα τελευταία
20-30 χρόνια έχει πιστέψει στους τραγουδοποιούς σαν να είναι η απόλυτη αλήθεια.
Το να παρασύρεσαι από όλους αυτούς που σκαρώνουν ανόητα τραγουδάκια βυθιζόμενοι
σε έναν ωκεανό προσωπικής άγνοιας και μιζέριας, χωρίς να έχεις κάτσει να
ασχοληθείς με τον Fabrizio De André, είναι σαν να μιλάς
για rock ‘n’ roll χωρίς να ξέρεις τους Rolling Stones. Και αυτό δεν
είναι υπερβολή.
Ο τίτλος του
παρόντος άρθρου αποτελεί μία πολύ ελεύθερη αναδιατύπωση της ούτως ή άλλως
διττής σημασίας της φράσης Tutti Morrimo
A Stento, που είναι και ο τίτλος του
δεύτερου ουσιαστικά ‘κανονικού’ άλμπουμ του Fabrizio De André, που είχε
κυκλοφορήσει το 1968. Διαπίστωση πικρή, αλλά ταυτόχρονα και λυτρωτική.
Αναφέρεται σε γ’ πρόσωπο και σε
πληθυντικό αριθμό, στους χρήστες ναρκωτικών, που με φανερό ή κρυφό τρόπο,
αποτελούν τη θεματολογία του ιδιόρρυθμου αυτού concept άλμπουμ (έχει αρκετά
τέτοια concept παρακάτω η δισκογραφία του, και με μία ευρεία ερμηνεία από εδώ
και μετά κάθε δίσκος του De Andre είναι ένα concept άλμπουμ, μέχρι και για τους
απαγωγείς του έγραψε δίσκο, υπακούοντας στο σύνδρομο της Στοκχόλμης).
Η εν λόγω
διαπίστωση συνοψίζει το τελολογικό νόημα
κάθε τραγουδιού του De André, το οποίο αναφέρεται με ψυχραιμία στις αγωνίες της
καθημερινότητας, όπως τη βιώνει ο καθένας, και ουδόλως παραμερίζει τη σημασία
της μπροστά σε βαριά νοήματα και σκοπούς, ακόμη και μπροστά στον θάνατο, από
οποιαδήποτε αιτία και αν προέλθει αυτός.
Τα εφήμερα καθημερινά ζητήματα ανάγονται στα πλέον κρίσιμα ζητήματα για
τη ζωή του καθενός, τα οποία και δεν υποχωρούν έστω και υπό το δέος του
θανάτου. Μέχρι και splatter τραγούδια έχει γράψει, στα οποία ο θάνατος
αντιμετωπίζεται όλως φυσιολογικά ως το μέσο εκείνο που εξυπηρετεί τις ανάγκες
της καθημερινότητας, εκ των οποίων η αγάπη είναι το ύψιστο αγαθό. Όχι ακριβώς
με χριστιανικό, και πολύ περισσότερο με καθολικό τρόπο, παρότι τον De Andre
απασχόλησε έντονα και το στοιχείο του Θείου και του χριστιανισμού ειδικότερα,
το οποίο ομοίως επέλεξε να «προσγειώσει» στην καθημερινότητα, προσδίδοντας του
ακόμη και πάθη, στα πρότυπα των αρχαιοελληνικών και ρωμαϊκών θεών.
Υπάρχει έντονη συζήτηση για το αν είναι ή όχι αυτό το
πρώτο concept άλμπουμ της ιταλικής δισκογραφίας, χωρίς βέβαια αυτό να έχει και
κάποια ουσιαστική σημασία. Αξιοσημείωτο το ότι με την προτροπή της
δισκογραφικής του, ο De André επανηχογράφησε όλο το δίσκο και στην αγγλική
γλώσσα (παντού υπάρχει το μικρόβιο της διεθνούς καριέρας), αλλά τελικά αυτή η
εκδοχή δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Φημολογείται, δε, ότι το 2007 βρέθηκε κάπου στην
Αμερική μία έκδοση του δίσκου με διαφορετικό εξώφυλλο, που υποτίθεται περιέχει
τις ηχογραφήσεις στα αγγλικά, ενώ σκόρπια αποσπάσματα ακούγονται σε διάφορα
ντοκιμαντέρ για τον De Andre. Να σημειωθεί ότι ο πατέρας του De André, ήταν
ιδιοκτήτης φροντιστηρίων ξένων γλωσσών (για αυτό και είχε να πληρώσει τα λύτρα,
που λέγαμε) και ότι στην πολύ καλή διασκευή του στο “Geordie”, η γυναικεία φωνή
που τραγουδάει Ιταλικά με αγγλική προφορά, είναι μια καθηγήτρια αγγλικών του φροντιστηρίου!
Για την ιστορία, επιχειρήθηκε κάποτε να διασκευάσει ο De André το “Born To Run”
του Bruce Springsteen, αλλά (ευτυχώς) η ιταλική γλώσσα δεν μπόρεσε να κολλήσει
στον τρόπο με το οποίο αναπτύσσεται ο μπρουσικός ύμνος στην αξία του να το
βάζει κανείς στα πόδια.
Ο εν λόγω
δίσκος είναι και ο αγαπημένος μου από ολόκληρη τη δισκογραφία του Fabrizio De
André. Ο ίδιος τον είχε μάλλον αποκηρύξει και μάλιστα νωρίς – νωρίς και τα
τραγούδια του απουσιάζουν με σχεδόν εγκληματικό τρόπο από ζωντανές εμφανίσεις και
ηχογραφήσεις. Στις αναλύσεις και τις διαφωνίες ειδικών και οπαδών έχει κατά
κανόνα το μικρότερο μερίδιο. Ενορχηστρωτικά είναι ταυτόχρονα ρηξικέλευθος και
παλιομοδίτικος, καθώς πρόωρα μεταφέρει τα τραγούδια του Fabrizio De André, σε
ένα διαφορετικό σκηνικό από αυτό του μοναχικού τραγουδοποιού με την κιθάρα και
τις ελάχιστες παρεμβάσεις σε αυτή.
Αυτό γίνεται
πάντως χωρίς να προσγειώνεται απότομα ο
ήχος του στον άχαρα και προκλητικά αβανταδόρικο ηχητικό κόσμο των
προγκρεσιβάδων P.F.M., με τους οποίους αργότερα θα συνεργάζονταν. Οι οποίοι
P.F.M. –κατά την άποψη μου πάντοτε- με αλαζονεία, άκρως ενδεικτική συμπλέγματος
κατωτερότητας, αντιμετώπισαν τον De André, ως έναν τύπο που δεν είχε μεν
τη δική τους μουσική παιδεία και ικανότητα, αλλά του οποίου τη διάνοια και το
μέγεθος της έμπνευσης δεν μπορούσαν να αγγίξουν έστω και στο ελάχιστο (αυτό
διακρίνεται και σε όσα δηλώνουν σε σχέση με τα χρόνια που συνεργάστηκαν με τον
De Andre). Ο ίδιος ο De André, βέβαια, αγάπησε τις ενορχηστρώσεις τους και
πορεύτηκε με αυτές μέχρι το τέλος, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει να πούμε ότι
καμία ηχογράφηση του Via Del Campo από όσες ακολούθησαν, δεν έχει την αδυσώπητα
σκληρή ευαισθησία της πρώτης στουντιακής εκτέλεσης, που αφήνει πραγματικά
ανήμπορο να αντιδράσει τον ακροατή όταν έρχεται το σύντομο τέλος αυτής.
Ηχογραφημένος
στη Ρώμη, στο στούντιο της RCA, που ήταν φημισμένο για τις δυνατότητες του
εκείνη την εποχή και με την συνδρομή της Φιλαρμονικής της αιώνιας πόλης, ο
δίσκος είναι όντως ξεχωριστός από την άποψη της ηχητικής του απόδοσης, καθώς τα
τραγούδια αναπνέουν ικανότατα μέσα σε ένα μεγαλειώδες αναλογικό περιβάλλον, με
πληθώρα οργάνων, αλλά χωρίς την καταφυγή σε περιττά εκφραστικά μέσα. Οι
εντάσεις αυξομειώνονται αρκετές φορές σε όλη του τη διάρκεια και κάθε φορά που
πάει να δημιουργηθεί ένα ‘φιλικό’ περιβάλλον, η προσπάθεια ανατρέπεται άμεσα.
Στη ραχοκοκαλιά του ‘Tutti
Morimmo A Stento’ υπάρχει η τριλογία των ‘Primo
Intermezzo- Legenda Di Natale- Secondo Intermezzo’. Το πρώτο και
το τρίτο είναι δύο οριακά δίλεπτα, κατά τα οποία απλή και κατανοητή ποίηση σε
καθεστώς απόγνωσης, που όμως δεν παραγνωρίζει την ομορφιά, ενορχηστρώνεται με τόλμη και έμφαση (ίσως και
περιττή, αλλά πάντως όχι ενοχλητική) αποδίδοντας δύο από τις πιο έντονες
στιγμές του De Andre. Στο ενδιάμεσο, η πιο ουσιαστική διήγηση του δίσκου, με
τις βάσεις της στον πνευματικό του πατέρα George Brassens, είναι ίσως η πιο σκληρή διήγηση σε ολόκληρη
την δισκογραφία του, σε δεύτερο και αδυσώπητο πρόσωπο, με την φωνή του να
κατεβαίνει χαμηλά και να γίνεται γλυκιά, αλλά τελικά το όλο πράγμα να
μετουσιώνεται από τα όρια της μοιρολατρείας σε αυτά της ειρωνείας και της
παραίτησης.
Το ‘Terzo
Intermezzo’, λίγο πριν το τέλος του δίσκου, επαναφέρει ως ανάμνηση το μελωδικό
θέμα για λίγα μόνο δευτερόλεπτα, προτού περάσει άμεσα στο επόμενο τραγούδι, με
το οποίο ο De André ξεκαθαρίζει ότι κανείς δεν είναι άμοιρος για τη ζωή του,
αλλά η ευθύνη είναι πρώτιστα και εν τέλει αποκλειστικά προσωπική, για τον
καθένα μας. Κάθε επόμενη ακρόαση των τραγουδιών και κάθε πιο προσωπική σύνδεση
του καθενός με αυτά, καθιστούν εύλογο το ότι ο De Andre τα έγραψε, τα
ηχογράφησε, πάλεψε με αυτά και έπειτα αποφάσισε να τα παρατήσει σχεδόν μία και
για πάντα. Καθότι με κάποιους δαίμονες καλό είναι να μην τα βάζει κανείς
συνέχεια.
‘Είμαστε τα
πρεζάκια’ θα πει στο τέλος…. σαν αφηγητής πολυκαιρισμένης ελληνικής ταινίας,
που ρέπει ανάμεσα στο γραφικό και το τραγικό. Ο De André φλέρταρε πάντοτε με το
περιθώριο, αλλά ποτέ δεν το παρουσίασε ως κάτι περισσότερο και ως κάτι
σημαντικότερο από αυτό που πραγματικά είναι, όπως έκανε για παράδειγμα ο Tom
Waits, καθώς για αυτόν το περιθώριο δεν υπήρξε παρά το σκηνικό μιας θεατρικής
παράστασης στην οποία ες αεί αποφάσισε να πρωταγωνιστεί. Για τον De André το
περιθώριο υπήρξε κάτι που πάντα τον γοήτευε, αλλά δεν ντρέπονταν να ομολογήσει
ότι ποτέ δεν είχε τα κότσια να γίνει πραγματικά μέρος αυτού.
Είναι ο Fabrizio
De André ο σπουδαιότερος και ικανότερος τραγουδοποιός όλων των χρόνων και όλων
των χωρών; Το γεγονός ότι κατέστη τελικά εξαιρετικά εμπορικός θα μπορούσε ίσως
να αναιρέσει μια καταφατική απάντηση. Έχοντας υπόψη ότι αν η Mina δεν είχε διασκευάσει με σαρωτική
επιτυχία το θεμιτά γλυκερό ‘La Canzone Di Marinella’, λίγους σχετικά μήνες
αφότου το είχε ηχογραφήσει ο ίδιος ο δημιουργός του, ίσως τελικά και ο De André
να κατέληγε επ’ αόριστον φροντιστής στη δουλειά του πατέρα του, είμαστε
υποχρεωμένοι να παραδεχτούμε ότι ο Fabrizio De André είναι μεταξύ άλλων ο
καλύτερος τραγουδοποιός όλων των εποχών, επειδή τελικά ποτέ δεν κράτησε κάτι
για τον εαυτό του και πέτυχε την μέγιστη καλλιτεχνική και εμπορική αποδοχή για
το Έργο του. Πριν ή μετά από τον θάνατο του, δεν έχει και τόσο σημασία, όπως
άλλωστε καμία πρωτεύουσα σημασία δεν κράτησε για τον θάνατο στα ίδια του τα
τραγούδια, όχι τόσο κατά το ντυλανικό πρότυπο του Death Is Not The End, όσο στα
όρια μιας φλεγματικής ειρωνείας απέναντι στο θάνατο, όπως και σε κάθε άλλη
μεγάλη ιδέα.
ΔΕΙΤΕ
ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΒΙΝΤΕΟ ΕΔΩ:
http://popaganda.gr/fabrizio-de-andre-oli-tha-pethanoume-diskolia-oli-schedon-tha-pethanoume/2/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου